ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 20 Δεκέμβρη 2006
Σελ. /32
Θέατρο
Ψυχοδράματα της σύγχρονης κοινωνίας
«Πέντε σιωπές» από το Εθνικό Θέατρο

Η Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, παρουσιάζει στο θέατρο «Χώρα», το έργο της Αγγλίδας δραματουργού Σίλα Στίβενσον «Πέντε σιωπές». Πολύ ενδιαφέρον, μυθοπλαστικά, δράμα (το έργο αρχίζει περίπου από το τέλος του και η δράση πλάθεται μέσα από τις μνήμες των προσώπων), ψυχογραφικά δυνατό, θεματολογικά τολμηρό, κοινωνιολογικά αποκαλυπτικό, βαθύτατης ανθρωπιστικής κατανόησης και συμπόνιας για τα αμέτρητα στις σύγχρονες κοινωνίες πάσχοντα θύματα, το έργο της Στίβενσον καταγγέλλει το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής ανδρικής ψυχολογικής, σωματικής και σεξουαλικής βίας. Φαινόμενο ανέκαθεν υπαρκτό, αλλά περιορισμένο, ανομολόγητο, «θαμμένο» μέσα στην οικογένεια, που όμως στη σύγχρονη κοινωνία της γενικευμένης βίας έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Η συγγραφέας, εξετάζοντας το φαινόμενο διαλεκτικά υπογραμμίζει τα κύρια, τα γενεσιουργά αίτιά του. Η βία γεννά τη βία. Η βία της ταξικής κοινωνίας, του πολέμου, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, του ισχυρότερου στον ανίσχυρο και μέσα στην οικογένεια. Αυτή τη διαλεκτική ματιά αναδεικνύουν τα πρόσωπα του έργου. Ενας πατέρας, που μέχρι το «μεδούλι» του «ποτίστηκε» από τη βία του πατέρα του κατά της μάνας του και του ίδιου, ένας μικροαστός, αποδεχόμενος τη «λογική» της ανώτερης μορφής βίας, του πολέμου, έγινε φορέας της στην ίδια την οικογένειά του. Βιαστής ψυχοσωματικά της γυναίκας και συστηματικός, επί πολλά χρόνια, βιαστής - και σεξουαλικά - των δύο θυγατέρων του. Βιαστής τριών εξαρτημένων οικονομικά και καταναγκαστικά φυλακισμένων στο σπίτι του γυναικών. Η μάνα ανήμπορη, απελπισμένη, πονώντας για τις σμπαραλιασμένες ψυχολογικά κόρες της θα συναινέσει σιωπηλά στο λυτρωμό τους, στην από κοινού πατροκτονία τους. Μάνα και κόρες λυτρώνονται από το βιαστή τους, για να συνεχίσουν να ζουν με το εφιαλτικό «φάντασμά» του.

Εργο εξαιρετικά μεταφρασμένο (Χριστίνα Μπάμπου - Παγκουρέλη), με αφαιρετικά λειτουργικό σκηνικό και απλά κοστούμια (Μαρία Κονομή και Κλερ Μπρέισγουελ, αντίστοιχα), με ανησυχαστική μουσική (Πλάτων Ανδριτσάκης) και αρμόζοντες φωτισμούς (Ηλίας Κωνσταντακόπουλος), με βίντεο που υπηρετεί τη δραματουργική δομή του έργου (Γιώργος Κτενίδης), σκηνοθέτησε με ρεαλιστική καθαρότητα και ακρίβεια, με αισθαντική, καίρια και λεπτομερή δουλιά στο ψυχογράφημα των προσώπων η Ασπα Τομπούλη. Στην ποιότητα της παράστασης συμβάλλουν τα μέγιστα τέσσερις εξαιρετικές ερμηνείες. Η Κερασία Σαματά, με υπέροχη απλότητα, σπάνια φυσικότητα, εσωτερικότητα και οργισμένο ψυχισμό δεν παριστάνει, «είναι» η μεγαλύτερη κόρη. Η Μαρία Ζορμπά, με λεπτότητα και αλήθεια υποδύεται την ψυχολογικά πιο εύθραυστη μικρότερη κόρη. Εξαιρετικό δίπολο αποτελούν οι ερμηνείες της Κάτιας Γέρου και του Γιώργου Κέντρου. Η πρώτη υπεραισθαντικά πλάθει την πονεμένη, ανήμπορη, απλοϊκή, υπομονετική και με τη βία του άντρα της, μάνα. Και ο δεύτερος μορφοποιεί τον βιωματικό εθισμό, τον παραλογισμό, τη σκληρότητα, τη θυτοποίηση του θύματος.


