ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 13 Δεκέμβρη 2025 - Κυριακή 14 Δεκέμβρη 2025
Σελ. /56
ΥΓΕΙΑ
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2026 ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ
Εργαλείο έντασης της επιχειρηματικότητας και της λογικής «κόστους - οφέλους»

RIZOSPASTIS

Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2026 για την Υγεία επιβεβαιώνει τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της πολιτικής της κυβέρνησης, αφού - όπως και όλοι οι προηγούμενοι - εντάσσεται στην υλοποίηση της αντιλαϊκής στρατηγικής και ταυτόχρονα αποτελεί «εργαλείο» της. Εκπορεύεται από τις κατευθύνσεις - Οδηγίες της ΕΕ περί «βιώσιμων» συστημάτων Υγείας, έχοντας ως καθολικό κριτήριο το «κόστος - όφελος» από την πλευρά των συμφερόντων του κεφαλαίου. Στις σημερινές συνθήκες της «πολεμικής οικονομίας», προκαλείται επιπλέον επιδείνωση των όρων και των προϋποθέσεων κάλυψης των λαϊκών αναγκών σε εργασίες Υγείας.

Από αυτήν τη σκοπιά ο φετινός προϋπολογισμός, όπως και οι προηγούμενοι, και το σύνολο του νομοθετικού έργου της κυβέρνησης διακρίνονται από «συνέπεια»: Η Υγεία του λαού να περιορίζεται στο ελάχιστο, μιας και αποτελεί «κόστος» για την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων. Ταυτόχρονα, να επιταχύνεται η προσαρμογή της λειτουργίας των δημόσιων μονάδων Υγείας στους κανόνες της επιχειρηματικότητας.

Ορισμένα βασικά στοιχεία

Η χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού συνολικά στο υπουργείο Υγείας για το 2026 είναι 6,9 δισ. ευρώ. Μελετώντας τα επιμέρους στοιχεία της κατεύθυνσης αυτής της χρηματοδότησης, που έτσι κι αλλιώς δεν καλύπτει τις λαϊκές ανάγκες, αποκαλύπτεται ότι τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Συγκεκριμένα:

1. Από την παραπάνω χρηματοδότηση, τα 912 εκατ. ευρώ αφορούν την επιχορήγηση του ΕΟΠΥΥ για τη χρηματοδότηση των νοσοκομείων μέσω της εφαρμογής του συστήματος DRG, το οποίο εκφράζει ουσιαστικά το «μέσο κόστος» ανά κατηγορία νοσηλείας. Πρόκειται για ένα είδος «ασφαλιστικής τιμής» με βάση την οποία ο ΕΟΠΥΥ θα αποζημιώνει κάθε νοσηλεία, και αντίστοιχα τα νοσοκομεία θα καλούνται να προσαρμόζουν το συνολικό «κόστος» παροχής υπηρεσιών στο όριο αυτής της τιμής. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα τι θα συμβεί όταν το πραγματικό κόστος μιας νοσηλείας είναι υψηλότερο. Στον χώρο του Φαρμάκου η εμπειρία είναι γνωστή: Τη διαφορά την πληρώνουν οι ασθενείς. Εδώ ανοίγει ενδεχομένως «πόρτα» για την είσοδο της πρόσθετης ιδιωτικής ασφάλισης, με το επιχείρημα ότι θα καλύπτει τη διαφορά μεταξύ πραγματικού κόστους και αποζημίωσης του ΕΟΠΥΥ. Ταυτόχρονα, προκειμένου το νοσοκομείο να μην υπερβαίνει την «ασφαλιστική τιμή», μπορεί να ενταθούν πιέσεις για μείωση του χρόνου νοσηλείας ή για «παράβλεψη» ορισμένων εξετάσεων, ώστε οι δείκτες αποδοτικότητας και οικονομικότητας να εμφανίζονται θετικοί. Ο τρόπος χρηματοδότησης των δημόσιων νοσοκομείων που εισάγεται στον κρατικό προϋπολογισμό ανοίγει στην πράξη τον δρόμο για την περαιτέρω προώθηση της αυτοχρηματοδότησης. Οι διοικήσεις των δημόσιων νοσοκομείων θα λαμβάνουν μέτρα με κυρίαρχο κριτήριο την αύξηση των εσόδων και τη μείωση των δαπανών. Αυτό σημαίνει περικοπές λειτουργικών εξόδων, λιγότερο και πιο «ευέλικτο» προσωπικό, διαφοροποίηση της ανάπτυξης Τμημάτων και υπηρεσιών ανάλογα με το ύψος των προσδοκώμενων εσόδων.

