ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 13 Φλεβάρη 2014
Σελ. /24
Βδομάδα μέτριου βεληνεκούς με μία εξαίρεση

Βδομάδα μέτριου βεληνεκούς με μόνο μια αξιόλογη βρετανική ταινία δημιουργού ως εξαίρεση: «Ο ΕΓΩΙΣΤΗΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ» ο τίτλος της, σε σκηνοθεσία Κλίο Μπάρναρντ, μιας γυναίκας με ακαδημαϊκή κυρίως καριέρα στον κινηματογράφο. Βασισμένη χαλαρά η ταινία στο ομώνυμο παραμύθι του Οσκαρ Ουάιλντ εστιάζει στους φτωχούς κι ατημέλητους και «παράξενους» εφήβους Αρμπορ και Σουίφτι και γύρω από αυτούς υφαίνει πολλές πτυχές της βαθιά αληθινής ζωής στη Βρετανία που σπάνια απεικονίζεται στην οθόνη. Δεν ήθελα η ταινία μου να έχει ένα ξεκάθαρο πολιτικό περιεχόμενο, λέει η Μπάρναρντ. Να όμως που αυτό υπάρχει σε όλα τα κύτταρα ενός τόπου που οι οικονομικά περιθωριοποιημένοι έχουν καταστεί σχεδόν αόρατοι από μια «κουλτούρα» φερέφωνο του καταναλωτισμού κι ένα πολιτικό κατεστημένο φερέφωνο της αγοράς.

Πρεμιέρα κάνουν απόψε έξι συνολικά ταινίες, όπως η αμερικανική, ιδανική για την αγορά - για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου - «ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» (2014) του Ακίβα Γκόλντσμαν. Κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος φαντασίας του Mark Helprin για μια διαχρονική ιστορία αγάπης που ταξιδεύει το θεατή σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, στο 1916 και το σήμερα. Πρεμιέρα και για την «VAMPIRE ACADEMY» (2014) σε σκηνοθεσία Μαρκ Γουότερς. Αμερικανική νεανική και ρομαντική ιστορία με έντονη δράση, φαντασία και μυστήριο, με πρωταγωνιστές τρία είδη βαμπίρ: Τα μορόι, τα στρογκόι και τα νταμπίρ. Το φιλμ βασίζεται στη λογοτεχνική σειρά έξι βιβλίων με τον ομώνυμο τίτλο και πρόκειται για την πρώτη ταινία ενός πολλά υποσχόμενου κινηματογραφικού franchise.

Πρεμιέρα επίσης για την ελληνική χαριτωμένη κωμωδία του Βαγγέλη Σεϊτανίδη «ΜΕ ΧΩΡΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ» (2014) με πολλούς τηλεοπτικούς σταρ... Κι όλα αυτά, ενώ συνεχίζονται για δεύτερη βδομάδα οι προβολές του συγκλονιστικού «ΟΜΑΡ» στο ΑΣΤΥ και του κλασικού σοβιετικού αριστουργήματος «ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ» στο ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (Καλλιθέα).

ΖΑΝ ΜΑΡΚ ΒΑΛΕ
Dallas Buyers Club

2013 Focus Features, LLC.

Η κλασική αφήγηση του Καναδού σκηνοθέτη αναζητά τον αμερικανικό κινηματογράφο της δεκαετίας του '80, αναμειγνύοντας διαφορετικά είδη και συνενώνοντας δυο εντελώς αντιθετικούς χαρακτήρες που η συνεύρεσή τους δημιουργεί σοκ. Η σκηνοθεσία του Βαλέ στο ασταθές, με τρύπες και παράξενες ελλείψεις, σενάριο χαρακτηρίζεται από ένα μανιερισμό που επιζητά την έκπληξη, την ώρα που το θέμα απαιτεί το ακριβώς αντίθετο, και είναι στεγνή όσο ο Τεξανός ήρωας της ιστορίας, ένας καουμπόι άρρωστος από τον «καρκίνο των γκέι», το aids, την καινούργια, για την εποχή, αρρώστια ταμπού.

Αρρωστα αδυνατισμένος ο βραβευμένος ηθοποιός Μάθιου Μακόναχι υποδύεται εντυπωσιακά τον 35χρονο ηλεκτρολόγο Ρον, που το 1986 μαθαίνει ότι του μένουν 30 μέρες ζωής. Ο Μακόναχι μεταμορφώνεται σ' έναν ετοιμοθάνατο Ρον με το σώμα του να συνιστά δραματουργικό εργαλείο και, πάση θυσία, πολεμά να ζήσει. Και το καταφέρνει: Ζει 7 ολόκληρα χρόνια χάρη στη λυσσαλέα του θέληση, τη βοήθεια από τον τραβεστί φίλο του και τα εναλλακτικά φάρμακα για οροθετικούς που φέρνει από το Μεξικό και τα διαθέτει στους ασθενείς μέσα από ένα συνεταιριστικό σύστημα με μηνιαία συνδρομή.

