ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 14 Γενάρη 2020
Σελ. /28
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΙΒΩΤΙΔΗΣ
Το Νομικό Δίκαιο στην υπηρεσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής

Νομιμοποιώντας τα σύγχρονα δεσμά των εργαζομένων και παρουσιάζοντάς τα ως μια αναγκαιότητα που ανάγεται στην ανθρώπινη φύση

Ο Δ. Κιβωτίδης μίλησε για το ρόλο της νομικής επιστήμης στην αστική κοινωνία, στη θωράκιση της αστικής εξουσίας και την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αλλά και για τα χαρακτηριστικά της νομικής επιστήμης από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Οπως τόνισε, σήμερα «η νομική επιστήμη κατά κύριο λόγο στοχεύει στην εκπαίδευση και κατάρτιση του προσωπικού του αστικού δικαιικού μηχανισμού - δικαστικού, νομοθετικού αλλά και νομοεφαρμοστικού» και γι' αυτό οι νομικές σχολές ανά την Ευρώπη εστιάζουν στη λεγόμενη «νομική δογματική», «τη μελέτη δηλαδή των ισχυουσών νομικών διατάξεων και της νομολογίας των δικαστηρίων που τις ερμηνεύει», ενώ «περιθωριοποιούνται» η Φιλοσοφία, η Ιστορία, η Κοινωνιολογία του Δικαίου.

Ταυτόχρονα, η «ανάπτυξη θεωρητικής επεξεργασίας του δικαίου» στον καπιταλισμό περιέχει και αντιεπιστημονικά στοιχεία, που διαστρεβλώνουν ή σκόπιμα συσκοτίζουν τα κοινωνικά φαινόμενα.

Ως παράδειγμα ανέφερε τη «θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, στις απαρχές του αστικού κράτους τον 18ο αιώνα, όπου πηγή ισχύος του εκάστοτε πολιτικού σχηματισμού είναι μια συμφωνία μεταξύ όλων των ατόμων να αναθέσουν την προστασία των δικαιωμάτων τους σε μια δύναμη κυρίαρχη, το κράτος», συσκοτίζοντας «την ύπαρξη κοινωνικών τάξεων και την ταξική φύση του κράτους».

«Ειδικότερα στις θεωρητικές - ανθρωπιστικές επιστήμες, που ασχολούνται με τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων και διαδικασιών, τα αντιεπιστημονικά στοιχεία, που συσκοτίζουν τα ταξικά χαρακτηριστικά των φαινομένων αυτών, είναι πολύ πιο ισχυρά. Αυτό είναι λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι οι βασικές αιτίες και οι νόμοι κίνησης της κοινωνίας βρίσκονται στη σφαίρα των παραγωγικών σχέσεων, δηλαδή των ταξικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αλλά είναι αδύνατο να φέρουμε εις πέρας μια επιστημονική έρευνα χωρίς τελικά να αναδειχθεί η αλήθεια για την προνομιακή θέση της εκμεταλλεύτριας τάξης και για τον αντιφατικό και παροδικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος εκμετάλλευσης», τόνισε.

Νομιμοποιώντας τα σύγχρονα δεσμά των εργαζομένων και παρουσιάζοντάς τα ως μια αναγκαιότητα που ανάγεται στην ανθρώπινη φύση, «χαρακτηριστικό στοιχείο της νομικής ιδεολογίας, απαραίτητο για την εδραίωση και αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είναι η ιδέα της τυπικής ισότητας ενώπιον του νόμου», είπε και πρόσθεσε:

«Η ίδια η παραγωγή υπεραξίας και η κάρπωση αυτής από τον καπιταλιστή στηρίζονται στη φορμαλιστική απεικόνιση της σχέσης μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη ως μιας σχέσης μεταξύ δύο ίσων μερών». Και τόνισε πως «το Εργατικό Δίκαιο είναι ένα σύνολο κανόνων Δικαίου που αναγνωρίζει τη βαθιά ανισότητα της εργασιακής σχέσης στον καπιταλισμό», ενώ «κερδήθηκε με αιματηρούς αγώνες της εργατικής τάξης εδώ και 200 χρόνια».

