ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Ιούλη 1998
Σελ. /48
ΚΕΝΗ

Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου

Στο άρθρο 2, παράγραφος 1, το νομοσχέδιο αναφέρει: "Κατά τη σύσταση της σχέσης εργασίας ή κατά τη διάρκεια αυτής ο εργοδότης και ο μισθωτός δύναται με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν για ορισμένο χρόνο, ημερήσια, ή εβδομαδιαία, ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική, (μερική απασχόληση)".

Στην παράγραφο 2, του ίδιου άρθρου αναφέρει: "Επίσης κατά τη σύσταση της σχέσης εργασίας ή κατά τη διάρκεια αυτής ο εργοδότης και ο μισθωτός δύναται με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής ανά μέρα, βδομάδα ή μήνα, συμπεριλαμβανομένης και της διαλειπούσης εργασίας. Ως διαλείπουσα εργασία θεωρείται η περιοδική απασχόληση χωρίς εκ των προτέρων καθορισμό του χρόνου κατανομής της. Σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς του ο εργοδότης δύναται να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής εργασίας μόνον εφόσον προηγουμένως προβεί σε διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων".

Οι ρυθμίσεις αυτές παραπέμπουν σ' αυτό που ο Μαρξ αναφέρει ότι "καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον του της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία". Βλέπουμε λοιπόν πως ο Μαρξ από το 1859 (χρόνος που εκδόθηκε ο πρώτος τόμος του "Κεφαλαίου", με τη μνημειώδη μελέτη και ανάλυσή του μας έδωσε το θεωρητικό εργαλείο και για την ενρηνεία και της σύγχρονης καπιταλιστικής πραγματικότητας και τη δυνατότητα να αποκαλύπτουμε τις μεθόδους έντασης της εκμετάλευσης της εργατικής τάξης οι οποίες δεν είναι και τόσο νεες και σύγχρονες. Βασικά έχουν την ηλικία του καπιταλισμού.

Με τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, η αστική τάξη πασχίζει να διαχειριστεί την κρίση αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες της για το κεφάλαιο σε βάρος της εργατικής τάξης. Δεν έχει άλλο μέσο απο την ένταση χωρίς όρια της εκμετάλευσης και δοκιμάζει όλες τις μεθόδους ταυτόχρονα και συνδιασμένα. Τη παράταση του εργάσιμου χρόνου χωρίς πληρωμή υπερωρίας, τη μερική απασχόληση, την εκ περιτροπής εργασία,ενώ ταυτόχρονα με δεδομένη τη μεγάλη ανεργία και τη τάση αύξησης της θέλει να παρουσιάσει μια πλασματική μείωση της. Ετσι γίνεται προσπάθεια να εξαναγκαστούν οι εργάτες να συμβιβαστούν με τη μερική απασχόληση, την εκ περιτροπής εργασία και με μεροκάματα και τους μισθούς που αντικειμενικά δεν φτάνουν για την αναπλήρωση της εργατικής τους δύναμης, των αναγκών τους για να μπορούν στοιχειωδως να ζήσουν και να εργάζονται. Στον τρίτο τόμο του "Κεφαλαίου", ο Μάρξ αναφέρει: "Η αναστολή της παραγωγής θα αδρανοποιούσε ένα μέρος της εργατικής τάξης και θα έθετε έτσι το άλλο, το απασχολημένο μέρος της σε συνθήκες, κάτω από τις οποίες θα υποχρεωνόταν να δεχθεί μια πτώση του μισθού της εργασίας κάτω ακόμα και από το μέσο επίπεδο, κάτω που για το κεφάλαιο έχει ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα, που θα είχε να με τον μέσο μισθό θα αυξανόταν η σχετική ή η απόλυτη υπεραξία". (322)

Με όλες αυτές τις ρυθμίσεις καταργείται η κανονικότητα στην εργασία, καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία και έτσι πέφτει η τιμή της εργατικής δύναμης, αυξάνοντας στο έπακρο την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, πτώση της τιμής της εργασίας έχουμε και με τη ρύθμιση της παράτασης του εργάσιμου χρόνου κατά μία ή δύο ώρες, στο 9ωρο και το 10ωρο, χωρίς πληρωμή υπερωρίας, παρά το γεγονός ότι με τη μείωση του εργάσιμου χρόνου για αντίστοιχα χρονικά διαστήματα κατά μία ή δύο ώρες, ο εργάτης φαίνεται ότι δε χάνει τίποτα, ούτε σε μισθό, ούτε σε χρόνο εργασίας.

