ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Νοέμβρη 2003
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΤΣΕΧΙΑ
Ο καπιταλισμός χτυπάει τις κατακτήσεις

Από διαδηλώσεις Τσέχων αγροτών ενάντια στην ΕΕ
Από διαδηλώσεις Τσέχων αγροτών ενάντια στην ΕΕ
Τα 13 χρόνια καπιταλιστικής παλινόρθωσης διανύει η Τσεχία, με νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση από το συντηρητικό κόμμα και τη σοσιαλδημοκρατία και οι αρνητικές συνέπειες είναι μεγάλες για τα λαϊκά στρώματα της χώρας. Αυτήν την κατάσταση είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε, σε πρόσφατη επίσκεψή μας, μαζί με αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, που επισκέφτηκε τη χώρα, προσκεκλημένη του ΚΚ Βοημίας - Μοραβίας (Τσεχίας). Η δυσαρέσκεια του κόσμου, των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων, από τη διακυβέρνηση των αστικών κομμάτων της χώρας, που προέκυψε από την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας, αυξάνεται. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι ξεσπούν κάποιοι αγώνες και το Κομμουνιστικό Κόμμα βρίσκεται στις δημοσκοπήσεις σε υψηλά ποσοστά, της τάξης του 22%.

Μεγαλύτερη ανεργία στις πρώην βιομηχανικές περιοχές

Η επίσημη ανεργία είναι ήδη στο 10% και αναφέρεται σε όσους πολίτες είναι καταγεγραμμένοι και παίρνουν κάποιο επίδομα. Επίσης πρέπει να προστεθεί ότι τα στοιχεία που υπάρχουν είναι σίγουρο πως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Είναι «μαγειρεμένα» και επιδιώκουν να παρουσιάσουν την ανεργία μειωμένη, πράγμα που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι στατιστικές υπηρεσίες είναι πολύ προβληματικές και, σε μερικές περιπτώσεις, υπό διάλυση.

Ωστόσο, σύμφωνα με κάποια επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας της Τσεχίας, από τους 524.980 ανέργους μόνον οι 179.876 παίρνουν κάποιο επίδομα, γιατί, σύμφωνα με τη νομοθεσία, υπάρχουν προϋποθέσεις για να το πάρει κάποιος. Δηλαδή, για μια τετραμελή οικογένεια, υπολογίζονται ως ελάχιστο εισόδημα οι 12.000 κορόνες (περίπου 400 ευρώ), δηλαδή 3.000 (100 ευρώ) για κάθε άτομο. Αν το συνολικό οικογενειακό εισόδημα υπερβαίνει αυτό το ποσόν, αφαιρείται από το ποσόν του επιδόματος ή ακόμα και δε δίνεται καθόλου. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει στο να παρατηρείται κάθε χρόνο αύξηση κατά ένα τρίτο των δανείων στα οποία καταφεύγουν τα λαϊκά νοικοκυριά, ενώ πολλοί από αυτούς που καταφεύγουν σε δική τους δουλιά τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε χρεοκοπία.

Το μεγαλύτερο πλήγμα θέσεων εργασίας έχουν δεχτεί οι κατ' εξοχήν βιομηχανικά αναπτυγμένες περιοχές. Εκεί η ανεργία χτυπάει «κόκκινο» με ποσοστά 30 - 35%, αφού πολλά μεγάλα εργοστάσια είτε υπολειτουργούν είτε έκλεισαν. Η Τσεχία, μια χώρα με παράδοση στη βιομηχανία ιδιαίτερα τη βαριά, με υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, έγινε, από τα πρώτα χρόνια των ανατροπών '90 -' 91, στόχος των μονοπωλίων, κυρίως γερμανικών. Με το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, αγοράστηκαν σημαντικές επιχειρήσεις, αλλά πολλές από αυτές σταδιακά έκλεισαν, γιατί οι, ξένοι κυρίως, καπιταλιστές μετέφεραν την παραγωγή σε άλλες χώρες με πιο φτηνά εργατικά χέρια, ή, απλά, γιατί τα εργοστάσια θα ήταν ανταγωνιστικά σε δική τους παραγωγή. Τα παραδείγματα πολλά. Στην αυτοκινητοβιομηχανία και τη γνωστή «Σκόντα» έχει μειωθεί η παραγωγή, που πλέον είναι μέρος της γερμανικής VW. Η παραγωγή των μεγάλων οχημάτων - φορτηγών και πούλμαν «Τάτρα» έχει μειωθεί ακόμα περισσότερο, ενώ στην ίδια και χειρότερη μοίρα είναι η παραγωγή στις μηχανοκατασκευές στο Πλζεν και άλλες πόλεις. Τα ορυχεία της Β. Μοραβίας, επίσης, έχουν δεχτεί πολλά χτυπήματα, ενώ και η παραδοσιακή βιομηχανία κρυστάλλου υπέστη μεγάλες απώλειες σε θέσεις εργασίας.