2. Πραγματοποιείται μια αναδιανομή 628 εκατ. ευρώ υπέρ του κεφαλαίου, πόροι που προέρχονται από τη φορολογία των εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται ποσό 578 εκατ. ευρώ για να καλυφθούν οι απώλειες του ΕΟΠΥΥ που προκύπτουν από τη μείωση κατά 1% των ασφαλιστικών εισφορών Υγείας, με κατανομή -0,5% στους εργαζόμενους και -0,5% στους εργοδότες. Ουσιαστικά δηλαδή οι εργαζόμενοι καλούνται μέσω της γενικής φορολογίας - από την οποία προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού - να αναπληρώσουν όχι μόνο τη δική τους εισφορά, αλλά και την «εισφορά» των εργοδοτών, ύψους 279 εκατ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, 50 εκατ. ευρώ κατευθύνονται στο Ταμείο Καινοτομίας Φαρμάκων, δηλαδή απευθείας στην ενίσχυση των στρατηγικών προτεραιοτήτων της φαρμακοβιομηχανίας.

3. Για τη μισθοδοσία στα Νοσοκομεία και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, από τον κρατικό προϋπολογισμό του 2026 μεταβιβάζονται 2,18 δισ. ευρώ, όταν το 2025 ήταν 2,36 δισ. ευρώ, δηλαδή 180 εκατ. ευρώ λιγότερα (-2,3%). Αν λάβουμε υπόψη τις τεράστιες ελλείψεις - νέες και συσσωρευμένες από τα προηγούμενα χρόνια - και τις συνεχώς διευρυνόμενες λαϊκές ανάγκες, γίνεται σαφές ότι αυτή η χρηματοδότηση όχι μόνο δεν επαρκεί για να διατηρηθεί η ήδη απαράδεκτη σημερινή κατάσταση, αλλά προδιαγράφει ακόμα μεγαλύτερη επιδείνωση. Σε αυτήν την κατεύθυνση εντάσσονται και οι λεγόμενοι «υγειονομικοί χάρτες», οι οποίοι, με τα γνωστά προσχήματα περί «αλληλοκάλυψης υπηρεσιών» ή περί «πολλών μονάδων Υγείας σε μικρή απόσταση», προωθούν περαιτέρω συρρίκνωση, συγχώνευση ή και πλήρη κατάργηση κλινών, κλινικών, Τμημάτων, ακόμα και ολόκληρων νοσοκομείων - πρακτικές που έχουμε ήδη γνωρίσει τα προηγούμενα χρόνια.

4. Η χρηματοδότηση που προέρχεται αθροιστικά από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το Ταμείο Ανάκαμψης ανέρχεται σε 896 εκατ. ευρώ, αυξημένη κατά 327 εκατ. σε σχέση με το 2025 (569 εκατ. ευρώ). Πρόκειται για πόρους που κατευθύνονται σε αποσπασματικά και ληξιπρόθεσμα προγράμματα, όπως δράσεις «προληπτικού ελέγχου», που ουσιαστικά περιορίζονται στη διάγνωση τυχόν προβλημάτων, χωρίς όμως να εξασφαλίζουν την αναγκαία συνέχεια στη θεραπεία. Ετσι, η αντιμετώπιση των ευρημάτων μεταφέρεται τελικά στην ατομική ευθύνη των ασθενών, οι οποίοι συχνά αναγκάζονται να απευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα, καθώς το δημόσιο σύστημα διαθέτει περιορισμένες δυνατότητες. Στα ίδια ποσά εντάσσονται και οι ενεργειακές αναβαθμίσεις και κτιριακές παρεμβάσεις, καθώς και το πρόγραμμα των «δωρεάν» απογευματινών χειρουργείων, το οποίο στην πράξη αφορά κυρίως χειρουργεία στον ιδιωτικό τομέα και ταυτόχρονα λειτουργεί ως «λαγός» για την παγίωση των απογευματινών - επί πληρωμή - χειρουργείων στα δημόσια νοσοκομεία.

