ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Φλεβάρη 2009
Σελ. /32
Για το δεύτερο θέμα

Πώς φθάσαμε στην ανατροπή του σοσιαλισμού;

Κι αυτός ο Στάλιν δεν απέφυγε μια λαθεμένη τοποθέτηση στο έργο του «Διαλεκτικός και Ιστορικός Υλισμός» με τη θέση ότι «οι σχέσεις παραγωγής ανταποκρίνονται πλήρως στην κατάσταση των παραγωγικών δυνάμεων». Το 1952, στο «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού», διορθώνει: «Θα ήταν λάθος να επαναπαυθούμε και να νομίσουμε ότι δεν υπάρχουν αντιθέσεις μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής».

Η αστική ιδεολογία, και στο σοσιαλισμό, εκφράζεται με γραφειοκρατικές μεθόδους οικονομικής διαχείρισης και διακυβέρνησης, η οποία καταπιέζει τη δημιουργική συμμετοχή των μαζών. Το σύνθημα «αφήστε τους ειδικούς να αποφασίσουν» ισχυροποιεί την αστική ιδεολογία. Η κοινωνική βάση ανατροπής, όπως αναφέρεται και στις θέσεις, είναι:

-- Οι κουλάκοι, που στο παρελθόν εκμεταλλεύτηκαν το αγροτοπρολεταριάτο και που τώρα προσπαθούσαν, μέσω του ελέγχου της παραγωγής τροφίμων, να εκβιάσουν το προλεταριάτο των πόλεων υπέρ της ιδιωτικής περιουσίας και του ιδιωτικού εμπορίου.

-- Οι «μάνατζερς», οι τεχνικοί, οι διανοούμενοι και οι άλλοι εργάτες του πνεύματος. Αυτοί, αν και εργάζονταν για το κράτος, άρχισαν να βλέπουν τις κρατικές επιχειρήσεις σαν ιδιωτική τους περιουσία, τους εαυτούς τους σαν αφεντικά των εργατών. Αν και προέρχονταν από εργατικές οικογένειες, νόμιζαν ότι δικαιούνταν, λόγω της θέσης τους, ειδική μεταχείριση και προνόμια.

Αυτά τα δύο στρώματα, που λόγω της θέσης τους ήταν επιρρεπή στην επιρροή της αστικής ιδεολογίας, αποτέλεσαν την κοινωνική βάση της αντεπανάστασης.

Το σημαντικότερο, όμως, ήταν οι γραφειοκράτες στην κορυφή του Κόμματος και του Κράτους, που ήταν οι μόνοι σε θέση να πισωγυρίσουν την κοινωνία στον καπιταλισμό. Αυτοί χρησιμοποίησαν τα ενδιάμεσα στρώματα ως την κοινωνική βάση για να προωθήσουν τα προνόμιά τους και την αστική ιδεολογία και να οδηγήσουν στο στραγγαλισμό την πρωτοβουλία και τη συμμετοχή των εργατών.

Η άνοδος του Χρουστσόφ οδήγησε στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Πρώτο μέλημα, η δηλητηριώδης καταδίκη του Στάλιν, μια επίθεση στα 30 χρόνια εξουσίας της εργατικής τάξης, που ανέπτυξε μια ισχυρή βιομηχανία από το μηδέν, οδήγησε τη ΣΕ στη νίκη κατά του Χίτλερ και τους φτωχούς αγρότες στην κολεκτιβοποίηση της γεωργίας. Στόχος, με πρόσχημα την αποσταλινοποίηση, η αλλαγή της φύσης του κόμματος και του κράτους. Η αποπομπή προλεταριακών ηγετών ήταν η αρχή μιας μαζικής καταδίωξης τίμιων κομμουνιστών σε όλα τα επίπεδα.

Μέχρι το 22ο Συνέδριο, το 1961, το 70% των μελών της ΚΕ, που είχαν εκλεγεί στο 19ο Συνέδριο του 1952, εκδιώχθηκε. Αλλο ένα 60% των μελών της ΚΕ του 1956 εκδιώχθηκε μέχρι το 1966. Αυτό συνοδεύτηκε από πολλές διαγραφές στα χαμηλότερα επίπεδα, ιδιαίτερα στους τόπους δουλειάς, π.χ. την περίοδο 1963-1965 διαγράφτηκαν 100.000. Μόνο το 1966 αποπέμφθηκαν 62.800 μέλη.