Ο τομέας των κατασκευών λαϊκής κατοικίας έχει επίσης χτυπηθεί βάναυσα. Χαρακτηριστικά, όταν μόνο στην Πράγα παραδίδονταν, πριν το 1989, 7.000 σπίτια - διαμερίσματα το χρόνο, τώρα ο αριθμός αυτός έχει φτάσει στα 1.000 σπίτια.

Ολα πωλούνται

Στο γενικό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας εντάσσονται και οι μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις στους τομείς της Υγείας, της Κοινωνικής Ασφάλισης, ενώ ενισχύεται η εμπορευματοποίηση της Παιδείας. Και στην Τσεχία πολλές από τις αρμοδιότητες του κράτους έχουν περάσει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, χωρίς τους απαραίτητους πόρους, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να καλούνται να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι παιδικοί σταθμοί, από δωρεάν που ήταν πριν από την ανατροπή του σοσιαλισμού, σήμερα έχουν τροφεία από 400 - 800 κορόνες το μήνα. Ο,τι υπήρχε ως κοινωνική παροχή για διάφορες κατηγορίες του πληθυσμού έχει περάσει σε ανταποδοτική, δηλαδή αγοραία βάση, από το φοιτητικό πάσο και τις Εστίες μέχρι την αναψυχή και τον αθλητισμό.

Στην Πράγα, μια από τις ομορφότερες πόλεις της Ευρώπης, ένα απέραντο μνημείο, ήδη είναι αισθητή η βαριά σκιά της «ελεύθερης αγοράς». Εκεί όπου πριν από την ανατροπή υπήρχε δωρεάν πρόσβαση σε όλα τα μνημεία, σήμερα είναι στην κυριολεξία απαγορευμένη η πρόσβαση σε μια μέση τσεχική οικογένεια με τα αλμυρά εισιτήρια εισόδου.

Διάλυση της αγροτικής οικονομίας

Στον τομέα της αγροτικής παραγωγής, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις εκατοντάδες αγροτικούς συνεταιρισμούς έχει μείνει μόνον ένας που διατηρεί την ονομασία συνεταιρισμός, ενώ όλοι οι άλλοι έχουν γίνει στην ουσία εμπορικές επιχειρήσεις και πολλοί έχουν περάσει στα χέρια των πολυεθνικών. Στη βιομηχανία των ειδών πρώτης ανάγκης και τροφίμων, υπάρχει μια τεράστια διείσδυση του ξένου κεφαλαίου, με μεγάλες αλυσίδες σούπερ - μάρκετ, που έχουν μονοπωλήσει την εσωτερική αγορά.

Η παραγωγή κρέατος έχει μειωθεί και σε συνδυασμό με τη μικρή αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων έχει πέσει δραματικά και η κατανάλωση κρέατος από 100 κιλά το χρόνο που αναλογούσε κατά μέσο όρο σε κάθε άτομο πριν το 1989, σε 70 κιλά το χρόνο σήμερα.

Ακόμα και ο τομέας των δασών βρίσκεται σήμερα να απειλείται. Τα δάση, που από τη δημιουργία του ανεξάρτητου τσεχικού κράτους, το 1918, ήταν δημόσια περιουσία, σήμερα βρίσκονται στο στόχαστρο επιχειρηματιών, αλλά και της Εκκλησίας που πλέον διεκδικεί μερίδιο. Στην παραμεθόριο, στα γερμανοτσεχικά σύνορα, ήδη, γίνονται αγορές χιλιάδων εκταρίων γης εικονικά από Τσέχους (γιατί απαγορεύεται η πώληση γης σε ξένους), αλλά από πίσω βρίσκονται γερμανικές επιχειρήσεις. Στην ευρύτερη περιοχή του Ταχόφσκο, υπολογίζεται, με συντηρητικούς υπολογισμούς από έγκυρους μελετητές, ότι ήδη έχουν ξεπουληθεί 3.000 εκτάρια, με αυτές τις εικονικές αγορές σε ξένους.


