Eurokinissi |
Πλευρές των σαρωτικών συνεπειών που επιφέρει ο οδοστρωτήρας του σχεδιασμού της απολιγνιτοποίησης για τους εργαζόμενους και τον λαό της Δυτ. Μακεδονίας αποτυπώνει σε μελέτη του το Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.
Η νέα αυτή μελέτη αποτελεί αναθεώρηση προγενέστερης, που πραγματοποιήθηκε το 2012 με σκοπό τις εκτιμήσεις των επιπτώσεων της απολιγνιτοποίησης με χρονικό ορίζοντα το 2040, μετά τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού τον Γενάρη του 2020 για καθολική απολιγνιτοποίηση του εθνικού ηλεκτροπαραγωγικού μείγματος μέχρι το 2028.
Με βάση τον σχεδιασμό της κυβέρνησης, εκτιμάται ότι η πτωτική πορεία της οικονομίας της Δυτικής Μακεδονίας τείνει να επιβεβαιώσει «το πλέον αρνητικό σενάριο για την περιοχή».
Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας εκτιμάται ότι θα έχει συρρικνωθεί κατά 26% μέχρι το 2028, με ετήσια απώλεια εισοδημάτων ύψους 1,2 δισ. ευρώ (συνολικά 9 δισ. ευρώ για την περίοδο 2013 - 2028), ενώ θα υπάρξει συνολική απώλεια 21.000 θέσεων εργασίας, δηλαδή μείωση της απασχόλησης κατά 24%.
Ούτε κατά διάνοια δηλαδή, ακόμα και με τα πιο «αισιόδοξα» σενάρια του «master plan» της απολιγνιτοποίησης που παρουσιάζει η κυβέρνηση (προβλέποντας με «υπολογισμούς Χουντίνι» 6 χιλιάδες θέσεις εργασίας και 5 χιλιάδες κατά τη λειτουργία των μελλοντικών επενδύσεων), δεν καλύπτονται οι τεράστιες απώλειες σε θέσεις εργασίας και η μαζική ανεργία στην οποία καταδικάζει τον λαό της περιοχής η πολιτική της «απελευθέρωσης».
Προκειμένου να γίνουν πιο κατανοητές οι επιπτώσεις, οι συντελεστές της μελέτης δημιούργησαν έναν δείκτη που ονομάστηκε Ατομική Απώλεια Απολιγνιτοποίησης (3Α). Ο δείκτης αυτός περιγράφει τη μέση απώλεια εισοδήματος του κάθε πολίτη της Περιφέρειας για κάθε έτος σε σχέση με το έτος αναφοράς, που θεωρείται το 2013.
Με όλη τη σχετικότητα που έχει ένας τέτοιος δείκτης, αποτυπώνοντας «μέσους όρους», σε κάθε περίπτωση καταδεικνύει το ολοένα και μεγαλύτερο βύθισμα του λαού της περιοχής στη φτώχεια, παράλληλα με το «τρέξιμο» του σχεδιασμού της «απελευθέρωσης». Ετσι, ο δείκτης αυτός παρουσιάζεται σταθερά αυξανόμενος με όλες τις κυβερνήσεις - ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ξανά ΝΔ - που έτρεξαν με «σκυταλοδρομία» τα σχέδια για την «απελευθέρωση» της Ενέργειας, για τα κέρδη των ομίλων.
Μόνο για το 2019 - οπότε υπάρχουν τα τελευταία στοιχεία - οι κατά κεφαλήν απώλειες για το λαϊκό εισόδημα φτάνουν τα 4.449 ευρώ κατά μέσο όρο, ενώ όταν η παραγωγή λιγνίτη θα μηδενιστεί εκτιμάται ότι η απώλεια εισοδήματος θα φτάσει στα 8.500 ευρώ. Με βάση το επίσημο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας για το 2013, που βρισκόταν στα 15.707 ευρώ, με την ολοκλήρωση της απολιγνιτοποίησης ο πολίτης της Δυτικής Μακεδονίας θα έχει απολέσει το 54% του εισοδήματός του.
