Associated Press |
«Οχι μόνον δε θα εμποδίσουμε τις καταλήψεις, αλλά αυτές θα κλιμακωθούν εάν υπάρξει αντίδραση... Θέλουμε τη γη μας και θα την πάρουμε με οποιοδήποτε δυνατό τρόπο», σημείωσε μιλώντας την περασμένη Τετάρτη σε πλήθος εκατοντάδων οπαδών του κόμματός του. Η επόμενη φράση του δεν άφησε αμφιβολίες για τις πραγματικές του προθέσεις. Οπως υποστήριξε «για να ορθοποδήσει η χώρα δε χρειάζονται μόνον οι περίπου 1.000 φάρμες που τελούν υπό κατάληψη, αλλά το 50% των 12.000.000 εκταρίων καλλιεργήσιμης γης» που κατέχει συνολικά η μειοψηφία των λευκών γαιοκτημόνων, που εκπροσωπούνται από την Ενωση Εμπορικών Αγροκτημάτων. Οπερ μεθ' ερμηνευόμενο σημαίνει πως μετά και την - όπως φαίνεται - οριστική ρήξη των σχέσεων ανάμεσα σε Λονδίνο και Χαράρε, το ξαναμοίρασμα της καλλιεργήσιμης γης στη Ζιμπάμπουε θα γίνει δίχως την παροχή ικανών - ίσως και οποιωνδήποτε...- αποζημιώσεων στους ιδιοκτήτες.
Αν η υπόθεση πάρει τελικώς αυτή την τροπή, οι εμφανείς δυσμενείς επιπτώσεις στις σχέσεις της Ζιμπάμπουε με τη Βρετανία και άλλες οικονομικές κραταιές δυνάμεις, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Ομως, αυτό είναι κάτι που για την ώρα φαίνεται πως είναι το λιγότερο που απασχολεί την ηγεσία της χώρας. Αντίθετα, απασχολεί περισσότερο τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, απ' τους κόλπους της οποίας το «Κίνημα Δημοκρατικής Αλλαγής» φαίνεται να αναδεικνύεται ως ικανότερο να «εκφράσει» μία σημαντική μερίδα ψηφοφόρων.
Ετσι, ενόψει των επικείμενων εκλογών, ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε, ο άνθρωπος που πριν 20 χρόνια ηγήθηκε, μεταξύ άλλων, του αγώνα της ανεξαρτησίας κατά της αποικιοκρατικής δύναμης (Βρετανία), φαίνεται σήμερα αποφασισμένος να τα παίξει όλα για όλα. Το ζήτημα είναι γιατί φαίνεται τώρα αποφασισμένος και γιατί δεν πήρε, μέσα στα είκοσι συναπτά χρόνια που παραμένει στην εξουσία, τα ριζοσπαστικά μέτρα που ο ίδιος σήμερα προτείνει για το θέμα της αγροτικής μεταρρύθμισης.
Τα «ελαφρυντικά» στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας παραμονής του κόμματος «ΖΑΝU» στην εξουσία είναι πολλά. Μετά από έναν αιματηρό πόλεμο με τους Βρετανούς αποικιοκράτες, η χώρα έπρεπε να σταθεί στα πόδια της, αποφεύγοντας το ενδεχόμενο ενός εμφύλιου σπαραγμού. Μέσα σ' αυτά τα πρώτα δέκα χρόνια, ο αγώνας δόθηκε - και κερδήθηκε εν πολλοίς - στην αρένα οικοδόμησης μίας βασικής υποδομής στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και της γεωργίας. Κατά τα βρετανικά και διεθνή ΜΜΕ, η καλή οικονομική κατάσταση της πρώην Ροδεσίας (όπως λεγόταν επί αποικιοκρατίας η Ζιμπάμπουε) βοήθησε, μεταξύ άλλων, στην επίτευξη αυτών των στόχων. Αργά αλλά σταθερά φάνηκε πως η μακρά παραμονή των κυβερνώντων στην εξουσία τούς έφθειρε... Δεν ήταν όμως ο μόνος παράγοντας που συνέτεινε στη σημερινή κατάσταση.