Δημήτρης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ


ΣΑΟΥΔΙΚΗ ΑΡΑΒΙΑ
Ποιος εποφθαλμιά τον «οίκο των Σαούντ»;

Associated Press

Κάτι δεν πάει καθόλου καλά στο βασίλειο των Σαούντ. Αυτό έχει γίνει αντιληπτό εδώ και χρόνια. Εκδηλώθηκε σαφώς μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη και την κρίση στις αμερικανο-σαουδαραβικές σχέσεις, και μοιάζει να εισέρχεται σε νέα φάση, με τις πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις στο βασίλειο, το Μάη και το Νοέμβρη.

Στην πραγματικότητα, το κλίμα απόλυτης ηρεμίας, υπό τη «ράβδο» του δόγματος του γουαχαμπιτισμού, της συντηρητικότερης ερμηνείας του Ισλάμ, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η ελέω Θεού εξουσία της πολυπληθέστατης βασιλικής οικογένειας, που αριθμούσε περί τους 7.000 πρίγκιπες πριν από 4 χρόνια και εκτιμάται ότι αυξάνεται κατά 40 ανδρικά μέλη μηνιαίως, πλέον αμφισβητείται και εσωτερικά.

Οι βομβιστικές επιθέσεις ήταν απλώς η αιματηρότερη και ηχηρότερη απόδειξη. Οι, σχεδόν, καθημερινές διαδηλώσεις, έστω και μερικών εκατοντάδων ανθρώπων, μέσα στο Νοέμβρη, είναι μια ακόμη ένδειξη. Η κατάθεση συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών πολιτικών αιτημάτων από ομάδα κοσμικών διανοουμένων και πανεπιστημιακών, τον περασμένο Γενάρη, συμπληρώνει το τοπίο. Κατά πολλούς, η, αιφνιδιαστική, ανακοίνωση του πρίγκιπα Αμπντουλάχ περί διεξαγωγής περιφερειακών εκλογών (για πρώτη φορά στην ιστορία του βασιλείου), καθώς και η διοργάνωση και φιλοξενία από το Ριάντ συνόδου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν είναι παρά οι πρώτες προσπάθειες της βασιλικής οικογένειας να διαφυλάξει, έστω με ελιγμούς, την εξουσία της. Ποιος, όμως, την απειλεί και γιατί;

«Χειμώνας» στις σχέσεις με Ουάσιγκτον

Πολλές οι ζημιές από τις πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις

Associated Press

Πολλές οι ζημιές από τις πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις
Οι προνομιακές σχέσεις των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία διατηρήθηκαν για περίπου μια τριακονταετία. Βασίστηκαν στο περίφημο «δόγμα Αϊζενχάουερ» (1957), που προβλέπει ότι οι ΗΠΑ «αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προστατεύουν τη Σ. Αραβία, δηλαδή την εξουσία της βασιλικής οικογένειας Σαούντ, σαν να ήταν αμερικανικό έδαφος», με αντάλλαγμα, φυσικά, χρηματικό και πετρελαϊκό. Το Ριάντ έγινε ο μεγαλύτερος αγοραστής αμερικανικών οπλικών συστημάτων (40,2 δισ. δολάρια μόνο το 1998), ένας από τους βασικούς οικονομικούς εταίρους και εννοείται ο κύριος προμηθευτής πετρελαίου (1,4 βαρέλια αργού πετρελαίου καθημερινώς το 1999) με δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να αυξήσει την ημερήσια παραγωγή ανάλογα με τις αμερικανικές απαιτήσεις, γι' αυτό, άλλωστε, οι σαουδαραβικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις είναι, ίσως, οι πιο σύγχρονες στον κόσμο.

Η 11η Σεπτέμβρη 2001 και όσα την ακολούθησαν είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Οι προνομιακές σχέσεις είχαν, ήδη, αρχίσει να κλυδωνίζονται από τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου. Η απόφαση του βασιλιά Φαχντ, τότε, να καλέσει ισχυρές αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στη χώρα, για να αντιμετωπίσει την «ιρακινή απειλή» (απορρίπτοντας τη στρατιωτική προσφορά του μπιν Λάντεν) σηματοδότησε την αρχή του τέλους των καλών σχέσεων με όλα τα ακραία ισλαμιστικά στοιχεία, που, μέχρι τότε, έθρεφε (κυριολεκτικά και συμβολικά) λειτουργώντας ως δίαυλος ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τους μουτζαχεντίν, που «συνέθλιψαν τον κομμουνιστικό κίνδυνο στο Αφγανιστάν».