ΘΥΜΕΛΗ

Θέατρο
«Η λάμψη των Αλπεων», από την «Πράξη»

Τρεις διαβαθμίσεις της μοναξιάς. Τρεις διαβαθμίσεις της ανάγκης του ανθρώπου για συμβίωση, αγάπη, έξοδο από το «καβούκι» του, για συνύπαρξη με τον έξω κόσμο, την πραγματική ζωή. Αυτός είναι ο θεματικός «πυρήνας» του έργου του Ιταλοαυστριακού Πέτερ Τουρίνι «Η λάμψη των Αλπεων» (1993), που ανέβασε η «Πράξη», στη Β' Σκηνή του «Θεάτρου οδού Κεφαλληνίας». Ενα έργο πολύ ενδιαφέρον. Μια παράξενη, πολύπτυχη θεματολογικά, αμφίσημη μυθοπλαστικά, μελαγχολικής, «λοξής» ειρωνείας αλληγορία για τα υπαρξιακά άλγη του σύγχρονου, αποκομμένου από την κοινωνία ανθρώπου. Και, παράλληλα, αλληγορία για την κοινωνία, τα συνταρακτικά γεγονότα και τις συντριμμένες προσδοκίες του 20ού αιώνα. Για τα αθάνατα επιτεύγματα του πνεύματος, το «θέατρο» στη ζωή και τη «ζωή» στο θέατρο, τα χαμένα νοήματα της γλώσσας και την ανάγκη επαναανακάλυψής τους. Για τη διάσωση της φύσης και την επανασύνδεση του ανθρώπου μ' αυτήν. Τα τρία πρόσωπα του έργου είναι και ανθρώπινες υπάρξεις και «προσχήματα», «μέσα» έκφρασης της αλληγορίας του Τουρίνι. Ενας έρημος, ηλικιωμένος, μορφωμένος, συνταξιοδοτημένος τυφλός, ζει στο «πνιγμένο» από τα αγαπημένα του βιβλία κλασικής λογοτεχνίας σπίτι του, σε ερημικό χωριό των Αλπεων. Ο τυφλός, ίσως, πριν τυφλωθεί ήταν δημοσιογράφος, ίσως θεατρώνης. Δεν έχει σημασία τι υπήρξε. Σημασία έχει ότι είναι ένας τυφλός, που βλέπει με τα «μάτια» της γνώσης και της ψυχής. Μόνος συμπαραστάτης του, ένας φτωχός, αμόρφωτος, νηπιακής γλώσσας, νεαρός χωρικός, τον βοηθά ηχητικά να αντιλαμβάνεται τα στάδια της μέρας, το ξημέρωμα, το μεσημέρι, τη νύχτα. Στο σπίτι του, μετά από αίτημά του στο Σύλλογο Τυφλών να τον συντροφεύσει λίγο μια γυναίκα, φθάνει μια μεσήλικη, που ίσως υπήρξε ηθοποιός, ίσως είναι η γραμματέας του συλλόγου. Δεν έχει σημασία τι είναι. Σίγουρα είναι μια γυναίκα, επίσης μοναχική, στερημένη την αγάπη. Η γυναίκα, κατανοώντας τη μακρόχρονη ερωτική στέρηση του τυφλού, ματαίως παριστάνει την πόρνη. Η ανάγκη του μοναχικού ανθρώπου δεν είναι τα σεξουαλικά τεχνάσματα. Είναι η αγάπη. Κι αυτή η ανάγκη θα σηματοδοτηθεί με ένα απόσπασμα μονολόγου από το σαιξπηρικό έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», που επαναλαμβάνει η γυναίκα. Η ομορφιά της γλώσσας μπορεί να γίνει «όχημα» για τη συνύπαρξή τους. Το έργο ευεργετημένο από τη μετάφραση (την υπογράφει ο Βασίλης Πουλαντζάς), με αξιοθαύμαστης αισθητικής (λιτά και ευρηματικά συμβολικό) σκηνικό και σύγχρονα κοστούμια (Ελλη Παπαγεωργακοπούλου), φωτισμένο υποβλητικά (Λευτέρης Παυλόπουλος), με αρμόζοντες ήχους (Δημήτρης Ιατρόπουλος), καθοδηγήθηκε σκηνοθετικά, με μέτρο και απέριττη ανάδειξη του πολύσημου λόγου, από τον υπεραισθαντικό ηθοποιό, όλο και πιο ελπιδοφόρο σκηνοθετικά, Δημοσθένη Παπαδόπουλο. Καθοριστικά στηρίγματα της σκηνοθεσίας είναι η λιτότατη, έμφορτη πνευματικότητας και υπονοηματικότητας ερμηνεία του Κώστα Γαλανάκη (τυφλός) και η μεταμορφωτική ερμηνευτική ικανότητα της Σοφίας Σεϊρλή (Γιασμίνε). Θετική είναι και η συμβολή του Γρηγόρη Γαλάτη (νέος).


