Στην προμετωπίδα του, το κυβερνητικό σχέδιο έχει την επιτάχυνση των αντιασφαλιστικών ανατροπών στην κατεύθυνση της παραπέρα ιδιωτικοποίησης και νέα σφοδρή επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα, μεταξύ άλλων με νέα μέτρα για ενίσχυση της «ευελιξίας», μείωση του λεγόμενου «κόστους εργασίας», διευκόλυνση των απολύσεων, πάμφθηνο εργατικό δυναμικό από τη «δεξαμενή» των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων και παραπέρα χτύπημα των δικαιωμάτων των εργαζόμενων γυναικών.
Παράλληλα, στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος το σχέδιο προβλέπει τη συνέχιση και γενίκευση της φοροληστείας στο λαό, για τη διασφάλιση νέων φοροαπαλλαγών και προνομίων στο κεφάλαιο, το «πογκρόμ» πλειστηριασμών και εκβιασμών για τη λαϊκή κατοικία, αυτοαπασχολούμενους και επαγγελματίες, ώστε οι επιχειρηματικοί όμιλοι και οι «εξωστρεφείς» επιχειρήσεις να βρουν πρόσβαση σε φτηνότερο δανεισμό, και νέες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις σε Υγεία, Παιδεία, Δικαιοσύνη, αστικό κράτος, με στόχο να ανοίξουν νέα πεδία κερδοφορίας για τους επιχειρηματικούς ομίλους σε πεδία όπως αυτά της «πράσινης» και «ψηφιακής» οικονομίας.
Σε κάθε λέξη της έκθεσης επιβεβαιώνεται ότι τα συμφέροντα του κεφαλαίου είναι παντού εχθρικά απέναντι στις εργατικές και λαϊκές ανάγκες, ότι για να μην πληρώσει ο λαός πρέπει να χάσει το κεφάλαιο. Ελπίδα για τον ίδιο μπορεί να υπάρξει όχι στα σχέδια του κεφαλαίου, των κυβερνήσεων και των κομμάτων του, των ιμπεριαλιστικών ενώσεων που προδιαγράφουν μαύρες μέρες, αλλά στην πάλη εργαζομένων, επαγγελματιών, αγροτών, σε σύγκρουση μαζί τους, με προμετωπίδα τις δικές τους ανάγκες.
Παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να δημιουργήσει κάλπικες προσδοκίες, το σχέδιο της Επιτροπής προβλέπει τη συνέχιση και ένταση της φοροληστείας για το λαό, που θα συνεχίσει να σηκώνει πάνω από το 95% των φορολογικών βαρών, ανάμεσα στα άλλα και με την παραπέρα «διεύρυνση» της φορολογικής βάσης, ώστε επιχειρηματικοί όμιλοι και «εξωστρεφείς» επιχειρήσεις να απολαύσουν και νέες προκλητικές φοροαπαλλαγές κάθε είδους.
Οπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, «με δεδομένο το ύψος του δημόσιου χρέους και της ανάγκης περαιτέρω κάλυψης άλλων δαπανών από τη Γενική Κυβέρνηση (όπως αυξημένες δαπάνες Υγείας), το περιθώριο μείωσης των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την επόμενη πενταετία είναι υπαρκτό αλλά σχετικά μικρό. Αντίθετα, υπάρχει σημαντικό περιθώριο και ανάγκη για αλλαγή της δομής των φόρων, ώστε να μειωθούν οι στρεβλώσεις και τα αντικίνητρα στην εξωστρεφή επιχειρηματικότητα», φορτώνοντας δηλαδή και νέα βάρη στο λαό. Βασικοί στόχοι της φορολογικής πολιτικής τίθενται «η μείωση του βάρους που επιβάλλουν συνδυαστικά το φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα στην εργασία» και «η υποστήριξη των παραγωγικών επενδύσεων και των επιχειρήσεων κατά τη μεγέθυνσή τους».
Στο πλαίσιο αυτό, ανάμεσα στα άλλα, τα μέτρα που προτείνονται αφορούν:
-- Την παραπέρα αύξηση του λεγόμενου «συντελεστή απόσβεσης» για νέες επενδύσεις, που οδηγεί σε ταχύτερες και μεγαλύτερες φοροαπαλλαγές προς τους επιχειρηματικούς ομίλους. Ουσιαστικά, το κράτος μέσω των υπεραποσβέσεων έρχεται να επιδοτήσει τις επενδύσεις, χώρια βέβαια τα άμεσα χρηματοδοτικά πακέτα που προβλέπονται στους «αναπτυξιακούς» νόμους.