Τα μέτρα ασφαλείας έχουν ενταθεί

Associated Press

Τα μέτρα ασφαλείας έχουν ενταθεί
Η Ουάσιγκτον, ήδη, από το 1994 αρχίζει να υποκλέπτει τις τηλεφωνικές συνομιλίες των «καλών» Σαουδαράβων συμμάχων, συνειδητοποιώντας ότι τα «κανάλια χρηματοδότησης» των μουτζαχεντίν (ισλαμικά φιλανθρωπικά ιδρύματα, πολυεθνικές κλπ.) λειτουργούν αδιάκοπα, τείνοντας να τεθούν εκτός οποιουδήποτε κεντρικού ελέγχου. Παράλληλα, επιταχύνει τις πετρελαϊκές επενδύσεις της στην καταρρακωμένη Αφρική, σε μια προσπάθεια απεξάρτησης από τον σαουδαραβικό μαύρο χρυσό.

Μετά την κορύφωση του 2001, ξεκινά μια «ψυχροπολεμική» περίοδος με αλλεπάλληλες προτάσεις συμβούλων του Πενταγώνου για «ριζική αλλαγή των σχέσεων με τη Σ. Αραβία», μη διστάζοντας να μιλήσουν ακόμη και για «διχοτόμησή της». Στόχος των σεναρίων αυτών είναι η Ουάσιγκτον να υποστηρίξει ανεξαρτητοποίηση των Ανατολικών Επαρχιών του βασιλείου, όπου βρίσκονται οι πετρελαιοπηγές και η σιιτική μειονότητα, και να τις θέσει υπό τον έλεγχό της, αποτινάσσοντας οριστικά το βάρος της υποστήριξης μιας παραπαίουσας βασιλικής οικογένειας απέναντι στον «ισλαμιστικό» κίνδυνο τύπου μπιν Λάντεν.

Οι διαβεβαιώσεις Αμερικανών αξιωματούχων περί «σθεναρής συμμαχίας» δε βελτίωσαν το κλίμα. Την περασμένη άνοιξη, ανακοινώθηκε, μετά από έντονες σαουδαραβικές πιέσεις, η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το ιερό έδαφος. Στα μέσα καλοκαιριού, σε νέο συμβούλιο του Πενταγώνου, η Σ. Αραβία χαρακτηρίστηκε «χώρα τρομοκρατών που πρέπει να παταχθεί», ενώ πριν από λίγες, μόλις, ημέρες, ο Πρόεδρος Μπους αρνήθηκε να παραδώσει στους Σαουδάραβες τις σελίδες εκείνες της έκθεσης για την 11η Σεπτέμβρη, που περιέχουν τα «ενοχοποιητικά», για τη σαουδαραβική ηγεσία, στοιχεία, τα οποία ουδείς έχει, μέχρι σήμερα, δει.

Διαμάχη εξουσίας

Αβίαστα, σχεδόν, πολλοί έσπευσαν να ενοχοποιήσουν την «αλ Κάιντα» για τις βομβιστικές επιθέσεις στο Ριάντ. Η κατάσταση, όμως, είναι μάλλον πιο σύνθετη. Ανώτερος αξιωματικός των διαβόητων πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών, που εργάστηκε ως σύνδεσμος του Ριάντ με τους μουτζαχεντίν, επιμένει ότι οι εξτρεμιστικές οργανώσεις εντός βασιλείου καμία οργανωτική σχέση δεν έχουν με την «αλ Κάιντα». Την άποψη συμμερίζονται Βρετανοί και Γάλλοι αναλυτές, που εκτιμούν ότι κακώς η «αλ Κάιντα» παρουσιάζεται ως «δίκτυο», καθώς μάλλον τείνει να μετατραπεί σε «ιδεολογικό προκάλυμμα» ανεξάρτητων τρομοκρατικών πυρήνων με ποικίλα κίνητρα.

Το ότι το κήρυγμα μπιν Λάντεν περί «εκδίωξης των απίστων από τους Ιερούς Τόπους» και περί «τιμωρίας της φαύλης βασιλικής οικογένειας» έχει συμπαθούντες εντός Σ. Αραβίας είναι δεδομένο, κυρίως λόγω της βαθιάς λαϊκής δυσαρέσκειας για την, ελέω Θεού, διακυβέρνηση των Σαούντ. Το αν, όμως, είναι αυτοί οι συμπαθούντες πίσω από τις βομβιστικές επιθέσεις, και ιδιαίτερα αυτής του Νοέμβρη με στόχο μουσουλμάνους γουαχαμπίτες και σουνίτες (το δόγμα που επικαλείται η «αλ Κάιντα»), παραμένει ερωτηματικό.

