ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 27 Φλεβάρη 2011
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ
Τραγική μορφή της νεοελληνικής γλυπτικής

Τη μαρτυρική ζωή του Γιαννούλη Χαλεπά στην προσπάθειά του να ανακαλύψει νέες μορφές έκφρασης και να αποδώσει με δικές του πλαστικές τεχνοτροπίες τη νέα εποχή, περιγράφει η ταινία μυθοπλασίας «Εγώ, ο Γιαννούλης Χαλεπάς» της Στέλλας Αρκέντη, που προβάλλεται μέχρι τις 2 Μαρτίου, στις 6 μ.μ., στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας - Λαΐς (Ιερά οδός 48 και Μ. Αλεξάνδρου 134-136, τηλ. 210.3609.695).

Στην ταινία καθρεφτίζεται ο αγώνας του καλλιτέχνη που επιζητά να δώσει ψυχή στον πηλό και για το σκοπό αυτό θυσιάζεται ο ίδιος. Σενάριο - Σκηνοθεσία: Στέλλα Αρκέντη. Ηθοποιοί: Ιωάννα Γκαβάκου, Τάκης Βογόπουλος, Μαρίνα Κορέλη, Ζαχαρίας Φιλιππότης και ο Θανάσης Παπαθανασίου. Διεύθυνση Παραγωγής: Κική Φιλιππότη. Γλυπτά - Σκηνικά - Κοστούμια: Δημήτρης Σκαλκώτος. Σχεδιασμός Φωτισμού: Αντώνης Παναγιωτόπουλος. Διεύθ. Φωτογραφίας: Νεκτάριος Σουλδάτος. Διεύθ. Φωτογραφίας Β' Συνεργείου: Γιάννης Λασκαρής. Μουσική - Ηχητικός Σχεδιασμός: Σωτηρία Αδάμ.

«H προσωπικότητα του Γιαννούλη Χαλεπά και κυρίως η αγάπη και η αφοσίωσή του στην τέχνη με παρακίνησαν να γυρίσω αυτήν την ταινία», σημειώνει η σκηνοθέτης. «Δούλεψα το σενάριο της ταινίας δύο χρόνια, δέκα ώρες την ημέρα, σε μεγάλη απομόνωση. Μελέτησα το βίο και το έργο του μεγάλου αυτού δημιουργού, παράλληλα με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής δημιουργίας - τέχνης. Οι διάλογοι είναι σχεδόν όλοι λόγια του ίδιου του δημιουργού. Η αφήγηση στηρίζεται πάνω στους ίδιους τους μύθους που απασχόλησαν τον ίδιο το γλύπτη και έγιναν σημαντικοί σταθμοί στη ζωή του».

Από τους κορυφαίους της γλυπτικής

Ο Γ. Χαλεπάς υπήρξε η πιο τραγική, ίσως, μορφή στην ιστορία της νεοελληνικής γλυπτικής, αλλά και ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, που με τη σμίλη του άνοιξε καινούριους δρόμους στη νεότερη ελληνική τέχνη. Γεννημένος στον Πύργο Τήνου, μεγάλωσε, όπως και τα αδέλφια του, στο περιβάλλον του πατρικού εργαστηρίου, μία από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις μαρμαρογλυπτικής στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Μετά από σύντομη παραμονή του στη Σύρο, όπου τον έστειλε ο πατέρας του να σπουδάσει προορίζοντάς τον για έμπορο, ο Γ. Χαλεπάς εγκαταστάθηκε το 1869 μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα. Εως το 1872 σπούδασε γλυπτική στο Σχολείο των Τεχνών, ενώ ένα χρόνο αργότερα, με υποτροφία, συνέχισε στο Μόναχο. Σ' αυτή την πρώτη περίοδο το έργο του χαρακτηρίζεται από ρεαλιστική απόδοση των θεμάτων, είναι επηρεασμένο από τον ακαδημαϊσμό της Σχολής του Μονάχου και εντάσσεται μέσα στον κλασικισμό του 19ου αιώνα.


Το 1876 ο Γ. Χαλεπάς αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο στην πλατεία Συντάγματος. Τότε (1877) φιλοτέχνησε και το πιο διάσημο γλυπτό της νεοελληνικής γλυπτικής, την «Κοιμωμένη» του Α' Νεκροταφείου, το οποίο του έφερε τη γενική αναγνώριση. Την εποχή αυτή (1877-1878) εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας του, που κορυφώθηκαν όταν κατέστρεψε ο ίδιος το έργο του «Μήδεια». Η κατάστασή του συνεχώς χειροτέρευε, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, απ' όπου βγήκε το 1902, δύο χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του.

