ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Νοέμβρη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΒΟΪΣΚΟΥ

Η Ελένη Βοΐσκου εργάστηκε και ως εκπαιδευτικός για πολλά χρόνια στο Κάιρο, όπου γεννήθηκε, και στην Αθήνα όπου ζει από το 1960. Αγωνιστική δράση με επιπτώσεις τόσο στην Αίγυπτο όσο και στην Ελλάδα. Βιβλία που εκδόθηκαν: «Αλάσκα», «Κόσμοι που δε χάθηκαν», «Το τέλος της εισαγωγής», «Αρες μάρες κουκουνάρες», «Σαίξπηρ και Νόρμα», «Ο παλμός της ζωής μας», «Μικρά και μεγάλα συμβάντα», «Ανοίξτε τις πόρτες», «Θεατρικά», «Εννέα ιστορίες» (Κρατικό βραβείο), «Ανθρωποι, ζώα και πράγματα», «Εφιάλτες και όνειρα», «Verites», «Είσαι κι εσύ μες στο βιβλίο», «Γιατί χαμογελάς, Φωτεινή;», «Και αύριο Νίκος Νικολαΐδης - Ενας σταθμός στη λογοτεχνία μας», «Αλλα πέντε θεατρικά», «Οπου δε δείχνει το βέλος», «Ισως κι εσείς τους γνωρίσατε».

Διηγήματά της μεταφράστηκαν στα γερμανικά, στα ρωσικά, στα πολωνέζικα, στα αραβικά, στα αγγλικά. Τα αποσπάσματα που δημοσιεύονται από τα κεφάλαια «ΔΕ ΘΑ ΣΕ ΞΕΧΑΣΩ ΠΟΤΕ» και «ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΑ;» είναι από το μυθιστόρημα «Εφιάλτες και όνειρα» (2η Εκδοση, «Σύγχρονη Εποχή») που κυκλοφόρησε και στα ρωσικά σε 50.000 αντίτυπα από τις εκδόσεις «Ράντουγκα» (Μόσχα 1985) σε μετάφραση Ν. Ποντζέμσκαγια και πρόλογο Β. Σοκολιούκ.


«Δε θα ξεχάσω ποτέ»*

Γρηγοριάδης Κώστας

25η Μαρτίου

δεν ήταν μόνο

στα 1821.

* * *

25η Μαρτίου

είναι πάντα

όταν οι άνθρωποι

ζητούν τη λευτεριά τους.

Τον χειροκρότησαν, του 'στειλαν φιλάκια· κι αυτός, με φλογισμένα μάγουλα και μάτια, το 'λεγε και το ξανάλεγε.

Ενας φοιτητής το 'κανε σύνθημα, το 'γραψε σ' ένα χαρτόνι, το κρέμασε ψηλά στα κάγκελα. Κι ο Γιαννάκης τον παρακάλεσε να του κάνει ακόμα ένα, πιο μικρό. Πήρε το χαρτόνι, έκανε δυο τρύπες, βρήκε σπάγκο, το κρέμασε στο στήθος με καμάρι.

25η ΜΑΡΤΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΖΗΤΟΥΝ

ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΟΥΣ

Κι η Φωτεινή, σε μια στιγμή, είπε από μέσα:

- Αυτός ο μικρός είν' ο αδερφός μου.

Τα κάγκελα του Πολυτεχνείου - μεγάλοι μαγνήτες - τραβούν το λαό ακτινωτά προς το κέντρο, σ' έναν πυρήνα ζωής και θανάτου. Ο κόσμος ανασκουμπώθηκε, αναστατώθηκε, ξεπόρτισε, ζει μες στους δρόμους. Ποιος απ' αυτούς που πονούν, που στενάζουν, που πολεμούν την τυραννία νοιάζεται τώρα για δουλιές, σχολείο και σπίτι; Κοντά μεσημέρι, ξεκινά πάλι η Ειρήνη με καμιά τρακοσαριά παιδιά σε πορεία. Μούσκεμα στον ιδρώτα κάτω απ' την ποδιά, με μαλλιά μπερδεμένα, νιώθει φωτιά στις πατούσες κι η μέση της σαν να 'χει κατέβει στα γόνατα. Ο κόσμος, στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, να βλέπει, να χειροκροτά, να κόβει απ' τις γλάστρες και να ρίχνει λουλούδια. Και επιτέλους φτάνουν. Τους ανοίγουνε δρόμο.

