ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 6 Σεπτέμβρη 2007
Σελ. /32
Μακριά από τα αληθινά προβλήματα ο κινηματογράφος

Η «Tesis», του ταλαντούχου Αλεχάντρο Αμενάμπαρ (Η Θάλασσα Μέσα μας), παρ' όλα τα προβλήματά της, είναι μια πολύ καλή ταινία. Πρόκειται για ένα θρίλερ, που προσπαθεί να μιλήσει σοβαρά. Η «Επιστροφή στο Παρίσι», του Κριστόφ Ονορέ, είναι μια «προσωπική κατάθεση» για την πεθαμένη, πια, σήμερα Νουβέλ Βανγκ. Νεανικοί έρωτες και «χαριτωμένη» απελπισία! Από κοντά, με την ίδια κινηματογραφική φόρμα, και η «παιχνιδιάρικη» αγγλική ταινία του Μπρους Ρόμπινσον, «Ο Φίλος μου και Εγώ». Μικρά «χαριτωμένα» στιγμιότυπα από τη ζωή δυο άνεργων δευτεροκλασάτων ηθοποιών.

Ο Κύπριος Πανίκος Χρυσάνθου, στην ταινία του «Akamas», με ξεπερασμένο νατουραλιστικό τρόπο, σκορπάει ευχολόγια για την ενότητα των δυο κοινοτήτων του νησιού. Οι «Αλεξίσφαιροι Ντετέκτιβ 3», του Μπρετ Ράτνερ, κάνουν διάφορες ανώδυνες πλακίτσες για να μας διασκεδάσουν και για να μας αποσπάσουν το εισιτήριο.

Και η κινηματογραφική βδομάδα κλείνει με δυο αιματοβαμμένα θρίλερ. Το μαλακότερο «Zodiac», του Ντέιβιντ Φίτνερ και το αγριότερο «Planet Terror», του Ρόμπερτ Ροντρίγκες.

Καλές και μυαλωμένες εκλογές! Οι τετραετίες δεν είναι για να πηγαίνουν χαμένες!

ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ ΑΜΕΝΑΜΠΑΡ
Tesis

Θα προσπαθήσω να βάλω τα πράγματα σε μια τάξη. Ας ξεκινήσουμε με τον σκηνοθέτη. Οταν γύρισε την ταινία (1995) ήταν μόλις 23 ετών! Στο μεταξύ, από τα 19 του είχε αρχίσει να γράφει σενάρια και μουσική, να μοντάρει, να παίζει και να γυρίζει ταινίες μικρού μήκους!

Το δίχως άλλο, όμως, έχουμε να κάνουμε με έναν πολύ ταλαντούχο άνθρωπο. Αυτό μαρτυρούν οι ταινίες που γύρισε στη συνέχεια με πρώτη, κατά τη γνώμη μου, τη θαυμάσια «Η θάλασσα μέσα μου» (όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας). Μια εξαιρετική ταινία η οποία με πολύ σεβασμό χειριζόταν το ζήτημα της ευθανασίας και το δικαίωμα του «αξιοπρεπούς» θανάτου, αν υπάρχει τέτοιο «δικαίωμα».

Ας έρθουμε, όμως, στην «Tesis» (Διπλωματική Εργασία). Η Ανχελα που σπουδάζει στην Ακαδημία Κινηματογράφου της Μαδρίτης, για τη διπλωματική της εργασία διάλεξε να παρουσιάσει μια ταινία με θέμα τη βία στη ζωή και στο σινεμά. Ψάχνοντας στοιχεία για το θέμα της, μπλέκει η ίδια, και η ταινία, σε μια περιπέτεια η οποία σε τίποτα δε διαφέρει από τα θρίλερ τα οποία ήθελε να σχολιάσει. Ερευνώντας στα αρχεία (ταινιοθήκη) της Ακαδημίας για υλικό, πέφτει πάνω σε ένα φιλμ το οποίο δείχνει μια αληθινή δολοφονία! Μια νεαρή φοιτήτρια, αφού πρώτα βασανιστεί βάναυσα, δολοφονείται. Δολοφονείται από τον άνθρωπο που γύρισε τη νοσηρή ταινία! Ο οποίος(τέτοια διαστροφή!) απαθανάτισε την πράξη του σε φιλμ.

