ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 10 Φλεβάρη 2000
Σελ. /36
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ ΤΟ 1999
Χειροτέρευσε ή έμεινε στάσιμη για το 80%!

Αποκαλυπτικά τα στοιχεία δειγματοληπτικής έρευνας της ICAP που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα και «φωτογραφίζει» τους μεγάλους κερδισμένους και χαμένους της αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας

Τους μεγάλους κερδισμένους και ταυτόχρονα τους μεγάλους χαμένους- θύματα της ακολουθούμενης αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής το 1999 και αυτούς που προσδοκούν παραπέρα βελτίωση ή επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου κατά το 2000, σκιαγραφεί σχετική δειγματοληπτική έρευνα της εταιρίας ICAP, που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα. Στους πρώτους, περιλαμβάνονται τα νοικοκυριά με μεσαία και υψηλά εισοδήματα (επιχειρηματίες και εισοδηματίες που νέμονται τα παχυλά κέρδη των επιχειρήσεων) και στους δεύτερους εργαζόμενα νοικοκυριά (συνταξιούχοι, αγρότες, άνεργοι) και γενικότερα η μεγάλη πλειοψηφία του λαού που αποκαλείται «πλατιά λαϊκά στρώματα».

Η έρευνα της ICAP, που πραγματοποιήθηκε πανελλαδικά σε «στρωματοποιημένο και αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.000 ελληνικών νοικοκυριών» στο διάστημα μεταξύ 15ης Οκτώβρη και 7ης Νοέμβρης 1999, καταγράφει:

α) τις εκτιμήσεις τους σχετικά με το πώς εξελίχθηκε η οικονομική τους κατάσταση το 1999 (αν δηλαδή βελτιώθηκε, έμεινε στάσιμη ή χειροτέρευσε) και ποιες είναι οι προοπτικές για το τρέχον έτος 2000.

β) πώς βλέπουν την πορεία ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ και ειδικότερα ποιες θα είναι οι επιπτώσεις από την ένταξη στην ΟΝΕ.

γ) τις αντιλήψεις τους για το μέγεθος και το ρόλο του κράτους και ποιος είναι ο απώτερος στόχος της οικονομικής πολιτικής.

Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία και έρευνας αυτής και τα σχετικά σχόλια των συντακτών της, είναι ότι για τη μεγάλη μάζα των λαϊκών νοικοκυριών με μικρά και μεσαία εισοδήματα (μισθωτοί, συνταξιούχοι, αγρότες, άνεργοι) η οικονομική τους κατάσταση το 1999 έμεινε στάσιμη ή χειροτέρευσε. Οι ίδιοι εκφράζουν φόβους για παραπέρα επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου τη φετινή χρονιά και δηλώνουν, πως η ένταξη στην ΟΝΕ, θα έχει παραπέρα αρνητικές επιπτώσεις στο βιοτικό τους επίπεδο. Αντίθετα, η μεγάλη πλειοψηφία των νοικοκυριών με μεσαία και μεγάλα εισοδήματα, δηλώνει ικανοποιημένη από την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, καθώς είδαν την οικονομική τους κατάσταση να βελτιώνεται το 1999 και να προσβλέπουν σε παραπέρα βελτίωση το 2000.

Τα σημαντικότερα συμπεράσματα της έρευνας- η γενική εικόνα όπως τη χαρακτηρίζει η ICAP - είναι τα ακόλουθα:

Το 78,6% των νοικοκυριών δήλωσε πως το 1999 η οικονομική τους κατάσταση έμεινε «στάσιμη» ή χειροτέρευσε συγκριτικά με το 1998, ενώ μόλις το 21,4% δηλώνει ότι «βελτιώθηκε». Συγκεκριμένα το 47,6% των νοικοκυριών δήλωσε πως η οικονομική του κατάσταση έμεινε στάσιμη και το 31% χειροτέρευσε. Στα νοικοκυριά που δήλωσαν ότι το 1999 βελτιώθηκε η οικονομική τους κατάσταση, περιλαμβάνονται μεσοαστικές οικογένειες που ασκούν «λευκό» επάγγελμα και τα οποία δεν περιλαμβάνουν ηλικιωμένα μέλη. Αντίθετα δήλωσαν ότι επιδεινώθηκε ή έμεινε στάσιμη η οικονομική τους κατάσταση, τα νοικοκυριά αστικών κέντρων που ασκούν «σκούρο επάγγελμα» (εργαζόμενοι στα εργοστάσια και χειρωνακτικές εργασίας, γεωργοί κλπ) και οι συνταξιούχοι . Οπως σημειώνεται και από τους συντάκτες της έρευνας «η οικονομική επιτυχία του 1999 (σ.σ. δηλαδή τα οικονομικά επιτεύγματα για τα οποία περηφανεύεται η κυβέρνηση Σημίτη) συμβάδισε με τα «λευκά» επαγγέλματα, ενώ αντίθετα οι κατηγορίες του πληθυσμού που έχουν εργαζόμενους σε χειρωνακτικά επαγγέλματα, καθώς και οι συνταξιούχοι που ζουν μόνοι τους, αντιμετώπισαν δυσκολίες.