-- Στην ίδια κατεύθυνση προβλέπονται ακόμη η «άρση αντικινήτρων για τη μεγέθυνση εταιρειών εντός της χώρας», όπως και το «σταθερό φορολογικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις» με δεκαετή «ρήτρα μη επιδείνωσης του φορολογικού πλαισίου για νέες επενδύσεις», η «μείωση της φορολόγησης των ενεργειακών προϊόντων για τη βιομηχανία», η επιβολή «πράσινων» φόρων που θα φορτωθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις πλάτες του λαού.
-- Φορολογικά «κίνητρα» προβλέπονται και για την «αύξηση της μακροχρόνιας αποταμίευσης στην κατεύθυνση ανάπτυξης της εσωτερικής κεφαλαιαγοράς», καταπώς έχει προτείνει σε σχετικά πρόσφατη έκθεση το ΙΟΒΕ, σαν να μη φτάνει το τζογάρισμα των συντάξεων.
-- Προβλέπονται ακόμη «εξορθολογισμός, συγχώνευση και απλούστευση όλων των φόρων για την ακίνητη περιουσία και σταδιακή μεταφορά πόρων σε τοπικό επίπεδο, σε αναλογία με αρμοδιότητες», ανάμεσα στα άλλα και του ΕΝΦΙΑ που τάχα θα καταργούσε η κυβέρνηση, με παραπέρα μείωση φόρων για τη μεγάλη ακίνητη περιουσία και ενίσχυση του ρόλου της Τοπικής Διοίκησης ως άλλου ενός μηχανισμού φορομπηξίας.
Σε ό,τι αφορά το τραπεζικό σύστημα και τη μείωση των λεγόμενων «κόκκινων» δανείων, με γνώμονα την πρόσβαση των επιχειρηματικών ομίλων σε φτηνότερο δανεισμό, η έκθεση προδιαγράφει το πογκρόμ των πλειστηριασμών και εκβιασμών στα λαϊκά σπίτια, σε αυτοαπασχολούμενους και επαγγελματίες, με βάση και την πρόσφατη κατάργηση της όποιας τυπικής προστασίας είχε απομείνει στη λαϊκή στέγη, στα βήματα των όσων έχουν νομοθετήσει διαδοχικά οι κυβερνήσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ.
Σημειώνει χαρακτηριστικά πως «το βασικό πρόβλημα με τις τράπεζες, και πηγή πολλών άλλων δυσχερειών (δυσκολία στον δανεισμό προς νέες επιχειρήσεις, αργή ψηφιοποίηση, δανεισμός σε επιχειρήσεις - "ζόμπι") είναι τα προβληματικά δάνεια» και τονίζει πως «μια πρώτη στρατηγική είναι να επιλυθεί το πρόβλημα σταδιακά (...) Μια δεύτερη στρατηγική, την οποία θεωρούμε καλύτερη, είναι να λυθεί το πρόβλημα πιο άμεσα, είτε μέσω της δημιουργίας "κακής τράπεζας" (bad bank) και τη μεταφορά του συνόλου των προβληματικών δανείων σε αυτή, είτε μέσω άμεσων μαζικών τιτλοποιήσεων ή και πωλήσεων προβληματικών δανείων στην αγορά από κάθε τράπεζα χωριστά. Και στις δυο περιπτώσεις ενδέχεται να προκύψουν κεφαλαιακές ανάγκες», με το «λογαριασμό» να καταλήγει και πάλι στο λαό.
Στην ίδια κατεύθυνση είναι και οι παρεμβάσεις στον πτωχευτικό κώδικα, που βρίσκονται ήδη στα σκαριά κι έρχονται να σφίξουν κι άλλο τη «θηλιά» σε χρεωμένα λαϊκά νοικοκυριά, αυτοαπασχολούμενους και επαγγελματίες, αλλά και να διευκολύνουν παραπέρα τα λουκέτα και την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, «απαλλαγμένων» από κάθε υποχρέωση απέναντι στους εργαζόμενους, μπροστά και στο ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης που επιταχύνει και τη συγκέντρωση σε μια σειρά από κλάδους.
