Η εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στο Βόρειο Ιράκ δεν είναι η πρώτη που πραγματοποιείται. Η Αγκυρα έχει στείλει στρατό και αεροπορία στην περιοχή αρκετές φορές μέσα στην τελευταία τριετία. Στόχος της ήταν πάντα τα στρατόπεδα του ΡΚΚ, αλλά συχνά έβρισκαν το θάνατο και Κούρδοι άμαχοι. Ταλαμπανί και Μπαρζανί είχαν επανειλημμένα καταγγείλει τους βομβαρδισμούς, που υφίσταντο τα κουρδικά χωριά και τις εκτεταμένες καταστροφές. Αλλά ποτέ κανένας Ευρωπαίος δεν αντιδρούσε.
Αντίθετα, η τελευταία αυτή τουρκική επιχείρηση στο βόρειο Ιράκ προκάλεσε εκτεταμένες αλλά σταδιακά εκδηλωνόμενες ευρωπαϊκές αντιδράσεις.
Η μόνη χώρα που αντέδρασε στην ανακοίνωση της εισβολής, ήταν η Γαλλία και ο υπουργός Εξωτερικών της, Αλέν Ζιπέ, που καταδίκασε την τουρκική εισβολή ως συνιστώσα "παραβίασης της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράκ και των αρχών της Δημοκρατίας". Η Γερμανία και η Βρετανία περιορίστηκαν να εκφράσουν απλώς την ανησυχία τους. Οι ΗΠΑ, τέλος, και ο Πρόεδρός τους, Μπιλ Κλίντον, έδωσαν ουσιαστικά το "πράσινο φως" για την επίθεση, λέγοντας ότι "κατανοούν" πολύ καλά την απόφαση για την εισβολή και προσθέτοντας απλά ότι αυτή πρέπει να τερματιστεί μόλις επιτευχθούν οι στόχοι της επιχείρησης.
Τρεις μέρες μετά, όμως, η εικόνα παρουσιάζεται διαφορετική.
Οι ΗΠΑ εξακολουθούν σταθερά να υποστηρίζουν την τουρκική επιχείρηση. Με κάθε τους, μάλιστα, νέα τοποθέτηση, το δείχνουν όλο και πιο καθαρά.
Αντίθετη είναι η δυτικοευρωπαϊκή εξέλιξη. Υστερα από ένα τριήμερο πλήρους σιωπής, ο Βρετανός πρωθυπουργός, Τζον Μέιτζορ, άρχισε να ζητά επίμονα από την Τουρκία να αποχωρήσει το συντομότερο από το Βόρειο Ιράκ. Το ίδιο έκανε και η Γερμανία. Η κυβέρνηση της Βόννης ανέστειλε, μάλιστα, προγραμματισμένη αποστολή στρατιωτικού υλικού στην Τουρκία και "πάγωσε" ένα κονδύλι ύψους 150.000.000 μάρκων για τη χρηματοδότηση τουρκικής παραγγελίας ναυπήγησης δύο φρεγατών σε γερμανικά ναυπηγεία. Ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Κλάους Κίνκελ, έθεσε τρεις όρους για την επανάληψη της αποστολής στρατιωτικού υλικού και το "ξεπάγωμα" του κονδυλίου: Την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από το Βόρειο Ιράκ, τη βελτίωση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα και την πολιτική επίλυση του Κουρδικού.
Η Γαλλία, από την πλευρά της, απείλησε την Αγκυρα με εμπάργκο όπλων και τόνισε, πως, αν ως το φθινόπωρο δεν προχωρήσει σε σημαντικότατες θεσμικές, διοικητικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, δεν πρέπει να περιμένει την έγκριση της συμφωνίας για την τελωνειακή ένωση από το Ευρωκοινοβούλιο.
Η ευρωπαϊκή τρόικα, κατά την προγραμματισμένη επίσκεψή της στην Τουρκία, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της για την υπόθεση, επιμένοντας όχι στην αρχή στην εισβολή, αλλά στην έκτασή της. Τσιλέρ και Ντεμιρέλ αρνήθηκαν, όμως, να κατανοήσουν τις θέσεις της και περιορίστηκαν - ιδιαίτερα η δεύτερη - να δώσει διαβεβαιώσεις ότι θα προωθήσει ορισμένες συνταγματικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις για τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Η τρόικα δέχτηκε την υπόσχεση και αποχώρησε κι ας μην την άκουγε για πρώτη φορά. Οι υποσχέσεις αυτές αποτελούσαν απλώς επανάληψη προηγούμενων διαβεβαιώσεων της τουρκικής ηγεσίας.
Η περιοδεία του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Ερντάλ Ινονού, στη Δυτ. Ευρώπη, με σκοπό την καταπράυνση των δυτικών αντιδράσεων, άρχισε από τη Βόννη, αλλά δε φαίνεται να είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το κλίμα των συνομιλιών του Τούρκου ΥΠΕΞ με τους Ευρωπαίους ομολόγους ήταν παγωμένο.
