ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Αυγούστου 2003
Σελ. /28
Ευρωπαίοι και Αμερικανοί στη «μάχη» της Κανκούν

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΗΣ

«Πόλεμος», «μάχη», «σύγκρουση», λέξεις που επαναλαμβάνονται στους τίτλους και τα ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου για την επικείμενη σύνοδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, από τις 10 έως τις 14 Σεπτέμβρη στην πόλη Κανκούν του Μεξικού. Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ενωση, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης που πλήττει ταυτοχρόνως και τις δύο πλευρές, βρίσκονται αντιμέτωπες σε μια σύγκρουση, στην οποία διακυβεύεται ο έλεγχος του παγκόσμιου εμπορίου. Ο κατάλογος των ευρωαμερικανικών διαφορών συνεχώς μεγαλώνει, νέα θέματα προστίθενται καθημερινά, ενώ μειώνονται οι πιθανότητες διευθέτησης.

Ετσι, στην Κανκούν, ΗΠΑ και ΕΕ καλούνται να συμφωνήσουν για τις επιδοτήσεις στο γεωργικό τομέα, τα μεταλλαγμένα προϊόντα, την κατάργηση των δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα, στις περιβαλλοντικές προδιαγραφές για τη χημική βιομηχανία, κ.ά.

Τον περασμένο Ιούνη είχε διαφανεί μια τάση προσέγγισης στο θέμα των μεταλλαγμένων προϊόντων, αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε την ελεύθερη εισαγωγή τους με την προϋπόθεση ότι θα αναγράφονται στη συσκευασία όλα τα στοιχεία για την προέλευση και τη σύστασή τους. Η απόφαση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, αφού οι επιστήμονες δεν έχουν αποφανθεί οριστικά σχετικά με τους κινδύνους για την υγεία και τη ζωή από την κατανάλωση των μεταλλαγμένων προϊόντων.

Ομως, πίσω από την επιμονή των ΗΠΑ για τα μεταλλαγμένα, βρίσκεται η πρόθεση για τον έλεγχο της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής από μια ομάδα πολυεθνικών επιχειρήσεων που διαθέτουν αποκλειστικά τους σπόρους, αλλά και τα ζιζανιοκτόνα για την καλλιέργεια των μεταλλαγμένων ποικιλιών.

Απ' την άλλη, η Ευρωπαϊκή Ενωση αντιτίθεται στην άμεση κατάργηση των κρατικών και κοινοτικών επιδοτήσεων στον αγροτικό τομέα των κρατών - μελών της. Η κατάργηση των επιδοτήσεων, σε συνδυασμό με την κατάργηση των δασμών στα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα, θα είναι η «χαριστική βολή» για τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τις βιομηχανίες τροφίμων της ΕΕ.

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Μπους, ενώ ζητάει από τους Ευρωπαίους να σεβαστούν τους κανόνες του «ελεύθερου εμπορίου» και να καταργήσουν τις κρατικές επιδοτήσεις και τους δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα, η ίδια επιβάλλει βαρείς δασμούς στα εισαγόμενα χαλυβουργικά προϊόντα, για να προστατεύσει την αμερικανική χαλυβουργία.

Στα παραπάνω προβλήματα ήρθε να προστεθεί και η απόφαση της Κομισιόν να επιβάλει κάποιες προδιαγραφές στην παραγωγή της χημικής βιομηχανίας (σύστημα Reach) για την προστασία του περιβάλλοντος. Ομως, αυτές οι προδιαγραφές θα επιβαρύνουν, εκτός από τις ευρωπαϊκές, και τις αμερικανικές βιομηχανίες, οι οποίες θα πρέπει να συμμορφωθούν αν θέλουν να συνεχίσουν να πωλούν τα προϊόντα τους στην Ευρώπη.

Η ατζέντα της Συνόδου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου μοιάζει με ένα κουβάρι, το οποίο κανείς δε δείχνει διατεθειμένος να λύσει. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί φαίνεται να οξύνονται σε επικίνδυνο βαθμό. Βεβαίως, στις διαπραγματεύσεις τέτοιου επιπέδου περισσότερη σημασία έχουν αυτά που γίνονται «κάτω από το τραπέζι».

Η άλλη όψη της «ανάκαμψης»

Πριν δέκα μέρες, δύο ανακοινώσεις του υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ - ότι μειώθηκε ο αριθμός των αιτουμένων επίδομα ανεργίας και πως η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατακόρυφα την άνοιξη - έδωσαν τροφή στους αναλυτές για εκτιμήσεις περί ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας.

