Και αυτή η βδομάδα έχει τρεις ενδιαφέρουσες ταινίες. Πρώτη έρχεται η ταινία του Πέρι Ογκντεν, «Το Κορίτσι ταξιδιώτης». Δε μιλάμε για κινηματογράφο, μιλάμε για την ίδια τη ζωή. Ρεαλισμός και αλήθεια στο απόλυτο. Ακολουθεί η ταινία του Τόμας Μακάρθι, «The Visitor». Εδώ τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Ανάμεσα στα άλλα ζητήματα που βάζει η ταινία, είναι και η μαρξιστική διαλεκτική σχέση θεωρίας και πράξης. Τρίτη, αλλά όχι αναγκαστικά και η τελευταία, έρχεται η ρώσικη ταινία του Νικολάι Λεμπέντεφ «Το Αστέρι». Η ταινία γυρίστηκε το 2002 και μιλάει για ένα αληθινό πολεμικό επεισόδιο που έγινε το 1944. Μιλάμε για δυο διαφορετικούς κόσμους. Και μόνον αυτό το γεγονός, σαν μελέτη των εξελίξεων δηλαδή, αξίζει να δει κανείς την ταινία.
Η συνέχεια, βέβαια, είναι η γνωστή! Επιφανειακές κατασκοπευτικές περιπέτειες («The International» του Τομ Τίκβερ), άρρωστα «ψυχολογικά» θρίλερ, διανθισμένα, δήθεν, με «κοινωνική κριτική» («Ασε το Κακό να Μπει», του Σουηδού Τόμας Αλφρεντσον), και χαζές διαστημικές ιστορίες (Καταδίωξη στο Βουνό των Μαγισσών», του Αντι Φίκμαν).
Και κλείνουμε με τα «δικά μας». Από τη μια, έχουμε την τηλεοπτική κωμωδία (τι φάμπρικα και αυτή, τελευταία!) του Βασίλη Μυριανθόπουλου, «Σούλα Ελα Ξανά», μια νεαρή γυναίκα «ξεδιαλύνει» ανάμεσα σε τέσσερις άντρες, που της έκαναν πρόταση γάμου, ποιον θα πάρει τελικά, και, από την άλλη, το άλλο άκρο, η υποτιθέμενης κουλτούρας, «Ο Αρσιβαρίστας & ο Αγγελος», της Ελένης Αλεξανδράκη, τόσο χαοτικά σκηνοθετημένη και τόσο κακοπαιγμένη που καταστρέφει τις όποιες καλές (αν υπάρχουν τέτοιες) προθέσεις.
Με την πρώτη ματιά, ο θεατής βλέπει ένα 10χρονο κορίτσι να ψάχνει να βρει τον εαυτό του. Μια τέτοια αναζήτηση, από μόνη της, είναι πολύπλοκη και δύσκολη. Σκεφτείτε, όταν αυτό το κορίτσι δεν ξεκινάει από μια «φυσιολογική» αφετηρία, δεν ανήκει στην «οργανωμένη» κοινωνία. Η δική της αφετηρία είναι το περιθώριο και η υποβάθμιση. Το ξεκίνημά της γίνεται από το χειρότερο σημείο. Από τα σκουπίδια της κοινωνίας. Αντιλαμβάνεστε πως είναι ακατόρθωτο να καλυφθεί το κενό, να φτάσει η μικρή στο νήμα. Μέχρι να βγει στην επιφάνεια και να αρχίσει να τρέχει, οι άλλοι θα έχουν τερματίσει! Αυτή θα έχει χάσει τον πολύτιμο χρόνο της στα ναρκωτικά, στις μικροκλεψιές και στους μικροκαυγάδες.
Η 10χρονη Γουίνι ζει, μαζί με την παρατημένη από τον άντρα της μάνα της και τα αδέρφια της, σε ένα άθλιο τροχόσπιτο. Γύρω από το «σπίτι» τους, παντού λάσπες και τεράστιοι αρουραίοι. Ωστόσο, και εκεί δεν τους αφήνουν στην ησυχία τους! Κάθε τόσο, ανάλογα με τα οικονομικά συμφέροντα της περιοχής, ανάλογα με τα «σχέδια» των ιδιοκτητών, αλλά και τη «γενικότερη εικόνα» του χώρου, έρχεται η αστυνομία και τους αναγκάζει να μετακινηθούν. Και ενώ τους υπόσχονται έναν καλύτερο και πιο λειτουργικό χώρο, τους ξεγελάνε και τους οδηγούν σε ακόμα χειρότερο και ακόμα πιο υποβαθμισμένο. Τους καταχωνιάζουν όσο πιο μακριά γίνεται από τα μάτια της ευημερούσας κοινωνίας.