ΘΥΜΕΛΗ

Θέατρο
«Μαυροπούλι» στο «Απλό Θέατρο»

Παλιό φαινόμενο και ο σεξουαλικός βιασμός ανηλίκων. Φαινόμενο, όμως, καλπάζον στη σύγχρονη κοινωνία, που καθώς σήπεται ολοταχώς, βρίσκει και τρόπους να εξοραΐζει την ορολογία των εγκληματικών φαινομένων της, ώστε αυτά να γίνουν ανεκτά, έως και συγχωρητέα. Λ.χ. η σεξουαλική κακοποίηση όλο και μικρότερων παιδιών σήμερα αποκαλείται «παιδοφιλία»(!), για να δίνονται ευκολότερα συγχωροχάρτια στους βιαστές που «αγαπούν» τα παιδιά, αν όχι και μερίδιο ευθύνης στα παιδιά για το βιασμό τους!

Λίγο - πολύ στη «λογική» αυτού του εξωραϊσμού κινείται το έργο του «σημαντικότερου εκπροσώπου της σύγχρονης σκοτσέζικης δραματουργίας» και διεθνώς εξαγώγιμου Ντέιβιντ Χάροουερ «Το μαυροπούλι», που παρουσιάζεται στο «Απλό Θέατρο», σε μετάφραση Λευτέρη Γιοβανίδη, σκηνοθεσία Βίκης Γεωργιάδη, εύστοχο σκηνικό και κοστούμια της Μαγιού Τρικεριώτη, μουσική Κώστα Ανδρέου, φωτισμούς Μελίνας Μάσχα.

Ο συγγραφέας δεν επαινεί αλλά ούτε καταδικάζει τη σεξουαλική κακοποίηση, ούτε θέλει να δει τα βαθύτερα κοινωνικά αίτιά της και πονηρούτσικα ισομοιράζει την ευθύνη μεταξύ των δύο προσώπων του έργου του. Του θύτη και του θύματος. Του Ρέι, ο οποίος στα 42 χρόνια του βίασε σεξουαλικά ένα 12χρονο κορίτσι που - σύμφωνα με τον αλλοεξομολογητικό διάλογο που συνθέτει ο συγγραφέας - φορτικά παρενοχλούσε σεξουαλικά τον Ρέι, ο οποίος, αφού «χόρτασε» τη μικρή εξαφανίστηκε. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το 27χρονο πια θύμα του τον εντοπίζει και μέσα από μια κρίση μίσους και στρεβλωμένου ερωτισμού τον κατηγορεί αλλά και τον διεκδικεί. Κατά τον συγγραφέα, την «παιδοφιλική» πράξη του Ρέι, πριν δεκαπέντε χρόνια προκάλεσε η 12χρονη τότε Ούνα με τις φορτικές ερωτικές παρενοχλήσεις της, όπως και η άλλη μικρή που εισβάλει την ώρα της σύγκρουσής του με το παλιό του θύμα. Χωρίς ίχνος κοινωνιολογικής αναφοράς και ψυχολογικά ρηχό, το έργο σώζεται - όσο σώζεται - μόνο χάρη στην ερμηνευτική προσπάθεια του Δημήτρη Καταλειφού, που εμφανέστατα παλεύει για να του δώσει τουλάχιστον κάποιο ψυχολογικό βάθος και στην αισθαντική Μαρία Καλλιμάνη.


ΘΥΜΕΛΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