Η τραγωδία του νεαρού πρίγκιπα της Δανιμαρκίας είναι η τραγωδία του ανθρώπου που αντιμετωπίζει μια σκληρή πραγματικότητα. Επιφορτισμένος με το χρέος να εκδικηθεί τον άδικο φόνο του πατέρα του, αυτοπαγιδεύεται στις σκέψεις του, βασανίζεται από την αμφιβολία και την αναβλητικότητα, μέχρι τη στιγμή της αιματηρής κάθαρσης και αυτοκάθαρσής του.
Στην αυλή της Δανίας, ανάμεσα σ' έναν κόσμο παραδομένο στη διαφθορά, την ανοησία και την περίτεχνη κενότητα, ο Αμλετ ζει ξεκομμένος από το περιβάλλον του, ξένος μεταξύ ηθικά και πνευματικά «τυφλών». Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα του και ο γρήγορος γάμος της μητέρας του με τον αδελφό του πατέρα του, διαταράσσουν τις ευαίσθητες ισορροπίες του. Ο Αμλετ στοχάζεται πάνω στις αξίες της ζωής, διαπιστώνοντας την αδυναμία και την ελεεινότητα του κόσμου. Το φάντασμα του αδικοσκοτωμένου πατέρα του ζητάει να πάρει εκδίκηση. Οι φρικιαστικές αποκαλύψεις του φαντάσματος και η πίστη του στη δικαιοσύνη τον σπρώχνουν στην εκδίκηση. Το τέλος του έργου μοιάζει σαν θυσιαστική τελετουργία κάθαρσης. Το αίμα καθαίρει το μιαρό παλάτι.
«Αυτοσχεδίασμα του Οχάιο» |
Η σκηνοθέτρια, για να ιστορικοποιήσει οπτικά το κείμενο, να το κάνει κατανοητό και παραστατικό, χρησιμοποίησε βίντεο με τηλεοπτικά ντοκουμέντα και σχόλια. Τα ντοκουμέντα, όμως, ήταν λίγα, πολύ αποσπασματικά, ασαφή ως προς το ποιους εικόνιζαν και τι έλεγαν οι εικονιζόμενοι, καθώς ο λόγος μερικών δε μεταφράστηκε. Αυτή η ασάφεια, σε συνδυασμό με τη συγκεχυμένη αντιπολεμική «φιλοσοφία» των σκηνοθετικών σχολίων, δε βοηθούν τον ανίδεο θεατή να κατανοήσει πλήρως τα γιατί και τα διότι του αγώνα των «Σαντινίστας» και των παθών του νικαραγουανού λαού. Να διακρίνει και να συνειδητοποιήσει ότι άλλο πράγμα είναι ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος, ή μια καλυμμένη εισβολή των ΗΠΑ σε μια χώρα, λ.χ. στη Νικαράγουα, και άλλο πράγμα είναι ο απελευθερωτικός, με πολεμικά μέσα, αγώνας ενός λαού. Η σκηνοθέτρια, όμως, μιλώντας την ίδια υποκριτική «γλώσσα» με του Μ. Μαυροματάκη, τον βοήθησε να συνθέσει μια λιτά ανθρώπινη και συνταρακτική ερμηνεία.
Ο Μ. Μαυροματάκης στο «Νικαράγουα: Περιστατικό 315» |
Το εγχείρημα ως πείραμα ήταν αναμφίβολα ενδιαφέρον, χρήσιμο και γονιμοποιητικό για όλους τους Ελληνες καλλιτέχνες, που συμμετείχαν στο φεστιβάλ αυτό, ιδίως για όσους καταπιάστηκαν για πρώτη φορά - μεταφραστικά, σκηνοθετικά, υποκριτικά - με την τόσο δύσβατη, συμβολιστική, αλλά και τόσο γοητευτική (φιλοσοφικά, θεματολογικά, νοηματικά, ερμηνευτικά) μπεκετική δημιουργία. Από το γενικά καλό παραστασιακό επίπεδο, ξεχώρισαν ορισμένες παραστάσεις, σκηνοθετικά ή ερμηνευτικά, είτε και για τα δύο. Στην αναφορά μας θα συνοψίσουμε τις πιο καλές πτυχές αυτής της - ούτως ή άλλως αξιόλογης - καλλιτεχνικής άμιλλας.