Σίγουρα, ο νους σας πάει στους Τσιγγάνους. Αυτοί με τους οποίους ασχολείται η ταινία δεν είναι φυλετική μειονότητα, φυλετικά και αυτοί ανήκουν στη δική μας φυλή, στην «άρια»! (Και αυτό είναι μια ακόμα απόδειξη πως το φυλετικό, τελικά, είναι απλώς δικαιολογία.) Από παράδοση και για λόγους ιστορικούς, αλλά και γιατί ποτέ κανένας δεν ασχολήθηκε σοβαρά μαζί τους, αυτοί οι άνθρωποι, με τους οποίους ασχολείται η ταινία, εξακολουθούν, ακόμα και σήμερα, να ζουν νομαδικά σαν τους Τσιγγάνους. Οι Ιρλανδοί, σε αυτούς τους κυνηγημένους συμπατριώτες τους, τους έδωσαν ένα χαρακτηριστικό όνομα, τους ονομάζουν «Ταξιδιώτες».
Το βαθύ ενδιαφέρον της ταινίας, ωστόσο, δε βρίσκεται στην καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων. Αυτή είναι γνωστή, τόσο γνωστή και συνηθισμένη που κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να την αλλάξει. Το βαθύ ενδιαφέρον της ταινίας βρίσκεται στην υποκρισία της «οργανωμένης» κοινωνίας, στις αδυναμίες της αστικής κοινωνίας να λύσει τέτοιου - και τέτοιου - είδους προβλήματα. Είναι φανερό πως το καπιταλιστικό κράτος, όσο και αν θεωρείται πετυχημένο, όπως η Ιρλανδία, ας πούμε, την οποία προπαγανδίζουν σαν σύγχρονη Σουηδία, και δε θέλει και δεν μπορεί να εξασφαλίσει στους κατοίκους της, σε όλους τους κατοίκους της, τα προφανή και τα απαραίτητα.
Για τα μάτια του κόσμου, βέβαια, αλλά και για να προληφθούν βίαιες αντιδράσεις και για να κρατιέται η οργή κάτω από έλεγχο, η έξυπνη Ιρλανδία, και όχι μόνον αυτή, δημιούργησε έναν ολόκληρο κρατικό και «παρακρατικό» (οργανώσεις μη κυβερνητικές) μηχανισμό, για να «βοηθούν» τους αναξιοπαθούντες. Η ταινία, και σε αυτό το σημείο, ιδιαίτερα σε αυτό το σημείο, είναι άκρως αποκαλυπτική. Ακόμα και υπηρεσίες, και πολύ περισσότερο μεμονωμένα άτομα (γιατροί, δικηγόροι, κοινωνικοί λειτουργοί, απλοί πολίτες) που θέλουν να βοηθήσουν και τρέχουν κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους, σκοντάφτουν πάνω στη συνειδητή κρατική άρνηση και στη συνειδητή καπιταλιστική γραφειοκρατία. Μιλάμε για ολοκληρωτικό αδιέξοδο! (Αδιέξοδο, βέβαια, όταν κανείς ζητάει λύση προβλημάτων του καπιταλισμού, μέσα στον ίδιο τον καπιταλισμό!)
Η ταινία είναι τόσο απλή και τόσο κατανοητή, που περισσεύει ο διαμεσολαβητικός κριτικός λόγος. Θέλω, ωστόσο, να τονίσω τις καταπληκτικές ερμηνείες, από τους ερασιτέχνες κυρίως ηθοποιούς. Δεν «παίζουν» το «ρόλο» τους, τη ζωή τους δηλαδή, δεν αναπαριστάνουν την πραγματικότητά τους. Ερμηνεύουν τη ζωή τους, προχωρούν σε βάθος, δε στέκονται στην επιφάνεια. Ο θεατής σε κανένα σημείο της ταινίας δε θα κλάψει, παρότι θα έπρεπε (αν υπήρχαν φθηνές προθέσεις) να λιώσει στο κλάμα. Κοντά στους θαυμάσιους ηθοποιούς, η εξαιρετική φωτογραφία και η, επίσης, εξαιρετική μουσική.
