ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Σεπτέμβρη 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ

Ο Βασίλης Φυτσιλής γεννήθηκε στη Σέκλιζα της Καρδίτσας, το 1927. Από τους νεαρότερους ΕΠΟΝίτες, ανήκει στη νεότερη γενιά της Αντίστασης 1941 - 1944. Πριν προλάβει να τελειώσει το Γυμνάσιο, υποχρεώθηκε να ξαναπάρει το «δρόμο του βουνού» και κατατάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό. Πιάστηκε αιχμάλωτος, στο πέρασμα της Νιάλας, τον Απρίλη του 1947. Καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και έμεινε στη φυλακή και στα ξερονήσια συνολικά δώδεκα χρόνια. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Εργα του: «Το γιοφύρι», μυθιστόρημα, «Φυλακισμένα Τραγούδια», ποιήματα, «Φωνές απ' τα σίδερα», ποιήματα, «Κουβέντες του Κυνηγιού», Διηγήματα, «Βαγγελίτσα Κουσιάντζα», ιστορικό, βιογραφικό, «Ο Τσιριφλίνος», παιδικό παραμύθι, «Θρήνος και Τραγούδι για το μικρό Καπετάνιο», ποιητική σύνθεση, «Γιασμίνα», μυθιστόρημα, «Ο Σιδέρης και το κακό αφεντικό», Παραμύθι, «Κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη», μαρτυρία.


Το βάφτισμα

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ανάμεσα Χράνο και Αρκουδότρυπα, στο ψήλωμα, εκεί που τελειώνουν τα χωράφια και αρχινάει το κοντοκλάρι, είχαμε το γιδομάντρι. Χειμώνας και χιόνια στα ψηλότερα, βροχή και λάσπη στα ριζά και στον κάμπο. Βοηθούσα τον πατέρα μου στο μαντρί. Ετσι κι αλλιώς, το Γυμνάσιο έκλεισε. Την Καρδίτσα μάς την πάτησαν οι Γερμανοί...

Βυζάξαμε τα κατσίκια, τα χωρίσαμε στον τσάρκο, να μην αλαμανάν όλη νύχτα τις γίδες, και σιγυρίζαμε στην τσοπανοκάλυβα, καθένας το γιατάκι του, για να πλαγιάσουμε. Και τότε, τινάχτηκε ο Τραχήλης αγριεμένος απ' το καλύβι του. Γαύγισε πέντε-έξι φορές και ρίχτηκε όξω απ' το φράχτη, πίσω κατά το γούπατο. Ο πατέρας έβαλε αυτί.

«Δεν είναι ζλάπι... Σε άνθρωπο βαρεί» είπε και βγήκε ανήσυχος από την καλύβα. Ο Τραχήλης δεν τους άφησε να προχωρήσουν. Τους καθήλωσε, καμιά διακοσαριά δρασκίλια πέρα από το μαντρί.

«Μπαρμπα-Μήτσιο!.. Εϊ, μπαρμπα-Μήτσιο!..» φώναζαν από μακριά.

Ο πατέρας έκραξε τον Τραχήλη. Του είπε να κάτσει στην άκρη. Βγήκα και γω από την καλύβα, κι έβλεπα. Ηταν τρεις. Τρεις μαύρες σκιές μέσα στο σκοτάδι. Ηρθαν πιο κοντά.

«Γεια σου, μπαρμπα-Μήτσιο. Είσαι ο πατέρας του Γιάννη, δεν είσαι;».

«Ναι, του Γιάννη». Είπε ο πατέρας ξαλαφρωμένος.

Εκείνον τον καιρό, απ' την «κατάρρευση» της Αλβανίας και δώθε, γυρνούσαν εκεί στα μέρη μας πολλοί ληστές. Χτυπούσαν, προπαντός, τα σπίτια τα εξοχικά, τα ξεμοναχιασμένα.

