Και μπορεί άλλα να κρύβει η αγανάκτησή τους, αλλά πρόβλημα υπάρχει και έχει τις ρίζες του στις ανισότιμες σχέσεις που υπάρχουν στα πλαίσια ενός ιμπεριαλιστικού οργανισμού, όπως είναι η ΕΕ. Αν στη θέση της Ελλάδας ήταν η Γερμανία ή η Γαλλία, δε νομίζουμε ότι υπουργοί των χωρών αυτών θα έδιναν εξηγήσεις στον κάθε υπάλληλο της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, για νόμους που ψηφίστηκαν στα εθνικά τους Κοινοβούλια.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι καινούριο. Το 1995, είχε επισκεφτεί την Ελλάδα η Γερμανίδα Κοινοτική επίτροπος για θέματα διαρθρωτικών ταμείων Ρους Ματίες, η οποία είχε συναντηθεί - μεταξύ άλλων - και με τον τότε πρωθυπουργό Α. Παπανδρέου. Θέμα της συνάντησης, που είχε γίνει στη Βουλή των Ελλήνων, η συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στα κοινοτικά έργα. Επί μια και πλέον ώρα η Κοινοτική επίτροπος υπαγόρευε σ' έναν πρωθυπουργό ανεξάρτητου κράτους, ο οποίος είχε περιοριστεί σε ρόλο «μαθητή». Στο τέλος της συνάντησης ο τότε πρωθυπουργός δήλωσε δημόσια ότι δεσμεύεται προσωπικά να γίνουν πράξη όλες οι παρατηρήσεις της Κοινότητας.
Το ΚΚΕ και ο «Ριζοσπάστης» ξεκαθάρισαν από την πρώτη στιγμή τη θέση τους έναντι του κυβερνητικού τότε νομοσχεδίου και νυν νόμου περί «βασικού μετόχου». Ούτε την αντικειμενική ενημέρωση εξασφαλίζει, ούτε τη λεγόμενη διαπλοκή κράτους και κεφαλαιοκρατών εξολοθρεύει, όπως ισχυριζόταν η κυβέρνηση. Η όλη κυβερνητική πρωτοβουλία στόχευε και στοχεύει σε μια αναδιανομή της «πίτας» και την επιβολή των νεοδημοκρατικών κανόνων μοιράσματος στη θέση αυτών του ΠΑΣΟΚ, έχοντας ως φύλλο συκής μια αυστηροποίηση των διατάξεων του αντίστοιχου προηγούμενου νόμου.
Τις μέρες αυτές, όμως, και με αφορμή την παρέμβαση των Βρυξελλών, προέκυψε μια φιλολογία - με πρωτεργάτες την κυβέρνηση, την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και ορισμένες εφημερίδες - σχετικά με τη συμβατότητα ή όχι του νόμου με την κοινοτική νομοθεσία, αν εξευτελίστηκε ή όχι η χώρα μας κλπ., κλπ. Ουσιαστικά, είτε το θέλουν είτε όχι οι φιλολογούντες, αναδείχτηκε το εξής κρίσιμο ερώτημα: Εχει δικαίωμα το Ελληνικό Κοινοβούλιο να νομοθετεί ή, πρώτα, πρέπει να παίρνει την άδεια των όποιων καρεκλοκένταυρων των Βρυξελλών; Ας απαντήσουν, λοιπόν, με καθαρότητα και σαφήνεια στο ερώτημα αυτό και μετά ασχολούνται με τα υπόλοιπα...
Από την ίδια ιστορία, βέβαια, προκύπτουν κι άλλα ζητήματα. Απ' όσα έχουν λεχθεί και γραφτεί, μέχρι τώρα, οι ευρωενωσιακές ενστάσεις στο νόμο περί «βασικού μετόχου» αφορούν σε δυο σημεία του: Πρώτον, στην ονομαστικοποίηση των μετοχών όσων εταιριών συμμετέχουν σε προμήθειες και έργα του Δημοσίου και, δεύτερον, στη μη συμμετοχή όσων εταιριών κατέχουν πλέον του 1% μετοχές σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Αφορούν, δηλαδή, στα μοναδικά θετικά σημεία του σχετικού νόμου.
Θα προσθέταμε, επίσης, ότι όσοι φιλολογούντες κόπτονται για τον εξευτελισμό της χώρας μας, πρώτα και κύρια, ενδιαφέρονται και επιδιώκουν να μην ισχύσουν τελικά τα δύο αυτά σημεία. Η δική τους - και των «συνεταίρων» τους - ασυδοσία, δύναμη και κυριαρχία, πρώτα και κύρια, τους «καίει». Ολα τα υπόλοιπα είναι... φρου φρου και αρώματα. Αλλωστε, από την πρώτη στιγμή και με τον έναν ή άλλο τρόπο και με διάφορες δικαιολογίες είχαν ταχθεί ενάντια στα δυο αυτά σημεία.
Οικονομικά προβλήματα έχουν οι άνδρες των βρετανικών ειδικών δυνάμεων, SAS! Γι' αυτό και, κατά δεκάδες, εγκαταλείπουν άρον - άρον το σώμα για να προσληφθούν στις ιδιωτικές εταιρίες «ασφαλείας», όπου είναι και περιζήτητοι...
Το ομολόγησε με σαφήνεια, τις προάλλες, ένα πρώην μέλος των SAS στη βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν». Είπε, συγκεκριμένα: «Σε μία ιδιωτική εταιρία "ασφάλειας και προστασίας", προσφέρονται μηνιαίες αποδοχές της τάξης των 19.700 ευρώ, ενώ στις SAS ο μισθός δεν ξεπερνά τα 2.900 ευρώ!»...
Το πιο «ωραίο», όμως, γράφτηκε (σύμφωνα με τις βρετανικές εφημερίδες) σε πρόσφατο ηλεκτρονικό μήνυμα των SAS με αποδέκτες 300 άνδρες των ειδικών δυνάμεων στο Ιράκ: «Είναι προς το συμφέρον του κόσμου ολόκληρου να παραμείνετε στις δυνάμεις του στρατού...»! Προφανώς, το «συμφέρον του κόσμου» απαιτεί ...θυσίες.
Ο ΣΥΝ, όπως και στην περίπτωση του «εθνικού διαλόγου», αφού πρώτα νομιμοποιεί τις συναινετικές διαδικασίες, μετά διαφοροποιείται, συμβάλλει, όμως, στον αποπροσανατολισμό του κινήματος και, με τη γνωστή τακτική του να «πατάει σε δύο βάρκες», γίνεται ανάχωμα για την ανάπτυξη αγώνων με προοπτική.