Η αύξηση του χρόνου υπερεργασίας αυξάνει πολλαπλάσια την αξία της εργατικής δύναμης, τη φθορά της, σε σχέση με την αναπλήρωσή της, άρα εδώ έχουμε πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης, πτώση που δεν αναπληρώνεται από την αντίστοιχη μείωση του εργάσιμου χρόνου.

Ο Μαρξ σ' αυτό το ζήτημα, στον πρώτο τόμο του "Κεφαλαίου" αναφέρει:

"Οταν στο κλάσμα

ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

εργάσιμη μέρα

μεγαλώνει ο παρονομαστής, μεγαλώνει ακόμα πιο γρήγορα ο αριθμητής. Η αξία της εργατικής δύναμης, εξαιτίας της φθοράς της, μεγαλώνει όταν μεγαλώνει η διάρκεια της λειτουργίας της και μεγαλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της". (563 - 564)

Τέλος, πρέπει να πούμε ότι στην ίδια κατάληξη θα οδηγήσει η εφαρμογή των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης με δεδομένο ότι για την εφαρμογή τους προβλέπεται αμοιβή κάτω από τις συλλογικές συμβάσεις. Ετσι προωθείται μια ακόμη μορφή μείωσης της εργατικής δύναμης.

Για την τιμή της εργατικής δύναμης

Στον δεύτερο τόμο του "Κεφαλαίου", σε υποσημείωση, ο Μαρξ κάνει της εξής αναφορά: "Οι εργάτες σαν αγοραστές εμπορεύματος έχουν σημασία για την αγορά. Η κεφαλαιοκρατική όμως κοινωνία έχει την τάση να περιορίζει στο κατώτατο όριο την τιμή του εμπορεύματός τους - της εργατικής δύναμης - όταν αντικρίζει τους εργάτες σαν πουλητές". (315)

Πιο πάνω είδαμε πως ο καπιταλιστής επιδιώκει να "φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη" με βάση τη σχέση αναγκαίου εργάσιμου χρόνου και του χρόνου υπερεργασίας, του απλήρωτου χρόνου, στη διάρκεια μιας εργάσιμης μέρας. Ταυτόχρονα με τις αλλαγές στον εργάσιμο χρόνο δημιουργούνται συνθήκες πτώσης της τιμής της εργατικής δύναμης, άρα φτήναιμα του εργάτη και υπερεκμετάλλευσή του. Ανάλογα φαινόμενα έχουμε με το νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις. Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του "Κεφαλαίου" επεξεργάστηκε το συγκεκριμένο ζήτημα, αναλύοντας το "χρονομίσθιο", δηλαδή το μισθό ανάλογα με τον εργάσιμο χρόνο.