Η «αποσταλινοποίηση» δεν περιορίστηκε μόνο στη ΣΕ. Επεκτάθηκε σε όλα σχεδόν τα κομμουνιστικά κόμματα. Ο Πιότβαλτ (Τσεχοσλοβακία), ο Ματίας Ρακόσι (Ουγγαρία), ο Τσερβενκόφ (Βουλγαρία), ο Ν. Ζαχαριάδης (ΚΚΕ) αποπέμφθηκαν βίαια και ακολούθησε η διαγραφή συνεπών κομμουνιστών όλων των κομμάτων. Ο «δημιουργικός Μ-Λ» του Χρουστσόφ επεκτάθηκε στη θέση «το κόμμα όλου του λαού» και «το παλλαϊκό κράτος», κατάργησε τη δικτατορία του προλεταριάτου, εξάλειψε τις τάξεις και την ταξική πάλη. Ανοιξε τις πύλες εισόδου στο κόμμα και στο κράτος όλων των αντί σοσιαλιστικών στοιχείων. Στο διάστημα 1953-1965, τα μέλη του κόμματος αυξήθηκαν πάνω από 70%. Με ποια κριτήρια, όμως; Το 1956, το 38,9% ήταν εργάτες με «άσπρο κολάρο» (επιστήμονες, τεχνικοί, μηχανικοί, εκπαιδευτικοί, γιατροί). Το 1967, το στρώμα αυτό αντιπροσώπευε το 58,5% του συνόλου των μελών του κόμματος. Οπως έγραφε η «Πράβδα» «όλο και περισσότεροι μηχανικοί και σχεδιαστές έχουν γίνει γραμματείς των κομματικών οργανώσεων βάσης». Η δεύτερη επίθεση του χρουστσοφισμού εκφράστηκε με τη θεωρία των «3 ειρηνικών»:

-- ειρηνική συνύπαρξη με τον ιμπεριαλισμό

-- ειρηνικός ανταγωνισμός με τον καπιταλισμό

-- ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Η θεωρία αυτή οδήγησε στην εγκατάλειψη της ταξικής πάλης, του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, της πάλης των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και της πάλης για το σοσιαλισμό. Ο Χρουστσόφ άνοιξε το δρόμο για την αναδιοργάνωση της οικονομίας, την εισαγωγή των κινήτρων του κέρδους, που είναι κανόνας του βασικού νόμου της εμπορευματικής παραγωγής και του νόμου της αξίας. Οι Μπρέζνιεφ και Κοσίγκιν ισχυρίστηκαν ότι θα επανέφεραν τον κεντρικό σχεδιασμό στην οικονομία. Η αναθεώρησή τους έφερε την ανασύσταση και σταθεροποίηση της οικονομίας με τις αρχές του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Ο Κοσίγκιν εισήγαγε την ενίσχυση και την ανάπτυξη του συστήματος κοστολόγησης, την εντατικοποίηση της παραγωγής και της οικονομικής ανάπτυξης (με τη βοήθεια μέσων όπως οι τιμές, το κέρδος, τα μπόνους) και τη χορήγηση πιστώσεων ανάλογα με την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Γκαρπάζιοφ, «ο ρόλος του κέρδους σαν ερέθισμα (εννοεί της παραγωγής) γίνεται ουσιαστικά μεγαλύτερος κάτω από τις νέες συνθήκες. Σύμφωνα με τους δείκτες, το κέρδος αποτελεί ένα μεγάλο οικονομικό κριτήριο στην αξιολόγηση της απόδοσης των επιχειρήσεων».