Μάλιστα, οι παραπάνω επιπτώσεις αφορούν το σενάριο που δεν λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις της απώλειας οικονομικά ενεργού πληθυσμού λόγω εσωτερικής ή εξωτερικής μετανάστευσης. Ωστόσο, η δημογραφική συρρίκνωση της Δυτικής Μακεδονίας την περίοδο 2015 - 2020 υπήρξε η μεγαλύτερη πανελλαδικά, με τον πληθυσμό της Περιφέρειας να μειώνεται κατά 11.750 κατοίκους.
Περαιτέρω, η μελέτη αναφέρει ότι προκειμένου να ανακτηθούν οι ήδη χαμένες θέσεις εργασίας που έχει επιφέρει η απολιγνιτοποίηση από το 2013 έως και σήμερα, θα απαιτηθεί μια αύξηση του τοπικού ΑΕΠ κατά 23% πάνω από τα επίπεδα του 2013, εκφράζοντας τις αμφιβολίες της ότι επαρκούν για κάτι τέτοιο τα κονδύλια από το λεγόμενο «ταμείο δίκαιης μετάβασης».
Αλλωστε, περισσότερα ή λιγότερα, τα περίπου 7 δισ. του «ταμείου δίκαιης μετάβασης» δίκαια έχουν χαρακτηριστεί «συμβόλαιο θανάτου» για τον λαό και τους εργαζόμενους της Δυτικής Μακεδονίας, που ήδη βιώνουν τις συνέπειες της απολιγνιτοποίησης, με αύξηση της ενεργειακής φτώχειας, της ανεργίας και της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Από τη μία αφορούν ψίχουλα, με τη γνωστή συνταγή αναδιανομής της φτώχειας μέσω επιδομάτων πείνας και προγραμμάτων κατάρτισης, όπως και με προγράμματα τσάμπα εργασίας για την εργοδοσία. Από την άλλη διαμορφώνουν έναν «παράδεισο» κρατικής στήριξης των μονοπωλίων της «πράσινης ανάπτυξης» και άλλων επιχειρηματικών ομίλων, μια τεράστια «ειδική οικονομική ζώνη» φοροαπαλλαγών και άλλων προνομίων, και βέβαια άγριας εκμετάλλευσης, για την εξασφάλιση της κερδοφορίας των επιχειρηματιών.
Από εκεί προκύπτει και όλη η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να θέσει στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης το ποσοστό συμμετοχής του κράτους στο μετοχολόγιο της ΔΕΗ, λες και όλα τα προηγούμενα χρόνια η κρατική ΔΕΗ δεν λειτουργούσε με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δεν προχώρησε σε τεράστιες ανατιμήσεις τιμολογίων, αποκοπές παροχής σε φτωχά λαϊκά νοικοκυριά, άγριο κυνήγι και απειλές στους οφειλέτες, πώληση των οφειλών σε κερδοσκοπικά funds. Είναι αστείο και εξοργιστικό ταυτόχρονα να ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ότι επί των ημερών του η ΔΕΗ λειτουργούσε με «κοινωνικό πρόσωπο», όταν η ενεργειακή φτώχεια έπληττε εκατοντάδες χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά και οι διακοπές ηλεκτροδότησης γίνονταν η μία μετά την άλλη.
Αλήθεια, πώς είναι δυνατόν να ξεχαστεί ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που υλοποιώντας τη στρατηγική της ΕΕ για την «απελευθέρωση» της αγοράς Ενέργειας απέσπασε τον ΑΔΜΗΕ από τη ΔΕΗ και υλοποίησε την ιδιωτικοποίησή του, παραχώρησε το 34% των μετοχών της ΔΕΗ στο Υπερταμείο, αποδέχτηκε την τεχνητή και διά της βίας μείωση του ποσοστού της ΔΕΗ κάτω από το 50% της εγχώριας αγοράς;
Γενικότερα, η συνεισφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην «απελευθέρωση» υπήρξε κάτι περισσότερο από κρίσιμη, αφού ήταν αυτός προώθησε και ψήφισε τον νόμο 4425/2016 που προσάρμοσε την εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού στις απαιτήσεις του «μοντέλου στόχου» της ΕΕ (target model), δηλαδή του ενιαίου μοντέλου χονδρεμπορικής αγοράς που εφαρμόζεται στις χώρες της ΕΕ. Επί της ουσίας επρόκειτο για την ίδρυση και λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, με το οποίο προωθήθηκε η περαιτέρω εμπορευματοποίηση του αγαθού της ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΕ, όπως περιγράφονται στην Οδηγία 2009/72/ΕΚ. Εκεί δηλαδή που σήμερα οι μεγάλοι όμιλοι, προμηθευτές ηλεκτρισμού ή σκέτοι έμποροι «τζογάρουν» καθημερινά και αποκομίζουν αμύθητα κέρδη στις πλάτες των εργαζομένων οι οποίοι αδυνατούν να θερμάνουν επαρκώς το σπίτι τους ή αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ρεύματος.