«Η νομική δογματική επιστήμη προσεγγίζει ανιστόρητα το εργατικό Δίκαιο. Το προβάλλει από τη μία ως απόδειξη της ουδετερότητας του αστικού κράτους και από την άλλη ως ένα απλό κομμάτι του αστικού Δικαίου, δηλαδή του Δικαίου μεταξύ ιδιωτών», συνέχισε, αναφέροντας ως παράδειγμα το συνδικαλιστικό δικαίωμα, το οποίο στη νομική επιστήμη προσεγγίζεται ως μια μορφή του δικαιώματος του «συνεταιρίζεσθαι». «Το συνδικαλιστικό δικαίωμα, όμως, είναι μια ιδιαίτερη εκδήλωση του συνεταιρίζεσθαι στο χώρο εργασίας. Αναφέρεται στη σχέση μεταξύ δύο εξαιρετικά άνισων μερών, η οποία αναγνωρίστηκε νομικά - όχι παντού και ούτε πάντα - μέσω της ταξικής πάλης».

«Αρκεί να σκεφτούμε το παράδειγμα των "συμβολαίων εργασίας" που συνάπτουμε πολλοί από εμάς εδώ στην Βρετανία, όπου "συμφωνούμε" ότι το Εργατικό Δίκαιο δεν ισχύει στην περίπτωσή μας. Λες και είμαστε ίσα κι όμοια με τον εργοδότη μας. Λες και είναι επιλογή μας. Λες και εκκινούν τα δύο μέρη της σύμβασης από την ίδια προνομιακή θέση», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Αναφέρθηκε επίσης στις αντιδραστικές προεκτάσεις της αστικής θεωρίας του Δικαίου, όπως αυτές αναδείχθηκαν στην εισήγηση της εισαγγελέα «να αντιμετωπιστεί η ναζιστική Χρυσή Αυγή ως άλλο ένα κόμμα της αστικής δημοκρατίας (...) Σύμφωνα με την εισαγγελέα, η ναζιστική ιδεολογία είναι ποινικά αδιάφορη. Το μόνο που ενδιαφέρει το δικαστήριο είναι η ποινική δράση των κατηγορουμένων. Αυτό βέβαια δεν ισχύει στις περιπτώσεις που η ίδια η ιδεολογία είναι ποινικά κολάσιμη. Μόνο που ιστορικά το αστικό κράτος αντιμετώπισε ως ποινικά κολάσιμη σχεδόν αποκλειστικά τη μαρξιστική - λενινιστική ιδεολογία, π.χ. "Ιδιώνυμο" στην Ελλάδα, μακαρθική νομοθεσία στις ΗΠΑ, αντικομμουνιστική νομοθεσία σε χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, ανιστόρητα ψηφίσματα της ΕΕ».

Η νομική επιστήμη από την πλευρά της εργατικής τάξης «θα πρέπει να εμπνέεται από την έννοια του δικαίου που βρίσκουμε στο σύνθημα "νόμος είναι το δίκιο του εργάτη και όχι τα κέρδη του κεφαλαιοκράτη"», σημείωσε, υπογραμμίζοντας το καθήκον του νομικού επιστήμονα «να αναδεικνύει ότι στον καπιταλισμό νόμος θα είναι πάντα το κέρδος του κεφαλαιοκράτη», στο όνομα του «γενικού συμφέροντος», της «ανάπτυξης» κ.λπ.

Και καταλήγοντας τόνισε ότι «είναι καθήκον του ταξικού νομικού επιστήμονα να συνδέσει το δίκιο του εργάτη με την έννοια των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών», να αναδείξει ερωτήματα όπως: «Μπορούν να πραγματωθούν οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα; Οι ανάγκες για σίτιση, στέγαση, περίθαλψη, δημόσια και δωρεάν Εκπαίδευση, για εργασία που αξιοποιεί και αναπτύσσει τις δεξιότητες, για ξεκούραση, για συμμετοχή στις πολιτικές και πολιτιστικές διαδικασίες, με άλλα λόγια η ανάγκη για πολύπλευρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας;».

