Θέταμε στην Απόφαση του 21ουΣυνεδρίου του Κόμματος ως βασικό καθήκον μέχρι το 22ο, να γίνεται ακόμα πιο διακριτός ο ρόλος του Κόμματος ως ισχυρής οργανωμένης πρωτοπορίας, φορέας νέων επαναστατικών ιδεών.
Κατά τη γνώμη μου αυτό το καθήκον, αν σκεφτούμε την τοποθέτηση και δράση του Κόμματος σε κρίσιμες στιγμές για την εξέλιξη της πολιτικής - μαζικής πάλης στη χώρα, χωρίς αυτό να μετριέται μόνο σε μαζικότητα - και σε αυτό σίγουρα - αλλά κυρίως σε ιδεολογικοπολιτική υπεροχή που επέδρασε και στην ίδια την ανάπτυξη του κινήματος, κάναμε πρόοδο.
Ενδεικτικά αναφέρω:
Η έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και η καθαρή θέση μας να μη διαλέξουμε ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα και στις επιλογές της αστικής τάξης της χώρας.
Η τοποθέτησή μας για τις 7/10 του '23 όχι μόνο στην αποκάλυψη της προπαγάνδας για αυτοάμυνα του Ισραήλ όπως εξελισσόταν ο πόλεμος, αλλά κυρίως στο ότι οι λαοί, άρα και ο λαός της Παλαιστίνης, είναι αυτός που θα επιλέξει πώς θα αντισταθεί και θα πολεμήσει, κόντρα στην προπαγάνδα περί «τρομοκρατίας» των Παλαιστινίων.
Η ετοιμότητα και η έγκαιρη παρέμβαση στις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη, έχοντας καλή γνώση των διαθέσεων, να επιλέξουμε την κατάλληλη μορφή κάθε φορά και να ηγηθούμε σε μία από τις μαζικότερες απεργίες των τελευταίων δεκαετιών.
Αυτά κατά τη γνώμη μου και άλλα σίγουρα - όπως η στάση μας το '12 και το '15 - είναι που έχουν ανεβάσει το κύρος του Κόμματος, αλλά και τη δυσκολία του ίδιου του συστήματος και των δυνάμεών του να καναλιζάρουν και να κατευνάσουν με την ίδια ευκολία που έκαναν παλιότερα ένα καζάνι που βράζει. Που εκφράζεται (σε έναν βαθμό τουλάχιστον) «όταν δίνεται η ευκαιρία» π.χ. σε αρχαιρεσίες, απεργίες, με την πλατιά διακίνηση των Θέσεων, με ό,τι επιφυλάξεις έχει κάθε εργαζόμενος, που όμως εμπιστεύεται το Κόμμα.
Φτάνει αυτό; Νομίζω είναι ένα το κρατούμενο, η ιδεολογική - πολιτική - οργανωτική υπεροχή σε κρίσιμες στιγμές.
Συμφωνώντας με τις Θέσεις στο σύνολό τους, ξεχωρίζω ως πυρήνα όσων συζητάμε μπροστά στο Συνέδριο, αυτό που συμπυκνώνεται στο 2οκεφάλαιο στο Α1 κυρίως. Οτι δηλαδή, περνάμε σε μια νέα φάση που η απαίτηση δεν είναι μόνο να ηγηθούμε ιδεολογικά - πολιτικά - οργανωτικά σε μια εξέλιξη, στην κλιμάκωση του πολέμου σε κάποιο σημείο του πλανήτη, σε έναν μαζικό αγώνα - κινητοποίηση. Το καινούργιο και το κρίσιμο είναι πως υπάρχει η εκτίμηση ότι είναι πιο πιθανό - σε σχέση με άλλες περιόδους - οι συνθήκες που δρούμε να οδηγήσουν σε όξυνση της ταξικής πάλης, ακόμη και αποσταθεροποίησης της καπιταλιστικής εξουσίας, μεγάλης κίνησης μαζών, δυνατότητας ακόμη και εξεγέρσεων, ενδεχόμενα και συνθηκών επαναστατικής κατάστασης. Αυτό είναι που χρειάζεται να διαπεράσει σαν ηλεκτρικό ρεύμα τα καθοδηγητικά όργανα, γεμίζοντάς μας με ευθύνη και αισιοδοξία. Γιατί παρακολουθούμε τις εξελίξεις, βλέπουμε πού οδηγούν τα ίδια τα αδιέξοδα του συστήματος, μιλάμε με τους εργαζόμενους, βλέπουμε την αγανάκτηση και την οργή, όμως τώρα τίθεται ως το κύριο καθήκον σε όλο το Κόμμα. Και επειδή γνωρίζουμε από τη θεωρία μας ότι η επαναστατική κατάσταση δεν προκαλείται, ούτε μπορείς να καθορίσεις τον χρόνο και τη στιγμή, αποκτά επιτακτικό χαρακτήρα το καθήκον, για πιο γρήγορα βήματα στην ανάπτυξη της ικανότητας και ετοιμότητας όλου του Κόμματος, για την αποτελεσματική προβολή και προώθηση της στρατηγικής μας και πιο συγκεκριμένα για την επανάσταση, τη συγκέντρωση δυνάμεων για αυτή, για τον σοσιαλισμό και την οικοδόμησή του.