Δραματικές ήταν οι επιπτώσεις από τις ολέθριες υποδείξεις οικονομικής πολιτικής ξένων παραγόντων, τα δυσβάσταχτα δάνεια διεθνών θεσμικών οργανισμών (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα), αλλά και η επιμονή της Γηραιάς Αλβιόνας να έχει τον πρώτο, αν όχι τον κύριο λόγο, στην καθορισμό της ταυτότητας κατόχου του συντριπτικού ποσοστού της εύφορης γης στη Ζιμπάμπουε μέσω διάφορων συμφωνιών (π.χ., Συμφωνία του Λάνκαστερ 1979, άλλες μεταγενέστερες αλλά ελάσσονος σημασίας συμφωνίες που είχαν ως αποτέλεσμα να «παγώσει» το 1990 - '91 η «οικονομική βοήθεια» που χορηγούσε η Μ. Βρετανία προκειμένου να εκχωρηθεί - κατόπιν αποζημιώσεων - ένας μικρός αριθμός τσιφλικιών από τους λευκούς γαιοκτήμονες στην κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε)... Ωστόσο, ακόμη και κάτω από τους όρους που συνόδευαν τις συμφωνίες για την εκχώρηση αγροκτημάτων της λευκής μειοψηφίας στο κράτος της Ζιμπάμπουε, η κυβέρνηση Μουγκάμπε «έπαιξε», ξεχνώντας ως επί το πλείστον τους πάμφτωχους αγρότες της χώρας. Σύμφωνα με επιβεβαιωμένα στοιχεία που δόθηκαν από την ίδια την κυβέρνηση Μουγκάμπε, με το σκεπτικό της «διαφάνειας» και τη λογική του «δεν έχουμε τίποτε να κρύψουμε», προκύπτει ότι οι πλουσιότερες εκτάσεις που ήρθαν στην κατοχή του κράτους υπό συμφωνίες των δύο τελευταίων δεκαετιών, δόθηκαν σε υπουργούς της κυβέρνησης, σε δικαστές φίλα προσκείμενους στο κυβερνών κόμμα «ZANU», σε στρατιωτικούς αξιωματούχους, και κομματικά στελέχη της κυβερνώσας παράταξης που σχημάτισαν σιγά σιγά μία ισχνή μειοψηφία μαύρων, αυτή τη φορά, πλουτοκρατών...
Γι' αυτό, και παραμένει θολό, αν όχι αβέβαιο, εάν η πάλη που έχει ξεκινήσει στο πεδίο της αγροτικής μεταρρύθμισης θα επεκταθεί και σε άλλους τομείς της σύγχρονης κοινωνίας της χώρας. Φαίνεται, δηλαδή, επί του παρόντος, πως οι μικροαστοί που κυνηγούν το πενιχρό μεροκάματο κάνοντας δουλιές του ποδαριού στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ζιμπάμπουε (ας μην ξεχνάμε πως η ανεργία ξεπερνά το 50%!), δε φαίνονται διατεθειμένοι να μιμηθούν το παράδειγμα των χιλιάδων βετεράνων - και μη... - του πολέμου της ανεξαρτησίας που υψώνουν τις γροθιές τους ενάντια στους μεγαλοτσιφλικάδες. Ετσι, δυσπιστώντας απέναντι στην εμφανή συνεργασία του κινήματος των βετεράνων με την κυβέρνηση του Ρόμπερτ Μουγκάμπε, δεν κάνουν το πρώτο και ίσως μοιραίο βήμα για τη διεκδίκηση μίας καλύτερης ζωής.
Τι σημαίνει αυτό; Σύμφωνα πάντα με όσα μπορεί να διακρίνει από τις ανταποκρίσεις του ξένου Τύπου, η ηχώ της αγωνιστικής φωνής των βετεράνων του πολέμου που ακούγεται σήμερα στα περίπου 1.000 υπό κατάληψη αγροκτήματα φθάνει στα αστικά κέντρα εξασθενημένη και αδύναμη να ανάψει τη φλόγα για το δόσιμο οριστικών λύσεων στα παλιά και νέα προβλήματα που δημιούργησε η αποικιοκρατική κατοχή. Γεγονός, που εξηγεί γιατί το αντιπολιτευόμενο «Κίνημα Δημοκρατικής Αλλαγής» (ένα κόμμα που χρηματοδοτήθηκε και δημιουργήθηκε με την ολοφάνερη συμμετοχή, αν όχι πρωτοβουλία, της λευκής μειοψηφίας των Ευρωπαίων μεγαλοτσιφλικάδων), παλεύει να υπερτερήσει, με αξιώσεις, έναντι του κόμματος του Ρόμπερτ Μουγκάμπε στα αστικά κέντρα της χώρας.