Οπως σημειώνεται: «Το πτωχευτικό δίκαιο για τις επιχειρήσεις θα πρέπει να αλλάξει, ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες που απαιτούνται για να εκκαθαριστεί μια επιχείρηση ή να συμφωνηθεί και να επικυρωθεί ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών. Η μεταρρύθμιση του πτωχευτικού δικαίου που προετοιμάζεται κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση».
Μάλιστα, προδιαγράφεται ότι «οι πρόσφατες εξελίξεις με την πανδημία είναι πιθανό να απαιτήσουν περαιτέρω παρεμβάσεις στο πτωχευτικό δίκαιο, ώστε οι διαδικασίες αναδιάρθρωσης να γίνουν πιο απλές και προσβάσιμες για τις ΜμΕ, για πολλές από τις οποίες τα χρέη θα γίνουν δυσβάστακτα» και σημειώνεται πως «θα ήταν χρήσιμη η δημιουργία ειδικών δικαστηρίων με εξειδίκευση σε θέματα οικονομικού περιεχομένου, όπως αυτά που αφορούν την πτώχευση, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται πιο γρήγορα και αποτελεσματικά».
Σημειώνεται ακόμη πως «αλλαγές απαιτούνται και στο πτωχευτικό δίκαιο για τα νοικοκυριά», κι ενώ ήδη με βάση τα όσα βρίσκονται στα σκαριά, προβλέπεται η... «απαλλαγή» τους από τα χρέη μέσω της ρευστοποίησης όλης της περιουσίας τους και της μετατροπής τους σε νοικάρηδες στα σπίτια τους.
Τη δική τους ξεχωριστή θέση στο κυβερνητικό σχέδιο έχουν και οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις σε όλο το φάσμα του κρατικού μηχανισμού, ώστε αυτός να γίνει ακόμη πιο αποτελεσματικός για τα «θέλω» του κεφαλαίου και αντίστοιχα ακόμη πιο εχθρικός απέναντι στις εργατικές - λαϊκές ανάγκες. Στην κατεύθυνση αυτή προτείνονται νέες αντιδραστικές αλλαγές:
-- Στη Δικαιοσύνη, με λειτουργία εξειδικευμένων τμημάτων στα δικαστήρια για υποθέσεις «σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος» με ανώτατο όριο 12 μηνών έως την απόφαση, προκειμένου να επιταχυνθούν «επενδύσεις» όπως και στήσιμο κάθε λογής εξωδικαστικών μηχανισμών, αλλά και «κωδικοποίηση και απλοποίηση» της νομοθεσίας, ώστε επιχειρηματικοί όμιλοι και «επενδυτές» να μη δίνουν τον παραμικρό «λογαριασμό».
-- Στην Εκπαίδευση, στην κατεύθυνση της ακόμα στενότερης σύνδεσης, από την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση έως τα πανεπιστήμια και την Ερευνα, με τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων, με την επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων, τις οποίες ήδη έχουν θεσμοθετήσει οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Αξιολόγηση, «αυτονομία», δεξιότητες σε βάρος της ολόπλευρης γνώσης, στενότερη σύνδεση της Ερευνας με τους επιχειρηματικούς ομίλους, προσέγγιση της Εκπαίδευσης με όρους οικονομικών αποδόσεων, είναι η λογική που διατρέχει το κείμενο.
-- Στην Υγεία, όπου με μπούσουλα «την ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών του εγχώριου κλάδου της Υγείας», των κερδών των ιδιωτικών ομίλων και τις «εξοικονομήσεις κόστους και την αποσυμφόρηση των μονάδων Υγείας», γίνεται λόγος για «ριζική αναδιάρθρωση» στην κατεύθυνση της παραπέρα ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης, μεταξύ άλλων με «αύξηση αυτονομίας και αξιολόγηση νοσοκομείων και άλλων μονάδων Υγείας», «εξορθολογισμό» των δαπανών με νέους «κόφτες» για τις λαϊκές ανάγκες, προνόμια και φοροαπαλλαγές για φαρμακοβιομήχανους και τους επιχειρηματικούς ομίλους στην Υγεία.