ΝΙΚΑ ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ
Ανάγκη που μπορεί να ικανοποιηθεί στο σοσιαλισμό ο περισσότερος ελεύθερος χρόνος και η αναψυχή

Στο φαινόμενο του «υπερτουρισμού» στον καπιταλισμό, που οδηγεί στον εκτοπισμό των κατοίκων, στην καταστροφή φυσικών πόρων και μνημείων αναφέρθηκε η ομιλήτρια

Η Νίκα Μπαλωμένου, αφού σημείωσε πως οι κοινωνικοί επιστήμονες καλούνται να πείσουν «για τη χρησιμότητά τους» τις εταιρείες και τους θετικούς επιστήμονες «στο άνοιγμα στην αγορά», αναφέρθηκε στη σχετική στασιμότητα σε σχέση με το τι θα μπορούσε να παραχθεί ποσοτικά και ποιοτικά από την επιστημονική έρευνα, αν δεν υπήρχε το καπιταλιστικό κέρδος ως βασικό κίνητρο και στην τάση οι κοινωνικές επιστήμες να ωθούνται όλο και πιο ασφυκτικά στην κατεύθυνση της απολογητικής του καπιταλισμού.

Ως προς το πρώτο σκέλος έδωσε το παράδειγμα του «υπερτουρισμού», που ορίζεται ως «το φαινόμενο όπου ντόπιοι κάτοικοι ή επισκέπτες νιώθουν ότι οι επισκέπτες στην περιοχή ή το μνημείο είναι πολλοί και η ποιότητα ζωής στην περιοχή ή η ποιότητα της εμπειρίας του επισκέπτη έχει πέσει κάτω από ανεκτά όρια», υπογραμμίζοντας τον όρο «νιώθουν» ως ένα από τα «κενά» του ορισμού. Σημείωσε τις περιπτώσεις «κινητοποιήσεων κατοίκων στη Βενετία, στο Ντουμπρόβνικ, στη Βαρκελώνη, στην Ισλανδία, ακόμα και στα νησιά Σκάι, που έχουν αυξηθεί κατά κόρον και εικόνες με ντόπιους να διαδηλώνουν για λιγότερους τουρίστες έχουν διαδοθεί ευρέως», ενώ «το 2018, ο "υπερτουρισμός" ήταν μια από τις λέξεις της χρονιάς στο λεξικό της Οξφόρδης».

Σημείωσε τις αρνητικές επιπτώσεις του «υπερτουρισμού», όπως η καταστροφή φυσικών πόρων και μνημείων, η παρεμπόδιση της ομαλής διεξαγωγής καθημερινών δραστηριοτήτων των ντόπιων (το 2016 ο δήμαρχος του Ντουμπρόβνικ ζήτησε από τους κατοίκους να μένουν σπίτι για να αποφευχθεί ο κίνδυνος ατυχημάτων λόγω του τεράστιου αριθμού τουριστών που κατέβαιναν από πολλά κρουαζιερόπλοια ταυτόχρονα), η αύξηση της τιμής των ενοικίων (π.χ. η Βενετία που έχασε το 35% του πληθυσμού της μεταξύ 2001 - 2011).

«Ενα σημαντικότατο πρόβλημα είναι η κυριολεκτική αποψίλωση των ντόπιων κοινοτήτων λόγω των αυξημένων τιμών των ακινήτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ερήμωμα των χωριών στα εθνικά πάρκα της Ουαλίας και της Αγγλίας, που οι χωροταξικοί κανονισμοί είναι τέτοιοι που σχεδόν απαγορεύουν οποιουδήποτε είδους οικοδόμηση. Γύρω στο 60% των σπιτιών δεν κατοικούνται για περισσότερο από ένα μήνα το χρόνο. Υπηρεσίες όπως τράπεζες, γιατροί, ταχυδρομεία λειτουργούν μόνο σεζόν. Οι δουλειές είναι εποχιακές και πολύ χαμηλά αμειβόμενες, οι τιμές των σπιτιών έχουν εκτοξευτεί», υπογράμμισε.