Στο παρελθόν, οι μισθοί των εργαζομένων στα κολχόζ βασίζονταν στη σοσιαλιστική αρχή «στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του». Στην περίοδο Μπρέζνιεφ-Κοσίγκιν, στο βασικό μισθό (ο οποίος εξαρτιόταν και από το εάν ένα αγρόκτημα ήταν φτωχό ή πλούσιο), οι «μάνατζερς» είχαν την εξουσία να προσθέσουν μπόνους μέχρι και το 50% των ετήσιων απολαβών τους. Παράλληλα, αυξήθηκε σημαντικά ο ιδιωτικός τομέας στην αγροτική παραγωγή. Τα κολχόζ και τα σοβχόζ είχαν την έγκριση να πωλούν ένα αυξανόμενο ποσοστό της κοινωνικής παραγωγής στην «ελεύθερη» αγορά. Το κέρδος τώρα άρχισε να λειτουργεί και σαν ο ρυθμιστής των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων και των τομέων της οικονομίας, πράγμα που οδήγησε στην αλλαγή των σχέσεων παραγωγής, στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, την αναρχία στην παραγωγή και στη δημιουργία πλέον της βάσης για παλινόρθωση του καπιταλισμού. Ετσι, ο Γκορμπατσόφ έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Αυτός, ο πλασιέ της πίτσα - Χατ, δήλωσε ότι όνειρο δικό του και της Ραΐσας ήταν η ανατροπή του σοσιαλισμού.

θέτω μερικά ζητήματα που πρέπει να διευκρινιστούν:

Πρώτο. Αν το ΚΚΕ, όπως μερικοί αναφέρουν, διά του γραμματέα του Ν. Ζαχαριάδη, κατά την ανάγνωση της μυστικής έκθεσης του Χρουστσόφ, στο 20ό Συνέδριο, εξέφρασε την αντίθεσή του.

Δεύτερο: Αν έγιναν με το πνεύμα του χρουστσοφισμού διαγραφές κομμουνιστών από το κόμμα. Να φωτιστούν τα γεγονότα της Τασκένδης.

Τρίτο: Αν η 6η πλατιά Ολομέλεια έγινε σύμφωνα με το καταστατικό του κόμματος ή αν ήταν μια επέμβαση του χρουστσοφισμού, με πρόεδρο μάλιστα τον Γκεοργίου-Ντες.

Τέταρτο: Αν ο αναθεωρητισμός είχε επιπτώσεις στην πολιτική του κόμματος στην Ελλάδα. Για παράδειγμα: Στην ΕΔΑ είχε επικρατήσει ο πασιφισμός, με το κίνημα της ειρήνης που έλεγε γενικά και αόριστα «όχι στον πόλεμο», χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ «δίκαιων και άδικων» πολέμων, μεταξύ «απελευθερωτικών και ιμπεριαλιστικών» πολέμων. Ελεγαν: 1 σφαίρα = 1 μπουκάλι γάλα, 1 τανκ = 1 σχολείο, δημιουργώντας την αυταπάτη ότι είναι δυνατόν, σε συνθήκες κυριαρχίας του κεφαλαίου, οι κυβερνήσεις να μειώσουν τις στρατιωτικές δαπάνες προς όφελος του λαού, κρύβοντας έτσι τη φύση του ιμπεριαλισμού. Διέλυσαν τις οργανώσεις του ΚΚΕ, στα πλαίσια της νομιμότητας του ειρηνικού περάσματος.

Πέμπτο: Οταν παραβιάζονται βασικές αρχές του Μ-Λ, καμιά διεθνιστική αλληλεγγύη δεν πρέπει να σταματάει την κριτική στην παραβίαση των αρχών. Τελευταίο παράδειγμα είναι το ΚΚ Κίνας. Το ερώτημα είναι: «Η Κίνα είναι σοσιαλιστικό κράτος;». Είναι το κόμμα αυτό «κομμουνιστικό»; Στα ερωτήματα αυτά πρέπει να τοποθετηθούμε καθαρά και ξάστερα.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να προσθέσω ότι η ανατροπή του Σοσιαλισμού στη ΣΕ, η διάλυση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, καθώς και το άνοιγμα της αγοράς της Κίνας στα ξένα κεφάλαια ήταν το «φιλί της ζωής» για το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Μπορεί ν' αντιληφθεί κανείς σήμερα πού θα οδηγούσε η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Ομως η ιστορία προχωρεί με άλματα.


