ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Μάρτη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Μετατράπηκε αισίως σε «οικονομία υπηρεσιών»!

Ελέω των πολιτικών που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, εντάθηκε η παραγωγική υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και ο παρασιτικός χαρακτήρας της. Σήμερα το μερίδιο της υλικής παραγωγής αντιπροσωπεύει γύρω στο 37% του ΑΕΠ (από 66% το 1970) και η μείωση των 18,6 μονάδων μεταφέρθηκε στις υπηρεσίες, που σήμερα αντιστοιχούν περίπου στο 63% του ΑΕΠ, από 44% το 1970

Η «λιβανοποίηση της οικονομίας» (δηλαδή η ενίσχυση του τομέα των υπηρεσιών σε βάρος της παραγωγής) υπέρ της οποίας τάσσονταν ελάχιστοι στις δεκαετίες του '70 και του '80, σήμερα αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα για την Ελλάδα. Οσο κι αν ακουγόταν παράξενος ο λόγος των ελάχιστων υπέρμαχων της «λιβανοποίησης» -που έβγαιναν δημόσια και καλούσαν τους κυβερνώντες να αντιγράψουν το μοντέλο οικονομικής πολιτικής του Λιβάνου και να ενισχύσουν με όλα τα μέσα τον τομέα των υπηρεσιών, υποβαθμίζοντας παράλληλα τον τομέα της παραγωγής- η αλήθεια είναι πως οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ πήραν πολύ σοβαρά τις υποδείξεις τους.

Αποτέλεσμα των συγκεκριμένων πολιτικών -που είχαν την έμπρακτη στήριξη (οικονομική και πολιτική) του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών- ήταν η σημαντική αύξηση του τομέα των υπηρεσιών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, με παράλληλη μείωση του τομέα της παραγωγής (μεταποιητικής, αγροτικής κλπ). Και αυτό, σε πείσμα των διαπιστώσεων «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε», που έκανε το 1977 ο τότε πρόεδρος της ΝΔ και πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, επιχειρώντας έτσι να αποσπάσει τη συναίνεση των εργαζομένων στην εισοδηματική πολιτική λιτότητας.

Αδιάψευστος μάρτυρας για το γεγονός ότι η Ελλάδα, έχει μετατραπεί ήδη από οικονομία της παραγωγής σε οικονομία των υπηρεσιών, τα εθνικολογιστικά στοιχεία που καταγράφουν διαχρονικά τις εξελίξεις στην εθνική οικονομία, τη συμβολή του κάθε τομέα στην ανάπτυξή της, τις μεταβολές στη σύνθεση του ΑΕΠ κλπ. Οσο κι αν (και) τα εθνικολογιστικά στοιχεία, έχουν δεχτεί αλλοιώσεις (σε αντίθεση με τα στοιχεία του 1995, τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν υποβαθμισμένο το μερίδιο της παραγωγής και ενισχυμένο των υπηρεσιών, σε όλη την περίοδο των τελευταίων 30 ετών), η συρρίκνωση της παραγωγής προς όφελος των υπηρεσιών είναι εμφανέστατη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ, που επεξεργάστηκε και δημοσίευσε η Διεύθυνση Σχεδιασμού και Οικονομικής Ανάλυσης της Εμπορικής Τράπεζας (Οικονομικό Δελτίο, τεύχος 38, Νοέμβρης - Δεκέμβρης 2000), προκύπτει ότι στην περίοδο από το 1970 ως το 1999 (σύγκριση του 1999 με το 1970) παρατηρήθηκαν οι ακόλουθες μεταβολές στην «πίτα» που -με βάση το 100- συνθέτει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ):