Παίζουν: Μπόνι Ο' Βράιαν, Γουίνι Μαγκχαμ, Πάντι Μάγκχαμ, Ρόζι Μάγκχαμ, Μπράιαν Νρίγκναμ, κ.ά.
Ενας καθηγητής πανεπιστημίου (οικονομολόγος), φτάνοντας κοντά στην αποστρατεία (κάπως αργά, ίσως), αντιλαμβάνεται πως δεν είναι ευτυχισμένος. Τα μαθήματά του (θεωρία) μιλάνε για τον Τρίτο Κόσμο. Η ζωή του (πράξη) πνίγεται μέσα στο μεσοαστισμό. Δυο διαφορετικά άτομα μέσα στο ίδιο κορμί. Πώς να είναι ευτυχισμένος; Τα μαθήματά του (θεωρία) παραμένουν αναπόδεικτα (πράξη).
Μέχρι να φτάσει σε ένα «τυχαίο» γεγονός, το οποίο και θα τον αλλάξει, έκανε κάποιες ανόητες και αναποτελεσματικές κινήσεις. Σπασμωδικές κινήσεις. Ακόμα και σε αυτήν την προχωρημένη ηλικία, που τα δάχτυλα (και όχι μόνον αυτά) χάνουν την ευλυγισία τους, εκείνος προσπάθησε να μάθει πιάνο, θεωρώντας, ίσως, πως με αυτό τον τρόπο θα τιμούσε την πεθαμένη γυναίκα του. Φυσικά, αποτυχία!
Κάποια μέρα, το πανεπιστήμιο τον αναγκάζει (αυτός δεν έχει καμία όρεξη για δουλειά) να πάει στη Νέα Υόρκη και να παρουσιάσει μια οικονομική εργασία για τον Τρίτο Κόσμο. Χωρίς να το καταλάβει, το κοντέρ άρχισε να παίρνει γρήγορες - και σωστές - στροφές. Μόλις πατήσει το πόδι του στη Νέα Υόρκη και ανοίξει το εκεί σπίτι του, ανακαλύπτει πως δυο άτομα του Τρίτου Κόσμου, ένας Σύρος και μια μαύρη, που μου διαφεύγει η χώρα προέλευσης (δεν έχει, άλλωστε, σημασία), έχουν κάνει, κατά κάποιον τρόπο, κατάληψη.
Αν η ταινία συναντούσε τον καθηγητή μερικά χρόνια νωρίτερα, πριν ακόμα μπει στη διαδικασία να ανακαλύψει το πραγματικό νόημα της ζωής του, είναι σίγουρο, θα πέταγε έξω από το σπίτι του το ζευγάρι. Σίγουρο, επίσης, είναι πως θα φώναζε την αστυνομία για τα περαιτέρω. Σε αυτή τη φάση της ζωής του, όμως, έχει γίνει διαλεκτικός (και περίεργος). Ζητάει από το ζευγάρι να μείνει μαζί του (μέχρι να βολευτούν κάπου). Μάλιστα, του το ζητάει επίμονα, σχεδόν παρακλητικά.
Το ζευγάρι μένει και σιγά σιγά γεμίζει και το άλλο κομμάτι της ζωής του καθηγητή (η πράξη). Ολες οι οικονομικές θεωρίες του για τον Τρίτο Κόσμο, στην πράξη, βγαίνουν σκάρτες! Η ζωή (πραγματικότητα) είναι τελείως διαφορετική από αυτήν που διδάσκει στο πανεπιστήμιο. Η «βοήθεια» των «πολιτισμένων» και οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών δεν είναι παρά μια απάτη. Η μεταχείριση αυτών των χωρών - και των ανθρώπων - είναι η χειρότερη. Ενα διαρκές κυνήγι (πέρα από την κλοπή των πρώτων υλών). Η αμερικάνικη αστυνομία (αστυνομία χώρας που «βοηθάει» τον Τρίτο Κόσμο) συλλαμβάνει τον Σύρο λαθρομετανάστη και του συμπεριφέρεται σαν σκουπίδι. Ο καθηγητής, που δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που γίνεται, «αφού το παιδί είναι εξαιρετικός χαρακτήρας, αγαπάει τη φίλη του, σέβεται τη μητέρα του, νιώθει υποχρέωση για τον καθηγητή (στον οποίο δίδαξε τύμπανο), για την Αμερική που τον φιλοξενεί», ξεσηκώνεται και αρχίζει μια εκστρατεία για να μην τον απελάσουν.