Ασκησε κριτική στις αστικές θεωρίες που προτάσσουν ως αιτίες του φαινομένου τις βραχυπρόθεσμες μισθώσεις (Airbnb), την τάση κυβερνήσεων και των τοπικών αρχών (σπάνια των μεγάλων ταξιδιωτικών πρακτορείων και άλλων «παιχτών») να στοχεύουν σε μεγαλύτερο αριθμό τουριστών «ανεξάρτητα από τον τύπο τουρίστα», τις σχετικά προσιτές τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων, τα καταστροφικά και φτηνά καύσιμα των κρουαζιερόπλοιων και τη γενιά των «μιλένιαλς», που «εκτιμούν τις εμπειρίες περισσότερο από τα υλικά αγαθά»...

Αντίστοιχες - είπε - είναι και οι «λύσεις» που προτείνονται (π.χ. υψηλότεροι φόροι στους ιδιοκτήτες εξοχικών, περιορισμοί στην απόκτηση άνω του ενός εξοχικού, ανάληψη προσωπικής ευθύνης για το αποτύπωμα άνθρακα κ.ά.), ενώ «λύσεις στον τουρισμό μπορούν να δοθούν μόνο μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό, το σοσιαλισμό».

«Σπαταλώνται προσπάθειες, φαιά ουσία, εργατοώρες για να λυθούν προβλήματα, που σε αυτό το σύστημα είναι απλά άλυτα», είπε και πρόσθεσε: «Προτεραιότητά μας στο διεπιστημονικό πεδίο του τουριστικού σχεδιασμού - αν σχεδιάζαμε για το συμφέρον της κοινωνίας και εξυπηρετούσαμε την πολύ σημαντική ανάγκη της αναψυχής - θα ήταν η εργατική τάξη να έχει πρόσβαση στη φυσική και πολιτιστική κληρονομιά. Θα προσπαθούσαμε να λύσουμε ζητήματα, όπως πρόσβαση για απόλαυση της φύσης από τυφλούς, χρήση της τεχνολογίας για ψηφιακή πρόσβαση σε ταξιδιωτικούς προορισμούς, μνημεία και μουσεία στους ανήμπορους. Θα προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπους να συμφιλιωθούν οι λαοί και να καταπολεμηθεί ο ρατσισμός.

Η προστασία του περιβάλλοντος θα ήταν ντε φάκτο προτεραιότητα και επίσης η περιβαλλοντική προστασία θα ήταν δυνατή, αφού η κάθε περιοχή θα αναπτυσσόταν ανάλογα με τις δυνατότητές της, την αντοχή του οικοσυστήματος και τη δυνατότητα και ταχύτητα ανάπλασής του». Ακόμη, ανέδειξε την ανάγκη που μπορεί να ικανοποιηθεί στο σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής για λιγότερη δουλειά και περισσότερο ελεύθερο χρόνο, λέγοντας ότι στον καπιταλισμό για τον εργαζόμενο «σε σύνολο 80 χρόνων ζωής, αυτές οι δύο εβδομάδες αναψυχής είναι μόλις τρία χρόνια».

Ως προς την τάση οι κοινωνικές επιστήμες να ωθούνται όλο και πιο ασφυκτικά στην κατεύθυνση της απολογητικής του καπιταλισμού, «στον τομέα του τουριστικού σχεδιασμού, το πιο χτυπητό παράδειγμα είναι αυτό της "βιώσιμης ή αειφόρου ανάπτυξης"», που «λειτουργεί σαν ανάχωμα για να καλύψει τις αδυναμίες του καπιταλιστικού συστήματος».

Τόνισε πως η λεγόμενη «ισορροπία μεταξύ της οικονομικής ευημερίας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της κοινωνικής προστασίας» είναι «σχήμα οξύμωρο σε ένα σύστημα με στόχο τη συσσώρευση κεφαλαίου». Το γεγονός ότι «έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια και το φαινόμενο του θερμοκηπίου ακόμα δεν έχει εξαλειφθεί, αποδεικνύει την κενότητα αυτής της πρότασης», πρόσθεσε. Και αφού εδώ και 25 χρόνια «δεν έχει υπάρξει κανένας τουριστικός προορισμός που να μπορεί να χαρακτηριστεί βιώσιμος» η νέα πρόταση των ακαδημαϊκών είναι ο «υπεύθυνος» τουρισμός για κρουαζιερόπλοια και αεροπορικές εταιρείες κ.ά.