Σύμφωνα με την πρώτη ανακοίνωση, οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν την τελευταία βδομάδα για επίδομα ανεργίας ήταν 390.000 έναντι 393.000 της προηγούμενης βδομάδας. Στην ίδια έκθεση όμως αναφέρεται ότι η μείωση του αριθμού των αιτήσεων δεν οφείλεται στη μείωση του αριθμού των ανέργων, αλλά στο ότι πολλοί άνεργοι, απελπισμένοι από τη μακροχρόνια ανεργία, παραιτήθηκαν από την προσπάθεια να βρουν δουλιά και έτσι έχασαν το δικαίωμα εγγραφής στα μητρώα των επιδομάτων.

Στη δεύτερη ανακοίνωση αναφέρεται ότι η παραγωγικότητα των Αμερικανών εργαζομένων αυξήθηκε, το δεύτερο τρίμηνο του 2003, κατά 5,7%. Το στοιχείο αυτό εκτιμήθηκε ως ένδειξη ταχύτερης εξόδου της αμερικανικής οικονομίας από την ύφεση.

Ομως τα πράγματα είναι πολύ απλά: Οι επιχειρήσεις μετά το κύμα των μαζικών απολύσεων επέβαλαν καθεστώς μεσαιωνικής εκμετάλλευσης με τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και πέτυχαν περισσότερη παραγωγή από μικρότερο αριθμό εργαζομένων.

Στην ίδια έκθεση του υπουργείου Εργασίας αναφέρεται ότι το εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε κατά 2,1% το δεύτερο τρίμηνο, ενώ το πρώτο είχε αυξηθεί κατά 2%. Το εργατικό κόστος μειώθηκε κατά 1% έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου. Το ίδιο διάστημα η παραγωγή αυξήθηκε κατά 3,4%, έναντι 1,4% το προηγούμενο τρίμηνο.

Το ομολόγησε, εξάλλου και ο πρόεδρος της μεγαλύτερης εταιρίας παραγωγής ημιαγωγών Cadence DesigSystems, Ρέι Μπίγχαμ, ο οποίος δήλωσε: «Η ανάπτυξη που διακρίνουμε στις επιχειρήσεις είναι περισσότερο αύξηση της παραγωγικότητας ως αποτέλεσμα μείωσης του κόστους παρά αξιόλογη αύξηση των εσόδων».

ΑΤΙΤΛΑ

ΙΤΑΛΙΑ Από την περασμένη βδομάδα, η Ιταλία κηρύχτηκε και επισήμως σε ύφεση, καθώς η οικονομία της συρρικνώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του έτους για δεύτερη συνεχή φορά. Σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία του Ινστιτούτου Istat, το AEΠ της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης συρρικνώθηκε κατά 0,1%, το περασμένο τρίμηνο, ενώ αντίστοιχη ήταν και η συρρίκνωση του πρώτου τριμήνου. Σε ετήσια βάση, το AEΠ αυξήθηκε κατά 0,3% το δεύτερο τρίμηνο, έναντι 0,7% του πρώτου. Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία του Istat, είναι η πρώτη φορά από το 1992 που η Ιταλία παρουσιάζει αρνητική ανάπτυξη για δύο συναπτά τρίμηνα.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ H Ιταλία είναι η πρώτη από τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης που δίνει στη δημοσιότητα στοιχεία για το AEΠ δεύτερου τριμήνου της. Για την υπ' αριθμόν 1 οικονομία, τη Γερμανία, αρκετοί αναμένουν ως και ελαφρά συρρίκνωση του AEΠ για δεύτερο συναπτό τρίμηνο. Οσο για τη Γαλλία, τα προκαταρκτικά στοιχεία θα ανακοινωθούν στις 20 Αυγούστου και δεν υφίσταται ακόμα σχετική πρόβλεψη. Το πρώτο τρίμηνο, το γαλλικό AEΠ αυξήθηκε κατά 0,3%, αφού όμως είχε συρρικνωθεί κατά 0,1%, το τέταρτο τρίμηνο του 2002.

ΕΛΒΕΤΙΑ H καταναλωτική εμπιστοσύνη στην Ελβετία σημείωσε πτώση στο πιο χαμηλό επίπεδο τον μήνα Ιούλη, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνουν την ισχνή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ελβετική οικονομία. Ας σημειωθεί ότι η ελβετική οικονομία πλήττεται από την ύφεση, με αποτέλεσμα να έχει δυσμενή αντίκτυπο στην εγχώρια ζήτηση.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