Φυσικά, μάντευε το αποτέλεσμα! Το κέρδος, ωστόσο, είναι πως σώθηκε ένας άνθρωπος. Ο καθηγητής! Η επαφή του με την πραγματικότητα, με τη φασιστική συμπεριφορά της πατρίδας του, τον συνειδητοποιεί. Φυσικά, δε φτάνει στα «άκρα». Παραμένει αστός (για την ώρα). Ενα δεύτερο «τυχαίο» γεγονός ίσως να τον πάει ένα ακόμα βήμα κοντύτερα στην αλήθεια.
Παίζουν: Ρίτσαρντ Τζένκις, Χάαζ Σλέιμαν, Ντανάι Τζεκεσάι Γκουρίρα, Χιάμ Αμπάς, Πατρίτσια Κλάρσον.
Βρισκόμαστε στα 1944, στο μέτωπο της Πολωνίας. Μια ομάδα νεαρών Σοβιετικών ανιχνευτών παίρνει εντολή να διεισδύσει στις γραμμές των Γερμανών και με τον ασύρματο να στείλει χρήσιμες πληροφορίες. Στην ίδια αποστολή, δυο προηγούμενες ομάδες αποδεκατίστηκαν. Είναι σχεδόν βέβαιο πως και αυτή η ομάδα θα έχει το ίδιο τέλος. Ωστόσο, το πατριωτικό χρέος ξεπληρώνεται με θυσίες. Οι νεαροί ανιχνευτές θα χορέψουν και αυτοί το δικό τους χορό.
«Το Αστέρι», πέρα από το καθαρά κινηματογραφικό ενδιαφέρον του, το οποίο δεν είναι καθόλου αμελητέο, το αντίθετο μάλιστα, παρουσιάζει και ένα ειδικό πολιτικό ενδιαφέρον. Η ταινία γυρίστηκε το 2002, από τη νέα τάξη πραγμάτων της Ρωσίας, από το πασίγνωστο στούντιο «Μόσφιλμ», το οποίο είχε θριαμβεύσει στα παραγωγικά χρόνια του σοσιαλισμού, και αναφέρεται σε ένα αληθινό πολεμικό επεισόδιο στη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου. Και εκεί, ακριβώς, βρίσκεται το πολιτικό ενδιαφέρον. Στο γεγονός, δηλαδή, πως η σημερινή καπιταλιστική Ρωσία γυρίζει μια ταινία που αναφέρεται στα χρόνια του σοσιαλισμού, ενώ, παράλληλα, κάνει ό,τι μπορεί για να συκοφαντήσει το σοσιαλισμό.
Οι δηλώσεις, δε, του σκηνοθέτη της ταινίας έρχονται και περιπλέκουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα. «Την τελευταία δεκαετία έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν καταλάβαμε ποιος κέρδισε τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο», δηλώνει. «Στην Ευρώπη μαθαίνουν πως τον κέρδισαν οι Αμερικάνοι. Στη σημερινή Ρωσία, η νεολαία, επηρεασμένη από τις αμερικάνικες ταινίες που κατακλύζουν την αγορά μας, έχει μπερδευτεί, με αποτέλεσμα να αγνοεί το έργο των πατεράδων τους και τη μεγάλη νίκη».
Αποκαθιστά η ταινία τα πράγματα; Μερικώς! Ο κορμός της είναι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, οι θετικοί ήρωες, οι γεμάτες σεβασμό και αγάπη ανθρώπινες σχέσεις, ο αλτρουισμός, η αλληλεγγύη, ο πατριωτισμός. Μέχρις εκεί, όμως! Σε καμία στιγμή δε μας λέει τίνος πολιτικού συστήματος ήταν αυτοί οι άνθρωποι, που είχαν αυτές τις συμπεριφορές. Σχεδόν αποσιωπάται η σοσιαλιστική πατρίδα και ο ρόλος του κομμουνιστικού κόμματος της ΕΣΣΔ στην καθοδήγηση αυτού του πολέμου.