Σωτήρης Μπαράτσης
χειρουργός


Ο κινητήρας και η τροχοπέδη

Σε μια περίοδο που αντικειμενικά αναδεικνύεται η ιστορική επικαιρότητα του σοσιαλισμού, οι Θέσεις της ΚΕ ανοίγουν δρόμο για την ανάπτυξη της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας σχετικά με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Η κριτική που ασκήθηκε στις Θέσεις στο πλαίσιο του διαλόγου, δεν ήταν πάντα γόνιμη. Προσπέρασε σε πολλές περιπτώσεις το προτεινόμενο πεδίο προβληματισμού, δηλαδή τη διερεύνηση των βασικών εξελίξεων στην κοινωνικοοικονομική βάση που οδήγησαν τελικά στην ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.

Ορισμένες κριτικές προσεγγίσεις υποστηρίζουν ατεκμηρίωτα ότι οι θέσεις συγκλίνουν τάχα με προσεγγίσεις οπορτουνιστικών ομάδων για την ιστορία του ΚΚΣΕ, ότι υποτιμούν τα ζητήματα του εποικοδομήματος και τελικά πως διακατέχονται από βουλησιαρχική αντίληψη σχετικά με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα άλματα προς τον αναπτυγμένο κομμουνισμό.

Οι συγκεκριμένες απόψεις αποκλίνουν μεθοδολογικά απ' τις βασικές αρχές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στην ουσία δεν εξετάζουν την εξέλιξη της κοινωνικής παραγωγής σαν σύνολο με τις δυο αξεχώριστες πλευρές της, τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας και τις σχέσεις παραγωγής, οι οποίες επενεργούν η μια πάνω στην άλλη. Κυρίως, δεν αποδέχονται ότι οι νέες κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής προωθούνται συνειδητά και όχι αυθόρμητα στην πορεία μετάβασης απ' την ανώριμη προς την ώριμη κομμουνιστική βαθμίδα. Συνειδητά δε σημαίνει βεβαίως αυθαίρετα, δηλαδή ανεξάρτητα απ' το εκάστοτε επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η προσπάθεια προσαρμογής των σχέσεων παραγωγής στο ύψος των αναπτυσσόμενων παραγωγικών δυνάμεων πρέπει να είναι συνεχής. Δεν πρόκειται για μονόπρακτο έργο που τελειώνει με την κατάργηση της αστικής τάξης μετά την επανάσταση.

Αυτή η προσπάθεια προσαρμογής και επέκτασης των σοσιαλιστικών - κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής δεν μπορεί να υλοποιηθεί γενικά και αόριστα απ' την κοινωνία, από «τα κάτω». Πραγματοποιείται απ' το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, με τον καθοδηγητικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος που επιβεβαιώνεται με την ενεργοποίηση της εργατικής τάξης και του λαού προς αυτή την κατεύθυνση. Ενεργοποίηση που βασίζεται σε μαζικές οργανώσεις και θεσμούς της δικτατορίας του προλεταριάτου (σοβιέτ, συνδικάτα κλπ.).

Αν η αναγκαία προσαρμογή των σχέσεων παραγωγής δε γίνει έγκαιρα και εύστοχα, στην πραγματικότητα η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δε μένει στατική. Αργά ή γρήγορα θα έχουμε διολίσθηση προς τα πίσω. Γι' αυτό ο Στάλιν στην περίφημη κριτική του προς το σ. Γιαροσένκο, τονίζει ότι οι νέες σχέσεις παραγωγής δε μένουν αιώνια νέες και πως όταν αρχίζουν να παλιώνουν «αρχίζουν να χάνουν το ρόλο της κύριας κινητήριας δύναμης των παραγωγικών δυνάμεων και μετατρέπονται σε τροχοπέδη τους».

Ετσι για παράδειγμα, η ισχυροποίηση των αγροτικών συνεταιρισμών (κολχόζ) παίζει προωθητικό ρόλο στις δεκαετίες '20-'30 που δεν έχουν ωριμάσει οι προϋποθέσεις στην ΕΣΣΔ για κοινωνικά οργανωμένη αγροτοβιομηχανική παραγωγή. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο στη δεκαετία του '50 όταν ενώ υπάρχουν πλέον οι υλικές προϋποθέσεις καθυστερεί η κοινωνικοποίηση των συνεταιρισμών και η πλήρης ένταξή τους στον κεντρικό σχεδιασμό.