Η Ανχελα, η οποία πριν μπλεχτεί στην υπόθεση μισούσε τη βία, ακόμα και τη βία στο σινεμά (γι' αυτό διάλεξε αυτό το θέμα για τη διπλωματική της), τώρα, πια, με μανία και πάθος προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια. Να μάθει ποιος γύρισε το φιλμ και, κυρίως, ποιος είναι ο δολοφόνος. Βλέπουμε, δηλαδή, έναν άνθρωπο δηλωμένο εχθρό της βίας, σιγά-σιγά να παγιδεύεται από αυτή. Να θέλει να εισχωρήσει όλο και βαθύτερα σε αυτή. Σαν κάτι να την τραβάει στο εσωτερικό της!

Η ταινία, παρότι κατά διαστήματα έχει κάποιους αργούς ρυθμούς, «τραβάει» το ενδιαφέρον του θεατή, γιατί διαθέτει πλοκή και αρκετό σασπένς. Οι θεατές των θρίλερ σίγουρα θα ευχαριστηθούν! Ομως, η ταινία είναι θρίλερ ή, τέλος πάντων, είναι μόνον θρίλερ; Από το σημείο αυτό και κάτω, από τη στιγμή που μπαίνει το ερώτημα, αρχίζει και το «μπέρδεμα», που σας ανέφερα στην αρχή. Τα αμερικάνικα θρίλερ, σχεδόν στο σύνολό τους, δε νοιάζονται για δεύτερα και τρίτα επίπεδα! Φτιάχνουν μια «καθαρή» ιστορία, μια ιστορία που να γίνεται αντιληπτή από τον πρώτο τυχόντα (αυτόν, δηλαδή, που συνήθως βλέπει τέτοιου είδους ταινίες), και προχωράνε στο αίμα και στη βία. Εκείνο που τους νοιάζει είναι να παγιδέψουν το θεατή με την πρώτη. Να τον κρατήσουν δεμένο και ακίνητο στην καρέκλα.

Ο Αλεχάντρο Αμενάμπαρ, δε συμβιβαζότανε, φαίνεται, με ένα θρίλερ μονοδιάστατο (το έδειξε άλλωστε και το μετέπειτα έργο του). Προσπάθησε, και σε αρκετές στιγμές το πέτυχε, να «ντύσει» την ταινία του με «σοβαρές ανησυχίες» και με «σοβαρά ερωτηματικά». Για παράδειγμα: α) γιατί ο θάνατος και η βία «γοητεύουν» τον άνθρωπο; β) είναι ηθικά σωστό να δείχνει θανάτους και βία ο κινηματογράφος και αν ναι, μέχρι ποιου σημείου; γ) μήπως ο άνθρωπος κουβαλάει μέσα του τη βία και γι' αυτό, τελικά, παρακολουθεί τέτοιου είδους ταινίες; δ) γιατί ο άνθρωπος «ενδιαφέρεται» για τη βία; Είναι σύμφυτο ελάττωμα ή επίκτητο; ε) τελικά ο θεατής, η ζήτηση, είναι που καθορίζουν το περιεχόμενο των ταινιών; (Αυτό είναι, πάνω-κάτω, και το θέμα της διπλωματικής της ηρωίδας μας).

Η ταινία δεν προσπαθεί να δώσει απαντήσεις. Απλώς βάζει τα ζητήματα και αφήνει το θεατή να βρει την απάντηση. Αυτή η τακτική, αυτή η «ουδετερότητα», φαντάζει δημοκρατική. Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι ξέρουμε πως δεν υπάρχει ουδετερότητα στον κινηματογράφο. Σε τίποτα, για την ακρίβεια. Η θέση της μηχανής, ο φακός, οι διάλογοι, η μουσική, η ατμόσφαιρα, τα πάντα κατευθύνουν! Και μόνον η αρχή της ταινίας δικαιώνει τον ισχυρισμό μου. Σε έναν σταθμό τρένου βρίσκεται ένας άνθρωπος σκοτωμένος πάνω στις ράγες. Οι άνθρωποι του σταθμού φωνάζουν στους επιβάτες και προσπαθούν να τους εμποδίσουν (αποτρέψουν) να κοιτάξουν τον σκοτωμένο. Σχεδόν όλοι πράττουν το αντίθετο. Η «νοσηρή» τους περιέργεια, παρόλες τις παραινέσεις, τους σπρώχνει προς τον νεκρό, ενώ θα μπορούσαν να γυρίσουν αλλού το κεφάλι τους και να εξαφανιστούν.