5. Τα τελευταία χρόνια ο ιδιωτικός επιχειρηματικός τομέας στην Υγεία χαρακτηρίζεται από έντονη συγκέντρωση κεφαλαίου, με ισχυρούς ομίλους στη διάγνωση και στη θεραπεία. Οι επενδύσεις αυτές στηρίζονται από μια σειρά κρατικών μέτρων που επιταχύνθηκαν ιδιαίτερα στην πανδημία: Συμπράξεις Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα, αναθέσεις εργαστηριακών και θεραπευτικών πράξεων, καθώς και δραστικός περιορισμός των υποχρεωτικών εκπτώσεων (rebate) και επιστροφών (clawback). Η κρατική στήριξη προς τον ιδιωτικό τομέα δεν είναι πλέον μόνο «παθητική», αλλά ενεργητική και συστηματική. Ιδιαίτερη σημασία έχει η γενίκευση του ιδιωτικού έργου των υγειονομικών των δημόσιων νοσοκομείων, είτε εντός είτε εκτός αυτών. Πέρα από το οικονομικό σκέλος, καλλιεργείται η ιδεολογική αποδοχή ότι οι πληρωμές για την Υγεία αποτελούν «κανονικότητα».

Δαπάνες Υγείας

Τα τελευταία επίσημα συγκριτικά στοιχεία που υπάρχουν (2022 - 2023, ΕΛΣΤΑΤ) είναι πολύ αποκαλυπτικά για την κατανομή της δαπάνης.

Η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες Υγείας αυξήθηκε κατά 7,62%. Η κρατική δαπάνη αυξήθηκε κατά 1,84%, η δαπάνη των ΟΚΑ κατά 9,4% και η ιδιωτική δαπάνη κατά 10,6%. Η γενική εικόνα είναι ότι ως ποσοστό στην αύξηση της συνολικής χρηματοδότησης της Υγείας τη χαμηλότερη συμμετοχή έχει η κρατική δαπάνη (5,4 εκατ. ευρώ) και την υψηλότερη οι ιδιωτικές πληρωμές (7,3 εκατ. ευρώ).

Αυτή η κατανομή των δαπανών στην Υγεία αντανακλά την πολιτική περιορισμού της κρατικής δαπάνης και την ανάληψη μεγαλύτερου βάρους από τον λαό.

Για τις προσλήψεις προσωπικού

Σύμφωνα με τα στοιχεία των προϋπολογισμών 2021 - 2023 καταγράφεται μείωση του μόνιμου προσωπικού κατά 6.259 άτομα και του προσωπικού ορισμένου χρόνου εργασίας κατά 22%. Σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού του 2026, το διάστημα 2024 έως 2026 το ισοζύγιο προσλήψεων - αποχωρήσεων θα είναι επιπλέον 1.922 άτομα, ενώ γι' αυτό το διάστημα αναφέρεται ότι θα είναι ο ίδιος αριθμός προσωπικού ορισμένου χρόνου. Επομένως παραμένει μείωση κατά 4.337 μόνιμους, όπως και μείωση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου κατά 22%.