Ετσι, παρά τις προεδρικές υποσχέσεις και τις ραγδαίες εξελίξεις που σημειώνονται μέρα με τη μέρα, δε θα πρέπει κανείς να αναμένει μία ταχύτατη λύση στο επί μία 20ετία ανεπίλυτο ζήτημα του δίκαιης αναδιανομής της καλλιεργήσιμης γης στη Ζιμπάμπουε. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η κρίση θα παραταθεί τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι, καθώς μέχρι τον Αύγουστο θα πρέπει να έχουν διεξαχθεί οι γενικές εκλογές στη Ζιμπάμπουε.
Δε θα χρειαστούν παρά μόνο μερικές ώρες για να μαθευτεί το νέο της σύλληψης, της συμπλοκής, της δολοφονίας. Και τότε, κατά κανόνα, η νύχτα θα αποκτήσει το φως των επεισοδίων για μερικά εικοσιτετράωρα. Μολότωφ θα εκτοξευτούν, βιτρίνες θα σπάσουν, αυτοκίνητα θα πυρποληθούν, τα γκλομπς, τα δακρυγόνα και τα ασφυξιογόνα σπρέι θα αναλάβουν δουλιά. Η είδηση θα καλυφθεί εκτενώς από τον Τύπο, από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Το γεγονός θα σχολιαστεί από κυβερνητικούς πολιτικούς, από την αντιπολίτευση, από κάθε λογής πρόθυμους ειδικούς. Και μετά, πάλι ηρεμία, εκρηκτική ηρεμία για τόσο καιρό, όσο χρειάζεται να δοθεί η νέα αφορμή.
Ενας φαύλος κύκλος χωρίς προφανή, για την «κοινή λογική», διέξοδο είναι η κατάσταση που επικρατεί στα πολυσυζητημένα, πλέον, αλλά και πολυδιαφημισμένα, με έναν περίεργο τρόπο, προάστια των γαλλικών μεγαλουπόλεων. Τις περιοχές εκείνες, που τα κτίρια δε θυμίζουν διόλου την ατμοσφαιρική αρχιτεκτονική και αισθητική του κέντρου. Τις περιοχές εκείνες, που χωρίζονται, συχνά, με μπάρες από τους μεγάλους αυτοκινητόδρομους που οδηγούν στην πόλη, και στις οποίες έχουν στοιβαχτεί, όλοι όσοι, για λόγους οικονομικής ανέχειας, δε «χωρούν» στην πόλη: Πολλές γενιές μεταναστών από τις χώρες του Μάγκρεμπ, δηλαδή όλες τις πρώην γαλλικές αποικίες, χαμηλόμισθοι εργάτες, ζητιάνοι, ναρκομανείς.
Είναι οι περιοχές εκείνες που οι δημοσιογράφοι των μεγάλων ΜΜΕ θεωρούνται εχθροί, που δε βλέπει ποτέ ο αγαθός τουρίστας, που η αστυνομία εισβάλλει είτε ως «ειδικός επιστημονικός διαμεσολαβητής» είτε ως δύναμη καταστολής και πάντα κατά ομάδες. Είναι οι εργατικές φτωχογειτονιές όλων των μεγάλων πόλεων της Γαλλίας, που, σε τακτά χρονικά διαστήματα, βλέπουν το φως της δημοσιότητας, εξαιτίας των ταραχών που έχει πυροδοτήσει άλλο ένα επεισόδιο μίσους και βίας ανάμεσα στους νεαρούς κατοίκους τους και τους αστυνομικούς, επεισόδια που τα τελευταία χρόνια λαμβάνουν χώρα ολοένα και συχνότερα.