"Η μονάδα μέτρου του χρονομίσθιου, δηλαδή η τιμή της μιας ώρας εργασίας, είναι το πηλίκον που προκύπτει, όταν η ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης διαιρεθεί με τον αριθμό των ωρών της συνηθισμένης εργάσιμης μέρας. (...) Υποσημείωση: Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ανώμαλης υποαπασχόλησης είναι τελείως διαφορετικό από το αποτέλεσμα μιας γενικής αναγκαστικής ελάττωσης της εργάσιμης μέρας με νόμο. Το πρώτο δεν έχει καμιά σχέση με το απόλυτο μέγεθος της εργάσιμης μέρας και μπορεί εξίσου να παρουσιαστεί και με 15ωρη και με 6ωρη εργάσιμη μέρα. Η κανονική τιμή της εργασίας στην πρώτη περίπτωση υπολογίζεται με βάση το γεγονός ότι ο εργάτης κατά μέσο όρο εργάζεται 15 ώρες τη μέρα, στη δεύτερη υπολογίζεται με βάση το γεγονός ότι εργάζεται 6 ώρες. Γι' αυτό το λόγο το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο, αν στην πρώτη περίπτωση εργαζόταν μόνο 7 1/2 ώρες και στη δεύτερη μόνο 3. (...) Επειδή, σύμφωνα με την προϋπόθεσή μας, ο ίδιος εργάτης είναι υποχρεωμένος να εργάζεται κατά μέσο όρο 6 ώρες τη μέρα για να παράγει απλώς ένα μεροκάματο, που ν' ανταποκρίνεται στην αξία της εργατικής του δύναμης, επειδή, σύμφωνα με την ίδια προϋπόθεση, από κάθε ώρα μόνο τη μισή εργάζεται για τον εαυτό του ενώ την άλλη μισή ώρα εργάζεται για τον κεφαλαιοκράτη, είναι φανερό πως δεν μπορεί να βγάλει τη νέα αξία των 6 ωρών, όταν απασχολείται λιγότερο από 12 ώρες. Αν πρωτύτερα είδαμε τις καταστρεπτικές συνέπειες της υπερβολικής εργασίας, τώρα ανακαλύπτουμε τις πηγές των βασάνων του εργάτη που προκύπτουν από την υποαπασχόλησή του.

Αν το ωρομίσθιο καθοριστεί έτσι που ο κεφαλαιοκράτης να υποχρεώνεται να πληρώνει όχι ένα ημερήσιο ή βδομαδιάτικο μισθό, αλλά μόνο τις ώρες εργασίας που στη διάρκειά τους ευαρεστείται ν' απασχολεί τον εργάτη, τότε μπορεί να τον απασχολεί λιγότερο από το χρόνο που βρίσκεται αρχικά στη βάση του υπολογισμού του ωρομισθίου ή της μονάδας μέτρου για την τιμή της εργασίας. Επειδή αυτή η μονάδα μέτρου καθορίζεται από την αναλογία:

ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

εργάσιμη μέρα δοσμένου αριθμού ωρών

χάνει φυσικά κάθε έννοια, μόλις η εργάσιμη μέρα παύσει να 'χει έναν καθορισμένο αριθμό ωρών. Καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία.Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον του της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία.Με το πρόσχημα ότι πληρώνει την "κανονική τιμή της εργασίας", μπορεί να παρατείνει αφύσικα την εργάσιμη μέρα,χωρίς καμιά αντίστοιχη ισοστάθμιση για τον εργάτη. Σ' αυτό οφείλεται η πέρα για πέρα λογική εξέγερση (1860) των εργατών οικοδόμων του Λονδίνου ενάντια στην απόπειρα των κεφαλαιοκρατών να επιβάλουν αυτό το ωρομίσθιο. Ο περιορισμός με νόμο της εργάσιμης μέρας βάζει τέρμα σ' αυτή την ασχημία αν και δε βάζει φυσικά τέρμα στην υποαπασχόληση που πηγάζει από το συναγωνισμό των μηχανών, από την αλλαγή στην ποιότητα των χρησιμοποιουμένων εργατών, καθώς και από τις μερικές και γενικές κρίσεις. (562 - 563) Υποσημείωση: Οι εργάτες οικοδόμοι του Λονδίνου, κριτικάροντας πολύ σωστά την κατάσταση, δήλωσαν στη διάρκεια της μεγάλης απεργίας και του λοκ άουτ του 1860, ότι δέχονται το ωρομίσθιο μόνο με δυο όρους: 1) Μαζί με την τιμή της μιας ώρας εργασίας να καθοριστεί μια κανονική εργάσιμη μέρα 9 ή 10 ωρών και η τιμή της ώρας της δεκάωρης εργάσιμης μέρας να είναι μεγαλύτερη από την τιμή της ώρας της εννιάωρης εργάσιμης μέρας. 2) Κάθε ώρα πέρα από την κανονική εργάσιμη μέρα να πληρώνεται σαν υπερωρία σχετικά καλύτερα". (565)

Για την εργάσιμη μέρα

"Το άθροισμα της αναγκαίας εργασίας και της υπερεργασίας, των χρονικών διαστημάτων, στα οποία ο εργάτης παράγει την αξία που αναπληρώνει την εργατική του δύναμη και την υπεραξία, αποτελεί το απόλυτο μέγεθος του εργάσιμου χρόνου του - την εργάσιμη μέρα (241). (σ.σ. στο γράφημα α - - - - β - - - - γ, η γραμμή αγ παριστάνει την εργάσιμη μέρα, η γραμμή αβ το μέγεθος του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου και η γραμμή βγ το μέγεθος της υπερεργασίας).