Το «Τι πού» απαιτούσε περισσότερο σκηνοθετικό «ψάξιμο» από τον Τάκη Τζαμαργιά για το τι συμβολίζουν οι τρεις «καλόγεροι» και σε ποια βιώματα του Μπέκετ παραπέμπουν. Αντίθετα, η σκηνοθετική δουλιά του στο «Πήγαινε - έλα» ήταν πραγματικά γοητευτική, χάρη και στις τρεις ερμηνεύτριες (Σ. Νικολαΐδου, Μ. Ντούσκου, Ρ. Λυτού). Αντί για ψυχολογικά εφιαλτικός, θριλερικά σκοτεινός αποδόθηκε από τη σκηνοθεσία της Ε. Θεοδώρου, ο συμβολισμός των «Βημάτων». Εκφραστική, πάντως, ήταν η ερμηνεία της Μ. Ζορμπά και η φωνή της Σ. Σεϊρλή. Ενδιαφέρουσα σκηνογραφικά, εκφραστική κινησιολογικά, με πικρό χιούμορ για το ανέφικτο, απέδωσε η Σταυρούλα Σιάμου την παντομίμα «Πράξη δίχως λόγια». Η ενδιαφέρουσα στην όψη και σαφής σκηνοθετικά σύλληψη του Η. Κουντή επέλεξε τον ενδιαφέροντα ως όψη και συναίσθημα Ρ. Μάντη, αλλά ζημιώθηκε από την προβληματική του άρθρωση. Μεταξύ των παραστάσεων που ξεχώρισαν, λόγω της σαφήνειας, της πληρότητας, της στέρεης άποψης, της ανάδειξης της δηλητηριώδους, αμφίσημης ειρωνείας που διακρίνει την μπεκετική δημιουργία, αλλά και της δυναμικής ερμηνείας του ίδιου, ήταν η παράσταση του Γιάννη Τσορτέκη στην «Καταστροφή». Αδύναμη ουσιαστικά, αλλά και επιτηδευμένη, με εντυπωσιοθηρικές φωνητικές και υποκριτικές ευκολίες ήταν η παράσταση της Ολ. Ποζέλη, με το «Θέατρο». Η ερμηνεία του πολύ αισθαντικού, εκφραστικού, με μέτρο και πνευματικότητα Νίκου Συρόπουλου στο «Μονόλογο», στήριξε την επίσης μετρημένη σκηνοθεσία της Ι. Μαρτζοπούλου. Συμπαθής η σκηνοθετική προσπάθεια του Γ. Σίμωνα και η ερμηνευτική της Ζ. Δούκα στο «Οχι εγώ». Η Αννα Κοκκίνου, με την υποβλητική ερμηνεία της στο «Νανούρισμα» - ελεγεία για τη μοναχική πορεία του ανθρώπου προς το θάνατο - «καθοδήγησε» τη σκηνοθεσία του Κ. Γιάνναρου. Μεταξύ των τριών - τεσσάρων καλύτερων παραστάσεων ήταν η σκηνοθετική συνεργασία των Γιάννη Νταλιάνη - Νίκου Χατζόπουλου στο «Αυτοσχεδίασμα του Οχάιο». Οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί διαθέτουν σοβαρή σκηνική Παιδεία, καλλιέργεια, πνευματικότητα, και υποκριτική εμπειρία. Η σκηνοθετική και ερμηνευτική συνεργασία τους δεν επιδεικνυόταν με «ευρήματα» και «άποψη». Την απασχόλησε το βάθος των νοημάτων αυτού του παράξενα αλληγορικού κειμένου. Πρόσωπα του έργου είναι δύο υπερήλικες, με ολόλευκα μακριά μαλλιά, από τους οποίους ο ένας διαβάζει ένα παλιό βιβλίο, ίσως έναν προαιώνιο κώδικα, κι ο άλλος «διψάει» να το ακούει. Δυο πρόσωπα σύμβολα, τα οποία εμμέσως παραπέμπουν στους μεγάλους μύστες της γνώσης, στο «γηράσκω αεί διδασκόμενος», στην ανάγκη επιστροφής αλλά και εντρύφησης στα παλιά μεγάλα πνευματικά δημιουργήματα της ανθρωπότητας, στη χαρά που προσφέρει η ανάγνωση. Η βουβή ερμηνεία του Ν. Χατζόπουλου και ο άριστος, απέριττος, ρεαλιστικά λόγος του Γ. Νταλιάνη, ήταν από τις καλύτερες ερμηνευτικές πτυχές του φεστιβάλ. Η μεγάλη έκπληξη του φεστιβάλ ήταν η σκηνογραφική σύλληψη του Πέτρου Τουλούδη, στο έργο χωρίς λόγια «Αναπνοή». Μια χωματερή - κατάλοιπα της ζωής, το κλάμα ενός νεογέννητου και ο επιθανάτιος ρόγχος ενός γέρου, συμπύκνωσαν συνταρακτικά τον θεματολογικό «πυρήνα» της μπεκετικής δραματουργίας.