ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 17 Απρίλη 2010
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Να μην περάσει η αστική κινδυνολογία

Η κινδυνολογία και η προσπάθεια τρομοκράτησης του λαού, από την πλευρά της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και των άλλων αστικών πολιτικών δυνάμεων βρίσκεται στο έπακρο. «Θα δανειστεί η χώρα με μικρότερο επιτόκιο, θα πέσουν τα σπρεντ, θα φτάσουμε στην πόρτα του ΔΝΤ, θα κάνουμε χρήση του μηχανισμού δανειοδότησης;», είναι μερικά από τα κυρίαρχα προπαγανδιστικά επιχειρήματα των ημερών.

Ολη η μηχανή του συστήματος δουλεύει «στα γεμάτα», για να πειστεί ο εργάτης, ο φτωχός αγρότης, ο αυτοαπασχολούμενος, ο άνεργος, ο συνταξιούχος ότι είναι δικό του πρόβλημα το πώς θα δανειστεί το αστικό κράτος για να σπρώξει «νέα πακέτα» ενίσχυσης στους κεφαλαιοκράτες. Γιατί περί αυτού ακριβώς και μόνο πρόκειται. Ολα τα «παιχνίδια των αγορών» (λες και αυτές είναι άλλες από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις), στα οποία συμμετέχουν και ελληνικοί επιχειρηματικοί όμιλοι, αποσκοπούν στο να συγκαλυφθεί το κύριο: Οτι ο πλούτος που παράγουν οι πολλοί καταλήγει στα θησαυροφυλάκια της πλουτοκρατίας, που επιπλέον έχει να λαμβάνει και νέες ενισχύσεις.

Για τους εργαζόμενους «δεν υπάρχει σάλιο». Οσο και αν είναι το ποσό του δανεισμού από άλλα μονοπώλια προς το αστικό κράτος, αυτό θα πάει στους καπιταλιστές, και όχι βέβαια για μισθούς, συντάξεις, Παιδεία, Υγεία ή Πρόνοια. Αυτά περικόπτονται και οι εργάτες καλούνται να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι. Αυτοί, δηλαδή, που όλα τα προηγούμενα χρόνια χτυπήθηκαν βάναυσα, που σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης βρέθηκαν σε χειρότερη μοίρα, αφού βάθυνε η εκμετάλλευση, καλούνται και πάλι να πληρώσουν τα σπασμένα της οικονομικής κρίσης, για την οποία δεν έχουν καμιά ευθύνη.

Τώρα, λένε στο λαό ότι πρέπει να κάνει υπομονή μερικά χρόνια, μέχρι να έρθει η «ανάπτυξη στην πραγματική οικονομία», οπότε θα ωφεληθούν όλοι. Αυτά τα «παραμύθια» τα πλασάρουν χρόνια τα αστικά επιτελεία. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι και «ενσωματωμένοι» στο σύστημα δημοσιογράφοι αναμασούν εν χορώ την καραμέλα: «Δεν αρκούν, λένε, να βρει η χώρα φτηνό δανεικό χρήμα. Πρέπει ταυτόχρονα να κινηθεί η αγορά, γι' αυτό πρέπει να πετύχουν τα μέτρα της κυβέρνησης, οι διαρθρωτικές αλλαγές, που είναι μεν επώδυνες, αλλά και αναγκαίες, για να νοικοκυρευτούν τα δημοσιονομικά, ώστε να γίνουμε ανταγωνιστικοί, αφού ως Ελλάδα δεν παράγουμε τίποτε».

Εξαφανίζουν την ουσία

Αυτά και άλλα πλασάρονται καθημερινά από δημοσιογράφους, κανάλια (κρατικά και ιδιωτικά), «πολιτικούς αναλυτές» που συμμετέχουν στην προπαγανδιστική μηχανή των αστών. Από κοντά και οι οπορτουνιστές του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, που έχει «μεσίστιες τις σημαίες», γιατί, λέει, «αποδυναμώνεται η ΕΕ και το ευρώ και παραβιάζονται οι συνθήκες της Ενωσης» με την απόφαση για τη συγκρότηση του μηχανισμού δανειοδότησης και τη συμμετοχή του ΔΝΤ.