Την υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης μέρας την ονομάζω απόλυτη υπεραξία.Αντίθετα, την υπεραξία που προκύπτει από τη συντόμευση του αναγκαίου χρόνου εργασίας και από την αντίστοιχη αλλαγή στη σχέση των μεγεθών των δυο συστατικών μερών της εργάσιμης μέρας την ονομάζω σχετική υπεραξία.(330)

Ξεκινήσαμε από την προϋπόθεση ότι η εργατική δύναμη αγοράζεται και πουλιέται στην αξία της. Η αξία της, όπως και η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή της. Αν λοιπόν η παραγωγή των μέσων συντήρησης που χρειάζεται ο εργάτης κατά μέσο όρο τη μέρα απαιτεί 6 ώρες, πρέπει να εργάζεται κατά μέσο όρο 6 ώρες τη μέρα για να παράγει καθημερινά την εργατική του δύναμη ή για να αναπαράγει την αξία που παίρνει από την πούλησή της. Το αναγκαίο μέρος της εργάσιμης μέρας του είναι στην περίπτωση αυτή 6 ώρες, δηλαδή ένα δοσμένο μέγεθος αν όλοι οι άλλοι όροι μείνουν οι ίδιοι. Αυτό όμως δεν πάει να πει ότι έχει δοθεί κιόλας το μέγεθος της ίδιας της εργάσιμης μέρας.

Ας υποθέσουμε ότι η γραμμή α - - - - - - β παρασταίνει τη διάρκεια ή το μέγεθος του αναγκαίου χρόνου εργασίας, λ.χ. 6 ώρες. Ανάλογα με το αν η εργασία παραταθεί κατά 1, 3 ή 6 ώρες κλπ. πέρα από τη γραμμή αβ, θα 'χουμε 3 διαφορετικές γραμμές:

Εργάσιμη μέρα Ι. α - - - - - - β - γ,

Εργάσιμη μέρα ΙΙ. α - - - - - - β - - - γ,

Εργάσιμη μέρα ΙΙΙ. α - - - - - - β - - - - - - γ,

που παρασταίνουν τρεις διαφορετικές εργάσιμες μέρες, 7, 9 και 12 ωρών. Η γραμμή προέκτασης βγ παρασταίνει τη διάρκεια της υπερεργασίας. Επειδή η εργάσιμη μέρα=αβ+βγ, ή αγ, ποικίλλει ανάλογα με το μεταβλητό μέγεθος βγ. (...) Γι' αυτό οι διακυμάνσεις της εργάσιμης μέρας κινούνται μέσα σε φυσικά και κοινωνικά όρια. Και τα δύο αυτά όρια όμως είναι πολύ ελαστικά και επιτρέπουν τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις. Ετσι βρίσκουμε εργάσιμες μέρες 8, 10, 12, 14, 16 και 18 ωρών, δηλαδή των πιο διαφορετικών μεγεθών.