Δηλαδή, γίνεται πιο επιτακτικό και άμεσο το σύνολο των κομματικών μελών, και οπαδών θα έλεγα, αν σκεφτούμε ότι υπάρχουν χώροι στρατηγικής σημασίας που δρούμε μέσω ενός, να μπορούμε σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα να δουλεύουμε από τώρα για να ηγηθούμε της επαναστατικής κατάστασης και στη νίκη της επανάστασης τελικά.
Στην αφομοίωση και σταθερή προώθηση της στρατηγικής μας θα κριθεί και η ίδια η αντοχή του Κόμματος, κάθε συντρόφου, αλλά και ενός μάχιμου περίγυρου που τώρα δρα στο πλάι μας. Ιδιαίτερα παίρνοντας υπ' όψιν αυτό που τίθεται στις Θέσεις ότι αυτό που καθορίζει αποφασιστικά το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσεται η ταξική πάλη και στην Ελλάδα, είναι η όξυνση των ανταγωνισμών και η εξέλιξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Δηλαδή, ένα έδαφος στο οποίο η διαπάλη με τον αντίπαλο θα είναι σφοδρή και η επίθεση στο Κόμμα και στο ταξικό εργατικό κίνημα θα παίρνει άλλα χαρακτηριστικά στην εξέλιξή του.
Με βάση αυτά χρειάζεται να μας απασχολήσει καθοδηγητικά, πώς θα έχουμε σε κάθε φάση και σήμερα ακόμα που η καθημερινή δουλειά σε κάθε χώρο μπορεί να μοιάζει μονότονη και πολλές φορές χωρίς ενδιαφέρον, τη μεγαλύτερη δυνατή στράτευση και αντοχή.
Αυτό, κατά τη γνώμη μου, απαιτεί να αντιλαμβάνεται ολόπλευρα το κάθε κομματικό μέλος πως ό,τι κάνει είναι μέρος ενός συνόλου και ο ίδιος έχει καταμερισμό και ευθύνη σε αυτό. Αυτό προϋποθέτει όντως να φτάνει στην ΚΟΒ και σε κάθε σύντροφο ποιο είναι το συνολικό σχέδιο, πώς τοποθετούμαστε σε κάθε φάση και γιατί. Προϋποθέτει ακόμα γνώση και σωστή ερμηνεία των εξελίξεων, της θεωρίας μας, της ιστορικής πείρας του Κόμματος και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.
Ενδεικτικά, δύο παραδείγματα.
Πρώτον, η προετοιμασία και η συζήτηση που προηγήθηκε μάχιμα στις ΤΕ και στις ΚΟΒ για την απεργία στις 28/2, αλλά και μετά η συζήτηση με βάση τα συλλογικά συμπεράσματα και όχι στενά της ΚΟΒ. Αυτά συνέβαλαν στη συγκρότηση στην ίδια την απεργία, στη συμβολή της πλειοψηφίας των συντρόφων στην προετοιμασία της, ακριβώς, γιατί είχαν υπ' όψιν τους οι ίδιοι το σχέδιο της αστικής τάξης, των μηχανισμών της και την προσπάθεια να πάρει άλλα χαρακτηριστικά στο ίδιο το περιεχόμενο.