Σχετικά με τις αιτίες που προκάλεσαν την επιδείνωση ή τη χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης, προκύπτει μεταξύ άλλων ότι:

  • το μεγαλύτερο ποσοστό (26,2%) αυτών που είδαν βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης, απέδωσε τη βελτίωση σε «αύξηση του εισοδήματος από εργασία», ενώ υπάρχει και και «ένα σεβαστό 12,1%» που απέδωσε τη βελτίωση σε «κέρδη από το Χρηματιστήριο».
  • το μεγαλύτερο ποσοστό (33,9%) των νοικοκυριών που διαπίστωσαν επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης, το απέδωσε στις «αυξήσεις τιμών» και ακολουθεί ένα 21% των νοικοκυριών που απέδωσαν τη χειροτέρευση του βιοτικού τους επιπέδου στη «χαμηλή αύξηση του ονομαστικού εισοδήματος από εργασία».

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία της έρευνας, που αναφέρονται στην αποταμίευση των νοικοκυριών, τα οποία μας πληροφορούν πως μόνο το 55,4% κατάφεραν να ισοσκελίσουν τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό (ξόδεψαν δηλαδή όσα εισοδήματα είχαν και δε χρεώθηκαν για να τα φέρουν βόλτα ούτε κατάφεραν να αποταμιεύσουν κάποιο ποσό). Το υπόλοιπο 44,6% των νοικοκυριών, μοιράζεται στους «έχοντες» που είχαν εισοδήματα μεγαλύτερα από τις δαπάνες (16,1%) και άρα μπόρεσαν να αποταμιεύσουν ένα μέρος των εισοδημάτων τους και τους «μη έχοντες» που ξόδεψαν περισσότερα και άρα δανείστηκαν για να τα φέρουν βόλτα. Στους τελευταίους, όπως σημειώνει η έρευνα της ICAP, ανήκουν οι εργατικές οικογένειες των μεγάλων αστικών κέντρων, οι αγρότες και οι συνταξιούχοι του αγροτικού χώρου.

Οσον αφορά τις προοπτικές για το 2000, η εικόνα εμφανίζεται κάπως καλύτερη από πέρσι, καθώς αυξάνεται στο 27% (από 26,2% το 1999), ο αριθμός των νοικοκυριών που αναμένει βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης. Ο περιορισμός του ποσοστού των νοικοκυριών που αναμένει στασιμότητα (34,9%) ή επιδείνωση (19,9%) της οικονομικής τους κατάστασης το 2000 στο 54,8% (από 78,6% το 1999) είναι παραπλανητικός, καθώς υπάρχει ένα 18,2% των νοικοκυριών που δήλωσε άγνοια πώς θα εξελιχθεί φέτος η οικονομική τους κατάσταση.

Οι θέσεις των ερωτηθέντων νοικοκυριών, σχετικά με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και τα αποτελέσματα της ένταξης, συνοψίζονται στο ότι:

  • η πλειοψηφία (67,2%) εκτιμά ότι η χώρα θα ενταχθεί στην ΟΝΕ όπως προγραμματίζεται και το υπόλοιπο 32,8% είτε αμφιβάλλει (21,7%) αν θα επιτευχθεί ο στόχος της ένταξης στην ΟΝΕ είτε πιστεύει πως η ένταξη στην ΟΝΕ δε θα ευοδωθεί (11,1%). Σ' αυτό το 32,8% ανήκουν κυρίως συνταξιούχοι, αγρότες.
  • το μεγαλύτερο ποσοστό (35,3) δε γνωρίζει αν η ένταξη στην ΟΝΕ θα έχει θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις, το 28,2% θεωρεί «επωφελή» την ένταξη, το 18,1% επιζήμια και υπάρχει ένα 18,4% που εκτιμά ότι η ένταξη δε θα επηρεάσει την οικονομική μας κατάσταση.

Τέλος, όσον αφορά το μέγεθος και το ρόλο του κράτους, η έρευνα έδειξε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των νοικοκυριών θεωρεί ότι ο ρόλος του κράτους στην οικονομία πρέπει να επεκταθεί και ταυτόχρονα να γίνει πιο αποτελεσματική η λειτουργία του στον τομέα δικαιότερης αναδιανομής των εισοδημάτων.