Υπό το φως αυτού του είδους των συγκρούσεων, «είδε», μόλις πριν από λίγες βδομάδες, τη δημοσιότητα και η συνοικία «νότια Λίλλη», της ομώνυμης γαλλικής μεγαλούπολης. Η νότια Λίλλη, των 23 χιλιάδων κατοίκων, ως το πλέον πρόσφατο επεισόδιο ενός διαρκώς ευρύτερου φαινομένου που χαρακτηρίζεται, στη Γαλλία, ως «αστική βία», έδωσε νέα τροφή στις σχετικές αναλύσεις που μιλούν για ένα «φαινόμενο - ιδιαιτερότητα της γαλλικής κοινωνίας, το οποίο λαμβάνει συνεχώς μεγαλύτερες και ανησυχητικότερες διαστάσεις».
Αφορμή στάθηκε η δολοφονία, «εν ψυχρώ» υποστηρίζουν οι κάτοικοι, του 25χρονου, αλγερινής καταγωγής, Ριάντ Χαμλάουι από αστυνομικό, την ώρα που ο νεαρός προσπαθούσε, χωρίς επιτυχία, να παραβιάσει την κλειδαριά ενός σταθμευμένου αυτοκινήτου. Ο, επίσης νεαρός, αστυνομικός επικαλέστηκε συνθήκες «αυτοάμυνας», επιχειρηματολογία που δεν έπεισε ούτε την τοπική Εισαγγελία, που τον παρέπεμψε σε ανάκριση, θέτοντάς τον σε διαθεσιμότητα, με την κατηγορία του «φόνου εκ προμελέτης».
Η οδός Μπαλζάκ, όπου έπεσε νεκρός ο Ριάντ, μετατράπηκε σε τόπο προσκυνήματος για τους κατοίκους. Οι δρόμοι της συνοικίας έγιναν πεδίο μάχης για τρία μερόνυχτα, το τοπικό αστυνομικό τμήμα λεηλατήθηκε, δεκάδες αυτοκίνητα κάηκαν, δεκάδες συλλήψεις έγιναν. Ο ιμάμης της μουσουλμανικής κοινότητας της Λίλλης έκανε έκκληση για ηρεμία και διοργάνωσε, σε συνεργασία με τους γονείς του θύματος, εκδήλωση με βασικό στόχο την εξομάλυνση της κατάστασης. Οι συγκρούσεις σταμάτησαν, η «τάξη» αποκαταστάθηκε, αλλά τα πνεύματα δεν ηρέμησαν. Οπως, άλλωστε, δεν έχουν ηρεμήσει, τα τελευταία χρόνια, σε κανένα τέτοιο προάστιο των γαλλικών πόλεων.
Ο Γάλλος υπουργός Εσωτερικών, Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, εξέφρασε τη βαθιά του λύπη για το θάνατο του Ριάντ, αλλά και τα επεισόδια, μιλώντας για «φρικτό δράμα» και τονίζοντας ότι έχουν, ήδη, γίνει συστάσεις στις αστυνομικές δυνάμεις να μην επιλέγουν ως πρώτη λύση τη χρήση του όπλου τους σε οποιαδήποτε περίπτωση. Ο Σεβενεμάν επέρριψε, εμμέσως, ευθύνες στον αστυνομικό. Ταυτόχρονα, όμως, έσπευσε να υπερασπίσει και να εξάρει την προσφορά ενός άλλου τομέα δράσης της αστυνομίας, του λεγόμενου «τομέα επαφής», ο οποίος εφαρμόζεται πειραματικά ως πρόγραμμα σε ορισμένες συνοικίες σαν τη νότια Λίλλη. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα, που έχει τεθεί σε εφαρμογή από τις αρχές του 1999. Στο πλαίσιό του, ειδικά εκπαιδευμένοι αστυνομικοί, μη ένστολοι, προσπαθούν να αποκαταστήσουν τις ανύπαρκτες σχέσεις τους με τους νέους των προαστίων, μέσα από συζητήσεις, εκδηλώσεις, παραινέσεις, επισκέψεις σε χώρους που συγκεντρώνεται η νεολαία.