Δεύτερο, που δεν αφορά έναν συγκεκριμένο αγώνα. Η ετοιμότητα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία και στην Παλαιστίνη να τοποθετηθούμε σωστά και να στρατεύσουμε δυνάμεις, πολλές φορές και στην εξέλιξη του πολέμου να ηγηθούμε. Αυτό αφορά μια σταθερή συζήτηση από το Προγραμματικό Συνέδριο και τα επόμενα, μια διαρκή προσπάθεια με εκδόσεις, με τα Δοκίμια, με εκδηλώσεις και με την προσπάθεια να τίθεται εύστοχα στο κίνημα με την κατάλληλη ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία από τις κομματικές δυνάμεις πρώτα και κύρια. Σίγουρα δεν είναι όλα τα ζητήματα αφομοιωμένα σε βάθος, όμως ξεκινάμε από καλύτερη θέση. Σε αυτά έπαιξαν ρόλο και άλλα πολιτικά και οργανωτικά μέτρα.
Σίγουρα υπάρχουν και άλλα παραδείγματα πιο επιμέρους, όμως κατά βάση είναι ακόμα εκλάμψεις στη λειτουργία και καθοδήγηση των ΚΟΒ, δεν αποκτούν με δική μας ευθύνη, της ΕΠ, πιο μόνιμα χαρακτηριστικά. Αυτό απαιτεί να αναπτύξουμε αυτήν την ικανότητα στις ΤΕ, ξεκινώντας από το τι συζητάμε στα Οργανα, πώς τα συμπεράσματα από τις μάχες που δίνουμε φτάνουν στις ΚΟΒ, συζητώντας το περιεχόμενο, τη διαπάλη που αναπτύσσεται, πώς επιδράσαμε, πώς οργανώσαμε κάθε μάχη κ.ά.
Συμφωνώ με τις Θέσεις της ΚΕ. Το κείμενο των Θέσεων μπορεί να συμβάλλει καταρχήν στη διαμόρφωση μεθόδου και τρόπου σκέψης. Η ανάλυση των συνθηκών στις οποίες δρούμε με επίκεντρο την οικονομία και η αποτύπωση των αναγκαίων βημάτων, που απαιτείται να μετρήσουμε ως Κόμμα σε όλες τις πτυχές της κομματικής, αλλά και της ενταγμένης σε αυτή ατομικής, ζωής και δράσης είναι το κριτήριο, η μέθοδος, με την οποία πρέπει να οργανώνουμε την καθημερινότητά μας, να θέτουμε τους στόχους, τη δραστηριότητά μας και εν τέλει τις εκτιμήσεις μας. Είναι ένα πρώτο ζητούμενο το κατά πόσο αυτή η μέθοδος και η λογική θα διαπεράσει και θα μείνει ως βάση στις Οργανώσεις μας κατά την προσπάθεια μελέτης και συζήτησης των Θέσεων.
Νομίζω, επίσης, ότι η συζήτηση που προηγήθηκε με τις Αποφάσεις της ΚΕ, συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση και σύνδεση των ενοτήτων των Θέσεων, ως ενιαίο καθήκον συνδυασμού του επαναστατικού Προγράμματος του Κόμματος με την καθημερινή επαναστατική δράση σε όλους τους τομείς και σε κάθε κρίκο της καθοδηγητικής δουλειάς.
Τα ζητήματα της ιδεολογικής δουλειάς σωστά διαπερνούν το σύνολο του κειμένου. Κρίσιμα ζητήματα στην προσπάθειά μας να βαθαίνουμε όλο και περισσότερο τη σκέψη και την πολιτική μας σε θέματα κομματικής λειτουργίας, καθοδήγησης και οικοδόμησης του Κόμματος σε μια περίοδο αυξημένων απαιτήσεων, για να ανταποκριθούμε σε δύσκολες συνθήκες και σε απότομες αλλαγές που έχουμε μπροστά μας.