«Είμαστε αντάρτες», είπε ο ένας απ' τους τρεις. «Σύντροφοι του Γιάννη. Εχε μας εμπιστοσύνη. Ερχόμαστε απ' τη Ραχούλα. Απ' τον Αρτέμη...», είπε με σημασία το όνομα. «Θέλουμε να μας δείξεις, από πού θα περάσουμε απέναντι, για Ζουλεφκάρι. Πρέπει το πρωί να είμαστε στην Κορώνα, στο μοναστήρι».

«Για Ζουλεφκάρι...», έκανε ο πατέρας σκεφτικός. «Απ' την γκέφυρα δε γίνεται... Είναι 'πικίνδυνο. Βγάνουν φυλάκια οι Γερμανοί, περίπολα. Από μέσα θα πάτε. Αλλά, πού να βγείτε αυτού μέσα, με τέτοιον καιρό... Αυτού δε βγαίνεις τώρα, ούτε με άλογο... Βράζουν τα βαρκά. Νερό και λάσπη, ως τα γόνατα».

Χούφτωσε πάλι με το χέρι του το σαγόνι, απάνω απ' το μαντήλι με τα πίτουρα. Είχε ένα δόντι, απ' το πρωί, τον παλάβωσε... Πρήστηκε το σαγόνι του απ' τη μια μεριά, νταούλι. Και τον κεντούσε μέσα στο μελίγγι, σα σουβλί!.. Είχε τρίψει ένα σομόνι σκυλόψωμο, ζέσταινε το πίτουρο στη φωτιά, το τύλιγε με μια πετσέτα και το κολλούσε στο σαγόνι, για να παγαδιάζει τον πόνο.

«Θα σας περνούσα εγώ ως τη Μαυρομαντήλα...», είπε στενοχωρημένος.

Η βροχή είχε κόψει, και στεκόμασταν εκεί, μπροστά στην τσοπανοκάλυβα. Τους κοίταζα αχόρταγα. Ο ένας, αυτός που μιλούσε με τον πατέρα, είχε μια μακριά στρατιωτική χλαίνη, και στο κεφάλι φορούσε έναν μαύρο μαλλιαρό σκούφο, από δέρμα ζώου. Ο άλλος είχε ριγμένη στις πλάτες μια χοντρή τραγόκαπα, κι έναν μαύρο στρογγυλό μπερέ στο κεφάλι. Κι ο τρίτος φορούσε μια πατατούκα πέτσινη, χωρίς μανίκια, κ' ένα καπέλο με γείσο, κάτι σαν δασικός ή σαν αξιωματικός. Τα ντουφέκια τους τα είχαν κι οι τρεις φυλαγμένα κάτω απ' τα ρούχα τους, για να μη βρέχονται.

«Ετσι θα είναι τώρα κι ο Γιάννης...», σκεφτόμουνα.

Ο Γιάννης. Ο αδελφός μου. Τυχερός αυτός!.. Τον γέννησε η μάνα τρία - τέσσερα χρόνια πιο μπροστά από μένα... Είχε κλείσει τα δεκαεφτά. Και προχτές, δεν είναι δυο βδομάδες, που πέρασε ο Νικηταράς απ' το χωριό, κίνησε κι αυτός από κοντά, με άλλα παιδιά, συνομήλικα.

Ο Νικηταράς! Με τους πρώτους αντάρτες. Εχ, μάνα μου, τι Αη-Γιώργηδες ήταν εκείνοι... Τι Κατσαντωναίοι και τι Καραϊσκάκηδες φάνταζαν στα μάτια μου εκείνα τα παλικάρια!.. Με τα ντουφέκια στον ώμο και με τις αρμάθες περασμένες στραυρωτά πάνω στα στήθια τους. Με τα σγουρά γενάκια στο σαγόνι, με τα σκουφιά και τους μπερέδες και τα δίκοχα... Κολοκοτρωναίοι και Μακρυγιάννηδες και Ανδρούτσοι!.. Βγήκαν απ' τα βιβλία μου, της Ιστορίας, και στέκονταν εκεί γύρω στο κοτρώνι, στην πλατεούλα του σχολείου. Κι ο Νικηταράς, απάνω στο κοτρώνι, να στέκεται σαν αρχάγγελος, να τον βλέπουν και να τον ακούνε όλοι οι χωριανοί.