Ομως, αυτή η «νοσηρότητα», αυτή η «περιέργεια», δεν είναι σύμφυτη. Είναι επίκτητη και αυτό το παραγνωρίζει ο Αμενάμπαρ. Ετσι, όμως, δε γίνεται κοινωνιολογική μελέτη. Ούτε, επιστημονικοφανές (τάχα μου) κινηματογραφικό έργο. Γι' αυτό δεν πρέπει να δούμε την «Tesis» ωσάν να επρόκειτο για σοβαρή «έρευνα».

Τότε τι είναι, λοιπόν, η «Tesis»; Είναι ένα θρίλερ, που παριστάνει ότι δεν είναι τέτοιο. Που ντρέπεται να είναι μόνον τέτοιο. Που έχει αρκετά στοιχεία να μην είναι μόνον τέτοιο. Οπως, για παράδειγμα, την εξέλιξη των χαρακτήρων, οι οποίοι μεταβάλλονται από τα γεγονότα κ.ά..

Παίζουν: Αννα Τορέντ, Φέλε Μαρτίνεθ, Εδουάρντο Νοριέγκα.

ΚΡΙΣΤΟΦ ΟΝΟΡΕ
Επιστροφή στο Παρίσι

Ο 37χρονος Γάλλος σκηνοθέτης Κριστόφ Ονορέ με την τρίτη ταινία του, «Επιστροφή στο Παρίσι», μας πιάνει από το μανίκι και μας μεταφέρει αρκετά χρόνια πίσω, στην εποχή της περίφημης Νουβέλ Βανγκ. Τότε που οι Γάλλοι δημιουργοί δεν ήθελαν να δούνε την πραγματικότητα κατάματα και παρίσταναν ότι έπαιρναν τη ζωή από την «ελαφριά» της μεριά. Τότε που απαρνήθηκαν τον ρεαλισμό και τα πολιτικά (ταξικά) θέματα! Τότε που έδωσαν βάρος στο απλό (στην επιφάνεια). Τότε που τα πράγματα, και τα θέματα που έθιγαν, ήταν όλα «χαριτωμένα» και «γοητευτικά». Ερωτες, απιστίες. Και ξανά έρωτες, και ξανά απιστίες! Δίπλα τους, βέβαια, έβραζε η κοινωνία. Και από το βράσιμο πετάχτηκε ο Μάης του '68, για να σταματήσουμε μόνο στη Γαλλία...

Και σήμερα η γαλλική κοινωνία βράζει. Και όλο και κάποιος καινούριος Μάης, ποιο ταξικός και πιο ολοκληρωμένος, θα σκάσει. Εστω και αν ο Κριστόφ Ονορέ, και άλλοι καλλιτέχνες, επιμένουν να βλέπουν τον κόσμο, τη σημερινή Γαλλία, με τα μάτια της... Νουβέλ Βανγκ. «Χαριτωμένα» και «γοητευτικά».

Ο Πολ και η Αννα χωρίζουν! Ο Πολ πέφτει του θανατά! Παθαίνει κατάθλιψη. Επιστρέφει κοντά στον χωρισμένο πατέρα του. Εκεί συναντά τον μικρότερο αδερφό του. Το ακριβώς αντίθετο του ερωτοχτυπημένου Πολ. Ο Τζόναθαν παίρνει τη ζωή του, όπως επέτασσε η Νουβέλ Βανγκ. Επιφανειακά!

Με τα «συναισθήματα» των δυο αγοριών και του πατέρα που παρακολουθεί και ανησυχεί, με τα σκαμπανεβάσματά τους καταπιάνεται και αναλώνεται η ταινία. Ακόμα και την απόπειρα αυτοκτονίας (και των δυο νεαρών) εφευρίσκει για να συγκινήσει. Ακόμα και το «παιχνίδι». Ο Τζόναθαν βάζει στοίχημα με τον αδερφό του, σε χρόνο ρεκόρ, να διασχίσει μια διαδρομή στο γιορταστικό Παρίσι. Αν τα καταφέρει, ο Πολ πρέπει να βγει από τη μελαγχολία!

Μην φανταστείτε, ωστόσο, ότι θα παρακολουθήσετε μια σαχλή ταινία. Οχι! Το «Επιστροφή στο Παρίσι», έχει αφομοιώσει απόλυτα τη Νουβέλ Βανγκ. Είναι ειλικρινής, είναι αξιοπρεπής, είναι τρυφερή, είναι ερωτική, είναι στοχαστική, είναι ανθρώπινη. Είναι αγαπησιάρα ταινία. Μακριά, βέβαια, από τα προβλήματα. Αυτό, βέβαια, είναι ένα γενικότερο πρόβλημα για την τέχνη της εποχής μας. Η οποία τέχνη φαίνεται να κοιτάζει αλλού, για να μην πονέσει, για να μη ματώσει!