Ολοι αυτοί, που καμώνονται τους «αντικειμενικούς», εξαφανίζουν την ουσία: Οτι, δηλαδή, τα ελλείμματα και τα χρέη είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων που έχουν ενσωματώσει τη χώρα στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς ΕΕ και ΝΑΤΟ. Φυσικά, η θέση της ελληνικής πλουτοκρατίας, που κερδίζει από αυτήν την ενσωμάτωση στις λυκοσυμμαχίες, είναι υποδεέστερη στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Αυτό έχει οδηγήσει, παραδείγματος χάριν, στο ξεκλήρισμα της αγροτικής παραγωγής, την ίδια στιγμή που οι εργαζόμενοι έχουν κατακλυστεί από αμφίβολης ποιότητας εισαγόμενα διατροφικά προϊόντα σε μια χώρα προικισμένη από τη φύση. Χιλιάδες μικρομεσαίοι αγρότες μπαίνουν στις ουρές των εξαθλιωμένων.

Οι εργάτες όχι μόνο δεν κέρδισαν από τις ενισχύσεις και τις επιδοτήσεις καπιταλιστών τύπου Λαναρά, αλλά όταν οι κεφαλαιοκράτες έφυγαν με τα κεφάλαιά τους για νέα σκλαβοπάζαρα, το μόνο που τους έμεινε είναι η ανεργία. Στο όνομα του δήθεν «νοικοκυρέματος» του δημόσιου τομέα, τα λαϊκά στρώματα χρυσοπληρώνουν ένα σωρό υπηρεσίες, από το ηλεκτρικό και το τηλέφωνο, μέχρι τα διόδια, για να μη μιλήσουμε για το χαράτσι της «δωρεάν» Παιδείας, την αιμορραγία της Υγείας και της Πρόνοιας, που έχουν μετατραπεί σε «πεδίον δόξης λαμπρόν» για τους καπιταλιστές. Ολα αυτά είναι η σφαγή των εργατών στο βωμό της κερδοφορίας των βιομηχάνων, των μεγαλεμπόρων, των τραπεζιτών, των εφοπλιστών.

Τι κρύβουν όσοι κινδυνολογούν για την ανάγκη νέων μέτρων στο όνομα της «ανάπτυξης» της χώρας προς όφελος της πλουτοκρατίας; Οτι τα μέτρα, που έχουν ήδη τσεκουρώσει δικαιώματα και κατακτήσεις και αυτά που είναι στα σκαριά, δεν πρόκειται να βελτιώσουν στο ελάχιστο την ζωή των εργαζομένων. Θα την επιδεινώσουν ακόμα περισσότερο. Οτι δεν υπάρχει μια Ελλάδα, μια πατρίδα. Υπάρχουν ταξικά αντιτιθέμενα συμφέροντα και για να βελτιώσουν τις συνθήκες δουλειάς τους τα πλατιά λαϊκά στρώματα πρέπει να χάσουν οι κεφαλαιοκράτες. Πρέπει να αμφισβητηθεί ο τρόπος παραγωγής, ο καπιταλισμός που έχει σκοπό το κέρδος και να προταχτούν οι σύγχρονες λαϊκές ανάγκες.

Προβάλλει ο άλλος δρόμος ανάπτυξης

Αυτό, λοιπόν, που προβάλλει από κάθε πτυχή της καθημερινής βαρβαρότητας και της πλύσης εγκεφάλου που βιώνουν οι εργαζόμενοι και τα παιδιά τους, η επόμενη βάρδια που θα βρεθεί σε χειρότερο Μεσαίωνα, είναι η αναγκαιότητα, η επικαιρότητα και η επιτακτικότητα να χαραχτεί ένας άλλος δρόμος ανάπτυξης. Αυτός που θα κοινωνικοποιεί τα βασικά και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, που, με εργατικό, λαϊκό έλεγχο και κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, θα κάνει σκοπό της παραγωγής την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, αυτών που παράγουν όλο τον κοινωνικό πλούτο. Σε αυτό το δρόμο καλεί το ΚΚΕ και παλεύει καθημερινά, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις κατάκτησής του μέσα από το λαϊκό μέτωπο όλων όσοι έχουν συμφέρον να συγκρουστούν με το μεγάλο κεφάλαιο και την εξουσία του.