Το πρακτικό αντίκρισμα όλων αυτών των αυστηρών ευρωπαϊκών υπομνήσεων, βέβαια, αμφισβητείται, αφού η πολιτική των Ευρωπαίων έναντι της Τουρκίας είναι παραδοσιακά χαλαρή και ευνοϊκή. Αλλωστε, εξαντλήθηκαν με την κοινή ευρωπαϊκή διακοίνωση προς την Τουρκία, που περιορίστηκε να ζητήσει απλώς τη συντομότερη δυνατή αποχώρηση των στρατευμάτων από το Βόρειο Ιράκ, αποφεύγοντας την καταδίκη της εισβολής.
Ωστόσο, οι ασυνήθιστα κοφτοί και ψυχροί αυτοί τόνοι κάτι σημαίνουν. Γιατί Γερμανία και Γαλλία άλλαξαν έτσι τους τόνους προς την Τουρκία, διαταράσσοντας την πατροπαράδοτη ΝΑΤΟϊκή "αλληλεγγύη"; Και, κυρίως, πού οφείλεται η πλήρης διαφοροποίηση της επίσημης θέσης Ευρωπαίων και Αμερικανών; Οι ΗΠΑ εγκρίνουν ανοιχτά την τουρκική επιχείρηση και υποστηρίζουν ότι δε συνιστά παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι δείχνουν δυσαρεστημένοι, όχι βέβαια από το ίδιο το γεγονός της τουρκικής επιδρομής, αλλά από το μέγεθος και την έκτασή της.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να αναζητηθεί λιγότερο, ίσως, στην ίδια τη θέση Ευρώπης και ΗΠΑ απέναντι στην εισβολή στο Ιράκ και περισσότερο στη γενικότερη ευρωπαϊκή και αμερικανική πολιτική στην περιοχή και τα αντίστοιχα περιθώριά τους.
Είναι πασίγνωστο, βέβαια, ότι η γενικότερη περιοχή της Μέσης Ανατολής αποτελεί πια, μέσω της υψηλής εποπτείας και της κυρίαρχης επιρροής που ασκούν, φέουδο των Αμερικανών. Αυτό καταδείχτηκε με σαφήνεια κατά τη διάρκεια όλων των κρίσεων ή των επαφών και των ανακατατάξεων που σημειώθηκαν την τελευταία πενταετία στην περιοχή: Από τις επαφές Ισραήλ - Παλαιστινίων, την προσέγγιση με τη Συρία, την ειρήνη της Ιορδανίας και κυρίως τον πόλεμο του Κόλπου. Η ευρωπαϊκή πολιτική στην περιοχή, κατά το ίδιο διάστημα, ακολουθούσε ουσιαστικά κι εξυπηρετούσε τα σχέδια της Ουάσιγκτον.
Κατά τον ίδιο τρόπο, ό,τι συνέβη στο Ιράκ από τον πόλεμο του Κόλπου και μετά, έγινε με την έμμεση ανάμειξη των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον, αφού υποκίνησε πρώτα τις εξεγέρσεις των Σιιτών και και των Κούρδων εναντίον του Σαντάμ μετά τον πόλεμο, αμέσως μετά τους εγκατέλειψε.
Εκτοτε και μολονότι δε φαίνεται πως στόχος της αμερικανικής πολιτικής είναι πράγματι η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεϊν, η Ουάσιγκτον δεν έπαψε να υποκινεί κατά διαστήματα την ιρακινή αντιπολίτευση σε εξέγερση. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, κάποιες πρόσφατες απόπειρες για εξέγερση εναντίον του Σαντάμ πάλι υποκινήθηκαν από τους Αμερικανούς. Η Ουάσιγκτον φέρεται αναμεμειγμένη και στην έμπνευση πρόσφατου σχεδίου των Κούρδων της "Πατριωτικής Ενωσης" και σύσσωμης της αραβικής ιρακινής αντιπολίτευσης για την επίθεση των στρατευμάτων της εναντίον των Ιρακινών στην περιοχή της Μοσούλης. Το σχέδιο δεν κατέστη δυνατό να εφαρμοστεί. Τις μέρες, όμως, της προετοιμασίας του προκάλεσε τις σφοδρές αντιδράσεις της τουρκικής ηγεσίας, που προειδοποίησε τους Κούρδους να μην τολμήσουν να χτυπήσουν την περιοχή αυτή, που έχει και πετρελαιοπηγές και πετρελαιαγωγούς.
Ολα αυτά έγιναν λίγες βδομάδες πριν την τουρκική εισβολή στην περιοχή, που δεν αποκλείεται να συνδέεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μαζί τους. Πιθανότατα, οι ΗΠΑ να ανέχονται και να ενθαρρύνουν τις τουρκικές ενέργειες, και για το λόγο ότι δεν αποφασίζουν να ανεχθούν μια υπερβολική, κατά τη γνώμη τους, αύξηση της δύναμης μερικών κουρδικών οργανώσεων ή οργανώσεων της ιρακινής αντιπολίτευσης.