Ο Βαλέ γύρισε τη βιογραφία του Ρον με κάμερα στον ώμο, με κοινωνική προσέγγιση, χωρίς συναισθηματισμούς και αφηγηματικές περιστροφές, που χλευάζει τους περιορισμούς του Χόλιγουντ, θυμίζοντας ότι η πραγματικότητα είναι πιο δυνατή από τη μυθοπλασία. Μια ταινία πικρή, κυριολεκτικά καταβροχθισμένη από τις ερμηνείες των κύριων ρόλων της.

Παίζουν: Μάθιου Μακόναχι, Τζάρεντ Λέτο, Τζένιφερ Γκάρνερ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2013)

ΤΖΟΡΤΖ ΚΛΟΥΝΕΪ
Μνημείων Ανδρες

� 2013 Columbia Pictures Indus

Δε θα μπορούσε παρά να είναι θετική η απάντηση του συμπαθέστατου μεγάλου σταρ Τζορτζ Κλούνεϊ στην ερώτηση που δημοσιογράφοι του υπέβαλαν, σε συνέντευξη Τύπου τόσο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Βερολίνο όσο και στο Λονδίνο, για το αν τα γλυπτά του Παρθενώνα θα πρέπει να επιστρέψουν στην Ελλάδα από το Βρετανικό Μουσείο όπου «κρατούνται». Γιατί η τελευταία ταινία που ο ίδιος σκηνοθετεί και κρατά τον κεντρικό ρόλο πραγματεύεται ακριβώς αυτό το θέμα: Την επιστροφή των (με τον ένα ή άλλο τρόπο) κλαπέντων καλλιτεχνικών θησαυρών εκεί που πραγματικά ανήκουν. Το καθήκον αυτό αναλαμβάνει η συμμαχική, ad hoc σύνθεσης, επίλεκτη ομάδα ειδημόνων έργων τέχνης υπό την ονομασία «Μνημείων Ανδρες»: Τον εντοπισμό του αμύθητου καλλιτεχνικού πλούτου που έκλεψαν οι ληστές Ναζί και να τον αποδώσουν στους νόμιμους κατόχους του.

Οι ταινίες του σκηνοθέτη Κλούνεϊ είναι συμπαθητικές στον καθωσπρεπισμό τους, φροντισμένες στους μειλίχια χαμηλούς τους τόνους και ισορροπημένες στο πολιτικά ορθό τους μήνυμα. «Αν σβήσεις τα επιτεύγματα και την ιστορία τους (ανθρώπων, λαών κ.λπ.), είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ». Γιατί η συγκεκριμένη ισχνή και ευκολοχώνευτη φιλμική κατάθεση, ιστορική, επειδή πατά σε αληθινά γεγονότα, αλλά άνευρα λάιτ, ως προς την αφηγηματική της μορφή, υπενθυμίζει στους σημερινούς καιρούς τη φασιστική θηριωδία σε όλο της το καπιταλιστικό, εγκληματικό μεγαλείο, καθώς και παράλληλα ότι «κανένα έργο τέχνης δεν αξίζει μια ανθρώπινη ζωή».

Παίζουν: Τζορτζ Κλούνεϊ, Ματ Ντάμον, Κέιτ Μπλάνσετ, Ζαν Ντιζαρντάν κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ (2013)

ΚΛΙΟ ΜΠΑΡΝΑΡΝΤ
Ο εγωιστής γίγαντας

Ο τραχύς κοινωνικός ρεαλισμός συνιστά διακριτή πλευρά του βρετανικού κινηματογράφου που οι περισσότεροι συνδέουν με τον Κεν Λόουτς. Τη σχολή του κοινωνικού αγγλικού σινεμά πολλοί εξήγγειλαν ετοιμοθάνατη και υποτιμητικά περιέγραψαν ως «αρεσκόμενη να αγκαλιάζει τη μιζέρια». Αυτή όμως φαίνεται να επιμένει δεκαετία τη δεκαετία. Χωρίς ποτέ να εκβιάζει το συναίσθημα, η πρώτη ταινία μυθοπλασίας της Κλίο Μπάρναρντ, ένα πικρό κοινωνικό σχόλιο για τα παιδιά που αφήνονται στην τύχη τους, αναπόφευκτα συγκρίνεται με τους τόνους και το στιλ του Λόουτς, ειδικά με χρήση μοτίβων που κάποια μετατρέπονται σε «λοουτσιανά» στερεότυπα. Η Βρετανή σκηνοθέτης έφτιαξε ένα καταδικό της φιλμ και όχι μια απομίμηση που στοχεύει στο να πορευτεί στα χνάρια του Λόουτς, καθώς πίσω από κάθε κατάσταση στον «ΕΓΩΙΣΤΗ ΓΙΓΑΝΤΑ» ελλοχεύουν οι σχέσεις παραγωγής, εμφανείς στην κοινωνική διαστρωμάτωση των φτωχοδιάβολων, σχέσεις που διαπερνούν την ταινία πέρα για πέρα...