ΝΙΚΟΣ ΦΟΥΝΤΟΥΛΑΚΗΣ
Η επιστημονική έρευνα στην Υγεία «δέσμια» της κερδοφορίας

Τεράστια ποσά δεν διοχετεύονται σε αποτελεσματικούς τρόπους πρόληψης μίας ασθένειας, αλλά σε πιο επικερδείς για το κεφάλαιο δραστηριότητες, όπως η παραγωγή φαρμάκων

Η παρέμβαση του Ν. Φουντουλάκη επικεντρώθηκε στην έρευνα στον Τομέα της Υγείας σήμερα, που χρηματοδοτείται κυρίως από μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς (charities) και σε μικρότερο βαθμό από το κράτος:

«Ενας μικρός αριθμός φαρμακευτικών εταιρειών κατέχουν τη "μερίδα του λέοντος" από την "πίτα" της ερευνητικής δραστηριότητας με κέρδη τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Χαρακτηριστικά, το πρώτο τετράμηνο του 2019 τα έσοδα τριών από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες ανέρχονταν συνολικά σε 30 δισ. δολάρια. Οι εταιρείες αυτές είτε αναπτύσσουν δική τους ερευνητική δραστηριότητα (βασική και κλινική έρευνα), είτε χρηματοδοτούν ερευνητές από πανεπιστημιακά ιδρύματα κυρίως για να αναπτύξουν και να δοκιμάσουν νέα φαρμακευτικά προϊόντα σε κλινικές μελέτες.

Οι προτεραιότητες στον τομέα της έρευνας δεν έχουν γνώμονα την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, αλλά τη μεγιστοποίηση των κερδών των εταιρειών. Ενα παράδειγμα είναι η στρατηγική για την αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη, όπου τεράστια ποσά δαπανώνται για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της νόσου παρά για την πρόληψη της ανάπτυξής της.

Χαρακτηριστικά μία πρόσφατη μελέτη ανέδειξε την αποτελεσματικότητα της διαιτητικής παρέμβασης στην αναστροφή της νόσου τα πρώτα χρόνια μετά τη διάγνωση, ενώ φτάσαμε πλέον να μιλάμε ακόμα και για ίαση με υγιεινοδιαιτητικές παρεμβάσεις στα αρχικά στάδια της ασθένειας. Αντί λοιπόν τα χρήματα να κατευθύνονται σε πιο αποτελεσματικούς τρόπους πρόληψης μίας ασθένειας, αυτά διοχετεύονται σε πιο επικερδείς για το κεφάλαιο δραστηριότητες, όπως η παραγωγή φαρμάκων».

Παράλληλα, οι επιστήμονες στη βιοϊατρική έρευνα αντιμετωπίζουν πίεση και ανασφάλεια, επιδίδονται σε ένα «κυνήγι» εξασφάλισης βραχύβιας χρηματοδότησης μέσα από ανταγωνιστικές χρηματοδοτήσεις (grants) ή υποτροφίες και όσοι δεν τα καταφέρνουν, πέφτουν σε επιστημονική - και κατ' επέκταση εργασιακή - δυσμένεια, καθώς τα πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν τους θεωρούν αρκετά ανταγωνιστικούς. Ακόμα και όσοι τελικά καταφέρνουν να βρουν χρηματοδότηση, βρίσκονται σε καθεστώς πίεσης για την παραγωγή αποτελεσμάτων μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια προκειμένου να λάβουν το σύνολο της χρηματοδότησης. Επίσημα, πλέον, ένα από τα κριτήρια αξιολόγησης του επιστημονικού προσωπικού των πανεπιστημίων είναι και ο αριθμός των κονδυλίων που «φέρνουν» στο ίδρυμα.