Σε αυτό το εξελισσόμενο οικονομικό πλαίσιο μεταβάλλεται και η κοινωνική διαστρωμάτωση, συντελούνται ταξικές ανακατατάξεις, αλλάζουν οι όροι και οι στόχοι της ταξικής πάλης καθώς και των κοινωνικών συμμαχιών. Το ζήτημα της συμμαχίας με το μεσαίο αγρότη δεν μπορεί να είναι ίδιο στη δεκαετία του '20 που δεν έχουν ακόμη εξουδετερωθεί οι κουλάκοι και στη δεκαετία του '50.

Καθοριστική πλευρά για την έκβαση της ταξικής πάλης αποτελεί η πορεία της εσωκομματικής πάλης απέναντι στο οπορτουνιστικό ρεύμα. Το οπορτουνιστικό ρεύμα εδράζεται και τροφοδοτείται απ' τις κοινωνικές δυνάμεις που αντιστρατεύονται κάθε φορά την πορεία επέκτασης και βαθέματος των νέων κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.

Κάθε πισωγύρισμα ισχυροποιεί αυτές τις δυνάμεις και το οπορτουνιστικό ρεύμα με διαβρωτικές συνέπειες τελικά στο ρόλο του Κόμματος και του κράτους της εργατικής εξουσίας. Γι' αυτό και έχει καθοριστική σημασία να εστιάσει κανείς στην πορεία εξάλειψης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων για την εκτίμηση της ιστορίας της ΕΣΣΔ.

Με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια, ο αγώνας που έδωσε η ηγεσία των μπολσεβίκων μέχρι το 1956 ήταν τιτάνιος και με σωστό προσανατολισμό. Εξουδετέρωσε τον κύριο εσωτερικό αντίπαλο των δύο πρώτων δεκαετιών, τον αστό της πόλης και του χωριού. Εστίασε σε αντιπαράθεση με το οπορτουνιστικό ρεύμα, στον κίνδυνο η μικρή εμπορευματική παραγωγή να οδηγήσει στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Κινητοποίησε το λαό και τα συνδικάτα απέναντι στην Ενωμένη Αντιπολίτευση, στη συνέχεια για τη σοσιαλιστική άμιλλα (σταχανοφικό κίνημα), για την αναδιοργάνωση της οικονομίας σε πολεμική βάση και για τη νίκη στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εντόπισε έγκαιρα τους νέους κοινωνικούς αντιπάλους, το ρόλο των διευθυντικών στελεχών, το γραφειοκρατισμό, χωρίς να καταφέρει να τους αντιμετωπίσει πλήρως. Ανέδειξε τον κίνδυνο διάβρωσης μέρους της ίδιας της εργατικής τάξης και της αποδυνάμωσης του εργατικού ελέγχου.

Πάλευε με σημαντικά κενά στη θεωρητική επεξεργασία και με επιστημονικά δάνεια απ' τη μαρξιστική πολιτική οικονομία του καπιταλισμού για να λύσει δύσκολα νέα ζητήματα όπως: την εδραίωση των σχέσεων κατανομής, τον αποτελεσματικό τρόπο διεύθυνσης της παραγωγής στο πλαίσιο του κεντρικού σχεδιασμού κ.ά.

Ετσι, ενώ π.χ. η εργατική δύναμη δεν αποτελούσε πλέον εμπόρευμα και η ατομική εργασία είχε γίνει σε μεγάλο βαθμό άμεσα συστατικό μέρος της κοινωνικής εργασίας, δεν μπορούσε να ξεπεραστεί αποτελεσματικά στη θεωρία η προσέγγιση της αξιακής αποτίμησης του αποτελέσματος της εργασίας. Διατηρήθηκε σημαντική ψαλίδα μισθών μεταξύ διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας. Δεν περιορίστηκε η εμπορευματική παραγωγή και κυκλοφορία σύμφωνα με το νέο επίπεδο ανάπτυξης. Διατηρήθηκαν οι δυνατότητες υπεξαίρεσης μέρους του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος.