Σαουδάραβες αναλυτές δε δίσταζαν να εκτιμήσουν ότι οι επιθέσεις αυτές λειτούργησαν «ευεργετικά» για ένα τμήμα της βασιλικής οικογένειας, που εκφράζεται από τον υπουργό Εσωτερικών, το οποίο αντιτίθεται στις «μεταρρυθμίσεις» που προωθεί ο πρίγκιπας Αμπντουλάχ, εκτιμώντας ότι είναι επικίνδυνες για την επιβίωση της βασιλείας, καθώς έδωσε αφορμή για περισσότερη καταστολή. Κατά ορισμένες πληροφορίες, η «σκούπα» των σαουδαραβικών αρχών συμπεριλαμβάνει κοσμικούς υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, προφανώς διόλου τυχαία, πολλά μέλη της σιιτικής μειονότητας, που ουδεμία σχέση με την «αλ Κάιντα» έχουν (λόγω και δόγματος), αλλά ξεχειλίζουν οργή.

Παράλληλα, «δικαιωμένα» ένιωσαν, μάλλον, και εκείνα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας που δεν επιθυμούσαν τη χαλάρωση των δεσμών με την Ουάσιγκτον (π.χ. ο υπουργός Αμυνας), της οποίας η στρατιωτική παρουσία θεωρούνταν εγγύηση απέναντι στον ισλαμιστικό εξτρεμισμό, που πλέον στράφηκε κατά των μεντόρων του. Αναμφίβολα, οι επιθέσεις προβλημάτισαν και τη βρετανική «Shell», όπως και τη γαλλική «Total», οι οποίες διέρρηξαν το αμερικανικό μονοπώλιο και υπέγραψαν συμφωνία εκμετάλλευσης των αποθεμάτων φυσικού αερίου στις (και πάλι) ανατολικές περιοχές της χώρας, των 4 μεγαλύτερων στον κόσμο. Η σαουδαραβική ηγεσία ελπίζει να καλύψει, έτσι, τις απώλειες που αναμένεται να έχει από τα πετρελαϊκά της έσοδα, εξαιτίας των αμερικανικών πιέσεων για σταθερές τιμές (προκειμένου να μην κλιμακωθεί η κρίση που εγκυμονεί η κατάσταση στο Ιράκ), αλλά και λόγω της συμφωνίας με τη Ρωσία, στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ, για διατήρηση των επιπέδων πετρελαϊκής παραγωγής.

Με δεδομένα αυτά τα στοιχεία, η ανίχνευση των ηθικών αυτουργών πίσω από τις βομβιστικές επιθέσεις καθίσταται αίνιγμα πολλαπλών απαντήσεων. Πρόκειται για «εκδίκηση» κατά των «φαύλων», όπως κηρύττει ο μπιν Λάντεν, με στόχο την εξουσία; Πρόκειται για εκδήλωση ενδο-οικογενειακής σύγκρουσης ισχύος; Μήπως αντανακλά κάποιου είδους αντικαθεστωτική δραστηριοποίηση της σιιτικής μειονότητας; Πώς επηρεάζεται η εσωτερική αυτή διαμάχη από τα, έστω ανεπίσημα, σχέδια της Ουάσιγκτον για «απογαλακτισμό» και πιθανότατα «διχοτόμηση», σε συνδυασμό, μάλιστα, με την είσοδο στο οικονομικό προσκήνιο μη αμερικανικών εταιριών και τη διστακτική στροφή του Ριάντ και προς άλλους «συνομιλητές»;

Τα ερωτήματα πολλά και οι απαντήσεις δύσκολα μπορούν να συμπυκνωθούν στη λύση «αλ Κάιντα». Η στήριξη που έσπευσε να δώσει στη βασιλική οικογένεια ο μεγάλος μουφτής της χώρας και το σύνολο, σχεδόν, της θρησκευτικής ηγεσίας (της οποίας η εξουσία αλληλοεξαρτάται από αυτήν της οικογένειας Σαούντ), συμπεριλαμβανομένων του μέντορα του μπιν Λάντεν, Σαφάρ αλ Χαουάλι, καθώς και ιμάμηδων, όπως ο Αλί αλ Κχουντάιρ, που είχε φυλακιστεί πριν από μήνες επειδή παρείχε «ηθική κάλυψη» στους δράστες της βομβιστικής επίθεσης του Μάη, επιβεβαιώνουν την κρισιμότητα της κατάστασης. Δεν μπορούν, όμως, να προεξοφλήσουν την έξοδο από την κρίση, που μοιάζει, αντίθετα, να σείει συθέμελα τον οίκο των Σαούντ με απρόβλεπτες συνέπειες εντός και εκτός του βασιλείου.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