Αυτήν την προοπτική, που είναι ρεαλιστική ανάγκη των καιρών, είναι που θέλουν να κρύψουν και να αποτρέψουν οι αστοί και οι υπηρέτες τους στους μηχανισμούς προπαγάνδας. Να μη σκέφτονται οι εργάτες ότι μπορούν να ζήσουν χωρίς καπιταλιστές. Γι' αυτό οι λαϊκές δυνάμεις στο μονόδρομο της υποταγής και του συμβιβασμού με την καπιταλιστική βαρβαρότητα πρέπει και μπορούν να αντιτάξουν, όταν πραγματικά εμπιστευτούν τις δυνάμεις τους, τη δική τους εξουσία στην προοπτική του σοσιαλισμού.


Δημήτρης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ


Καθένας και ο «ρεαλισμός» του

Αναφέρεται σε χτεσινή ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ για την προσφυγή στο ΔΝΤ: «Αυτός ο δρόμος (σ.σ. που ακολουθεί η κυβέρνηση) δεν οδηγεί σε έξοδο από την κρίση, αλλά σε βαθύτερη κρίση. Το μόνο που εξασφαλίζει αυτός ο δρόμος είναι τα κέρδη των ελληνικών και ξένων τραπεζών. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει προτάσεις για μια ρεαλιστική πολιτική διεξόδου από την κρίση με προστασία της εργασίας και της δημόσιας περιουσίας. Τώρα όμως είναι η ώρα της αντίστασης για να μην περάσει η καταστροφική πολιτική που σχεδιάζει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μαζί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο».

«

Ρεαλιστική πολιτική διεξόδου», λέει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ρεαλιστική για ποιον; Για το κεφάλαιο ή για τον λαό; Και για τους δύο δεν γίνεται. Οι ένθερμοι οπαδοί του «πολιτικού ρεαλισμού», ασκούν - γράφει το λεξικό - πολιτική με βάση την πραγματικότητα και τις υλικές ανάγκες. Η πραγματικότητα όμως σήμερα ορίζεται απ' την εξουσία του κεφαλαίου. Κι αφού αυτό εξουσιάζει, οι δικές του ανάγκες διαμορφώνουν πολιτικές. Ρεαλιστικό για το κεφάλαιο είναι σήμερα οτιδήποτε μπορεί να του εξασφαλίσει ότι θα βγει απ' την κρίση με τις μικρότερες δυνατές συνέπειες. Οτι στη διάρκειά της θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις που θα του επιτρέψουν μετά απ' αυτή να επιδοθεί με μεγαλύτερες αξιώσεις στο κυνήγι του υπερκέρδους.

Η οπορτουνιστική «ρεαλιστική πολιτική» σπρώχνει τον λαό σε υποταγή στο σύστημα της εκμετάλλευσης και καθιστά κενό γράμμα τις προτροπές του για αντίσταση. Οι ανάγκες του κεφαλαίου και οι ανάγκες του λαού δεν μπορούν να συγκεραστούν και να ικανοποιηθούν από μια «ρεαλιστική πολιτική διεξόδου». Αλλού βρίσκεται η διέξοδος για το κεφάλαιο. Αλλού για το λαό. Γι' αυτόν υπάρχει σήμερα μία και μόνο ρεαλιστική επιλογή, ένας ρεαλιστικός δρόμος, αυτός που ορίζεται απ' τις ανάγκες του. Να σηκώσει κεφάλι, να οργανωθεί, να παλέψει για την απόκρουση της επίθεσης, για την ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών του. Και μία ρεαλιστική προοπτική, τη σύγκρουση και την ανατροπή του καπιταλισμού, τη λαϊκή εξουσία και οικονομία.


Β.Ν.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