Είναι, όντως, αλήθεια ότι η δουλειά των αστυνομικών του «τομέα επαφής» έχει γίνει αντιληπτή από τους ίδιους τους νεαρούς κατοίκους. Οπως χαρακτηριστικά τόνιζαν οι ίδιοι, «το πρωί υπάρχει η δυνατότητα να μιλήσουμε με τους «καλούς» και μερικές φορές, όντως, τα πάμε καλά, αλλά το βράδυ, αυτοί εξαφανίζονται και επανέρχονται οι «κακοί», αυτοί που ξέρουμε χρόνια τώρα, αυτοί που θα μας σκοτώσουν ή θα μας συλλάβουν, επειδή φαίνεται ότι δεν είμαστε «καθαροί» Γάλλοι».
Στα προάστια των γαλλικών μεγαλουπόλεων, τονίζει η Γαλλίδα κοινωνιολόγος, Αντζελίνα Περάλβα, κυριαρχεί η «δυναμική του φόβου». Η συσωρρευμένη οργή της νεολαίας των περιοχών αυτών, οργή που δικαιολογημένα νιώθουν βιώνοντας καθημερινά την περιθωριοποίησή τους από την «κανονική γαλλική κοινωνία», είτε λόγω της οικτρής οικονομικής τους κατάστασης, είτε λόγω του αποκλεισμού τους από τη μόρφωση και την πνευματική καλλιέργεια, πάλι εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας, είτε λόγω της, διαρκώς, επιδεινούμενης κατάστασής τους εξαιτίας της αυξανόμενης ανεργίας, εκρήγνυται. Είναι γεγονός, υπογραμμίζει η Γαλλίδα κοινωνιολόγος, ότι ο αστυνομικός θα τραβήξει, με λιγότερους ενδοιασμούς, όπλο όταν έχει απέναντί του έναν νεαρό, έστω και κλέφτη, με βορειοαφρικανικά χαρακτηριστικά, παρά κάποιον άλλο με «καθαρά γαλλικά χαρακτηριστικά». Και όπως σημειώνει η Περάλβα, η διαπίστωση αυτή δεν είναι θεωρητική ανάλυση, είναι στατιστικό στοιχείο.
Την εκτίμηση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει ο Γερμανός ερευνητής της Εγκληματολογίας του Ινστιτούτου Ερευνών του Νιντερσάχσεν, Κριστιάν Πφάιφερ. Σε πανευρωπαϊκή έρευνα για την εγκληματικότητα των νέων στη γηραιά ήπειρο, που εκπονήθηκε το 1997, αναδεικνύεται ως «ιδιαίτερη περίπτωση» αυτή της Γαλλίας, και αυτό γιατί τα, εκεί, περιστατικά βίας, διακρίνονται από ξεχωριστά γνωρίσματα που δε συναντιούνται στις ανάλογες περιπτώσεις, ακόμη και σε χώρες με υψηλά ποσοστά νεανικής εγκληματικότητας, όπως η Ιταλία, η Σουηδία, η Δανία, η Γερμανία και η Ολλανδία. Σύμφωνα με τον Πφάιφερ, ο όρος «αστική βία» αφορά μόνο τα περιστατικά στη Γαλλία.
«Η νεανική εγκληματικότητα, στις γαλλικές μεγαλουπόλεις, έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, όχι γιατί αυτό το χαρακτηριστικό δεν υπάρχει, έστω και σε μικρότερες διαστάσεις, στις άλλες χώρες, αλλά γιατί στη Γαλλία είναι κυρίαρχο, πανταχού παρόν και εντείνεται», εκτιμά ο, επίσης, Γερμανός κοινωνιολόγος - εγκληματολόγος Ντίτμαρ Λοχ, ο οποίος έχει παρακολουθήσει από κοντά και έχει συνομιλήσει με πληθώρα νεαρών συλληφθέντων Γάλλων. Στη Γαλλία, η νεανική εγκληματικότητα έχει «πολιτικές διαστάσεις», συνεχίζει ο Λοχ, που αναφέρει ότι, αν και υπάρχουν πολλά βίαια περιστατικά όμοια με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα οποία έχουν στον πυρήνα τους τα ναρκωτικά, κατά κύριο λόγο, η συντριπτική πλειοψηφία των εγκληματικών περιστατικών, των βίαιων επεισοδίων στη Γαλλία «έχει πολιτική βάση». Οι οικονομικές διακρίσεις και ανισότητες, η ανέχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός των νεαρών απογόνων των μεταναστών, είναι κάτι που σαφώς υφίσταται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπληρώνει ο Γερμανός ερευνητής, σπεύδοντας να τονίσει ότι «στη Γαλλία όμως είναι, πια, οι διακρίσεις αυτές εντελώς απροκάλυπτες, ξεκάθαρες, εμφανείς, ακόμη και αρχιτεκτονικά».