Οι Ευρωπαίοι, όμως, που δε ρωτιούνται από κανένα και έχουν μείνει έξω από όλη αυτήν την ιστορία, έχουν αρχίσει να διαμαρτύρονται.
Μ. Τ.
Δε χωράει πλέον καμιά αμφιβολία ότι οι Λιθουανοί, πέντε χρόνια περίπου μετά την ανεξαρτησία της χώρας τους, κάθε άλλο, παρά από μια ευφορία και αισιοδοξία διακατέχονται. H "βελούδινη και νικηφόρα επανάσταση..." του 1990 αντικαταστάθηκε από την καθημερινή φροντίδα για τα απαραίτητα προς το ζην. Σήμερα, όλοι αυτοί οι Λιθουανοί, που συμμετείχαν κάποτε σε διαδηλώσεις για "ανεξαρτησία και ελευθερία", τώρα δηλώνουν ότι είναι απογοητευμένοι...Στη διάρκεια του 1992, ο τρέχων πληθωρισμός είχε φτάσει στο ανώτατο σημείο, ξεπερνώντας το 1.160%, γεγονός που σήμαινε ότι πολλών χρόνων οικονομίες μετατράπηκαν σε σωρό χαρτιών χωρίς καμιά αξία. Ταυτόχρονα, οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών εκτινάσσονταν μέσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα κυριολεκτικά στα ύψη. Η δραματική αυτή κατάσταση κάπως βελτιώθηκε, όταν η Λιθουανία εγκατέλειψε τη Ζώνη του ρουβλιού και στη συνέχεια καθιέρωσε το Λίτας σαν εθνικό νόμισμα. Η συναλλαγματική ισοτιμία συγκριτικά με το δολάριο αρχικά ήταν 4 προς 1. Κι όμως, ο ρυθμός του πληθωρισμού συνέχιζε να παραμένει υψηλός, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν και τόσο φανερό: Το 1994, έτρεχε με 45,1%.
Στη διάρκεια του περάσματος από το σοσιαλισμό στον καπιταλισμό, οι Λιθουανοί έμελλε να δοκιμάσουν μια ακόμα πάρα πολύ πικρή εμπειρία, την οποία πριν δεν είχαν γνωρίσει: Τη μάστιγα της ανεργίας. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της χώρας Αλτζίρντας Μπραζάουσκας, στα πλαίσια ενός ετήσιου απολογισμού, είχε δηλώσει ότι "το πρώτο κύμα της ανεργίας έχει αντιμετωπιστεί και, με τον τρόπο αυτό, η κοινωνική κρίση που συνδέεται μ' αυτήν έχει παραμεριστεί". Σχετικά, όμως, η σημερινή κατάσταση στην πρώην αυτή Σοβιετική Δημοκρατία κάθε άλλο παρά ρόδινη μπορεί να χαρακτηριστεί.
Ετσι, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, στα τέλη του 1994, πολλές δεκάδες χιλιάδες άτομα μάταια αναζητούσαν μια θέση εργασίας. Σχετικά θα πρέπει κανείς ν' αναφερθεί στην εξής περίπτωση: Χιλιάδες Λιθουανοί επιστήμονες σήμερα δεν έχουν την αντικειμενική δυνατότητα να εργαστούν στο επάγγελμά τους σαν μηχανικοί, ιστορικοί ή δάσκαλοι, ενώ απασχολούνται τώρα σαν έμποροι. Αγοράζουν, λοιπόν, εμπορεύματα από την Πολωνία, την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία ή την Κίνα για να τα πουλήσουν, στη συνέχεια, στη Λιθουανία ή σ' άλλες πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Επίσημα, δε φαίνεται να εργάζονται κάπου οι άνθρωποι αυτοί. Και παρά το γεγονός ότι κερδίζουν αρκετά χρήματα, δεν πληρώνουν φόρους, ενώ δε συμπεριλαμβάνονται στην επίσημη λίστα των ανέργων. Μια άλλη κοινωνική ομάδα που διέφυγε της προσοχής του Προέδρου και της επίσημης στατιστικής είναι τα πολλά θύματα της κεκαλυμμένης, όπως λέγεται, ανεργίας.
Τέλος, μια άκρως αρνητική οικονομική εξέλιξη είναι το γεγονός ότι, στη διάρκεια των πέντε χρόνων της ανεξαρτησίας της Λιθουανίας, η παραγωγή έπεσε πολύ πιο πάνω από το 50%. Αποτέλεσμα της δραματικής αυτής κατάστασης ήταν πάρα πολλές επιχειρήσεις και εργοστάσια να σταματήσουν τη λειτουργία τους ή να λειτουργούν 1-2 ημέρες τη βδομάδα, ενώ οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις αυτές δε συμπεριλαμβάνονται στους επισήμους καταλόγους των ανέργων. Κατά τα άλλα, πάνω από το 60% των Λιθουανών σήμερα απασχολείται στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Κι όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, η ιδιωτικοποίηση του πρώην κρατικού τομέα πλησιάζει προς το τέλος της. Η, ακόμη πιθανότερο, στο τέλος του τομέα...
Ν - Η