Το γήινο, ριζοσπαστικό σενάριο, που υφαίνει μαζί πτυχές πολιτικές, μεταφορικές, ποιητικές, μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο μύθο του Οσκαρ Ουάιλντ σε σύγχρονο παραμύθι ενηλικίωσης, με τόνους και αποχρώσεις που παραπέμπουν στον Ντίκενς και κοινωνικές εικόνες και σχέσεις στον Ενγκελς. Δυο ανήλικοι φίλοι από τα φτωχόσπιτα του Γιορκσάϊρ πνίγονται στις μίζερες σχέσεις που φέρνει η ανεργία, εγκαταλείπουν το σχολείο και δουλεύουν για ένα αφεντικό μαζεύοντας παλιοσίδερα, με δέλεαρ κάποιες δεκάρες και όραμα την τέταρτη ευρωενωσιακή ελευθερία του «επιχειρείν». Το 2013, το όποιο κοινωνικό κράτος αποτελεί μακρινό παρελθόν και καθένας ενεργεί για τον εαυτό του και ο Θεός για όλους! Βρισκόμαστε στην άβυσσο του ατομικισμού και της πλεονεξίας. Ο υπαρκτός καπιταλισμός μας πήγε 100 χρόνια πίσω. Ιδού το σύμβολο, το κάρο, που διασχίζει τη θλιβερή πόλη σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Η αφήγηση έχει ποίηση και ομορφιά. Η κάμερα στον ώμο νευρική και απότομη, συλλαμβάνει το «ξαφνικό» και τη «ζωτικότητα» στις κινήσεις των σωμάτων και φυλακίζει με σημερινούς όρους και προϋποθέσεις την έλλειψη, την παντελή απουσία ελπίδας στην Αγγλία του περιθωρίου, τόσο στους εκμεταλλευτές όσο και στους εκμεταλλευόμενους. Μάλλον σωστή και ισχυρή η περιγραφή του αγγλικού προλεταριάτου. Τραγικό το όμορφο παραμύθι της Μπάρναρντ, ταλαντεύεται μεταξύ περισυλλογής και κοινωνικής κριτικής. Αρμπορ και Σουίφτι ονομάζονται οι δυο απελπισμένοι μικροί. Η σχέση τους με τα άλογα μιλά για τη σχέση που θα ήθελαν να έχουν με τον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα παραπέμπει στην ήδη «διεφθαρμένη» τους αθωότητα. Τις δυο αυτές φιγούρες η σκηνοθέτης δε βγάζει ποτέ από το κάδρο. Από το κάδρο που το ζωγραφιστό του φόντο προεκτείνεται εκατέρωθεν σαν τοιχογραφία. Σαν μια σύνθεση του παραλόγου του κόσμου μέσα στον οποίο ζουν τα παιδιά. Ενός κόσμου τρομερά σύγχρονου και ολότελα αναχρονιστικού. Συναρπαστικού, αλλά παγωμένου σαν τάφου, μέσα στον οποίο οι ανταγωνιστές ρίχνουν τους απογόνους τους.

Η εντυπωσιακή δύναμη της ταινίας, που τη χαρακτηρίζει δεξιότητα και σεμνότητα, πηγάζει κύρια από την προσωπικότητα των δύο παιδιών. Μέσα στην ωμά σπαρακτική πραγματικότητα ρέει αδιάλλακτα αυτό το «μη μέλλον» και ποτίζει την ταινία με αυθεντική συγκίνηση, ανθρωπιά και τρυφερότητα.

Το κοινωνικό αυτό χρονικό κινείται στο πλαίσιο της μεγάλης ρεαλιστικής παράδοσης του αγγλικού σινεμά, σαν ένα μικρό μοντέλο ισορροπίας δρομολογημένο ανάμεσα στον ιταλικό νεορεαλισμό και το μελόδραμα α λα Κεν Λόουτς, με φροντίδα σε κάποια μορφικά ζητήματα. Ο αγγλικός νατουραλιστικός κινηματογράφος δείχνει ότι ακόμα μπορεί να αφηγείται ιστορίες με κοινωνική συνείδηση, παρά την πικρή γεύση της μυθοπλασίας του.

Παίζουν: Κόνερ Τσάπμαν, Σάουν Τόμας, Σον Γκίλντερ, Λορέν Ασμπουρν κ.ά.

Παραγωγή: Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ (2013)



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