Παίζουν: Ρομέν Ντουρί, Λουί Γκαρέλ, Γκέι Μαρσάντ, Τζοάνα Πράις, Αλίς Μπουτού.

ΜΠΡΟΥΣ ΡΟΜΠΙΝΣΟΝ
Ο φίλος μου και εγώ

Αλλη μια «χαριτωμένη» ταινία! Αλλη μια, αγγλική βερσιόν αυτή τη φορά, νουβελβαγκική ταινία. Δυο δευτεροκλασάτοι άνεργοι ηθοποιοί, δυο καλοκάγαθοι κλοσάρ, δυο τύποι που λύνουν τα προβλήματά τους καταναλώνοντας αλκοόλ και «ουσίες», απασχολούν την οθόνη μας! Ο θεατής, με «ανάλαφρο» τρόπο, εισπράττει τον τρόπο ζωής αυτών των δυο «γοητευτικών» τύπων. Οι οποίοι, ακριβώς γιατί είναι «γοητευτικοί», με ευκολία, όταν συντρέχουν και λόγοι ανωριμότητας, γίνονται πρότυπα. Ιδιαίτερα για την (ανώριμη) νεολαία...

Τι μας λέει η ταινία; Για την ακρίβεια τίποτα! Καταναλώνεται στην αφήγηση κάποιων εξεζητημένων στιγμιοτύπων από τη ζωή των δυο αυτών άνεργων ηθοποιών. Οι οποίοι, έχοντας πάρει τη ζωή τελείως επιφανειακά, καμία αγωνία για την τέχνη τους και τον κόσμο, και αυτό δεν είναι φυσιολογικό, προσπαθούν να τη «βγάλουν». Στην προσπάθειά τους αυτή κάνουν κάποιες «έξυπνες» υπερβάσεις, κάποιες μικροκομπίνες, με άλλα λόγια. Και ύστερα, ο ένας από αυτούς μπαίνει στο «λούκι», ενώ ο άλλος, ο πιο κλοσάρ, τραβάει το μοναχικό δρόμο του. Ετσι ικανοποιούνται και οι δυο «τάσεις» των θεατών!

Αυτό το τίποτα, λοιπόν, αυτή η επιφανειακή ταινία, για να είμαστε αντικειμενικοί, τελικά, έχει «πλάκα»! Διαθέτει λεπτό και «βαθύ» χιούμορ. Κινείται μέσα σε εκφραστικά ντεκόρ. Εχει θαυμάσια κοστούμια. Με εκλεκτό τρόπο μας μεταφέρει στην εποχή του '60. Υστερα ερμηνεύεται από θαυμάσιους ηθοποιούς, με πρώτο και καλύτερο τον ένα από τους δυο φίλους (Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ). Να πούμε, επίσης, πως είναι καλοφωτογραφημένη και ακούγονται και καλά μουσικά κομμάτια.

Να μην παραβλέψουμε, πάντως, ότι (και) οι δευτεροκλασάτοι ηθοποιοί έχουν αγωνίες. Επιθυμούν να εκφραστούν και δεν τους δίνεται η ευκαιρία. Και εκεί είναι το πρόβλημα. Ομως, το είπαμε: οι ήρωες το έριξαν στο ποτό και στις «ουσίες». Επόμενο είναι να προτείνουν και σε εμάς τα ανάλογα...

Παίζουν: Ρίτσαρντ Ε. Ρόμπινσον, Πολ Μαγκνάν, Ρίτσαρντ Γκρίφιθς.

ΠΑΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ
Akamas

Μερικά από τα χειρότερα εγκλήματα έγιναν από καλές προθέσεις, έλεγε ο Οσκαρ Ουάλιντ. Δε λέω πως ο Χρυσάνθου διέπραξε ένα έγκλημα. Και μάλιστα από τα χειρότερα. Λέω, όμως, πως χειρίζεται ένα πολύ λεπτό θέμα, το Κυπριακό και τις σχέσεις των δυο κοινοτήτων, με πολύ συναισθηματικό, για να μην πω επιπόλαιο, τρόπο. Που τελικά μπορεί να καταλήξει στο «έγκλημα». Ιδιαίτερα στις «πονηρές» μέρες μας. Οπου το σχέδιο Ανάν απαιτεί και προϋποθέτει ψυχολογική υποδομή.