Η μετα-ΟΝΕ λιτότητα

«Οι ενιαίοι και σταθεροί κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, που είναι ενσωματωμένοι στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, θα αποτελούν το μόνιμο πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα κινείται η δημοσιονομική πολιτική την περίοδο μετά την ένταξη στην ΟΝΕ». Το είπε, χωρίς καμία επιφύλαξη και χωρίς να αφήσει περιθώρια παρερμηνειών, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Παπαντωνίου, σε ομιλία που πραγματοποίησε χθες κατά τη διάρκεια εκδήλωσης με θέμα «Δημοσιονομικός Απολογισμός 1999 - Προϋπολογισμός 2000 - Προοπτικές ενόψει ένταξης στην ΟΝΕ». Παρά τον έντονα προεκλογικό χαρακτήρα που προσέδωσε -όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε- στην ομιλία του, ο υπουργός δεν έκρυψε το γεγονός ότι η συνέχιση, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, της πολιτικής λιτότητας στη μετά - ΟΝΕ εποχή είναι προδιαγεγραμμένη για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα της χώρας. Η πολιτική αυτή είναι απόρροια των όρων του λεγόμενου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με βάση τους οποίους θα χαράζεται η οικονομική πολιτική για τα επόμενα χρόνια, από όποια κυβέρνηση προκύψει μετά τις εκλογές. Στο πλαίσια του παραπάνω Συμφώνου, άλλωστε, συντάχθηκε και το νέο πρόγραμμα σύγκλισης για την περίοδο 2000 - 2002, το οποίο ενέκρινε πρόσφατα η Κομισιόν, αφού προηγουμένως απέσπασε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ συγκεκριμένες δεσμεύσεις, για εφαρμογή σκληρής εισοδηματικής πολιτικής, δυσμενείς αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και πλήρη ανατροπή του ισχύοντος ασφαλιστικού συστήματος της χώρας μας. Και όλα αυτά, βέβαια, θα μπουν σε εφαρμογή την επαύριο των εκλογών της 9ης Απρίλη...

Επιχείρηση «ελληνοποίησης» της «ΑΓΕΤ»

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκανε αποδεκτή την προσφυγή ελληνικών κατασκευαστικών εταιριών, που αντιτάχθηκαν στην εξαγορά της «ΑΓΕΤ» από τους Αγγλους

Αποδεκτές έγιναν από την Επιτροπή Ανταγωνισμού του υπουργείου Ανάπτυξης οι προσφυγές των ελληνικών τεχνικών εταιριών και του Συνδέσμου Τεχνικών Εταιριών Η' Τάξεως, που αντιτίθενται στην εξαγορά των τσιμεντοβιομηχανιών «ΑΓΕΤ Ηρακλής» και «Τσιμέντα Χαλκίδας», από την αγγλική πολυεθνική τσιμεντοβιομηχανία «Blue Circle». Η Επιτροπή Ανταγωνισμού αποδέχεται ότι η κοινοπραξία των τεχνικών εταιριών έχει έννομο συμφέρον να αντιτίθεται στην εξαγορά, ενώ κρίνει ως «απαράδεκτη» την προσφυγή της Τράπεζας Πειραιώς, με το σκεπτικό ότι είναι πιστωτικό ίδρυμα και όχι εταιρία που εμπλέκεται με τις δραστηριότητες του τσιμέντου. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού αναμένεται να ξανασυνεδριάσει για το θέμα στις 17 Φλεβάρη. Οι κυριότερες κατασκευαστικές εταιρίες, που έχουν κάνει προσφυγή, είναι η «Ελληνική Τεχνοδομική», ο «ΑΚΤΩΡ», «ΤΕΒ», η «ΑΕΓΕΚ» κ.ά.

Από την πλευρά της, η «Blue Circle» εμφανίζεται ...ικανοποιημένη από την προσφυγή των ελληνικών κατασκευαστικών εταιριών στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, τονίζοντας ότι η «απόφαση αυτή είναι προς όφελος της διαφάνειας». Επίσης σημειώνει ότι «είναι αποφασισμένη να ολοκληρώσει την απόκτηση του πλειοψηφικού πακέτου και δεν προτίθεται να πωλήσει κανένα τμήμα αυτού του περιουσιακού στοιχείου», σημειώνοντας ότι διαβλέπει εξαιρετικές προοπτικές ανάπτυξης στην ελληνική αγορά, ενώ δεν κρύβει και το ενδιαφέρον της για την επέκταση των δραστηριοτήτων στα Βαλκάνια, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