Τα πανό γράφουν: ΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΜΑΖΙ ΣΑΣ. Μια αντιπροσωπεία μπαίνει μέσα. Κι η Ειρήνη μαζί. Λέει μερικά λόγια. Τ' άλλα σβήνουν μες σε λυγμό. Πετούν στον αέρα γαρίφαλα. Ανεμίζουν σημαίες. Πουλιούνται τα πάντα. Παγωτά και σουβλάκια. Περιοδικά και κουλούρια. Μαντίλια και σήματα. Σωστό πανηγύρι. Μια έξαρση, μια παραζάλη, ξέφρενο μεθύσι, κάτι σαν τρέλα, κάτι σαν όρκος Φιλικής Εταιρείας, κάτι σαν νίκη, κάτι σαν δόξα του Εικοσιένα.

..........................................................................

Περνούν οι ώρες. Κάπου, ένα ρολόι χτυπά μεσάνυχτα. Οι νεκροί πληθαίνουν. Φτάνουν τα νέα απέξω. Τα τανκς θα χτυπήσουν; Δε θα χτυπήσουν; Ο Σταθμός καλεί τους φαντάρους να μη χτυπήσουν. «Στρατός - Λαός μαζί». Κι άλλοι νεκροί. Ο Σταθμός λέει: «Μόνο όταν μας καταστρέψουν το Πολυτεχνείο θα βγούμε έξω». Ακούγεται ο Εθνικός Υμνος.

Μα σε λίγο δε θα υπάρχει ούτε πομπός ούτε οι 100.000 που μάζεψαν ως τώρα· μερικοί «ελεύθεροι αγωνιζόμενοι φοιτητές, ελεύθεροι αγωνιζόμενοι Ελληνες» δε θα ζουν πια. Τα μεγάφωνα της Πύλης σωπαίνουν. Εχουν δέκα λεπτά διορία για την έξοδο. Δε θα κρατηθεί η διορία. Οι βαλτοί, χωρίς στολή, έχουν αρχίσει κιόλας την επίθεση από μέσα. Κι οι θεωρίες για πανεπιστημιακό άσυλο είναι μόνο λόγια. Ξημερώνει Σάββατο, Μεγάλο Σάββατο. Κοντεύει 3 το πρωί. Ποια πένα θα καταγράψει αυτές τις στιγμές, ποιες είναι οι αισθήσεις που μπορούν να τις συλλάβουν, η ικανή σκέψη και οι κατάλληλες λέξεις, στην πάμφτωχη ανθρώπινη γλώσσα, που μπορούν ν' αποδώσουν την αλήθεια αυτούσια;

Κανένας πανικός, ψυχραιμία, μια βαθιά γλαφυρή σιωπή μέσα στα βάθη της νύχτας, μπρος στην ημέρα που γοργά ξεκινούσε για να 'ρθει.

Παιδιά και νέοι (που, μες στη λάβρα της μάχης, πολλοί ήταν γυμνόστηθοι), ανεβασμένοι και όρθιοι πίσω απ' τα κάγκελα, με τα μάτια γεμάτα αθανασία και θάνατο, κυκλοφορούν στο αίμα τους Καισαριανή, Μεσολόγγι. Πατριώτες Ελληνες, άοπλοι, και πολλά γυναικόπαιδα που τους χτυπούν άνθρωποι πάνοπλοι από τον ίδιο λαό, το ίδιο έθνος. Μακρόχρονη διάρκεια, το πολυμήχανο, σαδιστικό παρανοϊκό μένος. Και τα παιδιά, ξεπερνώντας πια το φόβο του θανάτου, τον πόνο της σκλαβωμένης σάρκας που σ' αλυσοδένει στη ζωή, περιμένουν αλύγιστα και ατρόμητα τη σύγκρουση με τις μηχανές του θανάτου, κάτω από το γαλαζόμαυρο αττικό ουρανό. Το αγεφύρωτο χάσμα, Στρατός - Λαός, δε γεφυρώνεται σ' αυτές τις λίγες ηλεκτρισμένες στιγμές. Οι άοπλοι είναι οι πιο θαρραλέοι. Κι ένα παιδί, ανεβασμένο σε μια κολόνα της Κεντρικής Πύλης, έχει ανοίξει τα χέρια κάτι να πει (ίσως κάτι να λέει), και το παίρνει το βόλι, και γέρνει, και πέφτει, σαν μ' ανοιχτές φτερούγες μεγάλο πουλί. Μερικοί λένε πως πέθανε, άλλοι λένε πως ζει.