«Τι θα κάνουμε εμείς, αδέρφια; Δε θα τσακίσουμε τα πόδια του ληστή, που πάτησε τον τόπο μας; Που σκλάβωσε την πατρίδα μας;.. Είμαστε το μάχιμο τμήμα του λαού. Οι πιο νέοι κι οι πιο νεότεροι από οικογενειακές υποχρεώσεις, ακολουθήστε μας!».

Είχα χωθεί μέσα στον κόσμο, μπροστά - μπροστά, για να τον βλέπω. Τον άκουγα και κάτι κλωτσούσε μέσα μου. «Εχ, να ήμουν λίγο τρανύτερος...». Και να, τώρα, που μου δίνεται η ευκαιρία!

«Να τους πάω εγώ, πατέρα!», είπα ψύχραιμα.

Γύρισαν κι οι τρεις και με κοίταξαν. Με κοίταξε κι ο πατέρας για λίγο, σκεφτικός.

«Θα τα καταφέρεις;..».

Τον τόπο μας τον ήξερα καλά. Τον καμπάκο μας ετούτον, απ' το μαντρί μας ως τη Μαυρομαντήλα, τον είχα περπατήσει εκατό φορές. Αλλά, τώρα, με τούτο το σκοτάδι, με τούτο το δρολάπι, εκεί μέσα στα βαρκά, στα περάσματα... Είχα μέσα μου και μια ανησυχία. Η ευθύνη μου ήταν βαριά. Πρέπει να οδηγήσω τους αντάρτες! Το μάχιμο τμήμα του λαού μας. Μεγάλος ο δισταγμός, αλλά η λαχτάρα μου πιο μεγάλη.

«Θα τα καταφέρω!», είπα με σιγουριά.

Οι αντάρτες κοιτούσαν τον πατέρα, χωρίς να μιλάνε. Στάθηκε και κείνος κάμποση ώρα σιωπηλός.

«Λοιπόν!», είπε στο τέλος, κρατώντας πάντα με τη χούφτα του το πρησμένο σαγόνι. «Θα πάρεις από δω, άκρη - άκρη την Ντήρα, το στεγνό. Θα βγεις στο γκεφυράκι, στο Παρασέκλιζο. Αλλού δεν περνάτε. Υστερα θα πάρετε τη στράτα για το Μπόσκλαβο. Λάσπες ξελάσπες, θα βγείτε. Πατιέται ο τόπος. Εκεί στου Χριστάκη, στα κλώσματα, να 'χεις το νου σου, να μη χάσεις το δρόμο. Να πιάσεις άκρη - άκρη το ρέμα. Να βρεις το μαγγάνι, να σιγουρευτείς». (Ηταν ένα παλιό μαγγανοπήγαδο εκεί στο περιβόλι του Χριστάκη). «Θα βρεις το γκεφυράκι, να περάσετε στη δημοσιά. Στο δρόμο για την Καρδίτσα, θα βρεις αριστερά το νταμάρι. Αμα ριχτείτε στο ριζό απέναντι, στη Γούβα, στέγνα ύστερα, γραμμή για τη Μαυρομαντήλα! Βγάλτους μέχρι το λαιμό, κι από κει ύστερα, ξέρουν τα παιδιά».

Ο πατέρας έλεγε, κ' εγώ έδενα κόμπο κάθε λέξη του. Ζωγράφιζα στο μυαλό μου τον καμπάκο και τη γραμμή της διαδρομής, σαν αξιωματικός που κρατάει στα χέρια του χάρτη επιτελικόν, με όλες τις λεπτομέρειες...