Ξεχωρίζω τρία ζητήματα:
1. Τα όσα τίθενται στις σελίδες 42-45 για την ενιαιοποίηση των στόχων οργανωτικής και ιδεολογικής ισχυροποίησης του Κόμματος φωτογραφίζουν βασικές μας αδυναμίες τόσο σε σχέση με τους ρυθμούς στρατολογίας όσο σε σχέση με την αφομοίωση των νέων μελών μας. Η μη σύνδεση των δύο αυτών ζητημάτων σταθερά στην καθοδηγητική μας δουλειά έχει ως αποτέλεσμα την εξέταση της στρατολογίας σαν ένα τυπικό ζήτημα, χωρίς να εξετάζουμε την ουσία, το πώς προχωρά και βαθαίνει σχεδιασμένα με έναν άνθρωπο η συμφωνία με το Πρόγραμμά μας. Εχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ και άλλων παραγόντων φυσικά, από τη μία να εκτιμάμε την οξυμένη κατάσταση την οποία βιώνει η νεολαία της εργατικής τάξης, την αγανάκτηση και τη δυσαρέσκειά της και από την άλλη να είναι λίγοι οι άνθρωποι με τους οποίους συζητάμε την πρότασή μας, δίνοντάς τους διέξοδο και προοπτική, ενώ σε αυτό το έδαφος διαμορφώνεται η ανάγκη να γίνουν πολύ περισσότεροι. Χρειάζεται ενίσχυση της μαχητικής προβολής της πρότασής μας, καθώς μπορεί να εμπνεύσει και να συνεπάρει πολύ περισσότερους και από αυτούς που εμείς νομίζουμε. Σε περιπτώσεις που συζητάμε ανοιχτά και ολοκληρωμένα την πρότασή μας με έναν νέο είτε ανοίγει ο δρόμος για την ένταξή του στην ΚΝΕ, είτε μπορούμε καλύτερα να εκτιμήσουμε το επίπεδο συμφωνίας, τα ζητήματα που πρέπει να ξεπεράσουμε, άρα να σχεδιάσουμε πιο αποτελεσματικά την κλιμάκωση της ιδεολογικοπολιτικής παρέμβασής μας.
2. Αντίστοιχα, σύνθετη και ιδιαίτερα απαιτητική είναι η παρέμβασή μας στο κίνημα με όρους ιδεολογικής και πολιτικής διαπάλης, ώστε να οξύνεται το ταξικό κριτήριο σε ευρύτερες δυνάμεις. Ειδικά, στις σημερινές συνθήκες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, την οποία διοχετεύουν και μέσα στο εργατικό κίνημα, ώστε να εγκλωβιστεί και να συμβάλει στην ανάδειξη του νέου πόλου και στην κυβερνητική εναλλαγή ως στόχο που πρέπει να υιοθετήσει, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα των Τεμπών, δυναμώνει ακόμα περισσότερο η ανάγκη και η απαίτηση να δουλέψουμε με τη στρατηγική μας μέσα στους μαζικούς φορείς της νεολαίας. Αυτό συχνά το αντιλαμβανόμαστε ως σύνθημα, δυσκολευόμαστε να καθοδηγήσουμε τις δυνάμεις μας σε αυτήν την κατεύθυνση. Οπου το κάναμε, φάνηκαν και αποτελέσματα, τόσο στην αντοχή και την αποφασιστικότητα των δυνάμεών μας, όσο και σε ένα κομμάτι κόσμου που κινητοποιήθηκε για το οξυμένο, αλλά με αυτή τη δουλειά άνοιξαν οι ορίζοντές του, έμεινε στο πλευρό μας με μια μεγαλύτερη σταθερότητα και ένα τμήμα του στρατολογήθηκε στις γραμμές μας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων, που οργανωμένα και σχεδιασμένα ανοίξαμε την αντιπαράθεση με το νομοσχέδιο όχι απλά με