  • μειώθηκε κατά 22,2 ποσοστιαίες μονάδες το μερίδιο της πρωτογενούς(αγροτικής) παραγωγής. Συγκεκριμένα, ενώ το 1970 το μερίδιο του τομέα της πρωτογενούς παραγωγής αντιστοιχούσε στο 33% του ΑΕΠ, το 1999 είχε πέσει στο 10,8%.
  • μειώθηκε κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες το μερίδιο του τομέα κατασκευών, αφού από 10,2% που ήταν το 1970, το 1999 έπεσε στο 8,8%.
  • αυξήθηκε κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες το μερίδιο της μεταποιητικής παραγωγής (βιομηχανία παραγωγής και επεξεργασίας καταναλωτικών και άλλων προϊόντων), καθώς από 11,3% του ΑΕΠ που ήταν το 1970, ανέβηκε στο 13,8% το 1999. Αξίζει εδώ να επισημανθεί, ότι με βάση τα παλαιότερα εθνικολογιστικά στοιχεία - πριν δηλαδή καθιερωθεί ο νέος τρόπος υπολογισμού του ΑΕΠ, ο τομέας της μεταποίησης μετείχε στο ΑΕΠ (το 1970), με ποσοστό περίπου 20% και όχι 11,3 που εμφανίζεται με τα αναθεωρημένα στοιχεία.
  • αυξήθηκε κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες η παραγωγή ηλεκτρισμού - φωταερίου - νερού και το μερίδιο του τομέα αυτού ανέβηκε το 1999 στο 3,4% του ΑΕΠ, από 1% που ήταν τα 1970.
  • αυξήθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες η παραγωγή στα ορυχεία (από 0,5% το 1970 ανέβηκε το 1999 στο 0,7%).
  • αυξήθηκε κατά 18,6 ποσοστιαίες μονάδες το μερίδιο των υπηρεσιών στο ΑΕΠ. Συγκεκριμένα από 44% που ήταν το 1970 εκτινάχτηκε το 1999 στο 62,6%!
Παράγουμε λιγότερα προϊόντα και περισσότερο «αέρα»

Από τα παραπάνω στοιχεία, είναι φανερό, ότι την τελευταία 30ετία, σημειώθηκαν ραγδαίες -και όχι ευχάριστες- αλλαγές στη σύνθεση του εγχώριου πλούτου, καθώς σήμερα παράγουμε περισσότερο «αέρα» και λιγότερα υλικά αγαθά, αφού η πλειοψηφία (62,6%) του παραγόμενου πλούτου στη χώρα (ΑΕΠ) προέρχεται από τις υπηρεσίες και μόλις το 37,4% από τους παραγωγικούς τομείς (αγροτικά προϊόντα, βιομηχανία, ορυχεία, κατασκευές, ηλεκτρισμός - φωταέριο - νερό). Αντίθετα, πριν 30 χρόνια, το 1970, η μερίδα του λέοντος (66%) προερχόταν από την παραγωγή υλικών αγαθών (αγροτικά, βιομηχανικά, άλλα προϊόντα) και το 34% από υπηρεσίες. Δηλαδή μέσα στα τελευταία 30 χρόνια, μειώθηκε η αξία της υλικής παραγωγής κατά περίπου 8 τρισεκατομμύρια δραχμές (τόσο είναι περίπου η μείωση του μεριδίου του παραγωγικού τομέα στο ΑΕΠ κατά 18,6 μονάδες) που βέβαια αναπληρώθηκε από την αξία των υπηρεσιών (στις οποίες βέβαια ανήκει και ο τζόγος και άλλων τυχερών παιχνιδιών που ανθούν παράλληλα με την αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης).

Με απλά λόγια, η Ελλάδα, στην τελευταία 30ετία, ελέω των πολιτικών της τότε ΕΟΚ και σήμερα ΕΕ, που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ μετατράπηκε σε μια «σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία» και ταυτόχρονα έντονα παρασιτική. Για να μετατραπεί η ελληνική οικονομία από οικονομία της παραγωγής σε οικονομία των υπηρεσιών, οι κυβερνώντες έθεσαν στην υπηρεσία του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, όλα τα εργαλεία εθνικής μακροοικονομικής πολιτικής (εισοδηματική, δημοσιονομική, τιμολογιακή, νομισματοπιστωτική, συναλλαγματική κλπ), τα οποία σήμερα έχουν εκχωρηθεί στην υπερκυβέρνηση των Βρυξελλών.