Ο κεφαλαιοκράτης αγόρασε την εργατική δύναμη στην ημερήσια αξία της. Του ανήκει η αξία χρήσης της για το διάστημα μιας εργάσιμης μέρας. Απέκτησε έτσι το δικαίωμα να βάζει τον εργάτη να δουλεύει γι' αυτόν στο διάστημα μιας μέρας. Τι είναι όμως μια εργάσιμη μέρα; Πάντως λιγότερο από μια φυσική μέρα ζωής. Πόσο λιγότερο; Ο κεφαλαιοκράτης έχει τη δική του άποψη γι' αυτό το ultima thule (έσχατο όριο), για το αναγκαίο όριο εργάσιμης μέρας. Σαν κεφαλαιοκράτης είναι μονάχα προσωποποιημένο κεφάλαιο. Η ψυχή του είναι η ψυχή του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο όμως έχει ένα και μοναδικό κίνητρο ζωής, το κίνητρο να αξιοποιείται, να δημιουργεί υπεραξία, να απορροφά με το σταθερό του μέρος, με τα μέσα παραγωγής, όσο το δυνατό μεγαλύτερη μάζα υπερεργασίας. Το κεφάλαιο είναι πεθαμένη εργασία, που ζωντανεύει μονάχα σαν το βρικόλακα ρουφώντας ζωντανή εργασία και ζει τόσο περισσότερο, όσο περισσότερη ζωντανή εργασία ρουφά. Ο χρόνος που εργάζεται ο εργάτης είναι χρόνος που στη διάρκειά του ο κεφαλαιοκράτης καταναλώνει την εργατική δύναμη που αγόρασε απ' αυτόν. Αν ο εργάτης καταναλώνει το διαθέσιμο χρόνο του για τον εαυτό του κλέβει έτσι τον κεφαλαιοκράτη.

Βλέπουμε πως, αν παραβλέψουμε τα τελείως ελαστικά όρια της εργάσιμης μέρας, η ίδια η φύση της ανταλλαγής εμπορευμάτων δε βάζει καθόλου όρια στην εργάσιμη μέρα, επομένως και στην υπερεργασία. Ο κεφαλαιοκράτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν αγοραστής, όταν προσπαθεί να μεγαλώσει όσο γίνεται την εργάσιμη μέρα και αν είναι δυνατό να κάνει μια εργάσιμη μέρα δύο. Από την άλλη μεριά, η ειδική φύση του εμπορεύματος που πουλήθηκε περικλείει ένα όριο στην κατανάλωσή του από τον αγοραστή και ο εργάτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν πουλητής όταν προσπαθεί να περιορίσει την εργάσιμη μέρα σ' ένα καθορισμένο κανονικό μέγεθος. Επομένως, έχουμε εδώ μιαν αντινομία, δίκαιο ενάντια σε δίκαιο και τα δυο εξίσου κατοχυρωμένα από το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και ανάμεσα σε δυο δίκαια αποφασίζει η βία. Γι' αυτό, στην ιστορία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, η ρύθμιση της εργάσιμης μέρας παρουσιάζεται σαν πάλη για τα όρια της εργάσιμης μέρας - πάλη ανάμεσα στο συνολικό κεφαλαιοκράτη, δηλαδή την τάξη των κεφαλαιοκρατών, και στο συνολικό εργάτη, δηλαδή την εργατική τάξη". (242 - 246)

Ο Μαρξ για τις εργασιακές σχέσεις

Το νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις, που κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή, αποτελεί την καρδιά της στρατηγικής του κεφαλαίου. Η άρχουσα τάξη απαιτεί τη λεγόμενη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, που έρχεται να υλοποιήσει η κυβέρνηση με τη σύμφωνη γνώμη και άλλων κομμάτων διαχείρισης του συστήματος. Με το νομοσχέδιο το κεφάλαιο επιδιώκει, ταυτόχρονα, έναν ενιαίο διπλό στόχο: την ένταση της εκμετάλλευσης με τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης και την ενίσχυση της εξουσίας του. Θεσμοθετείται η παράταση του εργάσιμου χρόνου σε 9 και 10 ώρες δουλιάς ανά τρίμηνο ή εξάμηνο, αντίστοιχα, χωρίς πληρωμή υπερωρίας, γιατί ένα αντίστοιχο υπόλοιπο χρονικό διάστημα θα γίνεται ανάλογη μείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, ή θα δίνονται ρεπό, ή μεγαλύτερες άδειες. Με αυτή τη ρύθμιση δημιουργείται η απατηλή εντύπωση ότι στη διάρκεια ενός χρόνου ο εργάτης δουλεύει χωρίς να χάνει, αφού ούτε ο συνολικός εργάσιμος χρόνος αλλάζει ούτε το μεροκάματο ή ο μισθός εργασίας. Είναι όμως έτσι ακριβώς; Και αν είναι, τότε γιατί οι καπιταλιστές κόπτονται για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου; Μόνο για να γλιτώσουν τις υπερωρίες; Εδώ ομολογείται ανοιχτά πλέον πως εφαρμόζονται μορφές έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, ο μόνος παράγοντας, άλλωστε, που μπορεί να οδηγεί σε αύξηση των κερδών. Ταυτόχρονα, θεσμοθετείται η μερική απασχόληση και το ωρομίσθιο, τα κυλιόμενα ωράρια και έτσι καταργείται ο σταθερός ημερήσιος εργάσιμος χρόνος. Ο εργάτης Θα απασχολείται καθημερινά όσες ώρες θέλει ο εργοδότης. Αν όλα αυτά τα δούμε στη συνδυασμένη λειτουργία και δράση τους στις επιχειρήσεις, και συνδεδεμένα με την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αντικατάστασή τους με ατομικές ή επιχειρησιακές, αλλά και με την καθιέρωση των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης, τότε ολοκληρώνεται το παζλ της ενιαίας στρατηγικής αντίληψης των μέτρων για το κεφάλαιο. Αυτό το σύνολο μέτρων, που είτε καθένα χωριστά είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους εφαρμοστούν, καταργούν τη σταθερή εργάσιμη μέρα, προωθούν στην πράξη τη διάσπαση ως και την αδυναμία δράσης του συνδικαλιστικού κινήματος, δυσκολεύουν αφάνταστα την ταξική πάλη.