Ακόμη περισσότερο καταντάει κυριολεκτικά γελοίο να προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να βγάλει την ουρά του απέξω, από τη φοβερή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα στην εγχώρια αγορά Ενέργειας, όταν και ο ίδιος «έπαιξε ρέστα» για τη στρατηγική της «πράσινης μετάβασης», ώστε να βρουν κερδοφόρες διεξόδους τα συσσωρευμένα κεφάλαια. Στο όνομα της οποίας, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, ενισχύθηκε κατακόρυφα το μερίδιο του εισαγόμενου φυσικού αερίου ως καύσιμου ηλεκτροπαραγωγής, όταν και ο ίδιος «έβγαλε στο σφυρί» της απολιγνιτοποίησης τις μονάδες της Δ. Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης αυξάνοντας κατακόρυφα την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας, χαράτσωσε άγρια τον λαό για να πριμοδοτήσει τις πανάκριβες - αλλά κερδοφόρες για τους ομίλους - Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Αποτελούν εμπαιγμό και τα όσα υποστηρίζει ο Αλ. Τσίπρας ότι με νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ «η ΔΕΗ θα ανακτήσει το Δ στην λειτουργία της» ή ότι εάν ήταν σήμερα κυβέρνηση «θα υπήρχε εντολή να ''παγώσουν'' τα τιμολόγια».
Γιατί πολύ απλά στο έδαφος της «απελευθερωμένης» αγοράς ηλεκτρισμού, του «Πράσινου New Deal» που έχουν για «ευαγγέλιο», του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και βέβαια της ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας της επιχείρησης, ακόμη και αν δεν είχε μειωθεί το μετοχικό ποσοστό του Δημοσίου στη ΔΕΗ, η επιχείρηση δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει όλους τους παράγοντες που εκτινάσσουν το κόστος του ρεύματος.
Και φυσικά το «πάγωμα» τιμών δεν λέει απολύτως τίποτα, αφού με όρους αγοράς θα συνέχιζε να λειτουργεί η ΔΕΗ κι επομένως ακόμη κι αν απορροφούσε τις αυξήσεις από το εισαγόμενο φυσικό αέριο και από το «εμπόριο ρύπων» για κάποιο χρονικό διάστημα, αργότερα είτε θα αναγκαζόταν να αυξήσει τα τιμολόγια είτε θα επιδοτούνταν από τον κρατικό προϋπολογισμό για να καλύψει τα ελλείμματα, δηλαδή πάλι τα λαϊκά στρώματα θα πλήρωναν το μάρμαρο. Αν πάλι δεν γινόταν τίποτα από τα δύο η επιχείρηση θα πτώχευε και ξανά θα πωλούνταν κοψοχρονιά, όπως τόσες και τόσες άλλες πρώην κρατικές επιχειρήσεις...
Με λίγα λόγια, καταντάει φαιδρότητα να καβγαδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ σήμερα για τις εξελίξεις στον τομέα του ηλεκτρισμού και της Ενέργειας γενικότερα, όταν και οι δύο είναι συνυπεύθυνοι ως υπέρμαχοι της «απελευθέρωσης» των αγορών και της «πράσινης ανάπτυξης» που διαμορφώνει το ενεργειακό μείγμα με κριτήριο τα κέρδη των μονοπωλίων και όχι βέβαια τις ανάγκες του λαού για φτηνή Ενέργεια, για καλή ποιότητα ζωής και καθαρό περιβάλλον.