Πατώντας σε αυτό το έδαφος το οπορτουνιστικό ρεύμα κατάφερε να κυριαρχήσει μετά από σκληρή διαπάλη (διαγραφές, καθαιρέσεις κλπ.) την περίοδο '53-'57. Οι διαβρωτικές συνέπειες της κυριαρχίας της οπορτουνιστικής γραμμής άργησαν να γίνουν φανερές. Προτάσεις ενίσχυσης των δυνατοτήτων του κεντρικού σχεδιασμού όπως της αξιοποίησης κρατικού αυτοματοποιημένου συστήματος διεύθυνσης (του σ. Β. Γλούσκοφ) ενταφιάστηκαν με επιδεξιότητα. Αντίθετα, με την επίκληση υπαρκτών οικονομικών προβλημάτων, αποδυναμώθηκε σταδιακά ο κεντρικός σχεδιασμός σαν σχέση παραγωγής. Η σταδιακή αυτονόμηση των συνεταιρισμών απ' τον κεντρικό σχεδιασμό, η εισαγωγή του κέρδους σαν κριτηρίου αξιολόγησης των επιχειρήσεων, το σύστημα «ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων», η αύξηση της ψαλίδας του μισθού μεταξύ διευθυντή και εργάτη, σηματοδότησαν την πορεία αποδυνάμωσης των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής. Οι όποιες αναιμικές διορθωτικές προσπάθειες δεν μπόρεσαν να αναιρέσουν αυτή την πορεία και αυτό δεν είναι τυχαίο. Υπονομεύτηκε η ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων στο σχεδιασμένο καθορισμό των αναγκών. Ετσι, άνοιξε ο δρόμος για την αντεπαναστατική ανατροπή της δεκαετίας του '80 με τη στήριξη του ιμπεριαλισμού. Ο συγκεκριμένος δρόμος φυσικά δεν αρχίζει αλλά τελειώνει με την επαναφορά των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής. Ομως αλίμονο αν περιμένουμε να δούμε την επανεμφάνιση της αστικής τάξης στο προσκήνιο για να αντιληφθούμε την αποδυνάμωση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της εξουσίας και την ενίσχυση της δυνατότητας ανατροπής.

Το μάθημα της ανατροπής διδάσκει ότι δεν μπορεί να υπάρξει τελεσίδικη και διηνεκής διασφάλιση του επαναστατικού προσανατολισμού στο Κόμμα και στο εργατικό κίνημα. Η μάχη πρέπει να δίνεται κάθε μέρα. Ο ασφαλής δρόμος για τη νικηφόρα έκβασή της είναι η μελέτη της θετικής και αρνητικής πείρας του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε. Μελέτη που δεν μπορεί να υποκατασταθεί απ' την άστοχη παράθεση τσιτάτων αποσυνδεδεμένων απ' τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες της αναφοράς τους. Ούτε με τη μηχανιστική μεταφορά στο σήμερα συγκεκριμένων λύσεων που αφορούσαν το συγκεκριμένο προπολεμικό επίπεδο ανάπτυξης της ΕΣΣΔ και την αναγόρευσή τους στη συνέχεια σε θέσεις με δήθεν καθολική ισχύ. Μελέτη που μας βοηθά επίσης να διακρίνουμε τα θεωρητικά κενά και λάθη του επαναστατικού ρεύματος απ' τη συνειδητή δράση των οπορτουνιστών σε κάθε φάση της πορείας του ΚΚΣΕ.

Η παραπέρα έρευνα για τη θωράκιση του κεντρικού σχεδιασμού από λάθη υποκειμενισμού καθώς και για βαθύτερη μελέτη της ιστορικής εξέλιξης της ταξικής διαστρωμάτωσης, της κοινωνικής βάσης του οπορτουνισμού, της ταξικής πάλης στην ΕΣΣΔ, της σχέσης βάσης - εποικοδομήματος, είναι αναγκαία και θα συνεχιστεί. Ομως δεν είναι όλα τα θέματα «ανοιχτά». Εχουμε βγάλει συμπεράσματα και βαδίζουμε αποφασιστικά στο σωστό δρόμο.


Μάκης Παπαδόπουλος
Υπεύθυνος Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