Ολα αυτά δεν είναι καινούρια προβλήματα, αλλά τόσο παλιά όσο και η ηλικία του καπιταλισμού. Ο Μαρξ τα μελέτησε διεξοδικά στο "Κεφάλαιο", δίνοντας την ταξική τους ουσία και τις επιπτώσεις τους στην εργατική τάξη. Οι αναφορές είναι από τον πρώτο τόμο του "Κεφαλαίου", εκτός απο ελάχιστες απο το δεύτερο και τρίτο τόμο, σε έκδοση της "Σύγχρονης Εποχής". Στις παρενθέσεις οι αντίστοιχες σελίδες.

Για τη σχέση αναγκαίου χρόνου εργασίας και υπερεργασίας

Για τη σχέση αναγκαίου χρόνου εργασίας και υπερεργασίας

Οταν αναφερόμαστε στον εργάσιμο χρόνο αναφερόμαστε πάντα και υποχρεωτικά στην εργάσιμη μέρα και όχι στη βδομάδα, το μήνα, το έτος κλπ. Οπως ο φυσικός χρόνος της ζωής του ανθρώπου υπολογίζεται με βάση τη φυσική μέρα, δηλαδή το 24ωρο, έτσι υπολογίζεται και ο εργάσιμος χρόνος και ο μισθός της εργασίας. Ο Μαρξ στο δεύτερο τόμο του "Κεφαλαίου" αναφέρει: "Η εργάσιμη μέρα είναι η φυσική μονάδα μέτρησης για τη λειτουργία της εργατικής δύναμης...". (153)

Η τάση στον καπιταλισμό είναι να αυξάνει ο ημερήσιος απλήρωτος εργάσιμος χρόνος, η υπερεργασία, και να μειώνεται ο αναγκαίος, είτε απόλυτα, είτε σχετικά, είτε ταυτόχρονα απόλυτα και σχετικά και αυτό ισχύει στην πράξη. Η αύξηση του απλήρωτου εργάσιμου χρόνου γίνεται είτε με την παράταση συνολικά του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, είτε με σταθερό τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο και τη μείωση του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου, λόγω αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, είτε συνδυασμένα. Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του "Κεφαλαίου" αναφέρει: "Γι' αυτό, εσωτερικό κίνητρο και μόνιμη τάση του κεφαλαίου είναι ν' ανεβάζει την παραγωγική δύναμη της εργασίας, για να φτηναίνει τα εμπορεύματα και με το φτήναιμα των εμπορευμάτων να φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη".(334)