Ο Πολυδεύκης ορμά στο προαύλιο. Στέκεται πίσω από άλλα παιδιά απέναντι από το τανκ που 'χει στραμμένη την μπούκα του πυροβόλου του στην Πύλη. Η σιδερένια πόρτα, που στα μάτια όλων είναι ένα ιερό σύμβολο, υποχωρεί, γκρεμίζεται. Ο εχθρός έχει μπει. Πατάει κορμιά, σαρώνει, τσακίζει. Ορμάει μέσα με λύσσα, με μανία. Ενα κορίτσι σπαράζει. Νιώθει τις ερπύστριες πάνω στα πόδια του. Αρχίζει η έξοδος. Στις πόρτες περιμένουν βρικόλακες.

..........................................................................

Οσοι πρόλαβαν, τραυματισμένοι κι ατραυμάτιστοι, χτυπούν ξένες πόρτες και ιδιωτικές κλινικές ή γυρνούν στα σπίτια τους ή φεύγουν σ' άλλη πόλη ή μπαίνουν στην παρανομία. Κι όσοι δεν πρόλαβαν, τσουβαλιάζονται σε κλούβες ή τους αποτελειώνουν επιτόπου. Αλλοι μεταφέρονται σε μεγάλα νοσοκομεία. Αστυνομία και ΕΣΑ (Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία) έχουν στήσει μπλόκο. Ορμούν ακόμα και στα χειρουργεία, τραβούν τους πληγωμένους έξω. Αλλους σκοτώνουν, άλλους παίρνουν μαζί τους.

Με τι τρέφεται αυτό το ακόρεστο μίσος των ανθρώπων που κάθε τόσο λεκιάζουν την ιστορία ενός έθνους;

............................................................................

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ τέλειωνε. Εμπαινε άλλος. Ηταν Πρωτοχρονιά πρωί. Στάθηκαν και βλέπανε το λιμάνι. Ο Τάκης, η Ειρήνη και ο Δημητράκης. Η ζωή προχωρά μ' εμάς και χωρίς εμάς. Ολα αυτά τα φοβερά και τρομερά, ίσως μια ανυπολόγιστη, ασήμαντη διάσταση μέσα στο σύμπαν. Κι ο βίος μας, ένα σχεδόν ανύπαρκτο κλάσμα στην απεραντοσύνη του χρόνου, θα μπορούσε να 'ταν γεμάτος χαρά κι ευτυχία. Γιατί, λοιπόν, τόση δυστυχία, τόση κακία, τόση εξόντωση;

Τα υπερωκεάνια, τα καράβια, οι μαούνες, τα φορτηγά, οι ξένες σημαίες, τα φουγάρα, οι σειρήνες και το πέλαγος που ξανοίγεται μπρος σαν λεωφόρος προς την ελευθερία.

- Αναπνεύστε βαθιά. Πέστε πως φεύγουμε. Ετοιμοι; Να μας, σαλπάραμε.

Υστερα το είδε ο Δημητράκης. Μόλις ναυπηγημένο, ένα οχηματαγωγό, ωραίο, επιβλητικό, έτοιμο να σαλπάρει για τη Λεμεσό.

- Πότε θα 'ναι η Κύπρος ξέγνοιαστη κι ελεύθερη στ' αλήθεια, μπαμπά; ρώτησε.

- Οταν θα 'μαστε κι εμείς αληθινά ελεύθεροι. Μα η ψυχή της είναι πάντα ελεύθερη.

Πήγε να ξαναρωτήσει: «Σαν τη δική μας;» μα σώπασε.

Οι γερανοί κατεβαίνουν μ' ανοιχτές δαγκάνες μέσα στα αμπάρια.

- Ετσι σαν να κατεβάζουν τις αρπάγες τους ποιον να πρωταρπάξουν από μας, ψιθύρισε η Ειρήνη. Ο Δημητράκης ανατρίχιασε. Ο Τάκης είπε:

- Ας μη μιλήσουμε σήμερα γι' αυτά. Ας μη μιλήσουμε, θα κόψουμε τις αρπάγες τους.

