ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 10 Γενάρη 2002
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
Στο 17% του ΑΕΠ η υπερχρέωση των νοικοκυριών

Ανησυχητικά τα στοιχεία που έδωσε χτες στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδας, καθώς τα καταναλωτικά δάνεια αυξάνουν με ετήσιο ρυθμό 62%, παρά τα τοκογλυφικά επιτόκια

Στο 17% του ΑΕΠ «σκαρφάλωσε» η υπερχρέωση των εργαζόμενων, κυρίως, νοικοκυριών προς τις τράπεζες από στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, το 2001, συνεχίζοντας την ανοδική τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την καταγραφόμενη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, των συνταξιούχων και γενικότερα των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Αυτή είναι η εικόνα που προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας.

Σύμφωνα με το Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδας, το μήνα Οκτώβρη του 2001:

  • Τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων των εμπορικών τραπεζών και των ειδικών πιστωτικών ιδρυμάτων (Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων) ανήλθε σε 14,7 δισ. ευρώ.
  • Τα υπόλοιπα των δανείων καταναλωτικής πίστης (πιστωτικές κάρτες, δάνεια με δικαιολογητικά και προσωπικά δάνεια) ανήλθαν σε 7,4 δισ. ευρώ.

Αν ληφθεί υπόψη ότι το ΑΕΠ της χώρας το 2001 διαμορφώθηκε στα 130,5 δισ. ευρώ (στοιχεία Κρατικού Προϋπολογισμού 2002), τότε προκύπτει ότι το χρέος των νοικοκυριών προς τις τράπεζες, από τις δύο αυτές μορφές δανεισμού έφτασε ήδη στο 17% του ΑΕΠ της χώρας με τάσεις περαιτέρω δυναμικής επέκτασης. Ο «δείκτης» χρέωσης της ελληνικής οικογένειας βρίσκεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης, τις ΗΠΑ κλπ. Ομως η τάση επιτάχυνσης είναι σαφής, αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων αυξήθηκαν το 2000 με ρυθμό αύξησης περίπου 28% και το δεκάμηνο Γενάρης - Οκτώβρης 2001 με ρυθμό 35%. Αντίστοιχα, τα υπόλοιπα καταναλωτικής πίστης από ρυθμό αύξησης 29%-30% το 2000, το 2001 κινούνται με ρυθμό μεταβολής 45%(!) και ειδικά των πιστωτικών καρτών με 60%! Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κατ' εξοχήν τομέας ανταγωνισμού των εμπορικών τραπεζών είναι ακριβώς οι δύο αυτοί τομείς, οι οποίοι είναι και οι περισσότερο επικερδείς, δεδομένου ότι το ετήσιο επιτόκιο των πιστωτικών καρτών διατηρείται στο 17%. Καθαρή τοκογλυφία δηλαδή. Η, μέσω τραπεζικής χρηματοδότησης, στήριξη της ιδιωτικής κατανάλωσης έχει βέβαια και τα όριά της. Το 2001 η διαδικασία αυτή ήταν στο αποκορύφωμά της - για τους μήνες που υπάρχουν στοιχεία - καθώς η μεν οικοδομική δραστηριότητα αυξάνεται με ρυθμό 17% και οι λιανικές πωλήσεις διατηρούνται σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Από τη στιγμή όμως που ένα όλο και περισσότερο ποσοστό του οικογενειακού εισοδήματος θα κατευθύνεται στις τράπεζες για την αποπληρωμή τοκοχρεολυτικών δόσεων, η διαδικασία αυτή μοιραία θα αντιστραφεί.

ΚΡΑΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ
Πηγή αστείρευτου πλουτισμού για τραπεζίτες

Κρατικά ομόλογα αξίας 10,7 τρισ. δρχ. (!) άλλαξαν χέρια μέσα στο 2001

Πηγή αστείρευτης κερδοσκοπίας για τραπεζίτες και άλλους «θεσμικούς» ρεντιέρηδες αποδείχτηκε και το 2001 η ελληνική δευτερογενής αγορά κρατικών ομολόγων. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται και από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, σύμφωνα με τα οποία:

  • Στο δωδεκάμηνο Γενάρη - Δεκέμβρη 2001 η αξία των ομολόγων που άλλαξαν χέρια πενταπλασιάστηκε σε σύγκριση με το 2000 και έφτασε τα 314 δισ. ευρώ, δηλαδή 10,7 τρισ. δρχ.(!) (έναντι 64 δισ. ευρώ το 2000). Ο καθημερινός τζόγος (μέση αξία συναλλαγών) στο δίμηνο Νοέμβρη - Δεκέμβρη 2001 έφτασε στο ύψος ρεκόρ των 2,26 δισ. ευρώ ή 770 δισ. δρχ. ημερησίως!
  • Σε ετήσια βάση τα κεφαλαιακά κέρδη (δηλαδή η αύξηση της τιμής των κρατικών ομολόγων, που δεν περιλαμβάνει τους τόκους των κρατικών δανείων) φτάνει σε 3,74% για τα 20ετή ομόλογα, τα οποία στο τέλος Δεκέμβρη απέδιδαν επιπλέον στους κατόχους τους και επιτόκιο 5,65%(!) σε ετήσια βάση. Ολα αυτά τα κέρδη είναι παντελώς αφορολόγητα, τόσο για τις ξένες όσο και για τις ελληνικές τράπεζες. Πρόσφατα το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών διαβεβαίωσε ότι θα παραμείνουν αφορολόγητα και για το 2002.