όρους κάτω το νομοσχέδιο και η κυβέρνηση, αλλά προβάλλοντας μαχητικά το τι Πανεπιστήμιο έχουμε ανάγκη σήμερα και άρα με ποια οικονομία και σε ποια κοινωνία. Το περιεχόμενο αυτό έδωσε ώθηση, διάρκεια και κράτησε ζεστό στο πλευρό μας ένα κομμάτι κόσμου, ακόμα και μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, γιατί κατανοήθηκε το ευρύτερο πλαίσιό μας, άρα και η ανάγκη να κλιμακώσουμε την πάλη για τη διεκδίκηση των σύγχρονων αναγκών. Περαιτέρω, ιδιαίτερα διδακτική και διαπαιδαγωγητική ήταν η μάχη που δώσαμε κατά τη διάρκεια των πλημμυρών στη Θεσσαλία, σε μια περίοδο που όλοι - πολιτικές οργανώσεις, ΜΚΟ, σύνδεσμοι οπαδών, εκκλησία - κινήθηκαν με επίκεντρο μια θολή και άνευ περιεχομένου «αλληλεγγύη». Ωστόσο, με τη σταθερή παρακολούθηση της κατάστασης και των διαθέσεων, θέσαμε το τρίπτυχο αλληλεγγύη - οργάνωση - αγώνας ως άξονα της παρέμβασής μας, που μας ξεχώρισε και μας έβγαλε μπροστά. Με έμπρακτη αλληλεγγύη, σώζοντας σε κάποιες περιπτώσεις, ειδικά σε Λάρισα και Καρδίτσα, περιουσίες και ζωές, αλλά και με ζύμωση ότι δεν αρκεί μόνο το φτυάρι και η αντλία, έγινε σοβαρό βήμα με τη συγκρότηση επιτροπών πλημμυροπαθών σε πληγείσες συνοικίες και χωριά, με άνοιγμα της αντιπαράθεσης ολοκληρωμένα απέναντι στην παντελή έλλειψη υποδομών και αντιπλημμυρικών έργων, αναδεικνύοντας τις ευθύνες Δήμου - Περιφέρειας στο πλαίσιο των κεντρικών κατευθύνσεων κυβερνήσεων - ΕΕ, το επιλεκτικά ανίκανο αστικό κράτος κάτω από τη λογική του κόστους - οφέλους. Ολη αυτή η διαδικασία μας έβγαλε με μεγάλο κύρος στην περιοχή, σε ανθρώπους και μαζικούς φορείς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συμπόρευση φορέων της Κοινωνικής Συμμαχίας με το Εργατικό Κέντρο Λάρισας, που έχει ως έναν βαθμό από τότε αποκτήσει σταθερά χαρακτηριστικά.
3. Οσον αφορά την ιδεολογική δουλειά που αναπτύσσουμε στην εσωοργανωτική ζωή, θεωρώ κρίσιμο να εξετάσουμε όχι μόνο το τι και πόσα κάνουμε, αλλά και το πώς αξιοποιούμε όσα κάνουμε. Πολλές φορές η τυπικότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε τέτοια ζητήματα, όπως θεματικές συζητήσεις, μαθήματα στις ΟΒ, σχολές κ.λπ., δεν εκφράζεται μόνο στην προχειρότητα διεξαγωγής τους ή στη μεγαλύτερη ευκολία ακύρωσης ή αναβολής τους, αλλά και στη μη αξιοποίηση των εκτιμήσεων και των συμπερασμάτων που προκύπτουν στην καθοδηγητική δουλειά. Εδώ πρέπει να ξεχωρίσουμε τον ρόλο της Ιδεολογικής Επιτροπής, στο πώς θα συμβάλλει ώστε τα Οργανα να σκύψουν καθοδηγητικά στα συμπεράσματα που προκύπτουν. Επομένως, κρίσιμος δείκτης για τη βελτίωση της ιδεολογικής δουλειάς, δεν είναι μόνο αν κάνουμε πιο πολλά μαθήματα, πιο πολλές σχολές κ.λπ., αλλά και πώς εντάσσουμε και αξιοποιούμε στην καθοδηγητική δουλειά όσα κάνουμε.