Εβγαλα κάτι πρόχειρα στρούτσια που είχα στα ποδάρια, κι έβαλα τα καουτσούκια τα καλά, του Βούλγαρη. (Ηταν στα Σαραντάπορα, ψηλά στ' Αγραφα, ένας, Βούλγαρης ονόματι. Επαιρνε παλιές ρόδες λαστιχένιες από αυτοκίνητα, άχρηστες, τις έβγανε φασκιές με τη φαλτσέτα, έκοβε σόλες και καπάκια απ' το ίδιο, και με σύρμα θηλίκια γύρω - γύρω τις ραφές, έφτιαχνε κάτι καουτσούκια, αθάνατα!..).

Ντύθηκα ένα αδιάβροχο με κατσιούλα, που το είχαμε στην καλύβα, για ώρα ανάγκης. Ο πατέρας τράβηξε απ' την τρακάδα μια κλάρα, και μου έφτιαξε με τη χαλκήρα ένα κοντόξυλο γερό, σαν φορτωτήρα.

«Ν' ακουμπάς καλά, άμα είναι χαντάκι, νεροσυρμή, και να ρίχνεσαι», είπε και μου έδωσε στο χέρι τη φορτωτήρα.

Τραβούσα μπροστά. Το σκοτάδι δεν το φοβόμουνα. Τον έβρισκα καλά το δρόμο.

Κοντά στου «Χριστάκη», η βροχή ξαναδυνάμωσε. Κ' ένας αέρας βαγγανούσε μανιασμένα, κ' έκανε τα γυμνά κλαριά στις λεύκες να σκούζουν και να δέρνονται απελπισμένα.

Γύριζα κάπου - κάπου το κεφάλι και τους κοίταζα. Εβαναν το κεφάλι ασπίδα μπροστά στα μάτια, και μ' ακολουθούσαν με βήμα σίγουρο. «... Σαν τις γκαμήλες στην έρημο. Πίσω απ' το γαϊδαράκο...». Θυμήθηκα ένα «έργο», που είχα δει στον κινηματογράφο, στην Καρδίτσα, όταν πήγαινα στο γυμνάσιο. Ενα καραβάνι γκαμήλες μέσα στην έρημο, που πάλευε με όλες τις αντιξοότητες: τον ήλιο, τον άμμο, τον καφτερόν αέρα του Σιμούν. Με τα μάτια και τα ρουθούνια μισόκλειστα, για να μην τις στραβώνει και να μην τις πνίγει ο άμμος, τραβούσαν μπροστά με πείσμα... Ετσι μου φαίνονταν τώρα ετούτοι οι άντρες. Σαν τις γκαμήλες της ερήμου. Που δεν κωλώνουν μπροστά σε τίποτα. Και γω, μπροστά, ο γαϊδαράκος τους. Ο οδηγός τους. Τι τιμή!..

Βρήκα το παλιό το γκεφυράκι. Βγήκαμε στο δρόμο της Καρδίτσας. Φτάνουμε!.. Περάσαμε και τη δημοσιά. «Το μόνο 'πικίνδυνο σημείο», είχε πει ο πατέρας. Ο ένας απ' τους τρεις αντάρτες, αυτός με τη χλαίνη, που μου φαινόταν και για αρχηγός, με είχε δασκαλέψει: «Στη δημοσιά, αμίλητοι! Αν μας τύχει τίποτα, να είσαι ψύχραιμος. Και, από κοντά μου! Οπου πάω εγώ, και συ».

Στην άκρη, στα ριζά της Γούβας, βρήκα το πέρασμα. Ανάμεσα ρέμα και νταμάρια. Από δω πιάνουμε ανηφοράκι. Μονοπάτι στεγνό και στουρναρόπετρα. Σιγουριά! Φόβος κανένας για Γερμανούς και περίπολα.

Τους έδειξα μπροστά το λαιμό της Μαυρομαντήλας. Σε ένα τέταρτο, σε είκοσι λεφτά, θα είναι στο Ζουλεφκάρι. Σταθήκαμε για λίγο εκεί στο μονοπάτι. Με κύκλωσαν κι οι τρεις. «Γεια σου, συναγωνιστή!». Μ' αποχαιρέτησαν όλοι. Ενας - ένας μου σφίγγανε το χέρι.