Αυτή η αποσιώπηση είναι μέσα στα γενικά σχέδια της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της Ρωσίας ή στους συμβιβασμούς που υποχρεώθηκε να κάνει ο σκηνοθέτης για να γυρίσει την ταινία του; Αυτό θα το μάθουμε στην άλλη ζωή. Εκείνο, ωστόσο, που βγάζει η ίδια η ταινία, και ξεπερνάει τις όποιες ενδεχόμενες σκοπιμότητες, είναι ένας βαθύς ανθρωπισμός, μια αυταπάρνηση, μια απέραντη τρυφερότητα, μια μεγάλη διάθεση θυσίας. Είναι πολλές στιγμές μέσα στην ταινία, που αυθόρμητα σχηματίζεις την εντύπωση ότι παρακολουθείς μια παλιά σοβιετική ταινία, στην οποία ο έρωτας είναι έρωτας όμορφος και ολοκληρωμένος, η αυταπάρνηση των στρατιωτών στο ακέραιο. Η ταινία, λοιπόν, είναι θετική.
Παίζουν: Ιγκόρ Πετρένκο, Εκατερίνα Βουλιτσένκο, Αλεξέι Πανίν, Αρτέμ Σεμακίν, κ.ά.
ΚΡΙΤΙΚΗ: Νίκος ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
Ενας ακέραιος πράκτορας της Ιντερπόλ και μια ακεραία βοηθός εισαγγελέα του Μανχάταν έχουν μυριστεί ότι μια πολυεθνική τράπεζα έχει ανοίξει πολλές και διάφορες σκοτεινές δοσοληψίες με πολλές και διάφορες κυβερνήσεις του κόσμου (δεν έγινε καμία αναφορά στη δική μας κυβέρνηση). Ο πράκτορας και η βοηθός εισαγγελέα θα πάρουν το ζήτημα τελείως προσωπικά. Θα ριχτούν με τα μούτρα στη δουλειά για να πιάσουν τους τραπεζίτες και να τους οδηγήσουν στη Δικαιοσύνη.
Θα μου πείτε, γίνονται αυτά τα πράγματα στη ζωή; Και θα σας πω πως αυτά τα πράγματα δε γίνονται (πιστευτά) ούτε στον κινηματογράφο. Εστω και αν υποστηρίζονται από μια μεγάλη παραγωγή, από έναν καλό (στο είδος) σκηνοθέτη και από πειστικούς ηθοποιούς. Εμένα το μόνο πράγμα που μου έμεινε από την ταινία ήταν μερικές σκηνές δράσης πολύ καλά γυρισμένες, όπως η σκηνή στην γκαλερί μοντέρνας τέχνης, όπου δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο! Τίποτα άλλο.
Παίζουν: Κλάιβ Οουεν, Ναόμι Γουότς, Αρμίν Μίλερ - Σταλ, Μπράιαν Ο' Μπερν.
«Ασε το Κακό να Μπει», του Σουηδού Τόμας Αλφρεντσον.
Η ταινία έχει αποσπάσει του κόσμου τα βραβεία από δευτερεύοντα φεστιβάλ, τα περισσότερα, δυστυχώς, από τους κριτικούς. Πράγματι, το «Ασε το Κακό να Μπει», μπορεί να ξεγελάσει ή να εντυπωσιάσει! Εχει άψογη σκηνοθεσία, σπάνιας πλαστικότητας κάδρα, εξαιρετικούς φωτισμούς, πολύ καλή ατμόσφαιρα. Το περιεχόμενο; Αφήστε το καλύτερα! Ενα άρρωστο θρίλερ, στο οποίο μάλιστα παίζουν - και δολοφονούν και δολοφονούνται - παιδιά!
Εάν θεωρείται τέχνη ένα δεκάχρονο κορίτσι - και δεν ήταν το μόνο - να πηδάει πάνω σε ανθρώπους και να τους ρίχνει κάτω για να τους πιει το αίμα. `Η να βλέπεις έναν τύπο να κρεμάει ανάποδα ένα άλλο παιδί, να του σχίζει την καρωτίδα και να μαζεύει σε έναν κουβά το αίμα του (για να το πιει, ίσως, με το πρωινό του)! Τότε δικαίως το βράβευσαν οι κριτικοί και συγχαρητήρια.