Οι εξελίξεις αυτές καταδείχνουν για μια ακόμη φορά τους ωφελημένους της λεγόμενης «εντός ΟΝΕ εποχής» και των «χαμηλών επιτοκίων» που δεν είναι άλλοι από τους Ελληνες και ξένους μεγαλοδανειστές του ελληνικού δημοσίου.

Τα κεφαλαιακά κέρδη των τζογαδόρων στην ελληνική καθώς και στις διεθνείς αγορές κρατικού χρέους τροφοδοτήθηκαν από τις διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα και όπως σημειώνει στην ανακοίνωσή της η Τράπεζα της Ελλάδας «ιδιαίτερα μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ». Στις συγκεκριμένες συνθήκες επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας και γενικευμένης μείωσης των επιτοκίων, τα κρατικά ομόλογα λειτούργησαν σαν πόλος συγκέντρωσης κεφαλαίων από τα χρηματιστήρια και διασφάλισαν την κερδοφορία των τραπεζών. Ετσι, για μια ακόμη φορά αποδείχνεται ότι οι κεφαλαιοκράτες μπορούν να κερδίζουν και σε περιόδους «οικονομικής ανάπτυξης» και σε χρονιές «ύφεσης», όπως ήταν το 2001.

Να σταματήσει η ιδιωτικοποίηση της ΑΓΝΟ

Επίκαιρη Ερώτηση του ΚΚΕ στη Βουλή

Το θέμα της πρώην συνεταιριστικής γαλακτοβιομηχανίας «ΑΓΝΟ», η οποία σύμφωνα με ανακοινώσεις της ΑΤΕ οδηγείται στην ιδιωτικοποίηση, έφερε στη Βουλή το ΚΚΕ με Επίκαιρη Ερώτηση που κατέθεσε ο βουλευτής Αγγελος Τζέκης.

Η κυβέρνηση, αναφέρεται στην Ερώτηση, μέχρι σήμερα με την αντισυνεταιριστική της πολιτική οδήγησε μέσω της ΑΤΕ πολλές συνεταιριστικές οργανώσεις σε οικονομικό αδιέξοδο, με τελικό αποτέλεσμα το κλείσιμο ή την ιδιωτικοποίησή τους: ΚΥΔΕΠ, ΣΕΚΟΒΕ, ΑΣΕ, ΑΣΤΥ, ΟΛΥΜΠΟΣ κ.ά.

Ετσι, αφού οδήγησε την ΑΓΝΟ σε ειδική εκκαθάριση με ιδιοκτήτη πλέον την ΑΤΕ και αφού ξόδεψε εκατομμύρια δραχμές για επιχειρησιακά προγράμματα, τώρα, απαξιώνοντάς την, τη βγάζει στο σφυρί προς όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου (ΔΕΛΤΑ, ΦΑΓΕ, ΜΕΒΓΑΛ κ.ά.).

Το ΚΚΕ ήταν αντίθετο από την αρχή με την ιδιωτικοποίηση που προωθούσε η κυβέρνηση μέσω της ΑΤΕ, θεωρώντας ότι ήταν προσπάθεια για την εξυγίανση του χαρτοφυλακίου της ΑΤΕ, προκειμένου να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Οτι ήταν λύση αντίθετη με τα συμφέροντα των μικρομεσαίων γαλακτοπαραγωγών και των εργαζομένων, που τώρα αντιμετωπίζουν την ανεργία και το χτύπημα των εργασιακών τους σχέσεων.

Επειδή το ΚΚΕ πιστεύει ότι η ΑΓΝΟ μπορεί και πρέπει να παραμείνει συνεταιριστική και να αναπτυχθεί προς όφελος των κτηνοτρόφων της ευρύτερης περιοχής και των εργαζομένων, ερωτάται ο αρμόδιος υπουργός αν θα παρέμβει η κυβέρνηση, ώστε να σταματήσει η ιδιωτικοποίηση της ΑΓΝΟ και να επανέλθει στους συνεταιρισμούς και στους φυσικούς της ιδιοκτήτες (γαλακτοπαραγωγούς) και οι εργαζόμενοι να εξακολουθήσουν να εργάζονται στην ΑΓΝΟ με τις σημερινές εργασιακές τους σχέσεις.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