Ο Χρυσάνθου παίρνει έναν έρωτα ανάμεσα σε έναν Τουρκοκύπριο και μια Ελληνοκύπρια, έναν Ρωμαίο και μια Ιουλιέτα, και προσπαθεί να παροτρύνει τις δυο κοινότητες να αφήσουν τις προκαταλήψεις και να ζήσουν ενωμένες! Να, οι καλές προθέσεις που λέγαμε! Ομως, τα πράγματα στη ζωή, δεν είναι τόσο απλά, όπως στον κινηματογράφο! Στη ζωή τα προβλήματα, ιδιαίτερα τα πολιτικά προβλήματα, δε λύνονται με ευχές και με συναισθηματικές παροτρύνσεις! Λύνονται, πρωτίστως, πολιτικά. Ταξικά, με άλλα λόγια!

Ο Χρυσάνθου, για να εξευμενίσει τους θεούς και για να αποβάλει τα κακά πνεύματα, για να δείξει ουδέτερος και για να αρέσει (σε ποιους άραγε;), χρέωσε και στις δυο κοινότητες τα ίδια λάθη. Και μάλωσε -το ίδιο- και τις δυο κοινότητες, για τη στενοκεφαλιά τους. Κουβέντα, βέβαια, δεν είπε για το ποιος έκανε τα εγκλήματα (και από τις δυο κοινότητες) στην Κύπρο. Ούτε, βέβαια, πως η Κύπρος σήμερα βρίσκεται υπό κατοχή.

Ο συμψηφισμός, δεν είναι συνεισφορά. Είναι σκέπασμα των προβλημάτων, όπως κάνει η γάτα με τις δικές της βρωμιές. Η αλήθεια είναι αυτή που δικαιώνει. Και η αλήθεια ποτέ δεν είναι συμψηφιστική και συμβιβαστική. Οποιος θέλει να βοηθήσει την Κύπρο προσπαθεί να ενώσει αυτούς που, πέρα από «θρησκείες» και «παραδόσεις», έχουν τα ίδια συμφέροντα. Αυτούς που πραγματικά θέλουν και προσβλέπουν σε μια Κύπρο πραγματικά ανεξάρτητη, ειρηνική, αλλά και κοινωνικά δίκαια.

Αυτά, ως προς το πολιτικό. Στο καλλιτεχνικό μέρος η ταινία, παρ' όλες τις πολλές αρετές της, πάσχει από άκρατο νατουραλισμό. Το ντύσιμο, τα δημοτικά τραγούδια που απαγγέλλονται, και μάλιστα με στόμφο, οι ερμηνείες των ηθοποιών, το γενικό κλίμα, όλα μαζί τελικά, παραπέμπουν σε πολύ «ναΐβ» καταστάσεις. «Ναΐβ» Καταστάσεις που ακυρώνουν τα όποια καλά στοιχεία.

Παίζουν: Κρίστοφερ Γκρέγκο, Αγνή Τσαγκαρίδου, Μιχάλης Τερλικάς, Θοδωρής Μιχαηλίδης, Αλκης Κριτικός, Κούλης Νικολάου, κ.ά.

ΜΠΡΕΤ ΡΑΤΝΕΡα
Αλεξίσφαιροι ντεντέκτιβ «3»

Κοιτάς στην οθόνη και βλέπεις κάποιες γνωστές «φάτσες» και τρίβεις τα μάτια σου. Μαξ Σίντοβ, Ρομάν Πολάνσκι, ναι ο πασίγνωστος σκηνοθέτης, ηθοποιός!(επιθεωρητής της γαλλικής αστυνομίας), ο επίσης γνωστός σκηνοθέτης Ιβάν Ατάλ, ηθοποιός και αυτός (ταξιτζής). Αμέσως σου μπαίνει το ερώτημα: τι θέλουν όλες ετούτες οι αλεπούδες στο παζάρι; Money, money, money!

Δεν μπορώ να βρω κανέναν άλλον λόγο άνθρωποι τόσο σοβαροί να τρέξουν να υποστηρίξουν με την ιστορία τους, με την παρουσία τους και το υποκριτικό τους ταλέντο, μια ταινία από αυτές που λέμε χαβαλέ. Εντάξει, καλού έστω χαβαλέ, δεν παύει όμως να είναι χαβαλέ. Μια υποτυπώδης ιστορία (μια νεαρή γυναίκα απαγάγεται από μια συμμορία και οι αλεξίσφαιροι ντετέκτιβ τρέχουν και τη σώνουν), η οποία δίνει την ευκαιρία στο γνωστό Κινέζο ακροβάτη ηθοποιό Τζάκι Τσαν να κάνει τις «ακροβασίες» του και στον έγχρωμο κινηματογραφικό συνεταίρο του Κρις Τάκερ, να κάνει τις βούτες του.