Ο Δημητράκης μέτρησε όλα τα φινιστρίνια μιας πλευράς ενός πλοίου. Πώς είναι οι μηχανές ενός πλοίου; Ηθελε να ρωτήσει: «Είναι εδώ κανένα πλοίο απ' αυτά που σε πήραν και σ' έφεραν, μπαμπά;» Μα ας μη μιλήσουμε σήμερα γι' αυτά. Κι οι ναύτες, οι εκφορτωτές, μαύροι και άσπροι... Σκληρή δουλιά. Και αυτοί που μιλούνε παράξενες γλώσσες... Και το μουράγιο γεμάτο σκουπίδια... Κι ο ξένος στόλος στο βάθος... Και να, οι γλάροι, οι γλάροι... Ιονάθαν, είσαι εδώ; Οι γερανοί κατεβαίνουν μέσα στ' αμπάρια μ' ανοιχτές δαγκάνες. Μα ας μη μιλούμε τώρα γι' αυτά.

- Να ρωτήσω κάτι, μπαμπά;

- Ρώτα, Δημητράκη.

- Είναι πάλι γι' αυτά. Πότε θα πέσουν;

- Τώρα πια φτάσαμε στ' απροχώρητο. Πιστεύω να πέσουν μες στον καινούριο χρόνο.

Και ξάφνου τους σκέπασε μια σκιά. Ενας γλάρος, με ανοιχτά φτερά, ζυγίστηκε λίγο μετέωρος από πάνω τους. Και η Ειρήνη, με τα μάτια ακίνητα στο γερανό που κατέβαινε πάλι, είπε:

- Δε θέλω να ξέρω πότε θα πέσουν. Ας βαστάξουν κι άλλο αν είναι ν' ανοίξουν όλων τα μάτια. Πότε θα 'χουμε αληθινή δημοκρατία, μπαμπά; Δηλαδή, δε θα υπάρχουν δρόμοι σαν την οδό Γιασεμιών και την οδό Υακίνθων που έχουν μόνο ωραίο όνομα. Δε θα υπάρχουν σχολεία σαν κι αυτά που πάμε ο Δημητράκης κι εγώ. Ούτε θα φοβόμαστε, όταν χτυπά η πόρτα. Ούτε μπαμπάδες....

Πήγε να πει «με ξύλινο πόδι από βασανιστήρια», μα σταμάτησε και εξακολούθησε:

- Αληθινή δημοκρατία. Αληθινή λευτεριά.

Ο Δημητράκης ήταν πιο σοβαρός απ' την ημέρα που 'φυγε ο Νίκος και πολλές φορές κουνούσε το κεφάλι του με σημασία, χωρίς να μιλά. Κουνούσε πάλι το κεφάλι σαν να επιδοκίμαζε την ερώτηση της Ειρήνης.

Ο Τάκης δε μίλησε αμέσως. Τους κοίταξε κάμποση ώρα με πένθιμα μάτια κι ένα χαμόγελο, μόλις που χάραζε στα χείλη. Ατένισε πέρα τα καράβια, τις μαούνες, τις σημαίες, τον ξένο στόλο, τους ανθρώπους, τους γλάρους, το λιμάνι, το πέλαγος. Και αφέθηκε λίγα δευτερόλεπτα σε μια περιπλάνηση της μνήμης στα χρόνια που πέρασαν. Και ύστερα ήρθαν απανωτές σκέψεις για τα χρόνια που θα 'ρθουν.

- Πότε θα 'χουμε αληθινή δημοκρατία, μπαμπά; Πότε; ξαναρώτησε η Ειρήνη. Εννοώ, αληθινή λευτεριά.

Τους ξανακοίταξε έτσι καθώς στέκονταν και περίμεναν με φόντο τη θάλασσα. Του φάνηκαν πιο μικροί, πιο αδύνατοι από ό,τι ήταν, με μια ζωή πίσω τους τόσο τρικυμισμένη, με μια ζωή μπρος τόσο αμφίβολη, ίσως μια ανάπαυλα, ίσως με μια δεύτερη δικτατορία στη ζωή τους... Ζύγισε την απάντηση κι είπε μ' ένα ύφος σιγουριάς.

- Πολύ σύντομα. Ναι. Πολύ σύντομα. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.

Μα ο ίδιος δεν πίστευε στο: πολύ σύντομα.

* Απόσπασμα από το βιβλίο της «Εφιάλτες και όνειρα».


Της Ελένης ΒΟΪΣΚΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