«Αντίστοιχα - πρόσθεσε - και η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας χαρακτηρίζεται από τη δημοσίευση ''θετικών'' αποτελεσμάτων, εκείνων δηλαδή των εργασιών που δείχνουν κάποιο στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα μίας παρέμβασης ή ενός πειράματος σε σχέση με την καθιερωμένη θεραπεία», με αποτέλεσμα μεγάλος όγκος επιστημονικής εργασίας να μη δημοσιεύεται και η επιστημονική κοινότητα να στερείται χρήσιμων συμπερασμάτων. Εξάλλου, συμπλήρωσε, ο ανταγωνισμός μεταξύ επιστημονικών ομάδων που δουλεύουν στο ίδιο ή παρεμφερές αντικείμενο για την εξασφάλιση χρηματοδότησης, αντί η συνεργασία τους, αποτελεί σπατάλη χρημάτων και έμψυχου δυναμικού.

«Σε μία κοινωνία όπου η επιστήμη θα βρίσκεται στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών, η μεγιστοποίηση του οικονομικού κέρδους δεν θα αποτελεί την κινητήρια δύναμη της έρευνας. Προτεραιότητα γίνεται η κάλυψη των αναγκών των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων και οι όποιες τεχνικές καινοτομίες και επιστημονικά επιτεύγματα θα εξυπηρετούν τις ανάγκες της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου. Και οι επιστημονικές ανακαλύψεις στην Υγεία και τη βιοϊατρική θα τίθενται στην υπηρεσία της προαγωγής της υγείας του λαού με έμφαση στην πρόληψη», συνέχισε.

«Ειδικά σήμερα, με τις δυνατότητες που ανοίγονται με την εφαρμογή μεθόδων τεχνητής νοημοσύνης στην αναγνώριση των ομάδων ασθενών, που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο να παρουσιάσουν πρόοδο/εξέλιξη της νόσου τους, υπάρχει στο μέλλον η δυνατότητα έγκαιρης παρέμβασης για την αποτροπή αυτής της εξέλιξης. Με την εφαρμογή νεότερων θεραπειών σε τομείς, όπως η ογκολογία και η καρδιολογία, σήμερα είναι δυνατή η μετατροπή νοσημάτων - που παλιότερα η επιβίωση ήταν μικρή - σε χρόνια (π.χ. HIV/AIDS) και για μερικά από αυτά να μιλάμε ακόμα και για ίαση, όπως για παράδειγμα κάποιοι τύποι λεμφωμάτων», ανέφερε.

Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν αυτά τα επιτεύγματα να ικανοποιήσουν τις ανάγκες ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, όταν κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής:

«Συνολικά υπολογίζεται ότι στις ΗΠΑ 1 στους 4 ασθενείς με διαβήτη λαμβάνει μικρότερη ποσότητα ινσουλίνης λόγω κόστους. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για ευρεία εφαρμογή των επιτευγμάτων της επιστημονικής προόδου σε τέτοιες συνθήκες ταξικών ανισοτήτων και εκμετάλλευσης. Σε ένα τέτοιο σύστημα οι καρποί της επιστημονικής προόδου, ενώ παράγονται με την εργασία χιλιάδων εργαζομένων, αποδίδουν κέρδη σε μία χούφτα εταιρειών και χρησιμοποιούνται από έναν σχετικά περιορισμένο αριθμό ανθρώπων, που έχουν τη δυνατότητα της πρόσβασης σε αυτούς».

Τέλος, αναφέρθηκε στην εμπειρία από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, όπου στόχος της έρευνας ήταν να εξυψώσει το επίπεδο ζωής των εργαζομένων όσον αφορά την Υγεία, τη μόρφωση, τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Κοιτώντας την πορεία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στην παγκόσμια Ιστορία, της ΕΣΣΔ, «θα δούμε ότι από το ποσοστό 70% αναλφαβητισμού της τσαρικής, προεπαναστατικής Ρωσίας, η ΕΣΣΔ μετρούσε διπλάσιους φοιτητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία μαζί τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ το 1987 υπήρχαν στην ΕΣΣΔ 1,5 εκατομμύριο επιστήμονες», το κράτος ήταν υπεύθυνο για την έρευνα, η παροχή φαρμάκου ήταν για όλους δωρεάν, ενώ οι εργαζόμενοι επιστήμονες είχαν μόνιμη εργασία, πληρωμένες διακοπές, άδειες μητρότητας κ.ά.