Ενδεικτικά θα αναφέρουμε ορισμένα γεγονότα, που ακολούθησαν μετά την ένταξη στην ΕΟΚ (το 1981), τα οποία τεκμηριώνουν την άποψη ότι η παραγωγική υποβάθμιση της Ελλάδας, ήταν συνειδητή επιλογή των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Υλοποιώντας τις ντιρεκτίβες και τις πολιτικές του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, κατάφεραν να πλήξουν ανεπανόρθωτα, τους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Συγκεκριμένα:

  • Με τις επιδοτήσεις της ΕΟΚ, άνοιξαν διάπλατα οι χωματερές στην Ελλάδα, για να θαφτούν εκατοντάδες χιλιάδες τόνοι φρουτολαχανικών (πορτοκάλια, ροδάκινα, μήλα κλπ). Επίσης, εφαρμόζοντας τις εντολές της ΕΟΚ, περιορίσαμε την παραγωγή ζαχαρότευτλων (και από εξαγωγέας ζάχαρης η Ελλάδα έγινε εισαγωγέας), αμπελιών, την παραγωγή της κτηνοτροφίας κλπ.
  • Με την εφαρμογή της «κατάλληλης» νομισματοπιστωτικής πολιτικής (κατάργηση δανείων με εγγύηση δημοσίου και σφαγιασμό των κρατικών επιχορηγήσεων ή φοροαπαλλαγών), υποχρεώθηκαν να κλείσουν μια σειρά μεγάλες παραγωγικές μονάδες στον τομέα της μεταποίησης, των ορυχείων κλπ. Θύμα αυτής της πολιτικής ήταν οι χαλυβουργικές μονάδες, που έσβησαν για πάντα τα φουγάρα τους, οι βιομηχανίες συναρμολόγησης αυτοκινήτων (ΒΙΑΜΑΞ, ΝΑΜΚΟ κλπ), μεγάλες κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις («Πειραϊκή - Πατραϊκή»), Ορυχεία Σκαλιστήρη, Παπαστρατή κλπ. Θύμα της ίδιας πολιτικής, ήταν επίσης και μια σειρά άλλες παραγωγικές επιχειρήσεις του δημοσίου, που στην κυριολεξία «στραγγαλίστηκαν» από την κυβερνητική πολιτική για να ξεπουληθούν στη συνέχεια αντί πινακίου φακής στο ιδιωτικό κεφάλαιο (Ναυπηγεία Ελευσίνας, Νεώριο Σύρου, Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, οι τσιμεντοβιομηχανίες ΑΓΕΤ Ηρακλής και Τσιμέντα Χαλκίδας κλπ).
  • Με την εφαρμογή των γαλαζοπράσινων προγραμμάτων λιτότητας, περιόρισαν δραστικά την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Με την εισοδηματική πολιτική, μείωσαν βίαια την αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων, με τη φορολογική πολιτική έβαλαν ακόμη πιο βαθιά το χέρι τους στις τσέπες των εργαζόμενων νοικοκυριών, των αγροτών και των αυτοαπασχολούμενων βιοτεχνών - εμπόρων - ελεύθερων επαγγελματιών. Με το σφαγιασμό των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα περιόρισαν τις επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες με συνέπεια οι «μη έχοντες και μη κατέχοντες» να τσοντάρουν από την τσέπη τους όλο και πιο πολλά για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τη μόρφωση των παιδιών τους κλπ.
  • Με τη δραστική μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, επιτάχυναν τη διαδικασία αφανισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (η Ενωση Ελληνικών Τραπεζών καταγράφει κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες πτωχεύσεις), υλοποιώντας έτσι σχετική υπόδειξη της ΕΟΚ ότι «στην Ελλάδα πρέπει να κλείσουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες (βιοτεχνικές, εμπορικές και άλλες) επιχειρήσεις.
  • Η απελευθέρωση των αγορών, αναδείχτηκε σε πρόσθετο εργαλείο βίαιης διανομής και αναδιανομής των εισοδημάτων, σε βάρος των εργαζομένων και γενικά των οικονομικά ασθενέστερων. Συγκεκριμένα, με την απελευθέρωση των τιμών, εντάθηκε η κερδοσκοπική ασυδοσία των μεγάλων της αγοράς, που ανέβαζαν όποτε και όσο ήθελαν τις τιμές και οι κυβερνώντας ζητούσαν από τους εργαζόμενους να δεχτούν τη μείωση των μισθών για να αντιμετωπιστεί το «τέρας» του πληθωρισμού. Με την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, έγιναν φτηνότερες οι λαϊκές αποταμιεύσεις και ακριβότερα τα τραπεζικά δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά κλπ) για τους οικονομικά αδύνατους, ενώ κερδισμένοι βγήκαν οι τραπεζίτες και οι μεγαλοεπιχειρηματίες. Με την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, ενισχύθηκε η ασυδοσία των επιχειρηματιών, που αξιοποιώντας το νέο πλαίσιο (μερική απασχόληση, σταδιακή κατάργηση της μονιμότητας στο δημόσιο, συμβάσεις έργου) αύξησαν το βαθμό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας και παράλληλα τα κέρδη τους.