Λίγοι είναι οι Γάλλοι που κατοικούν στα προάστια, στις εργατικές ασφυκτικές πολυκατοικίες, που περπατούν στους μη πλακοστρωμένους δρόμους, που χρειάζεται να διασχίσουν μεγάλους αυτοκινητόδρομους, να υπερσκελίσουν τις μπάρες για να φθάσουν στο κέντρο, εκεί που όλα λειτουργούν φυσιολογικά. Δεν είναι τυχαίο που τα προάστια αυτά κατοικούνται, σχεδόν αποκλειστικά, από οικογένειες και γενιές μεταναστών. Οι νέοι, με καταγωγή από το Μάγκρεμπ, γεννήθηκαν στη Γαλλία, είναι υπήκοοί της, δε γνωρίζουν καμία άλλη γλώσσα από τη γαλλική. Εντούτοις, λόγω της καταγωγής τους αυτής, καταδικάστηκαν στη μιζέρια, αφού η οικονομική ανέχεια τους αποκλείει, σε μεγάλο βαθμό, από τη συνέχιση των σπουδών τους, με αποτέλεσμα τη μετατροπή τους σε φτηνά εργατικά χέρια. Σε μια περίοδο που η ανεργία αυξάνει, για το σύνολο του πληθυσμού, ως φυσικό επακόλουθο συγκεκριμένων πολιτικο-οικονομικών επιλογών μιας φιλελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας, είναι ηλίου φαεινότερον ότι θα πλήξει με μεγαλύτερη σφοδρότητα αυτές ακριβώς, τις, ήδη, περιθωριοποιημένες και ανειδίκευτες κοινωνικές ομάδες.
Οσο δυσχεραίνει η οικονομική τους κατάσταση, όσο αυξάνει η ανεργία ανάμεσά τους (πρόσφατες μελέτες αναφέρουν σε πολλές τέτοιες συνοικίες ποσοστά ανεργίας μεγαλύτερα του 50% στη νεολαία), τόσο υψώνονται τα τείχη του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης, τόσο πιο ανυπέρβλητες φαντάζουν οι μπάρες που τους χωρίζουν από το κέντρο, τόσο εντονότερη γίνεται η απόγνωση και η οργή τους, τόσο πιο εχθρικός τους φαίνεται ο μηχανισμός καταστολής ενός συστήματος, που ουδέποτε ένιωσαν να νοιάζεται γι' αυτούς. Στις ολοένα εντεινόμενες συζητήσεις και αναλύσεις για το «γαλλικό φαινόμενο της αστικής βίας», συνήθως, παραλείπεται το βασικότερο, ενώ πολύς χρόνος και φαιά ουσία αναλώνεται στην προσπάθεια θολώματος των νερών.
Σε ένα σύστημα που θεμελιώνεται στην κοινωνική αδικία, στην οικονομική ανισότητα, στην εκμετάλλευση της υπεραξίας της εργασίας μιας πλειοψηφίας προς όφελος μιας κεφαλαιούχας μειοψηφίας, το πρώτο, κατά σειρά, θύμα δεν μπορεί να είναι παρά ο, ήδη, αδύναμος, ο, ήδη, περιθωριοποιημένος. Οι πρώην αποικιοκρατούμενοι σκλάβοι δεν μπορεί παρά να είναι η «εμπροσθοφυλακή» του σύγχρονου περιθωρίου, που διαρκώς εγκολπώνει νέες κοινωνικές ομάδες. Καμία αστυνομία «επαφής», κανένα πρόγραμμα «προσέγγισης», καμία απόπειρα προσωρινής ανακούφισης, δε θα λύσει το πρόβλημα, δε θα γιατρέψει τον πόνο, δε θα κατευνάσει το θυμό, δε θα θρέψει ψευδαισθήσεις στην απόγνωση. Οσο υπάρχουν «σκλάβοι» και αφεντικά, θα υπάρχουν και «αλυσίδες» και η οργή δε θα σιγάσει αν αυτές δε σπάσουν.