ΠΕΤΡΟΣ ΑΝΔΡΟΒΙΤΣΑΝΕΑΣ
Οι φυσικές επιστήμες δέχονται «διπλή επίθεση»

Τόσο από την εμπορευματοποίηση όσο και από την αντίληψη ότι στην πραγματικότητα δεν είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε τον κόσμο

Ο Π. Ανδροβιτσανέας αναφέρθηκε στη «διπλή επίθεση» που δέχονται οι φυσικές επιστήμες, τόσο από την πλευρά της εμπορευματοποίησης όσο και από την αντίληψη ότι στην πραγματικότητα δεν είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε τον κόσμο γύρω μας, ενώ κάλεσε τους νέους επιστήμονες να καταπολεμήσουν φιλοσοφικές ιδέες που υπονομεύουν τη φύση της επιστήμης.

Ως προς την εμπορευματοποίηση της έρευνας, σημείωσε ότι επειδή «ο φυσικός απέχει αρκετά από το τι θα μπορούσε να είναι ένα τελικό εμπορικό προϊόν», η ανάμειξη των εταιρειών εστιάζεται περισσότερο στην προσπάθειά τους για καινοτομία. Για παράδειγμα - είπε - έρευνα σε αφηρημένα θέματα της κβαντικής οπτικής σε ερευνητικά τμήματα σημαντικών εταιρειών, όπως η «Toshiba» ή η «Hitachi», είναι συχνά για θετική δημοσιότητα και για να έχουν κάποια σύνδεση με έναν τομέα, που δυνητικά μπορεί να προσφέρει μεγάλη κερδοφορία, όπως π.χ. ο τομέας της κβαντικής φυσικής.

Παρ' όλα αυτά, «πρόσφατα υπάρχει μια τάση ακόμα και στη βασική έρευνα να χρησιμοποιούνται επενδυτικά κεφάλαια. Πολλά κεφάλαια από επενδυτικά ιδρύματα έχουν δοθεί στην έρευνα για την πυρηνική σύντηξη ή έχουν γίνει προσπάθειες χρήσης επενδύσεων επιχειρηματικού κεφαλαίου για τους κβαντικούς υπολογιστές, προσπαθώντας να μεταφέρουν την ευθύνη από το κράτος στον ιδιωτικό τομέα» και για λόγους όπως ότι «οι επιστροφές στις επενδύσεις γίνονται χειρότερες και χειρότερες καθώς ο καπιταλισμός πέφτει σε βαθύτερη κρίση».

Σημείωσε ακόμη πως «το πιο ανησυχητικό είναι το φαινόμενο να ασκείται πίεση για τη δημιουργία εταιρειών spin-out ώστε τα πανεπιστήμια να εμπορευματοποιήσουν την έρευνά τους. Αυτό έχει επηρεάσει τη θεμελιώδη έρευνα, αλλά στο βαθμό που η συνεργασία μεταξύ ιδρυμάτων αντικαθίσταται από εμπορικές συμφωνίες με εταιρείες spin-out. Αυτό δημιουργεί την περίεργη κατάσταση, όπου για να αποκτήσει κάποιος δείγματα για βασική έρευνα, δεν έχεις πια έναν συνεργάτη, αλλά είσαι πελάτης στον πρώην συνεργάτη σου», κάτι που «πραγματικά δηλητηριάζει το ερευνητικό περιβάλλον» με «εμπορικά μυστικά», αντί «για την ύπαρξη ειλικρινών επιστημονικών συνεργασιών».

«Οι πρακτικές αυτές είναι σχετικά πρόσφατες και οι περισσότερες από αυτές δεν έχουν καρποφορήσει, αλλά αντανακλούν τη γενική κατεύθυνση των ερευνητικών φορέων εδώ στο Ηνωμένο Βασίλειο να εμπορευματοποιήσουν κάθε πτυχή της εσωτερικής δραστηριότητας στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα», υπογράμμισε.