Το τίμημα, όλων των παραπάνω -που σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην πολιτική του «γιες σερ» των κυβερνώντων απέναντι στην ΕΕ και γενικά στο μεγάλο κεφάλαιο- ήταν, μεταξύ άλλων:

Πρώτον, η κατακόρυφη αύξηση του δημόσιου χρέους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα λαϊκά εισοδήματα των εργαζομένων σήμερα, αλλά και στο απώτερο μέλλον.

Δεύτερον, η εκρηκτική άνοδος του εμπορικού ελλείμματος και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αφού κάθε χρόνο ξοδεύουμε περισσότερο συνάλλαγμα για εισαγωγές καταναλωτικών και άλλων ειδών, ενώ εισπράττουμε όλο και λιγότερα από τις εξαγωγές. Το ισοζύγιο, σε συνδυασμό με την πορεία της βιομηχανικής - αγροτικής παραγωγής και την ανεργία, αποτελούν τον πιο φερέγγυο δείκτη, που καταγράφει την παραγωγική υποβάθμιση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Τρίτον, η αλματώδης άνοδος της ανεργίας, που σήμερα βρίσκεται πάνω από 11% (αντί 5-6% στις αρχές της δεκαετίας του '80) και τον αριθμό των επίσημα εγγεγραμμένων ανέργων να αγγίζουν τους 600.000.

Ολα τα παραπάνω, βεβαιώνουν, πως κάτι «σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας». Μαρτυρούν, με το δικό τους τρόπο, ότι το μοντέλο ανάπτυξης -για το οποίο τόσο περηφανεύεται η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός με τις κορόνες τους για «ισχυρή Ελλάδα μέσα στην ΕΕ»- είναι, το λιγότερο, «προβληματικό». Οχι μόνο, επειδή το συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης προσφέρει όλο το αυξανόμενο κομμάτι της πίτας του ΑΕΠ στους μεγαλοέχοντες και μεγαλοκατέχοντες (αφού η λιτότητα συνεχίζεται στο διηνεκές, όπως μας πληροφόρησε πρόσφατα και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Λ. Παπαδήμος). Είναι προβληματικό, επίσης, γιατί αυτό το μοντέλο θέλει την Ελλάδα να παραμένει εσαεί «ο φτωχός συγγενής και εταίρος της ΕΕ» και τους Ελληνες εργαζόμενους να αποτελούν τους «μαύρους» της Ευρώπης...


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