Ταυτόχρονα επειδή ο εργάσιμος χρόνος υπόκειται στους νόμους της ταξικής πάλης, και η εργατική τάξη διεκδικεί τη μείωση του, ο καπιταλιστής στη διάρκεια μιας δοσμένης εργάσιμης μερας, μέ καθορισμένες ή όχι τις εργάσιμες ώρες, εντατικοποιεί τη δουλειά, παράγει περισσότερα προϊόντα, άρα μπορεί ο αναγκαίος χρόνος να παραμένει σταθερός αλλά ο καπιταλιστής καρπώνεται μεγαλύτερο μέρος του παραγώμενου κοινωνικού προϊόντος. Αυτό ισοδυναμεί με παράταση του απλήρωτου εργάσιμου χρόνου Αλλαγές μπορούν να συντελούνται ταυτόχρονα και στον εργάσιμο χρόνο και στην παραγωγικότητα της εργασίας και στην εντατικότητα της ή κάποιος απ'αυτούς τους παράγοντες να μένει σταθερός και να αλλάζουν οι υπόλοιποι, αλλά οι συνέπειες εστιάζονται στην αλλαγή της αναλογίας ανάμεσα στον αναγκαίο ημερήσιο εργάσιμο χρόνο και το χρόνο υπερεργασίας. Γι'αυτό το ζήτημα, ο Μάρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου αναφέρει:

"Γι' αυτό, εσωτερικό κίνητρο και μόνιμη τάση του κεφαλαίου είναι ν' ανεβάζει την παραγωγική δύναμη της εργασίας, για να φτηναίνει τα εμπορεύματα και με το φτήναιμα των εμπορευμάτων να φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη.(334)

Στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή λοιπόν η εξοικονόμηση εργασίας με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας δεν αποβλέπει καθόλου στη συντόμευση της εργάσιμης μέρας. Αποβλέπει μόνο στην ελάττωση του χρόνου εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή μιας ορισμένης ποσότητας εμπορευμάτων. (...) Η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας μέσα στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή έχει σκοπό να συντομέψει το μέρος της εργάσιμης μέρας που ο εργάτης εργάζεται για τον ίδιο τον εαυτό του, για να παρατείνει ίσα ίσα έτσι το άλλο μέρος της εργάσιμης μέρας που εργάζεται δωρεάν για τον κεφαλαιοκράτη".(335 - 336)

Για την εργατική δύναμη}

Για την εργατική δύναμη

"Οταν λέμε εργατική δύναμη ή ικανότητα για εργασία, εννοούμε το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα ενός ανθρώπου και που τις βάζει σε κίνηση κάθε φορά που παράγει οποιουδήποτε είδους αξίες χρήσης. (180)

Οπως η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, και η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το χρόνο εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή, επομένως και για την αναπαραγωγή αυτού του ειδικού είδους.(183)

Ετσι, ο χρόνος εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή της εργατικής δύναμης, αναλύεται στο χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή αυτών των μέσων συντήρησης, ή η αξία της εργατικής δύναμης είναι η αξία των μέσων συντήρησης, που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του κατόχου της. (183)

Το μέρος, λοιπόν, της εργάσιμης μέρας, που στη διάρκειά της συντελείται αυτή η αναπαραγωγή (σ.σ. της ημερήσιας αξίας της εργατικής δύναμης) το ονομάζω αναγκαίο χρόνο εργασίας και την εργασία, που ξοδεύτηκε στο διάστημά της, αναγκαία εργασία. Αναγκαία για τον εργάτη, γιατί είναι ανεξάρτητη από την κοινωνική μορφή της εργασίας του. Αναγκαία για το κεφάλαιο και τον κόσμο του, γιατί ο κόσμος αυτός έχει για βάση του τη διαρκή ύπαρξη του εργάτη. (228 - 229)

Η δεύτερη περίοδος του προτσές εργασίας, που ο εργάτης μοχθεί πέρα από τα όρια της αναγκαίας εργασίας, του στοιχίζει βέβαια εργασία, ξόδεμα εργατικής δύναμης, δε δημιουργεί όμως αξία γι' αυτόν. Δημιουργεί υπεραξία,που χαμογελάει του κεφαλαιοκράτη με όλες τις χάρες μιας δημιουργίας εκ του μηδενός. Το μέρος αυτό της εργάσιμης μέρας το ονομάζω χρόνο υπερεργασίας και την εργασία που ξοδεύεται στη διάρκειά του υπερεργασία". (229)



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