Γι' αυτό δεν ανοίγουν τα κλειστά δημόσια χειρουργικά κρεβάτια, η στελέχωση των ΜΕΘ είναι στα όρια ή και κάτω απ' αυτά των προδιαγραφών ασφαλούς λειτουργίας, οι διπλοβάρδιες νοσηλευτών και η εποπτεία τους για 40 - 50 ασθενείς, η παραβίαση των αρμοδιοτήτων στη νοσηλεία λόγω έλλειψης προσωπικού, η πλήρης απουσία βασικών ειδικοτήτων γιατρών ή οι μονήρεις ειδικότητες στα Κέντρα Υγείας, αλλά και σε αρκετά νοσοκομεία ιδιαίτερα της περιφέρειας.

Για τη φαρμακευτική περίθαλψη

Στον προϋπολογισμό του 2026 προβλέπεται το όριο της παντός είδους φαρμακευτικής δαπάνης στα 2,289 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 2,37% σε σχέση με το 2025. Αντιστοιχεί περίπου με τη δαπάνη που θα προκληθεί από την ένταξη στη φαρμακευτική δαπάνη ενός αριθμού από τα λεγόμενα «καινοτόμα φάρμακα».

Από αυτήν την αύξηση οι ασθενείς δεν έχουν να ωφεληθούν σε απολύτως τίποτα, διότι συνεχίζουν να ισχύουν όλα αυτά τα μέτρα, όπως η καθιέρωση της ασφαλιστικής τιμής, του 1 ευρώ ανά συνταγή, η διεύρυνση της «αρνητικής λίστας» των φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ) και των ΓΕΔΙΦΑ (που πωλούνται εκτός φαρμακείων), που όλες αυτές οι κατηγορίες δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ. Επίσης, με την αύξηση της λιανικής τιμής εκατοντάδων φαρμάκων. Ενδεικτικά, και μόνο για τη θεσμοθετημένη συμμετοχή των ασθενών (0% - 10% - 25%), το 2023 πλήρωσαν 740 εκατ. ευρώ ή το 26,4% της συνολικής δημόσιας εξωνοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης.

Η ταξικότητα των παραπάνω μέτρων φαίνεται από το γεγονός ότι η μεν φαρμακοβιομηχανία ενθυλακώνει αρκετά εκατομμύρια ευρώ που έπρεπε να τα αποδώσει στον ΕΟΠΥΥ και η απώλεια αυτών των εσόδων του ΕΟΠΥΥ καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή από τη βαριά φορολογία του λαού. Π.χ. για το 2025 το ποσό αυτό ανέρχεται σε 150 εκατ. ευρώ, που αφορούσαν την αύξηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και την ισόποση μείωση του clawback της φαρμακοβιομηχανίας.

***

Τα στοιχεία του προϋπολογισμού αποδεικνύουν ότι η κατεύθυνση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του λαού δείχνει προς την επιδείνωση. Η κατάσταση όπως διαμορφώνεται δεν αποτελεί προϊόν «παρθενογένεσης», αλλά δραστική εξέλιξη όλων των πολιτικών και μέτρων στην Υγεία που προηγήθηκαν, και που η καθεμιά αποτελεί συνέχεια της άλλης και όλες μαζί συγκλίνουν στον βασικό στόχο να εξυπηρετείται η ανάπτυξη με ατμομηχανή τους επιχειρηματικούς ομίλους. Η γενική τάση είναι ο περιορισμός της συμμετοχής του αστικού κράτους για τις λαϊκές ανάγκες, γιατί η προτεραιότητά του είναι η στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων και πολύ περισσότερο στις συνθήκες της πολεμικής οικονομίας, που περιορίζονται δραστικά οι κρατικές παροχές για τη λαϊκή Υγεία.

Η ρεαλιστική απάντηση από την πλευρά των λαϊκών αναγκών και της αντιστοίχισής τους με ανάλογες δωρεάν παροχές απαιτεί οργάνωση, διεκδίκηση με κατεύθυνση ριζικών ανατροπών στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, με εργατική εξουσία και σχεδιασμένη ανάπτυξη, που θα έχει ως κριτήριο την αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων υπέρ της σύγχρονης, καθολικής και δωρεάν κρατικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.


Του
Γιώργου ΝΑΝΟΥ*
*Ο Γ. Νάνος είναι μέλος του Τμήματος Υγείας - Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