«Γεια σου, λεβέντη!».

Ενας με ρώτησε στο τέλος.

«Τι λες, θα τους φάμε τους φασίστες; Να λευτερώσουμε την πατρίδα μας;..».

«Θα τους φάμε!», είπα, χωρίς δισταγμό. «Ούτε κοκαλάκι δε θ' απομείνει». Γέλασαν. Και κίνησαν στο μονοπάτι, για το λαιμό της Μαυρομαντήλας.

Σε λίγο οι σκιές τους χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Ακουγα μονάχα τα δυνατά τους βήματα, γκράπα - γκρούπα, στα χαλίκια του διάσελου. Στεκόμουν εκεί, ασάλευτος, και τους άκουγα. Και τους έστελνα τις ευχές μου, μέσα στη νύχτα: «Στο καλό, Κατσαντωναίοι... Στο καλό, Καραϊσκάκηδες... Στο καλό, γκαμήλες της Ερήμου!..».

Πήρα ξανά τον ίδιο δρόμο, πίσω για το μαντρί, λαφροπατώντας σαν αερικό. Ολομόναχος! Εγώ και η φορτωτήρα μου. Μα ούτε φόβο ένιωθα πια, ούτε ανησυχία. Μια χαρά πρωτόγνωρη με πλημμύριζε. «... τα κατάφερα... Εφερα "εις πέρας" την αποστολή μου!..».

Μ' ένα βαθύ ξαλάφρωμα ξεχώρισα το γιδομάντρι μας, που έτσι χαμηλό και στενόμακρο, φάνταζε σαν μαύρος ξαπλωμένος γίγαντας μέσα στο σκοτάδι. «Γουούφ!». Ο Τραχήλης μας με πήρε μυρωδιά από μακριά, και πετάχτηκε απ' το καλύβι του. Μόλις με γνώρισε, έτρεξε χαρούμενος να με καλωσορίσει. Ρίχνονταν απάνω μου, μου άγλυφε τα χέρια. Ο πατέρας δεν κοιμήθηκε. Με καρτερούσε κι αυτός στην καλύβα μας, με μια φωτιά θεριακωμένη, όλο δεντρίσιο κάρβουνο και χόβολη. Το αδιάβροχο με την κουκούλα δεν άφησε το νερό να περάσει μέσα στο κορμί μου. Μα απ' τα γόνατα και κάτω είχα γίνει μούσκεμα. Νερό και λάσπη.

Ο πατέρας μού έβγαλε τα παπούτσια, τα τσουράπια. Εμπηξε ένα ξύλο στον πλόκο, και κρέμασε τις κάλτσες κοντά στη φωτιά, να στεγνώσουν. Τέντωσα τα ποδάρια μου δίπλα στη φωτιά, και το πανταλόνι μου άρχισε σε λίγο ν' αχνίζει, πυρωμένο απ' τη θράκα.

«Εδώ!..», είπε ο πατέρας, κρεμώντας απάνω στο ξύλο τα τσουράπια. «Θα γένουν αυτά σε λίγο, κάστανο!.. και το πανταλόνι σου, έτσι... Οχι πολύ κοντά στη φωτιά».

Ο πατέρας μου δεν έδειχνε ποτέ άσπρα δόντια. Δεν εκδηλώνονταν. Αλλά τον έβλεπα τώρα, που χαίρονταν από μέσα του. Το καταλάβαινα πως με καμάρωνε. Αμ εγώ, τι καμάρι που έκανα... Οδήγησα τους Αντάρτες!.. Εκανα και 'γω κάτι, για την Πατρίδα μου.

Εκείνο το βράδυ, ένιωθα το μπόι μου δυο πιθαμές ψηλότερο!.. Είχα πάρει το βάφτισμα του Αγώνα.


Του
Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