Ιδιαίτερα στάθηκε στη λεγόμενη «κβαντική τυχαιότητα» και τις προσπάθειες να παρουσιαστεί «ότι δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε πραγματικά τον κόσμο γύρω μας, λόγω της κβαντικής μηχανικής ή το "φαινόμενο της πεταλούδας" λόγω της θεωρίας του χάους ή ότι "όλα είναι σχετικά" λόγω της θεωρίας της σχετικότητας. Ολα αυτά είναι χοντροκομμένες προσπάθειες να εισαχθούν δεισιδαιμονίες του χειρότερου είδους στην αντίληψη του κόσμου», δηλαδή ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο.

«Αυτό είναι ένδειξη μιας υποκείμενης σύγκρουσης που υπάρχει στις φυσικές επιστήμες. Ειδικά στη φυσική υπάρχουν δύο αντικρουόμενες προσεγγίσεις, που προσπαθούν να επιλύσουν τα προβλήματα που δημιουργούνται από αυτές τις προσπάθειες να εισαχθεί μια διεστραμμένη φιλοσοφική ερμηνεία σε αποδεκτές φυσικές θεωρίες, όπως η κβαντική μηχανική.

Η πρώτη ομάδα υποστηρίζει τη χρήση φιλοσοφικών ιδεών για την κατανόηση των επιστημονικών θεωριών, όπως συνέβαινε πάντα με τη φυσική, όπου μια φιλοσοφική αντίληψη καθοδηγεί τον φυσικό προς ποια κατεύθυνση θα πρέπει να στοχεύσει τις επιδιώξεις του και κατευθύνει προς τη σωστή κατεύθυνση ή την πιο μηχανιστική προσέγγιση, η οποία συνοψίζεται ως "σκάσε και υπολόγισε".

Η μηχανιστική προσέγγιση προέρχεται περισσότερο από το γεγονός ότι η πιο κυρίαρχη στάση, γνωστή και ως ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής της Σχολής της Κοπεγχάγης, η οποία απορρίπτει την ανεξάρτητη ύπαρξη του κόσμου ή θεωρεί ότι όλα είναι τυχαία, δεν "κάθεται καλά" στους περισσότερους φυσικούς και καθώς δεν έχει υπάρξει ισχυρή αντιπαράθεση σε αυτή την τάση, αυτό είναι το τελευταίο καταφύγιο για τους περισσότερους φυσικούς που διαφωνούν. Οσον αφορά την πρώτη προσέγγιση, δεν είμαι σίγουρος σε ποια κατεύθυνση κάποιος κατευθύνει τον εαυτό του με την πεποίθηση ότι τα πάντα γύρω μας είναι τυχαία ή χαοτικά ή δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από την αντίληψή μας», ανέφερε.

«Η προαναφερθείσα φιλοσοφική προσέγγιση σε σχέση με την πραγματικότητα και την επιστήμη, με τον πιο γνωστό εκπρόσωπό της τη Σχολή της Κοπεγχάγης, όπου πιστεύεται ότι η φύση δίνει ως επί το πλείστον τυχαία αποτελέσματα και στις πιο ακραίες εκδόσεις αυτής της φιλοσοφικής προσέγγισης, η πραγματικότητα που υπάρχει έξω από τη συνείδηση του παρατηρητή και δεν υπάρχει πριν από την πραγματοποίηση της παρατήρησης.

Αυτή είναι μια πολύ ύπουλη επίθεση προς τις βασικές πτυχές της σύγχρονης φυσικής που έχει να κάνει με τον ντετερμινισμό και την υλική φύση του κόσμου. Ο κύριος στόχος του είναι να δημιουργήσει ένα παραλυτικό κλίμα σε ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα και να αμφισβητήσει τη φύση της αντικειμενικής αλήθειας. Ως ερευνητές και εκπαιδευτικοί αυτό πρέπει να το καταπολεμήσουμε και να δείξουμε ότι η ανθρωπότητα έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει σε βάθος τη φύση και να θέσει αυτούς τους νόμους στην υπηρεσία της ανθρωπότητας για τη βελτίωσή της», κατέληξε.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