Παίζουν: Κάρε Χάντεμπραντ, Λίνα Λεάντερσον, Περ Ράγκναρ, Χάνρικ Νταχλ, κ.ά.
«Καταδίωξη στο Βουνό των Μαγισσών»,του Αντι Φίκμαν.
Το κεντρικό θέμα της ταινίας έχει γυριστεί σε δυο συνέχειες στη δεκαετία του '70. Η τρίτη εκδοχή, η σημερινή, υποστηρίζεται και από σύγχρονη τεχνολογία. Και γίνεται, πράγματι, μια χορταστική περιπέτεια για παιδιά (δεν κυριολεκτώ, δε φταίνε σε τίποτα τα παιδιά).
Δυο παιδιά από το Διάστημα συνεργάζονται με Αμερικάνο ταξιτζή και σώζουν τον κόσμο! Μην ξαφνιάζεστε. Η ταινία είναι «επιστημονικής» φαντασίας.
Παίζουν: Ντουέιν Τζόνσον, Αννα - Σοφία Ρομπ, Αλεξάντερ Λούντβιγκ, Κάρλα Γκουτζίνο, κ.ά.
«Ο αρσιβαρίστας και ο άγγελος»,της Ελένης Αλεξανδράκη.
Δε φτάνει ούτε ο Παπαδιαμάντης, ούτε η Νισύρια Καρπαθάκη, ούτε η Γαλλίδα Τιβέλ, ούτε, ακόμα, οι καλές προθέσεις της σκηνοθέτιδας, για να γίνει μια καλή, άντε υποφερτή, ταινία. Θέλει όλα αυτά (τα κείμενα), μαζί με τις αγνές προθέσεις της σκηνοθέτιδας, να γίνουν ένα ενιαίο σενάριο, να ξέρει ο κόσμος τι παρακολουθεί. Στη συνέχεια, να υπάρξει μια ενιαία σκηνοθετική ματιά. Και τρίτον - μέγιστο σε πολλές περιπτώσεις - οι ηθοποιοί να μην «απαγγέλλουν» σαν ερασιτέχνες, έστω και αν παριστάνουν τους ερασιτέχνες. Στον αρσιβαρίστα δε διακρίθηκε, στην πραγματικότητα δε διασώθηκε, ούτε ένας ηθοποιός.
Ετσι, για να μην παρεξηγηθούμε, θυμίζουμε πως ερασιτέχνες ηθοποιοί παίζουν και στην ταινία του Πέρι Ογκντεν, «Το Κορίτσι Ταξιδιώτης». Εκείνοι οι ερασιτέχνες ηθοποιοί χώθηκαν μέσα στο ρόλο τους και ήταν αληθινοί. Στην ταινία της Αλεξανδράκη κανένας δεν πίστεψε ή δεν κατάλαβε τι έκανε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα χάος. Ενας χάος που κατάστρεψε κάθε καλή πρόθεση.
Παίζουν: Λυδία Κονιόρδου, Αγλαΐα Παπά, Ασπασία Κράλλη, Γιωργής Τσαμπουράκης, Ερμής Μαλκότσης, κ.ά., καθώς και κάτοικοι της Νισύρου.
«Σούλα έλα ξανά», του Βασίλη Μυριανθόπουλου.
Δεν είδα την ταινία, δε θα εκφέρω γνώμη, παρότι έχω τις «πληροφορίες» μου και γνωρίζω! Θα αφήσω την ίδια την ταινία να σας συστηθεί: Η Σούλα Σαρημπουγιούκη, λοιπόν, φοράει Σανέλ νούμερο 19 από τα δεκαπέντε της. Είναι τριάντα ετών, πια, ανεξάρτητη και κατά του γάμου. Σήμερα έχει γενέθλια και πρέπει να πάρει τις αποφάσεις της. Υπάρχουν τέσσερις υποψήφιοι γαμπροί, παλαιοί έρωτες της Σούλας. Η τύχη, ωστόσο, έχει άλλα σχέδια.
Συγκρίνεται το θέμα της, για τη φόρμα δε γίνεται συζήτηση, με την ελληνική πραγματικότητα και βγάλτε τα συμπεράσματά σας. Δική σας η ευθύνη.
Παίζουν: Ζέτα Μακρυπούλια, Μίνα Αδαμάκη, Σόφη Ζανίνου, Μιχάλης Μαρίνος, Μάνος Γαβράς, κ.ά.