Ακολούθησε η εποχή της Τήνου, όπου έμενε με τη μητέρα του και άρχισε πάλι να δουλεύει. Ομως, κανένα από τα έργα αυτής της περιόδου που σώζονται, δε χρονολογείται με απόλυτη βεβαιότητα, καθώς οι μαρτυρίες συγκρούονται μεταξύ τους. Αλλοι υποστηρίζουν ότι κατέστρεφε ο ίδιος τα έργα του και άλλοι ότι του τα κατέστρεφε η μητέρα του, η οποία πέθανε το 1916. Στη συνέχεια, η παραγωγή του αυξήθηκε, ενώ ο αθηναϊκός Τύπος άρχισε να ενδιαφέρεται γι' αυτόν όλο και περισσότερο. Ηδη, το 1904 τον είχε επισκεφτεί στην Τήνο ο Λ. Σώχος, που τον βρήκε να βόσκει πρόβατα. Αργότερα τον επισκέφτηκε ο Α. Σώχος και άλλοι λόγιοι της εποχής, που θεωρούσαν υποχρέωσή τους να συναντήσουν τον απόμακρο καλλιτέχνη της Τήνου. Το 1922 έφτασε στο νησί ο Θ. Θωμόπουλος, ο οποίος πέρασε στο γύψο ορισμένα έργα του Χαλεπά που ήταν σε πηλό. Με αυτά τα έργα έγινε το 1925 έκθεση στην Ακαδημία Αθηνών, η οποία δύο χρόνια αργότερα του απένειμε το Αριστείο των Τεχνών. Στις 24 Αυγούστου 1930, η ανιψιά του Ειρήνη Χαλεπά τον έφερε στην Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του σε ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, δουλεύοντας με άνεση και έχοντας κερδίσει τη γενική αναγνώριση.


Σ. Α.


ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Χαίρε Σπετσιώτη

(Λόγος Πανηγυρικός)

1. Χαίρε Σπετσιώτη των Ανω Κάτω Πετραλώνων όπου κατοικείς μαζί με την αρχόντισσα τη μάνα του, κυρία Νίτσα.

2. Χαίρε Σπετσιώτη, επιστήθιε φίλε του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που τον αγάπησες τόσο πολύ και μας χάρισες την ταινία Μετέωρο και Σκιά, καθώς και το βιβλίο Χαίρε Ναπολέων. Ακριβώς όπως έκανες και με τον πνευματικό σου δάσκαλο Ροΐδη, του οποίου τα Κοράκια γύρισες ταινία.

3. Χαίρε Σπετσιώτη, περιπατητή των οδών πέριξ της πλατείας Κουμουνδούρου, Ομονοίας και του Μεταξουργείου, όπου κάθεσαι ήσυχος και παρατηρείς το ρεύμα του κόσμου.

4. Χαίρε Σπετσιώτη, που για χάρη της τέχνης σου όλη σου η ζωή είναι δίχως ίδιον όφελος, τουτέστιν ένας λάθος υπολογισμός. Σ' αυτή την εποχή της απουσίας αισθημάτων, ιδεών και παθών, γράφεις, σκηνοθετείς και παρηγορείς - μακριά από κάθε Κέντρο Κινηματογράφου. Συνεχίζεις χωρίς καμία «πισινή», καμία προστασία, για να διαφυλάξεις την πρώτη σου ύλη. Διαλέγεις τη σιωπή για να μπορείς ν' ακούσει τους ήρωές σου καλύτερα. Δεν καταδέχτηκες κανέναν αστό με τις παροχές του για να κάτσει στο σβέρκο σου, παρά μόνο τους λαϊκούς ανθρώπους, που δεν πάσχουν από «νευρώσεις πολυτελείας», είναι πάντα όρθιοι και στολίζουν με την ομορφιά τους την αποτρόπαιη Αθήνα. Εσύ γνωρίζεις μέσα από τα βιβλία σου πού πονεί και πού σφάζει, γι' αυτό μπορείς και αποδίδεις δικαιοσύνη.

5. Χαίρε Σπετσιώτη, που το αλάθητο ένστικτό σου σ' έσπρωξε να δώσεις το χέρι σου στον καταραμένο Κώστα Ταχτσή, κόντρα στη λογοτεχνική πιάτσα που, πρώτα αυτή, τον κατακρεούργησε, αφήνοντας το δολοφόνο τελευταίο και καταϊδρωμένο ν' αποτελειώσει αυτόν που ήδη δεν υπήρχε. Τον πλησίασες με τις αρχές που έχεις μεγαλώσει, αυτές της ιπποσύνης, και στο βιβλίο σου Κώστα Ταχτσής, δεν ντρέπομαι που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης κατάφερες να σχηματίσεις μια δικογραφία για την υπόθεση του συγγραφέα και να κάνεις έτσι γνωστό στο πανελλήνιο πως όλοι είμαστε ηθικοί αυτουργοί στην πτώση του. Ηδη ο Ταχτσής είχε πάρει τη θέση του μάρτυρα, είχε γίνει ένα θρησκευόμενο άτομο, που πλησιάζει στην περιγραφή του Σέλλινγκ για τον Χριστό. Είχε γίνει οικειοθελώς δέκτης της κοινωνικής οργής. Και σύμφωνα πάντα με τον Σέλλινγκ, με το θάνατό του «λυτρώθηκε από τη διαρκή κρίση και την αδιάλειπτη αγωνία, δηλαδή τον ανταγωνισμό».

6. Χαίρε Σπετσιώτη, θαυμαστή του Ακη Πάνου, του ελληνικού ασπρόμαυρου σινεμά, του Ξανακερδισμένου χρόνου του Προυστ, της Μαρίας Πολυδούρη, του Αρη Δικταίου, του Μήτσου Παπανικολάου και όλων των χαμένων ψυχών. Χαίρομαι που είσαι φίλος μου.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