Ακροβασίες, μπουνιές, κλοτσιές, πλάκα! Η τρίτη ταινία της σειράς!

Παίζουν: Τζάκι Τσαν, Κρις Τάκερ, Χιρογιούκι Σανάντα, Γιούκι Κούντο, Μαξ Σίντοβ, Ρονάν Πολάνσκι, Ιβάν Ατάλ.

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΦΙΝΤΣΕΡ
Zodiac

Μια αληθινή αιματοβαμμένη ιστορία, που συνέβη στο Σαν Φραντσίσκο της Αμερικής και ταλαιπώρησε τον πληθυσμό της πόλης για δεκαετίες (1969 - 1995), ένας κατά συρροήν δολοφόνος (πάνω από 30 τα θύματα, σύμφωνα με δική του δήλωση) που ποτέ δεν πιάστηκε και ποτέ δε μαθεύτηκε ποιος είναι, στάθηκε η αφορμή για ένα ακόμα επιφανειακό θρίλερ.

Οι δημιουργοί της ταινίας ανακάλυψαν μια πηγή και έτρεξαν να αντλήσουν οφέλη. Αντί να αναζητήσουν τις αιτίες, να μελετήσουν το περιβάλλον, να βοηθήσουν για να βγούνε συμπεράσματα, πώς και γιατί ένας άνθρωπος κακοποιεί, βιάζει και σκοτώνει γυναίκες, έφτιαξαν μια επιφανειακή περιπετειώδη ταινία. Μια ταινία που στοχεύει καθαρά στο εισιτήριο.

Ενα τέτοιο προϊόν, όμως, πέρα από το καλλιτεχνικά αδιάφορο της υπόθεσης, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, μπορεί να γίνει και επικίνδυνο. Αφού στην ταινία ο δολοφόνος περιβάλλεται από ένα γοητευτικό μυστήριο. Αφού βγαίνει νικητής με την αστυνομία. Αφού δεν ξέρουμε ποιος είναι και αυτό μας εξιτάρει!..

Παίζουν: Τζέικ Τζίλενχαλ, Μαρκ Ραφάλο, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζ, Αντονι Εντουαρντς, Μπράιαν Κοξ, Ελίας Κοτέας.

ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΟΝΤΡΙΓΚΕΖ
Planet terror

Περίληψη: Ενα ζευγάρι γιατρών βλέπουν τη βραδινή τους βάρδια να πλημμυρίζει με ανθρώπους γεμάτους γαγγραινώδη έλκη και άδειο βλέμμα στα μάτια. Ανάμεσά τους είναι η Τσέρι, μια στριπτιζέζ που έχασε το πόδι της από επίθεση στο δρόμο, και ο Ρέι. Καθώς οι ασθενείς μετατρέπονται γρήγορα σε επιτιθέμενους, η Τσέρι και ο Ρέι ηγούνται μιας ομάδας πολεμιστών ορμώντας προς ένα «πεπρωμένο» που θα αφήσει πίσω του εκατομμύρια μολυσμένους.

Θα πήγαινα ποτέ να δω μια τέτοια ή μια παρόμοια ταινία αν δεν ήμουν υποχρεωμένος να το κάνω (για να γράψω για την εφημερίδα); Οχι, βέβαια! Τότε δε βλέπω το λόγο, γιατί να πάτε εσείς. Που και νου διαθέτετε και υποχρεώσεις δεν έχετε! Και για να σας αποτρέψω οριστικά, θα σας πω πως στη θέση του κομμένου ποδιού της η στριπτιζέζ έβαλε ένα οπλοπολυβόλο, αλήθεια το λέω, κάρφωσε ένα οπλοπολυβόλο, και με αυτό σκορπάει τον όλεθρο! Γελοία και κακόγουστα πράγματα, δηλαδή. Μακριά!..

Παίζουν: Ρόουζ Μαγκόουαν, Φρέντι Ροντρίγκες, Τζος Μπρόλιν, Μάικλ Μπιν. Ναβίν Αντριους.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