Αν και ο καπιταλισμός στην εποχή μας διανύει το ανώτερο στάδιο ανάπτυξής του και η αντιδραστική - ιδεολογική επικράτηση των δυνάμεων του κεφαλαίου είναι εμφανής σε όλα τα επίπεδα του εποικοδομήματός του, με αποτέλεσμα οι καταπιεζόμενες μάζες να θεωρούν τον υπάρχοντα τρόπο και τις ισχύουσες σχέσεις παραγωγής ως φυσιολογικό οικονομικό φαινόμενο, η αναγκαιότητα για τη μετάβαση σε ένα άλλο σύστημα ανώτερο, το σοσιαλιστικό είναι η μόνη ικανή συνθήκη για την ίδια τη ζωή, στην κυριολεξία της λέξης, των δυνάμεων της εργασίας.
Ως εκ τούτου το ζήτημα της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι καθημερινό καθήκον κάθε σοβαρού επαναστάτη, ο οποίος καταθέτει την πολιτική του πρόταση εξουσίας στο αυριανό επαναστατικό υποκείμενο επί τάπητος, σε κάθε μικρό και μεγάλο αγώνα, όσο ανώριμο ταξικά και επηρεασμένο πολιτικά από την αστική ιδεολογία κι αν είναι αυτό.
Η οργανωμένη πρωτοπορία του προλεταριάτου στη σημερινή πραγματικότητα είναι υποχρεωμένη να ξεπεράσει πρόσθετες δυσκολίες στην καθημερινή διαφώτιση των μαζών, οι οποίες σε προηγούμενες εποχές, παρά το χαμηλό μορφωτικό τους επίπεδο, κατανοούσαν πολύ πιο εύκολα, αν μη τι άλλο, την ταξική τους θέση και την υπερασπίζονταν με καμάρι.
Δυστυχώς σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι της δουλειάς, μισθωτοί ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, λαϊκά στρώματα της πόλης και του χωριού δεν γνωρίζουν τι είναι τάξη, ποια είναι η δική τους ταξική θέση, η σχέση τους με την παραγωγική διαδικασία, τι είναι υπεραξία, βασικές προϋποθέσεις για την οικοδόμηση της ταξικής τους συνείδησης. Συνήθως εμπλέκουν και συγχέουν την επαγγελματική τους απασχόληση, το μορφωτικό τους επίπεδο, το ύψος του μισθού τους, την τεχνική τους κατάρτιση, σε αντίθεση με την ταξική τους τοποθέτηση που η κυρίαρχη τάξη έχει φροντίσει να τους κατατάξει, αδυνατώντας να το διακρίνουν αλλά κυρίως να το αποδεχτούν. Ενώ αποδέχονται το αντιδραστικό ιδεολόγημα μιας αστικής αντιεπιστημονικής ταξικής ανάλυσης περί ύπαρξης «μεσαίας» τάξης, το οποίο προσβάλλει σαν καλπάζουσα μολυσματική ασθένεια τα μυαλά και τις συνειδήσεις μεγάλου μέρους της σημερινής και της αυριανής εκμεταλλευόμενης μισθωτής βάρδιας. Οι όροι εργάτης, εργάτρια, εργατική τάξη αποφεύγονται και από τον πιο σκληρά καταπιεσμένο μετανάστη στην πιο βαριά βιομηχανική μονάδα, δεν διδάσκονται από τα σχολικά εγχειρίδια, αποσιωπώνται ακόμη και στις πανεπιστημιακές σχολές, απουσιάζουν σε νέα λογοτεχνικά κείμενα, ταινίες, θεατρικά έργα κι όταν αναφέρονται παραπέμπουν σε ανθρώπους εξαθλιωμένους μιας άλλης εποχής.
Προβάλλει ως άμεσο επιτακτικό ταξικό χρέος η κατάρριψη αυτής της κυρίαρχης λογικής και νοοτροπίας με κάθε τρόπο. Με την παρέμβασή μας με μικρά κείμενα πολιτικής οικονομίας, φωτοτυπημένα άρθρα από «Ριζοσπάστη» - ΚΟΜΕΠ κ.ά. (τακτική προσέλκυσης περισσότερων παλιών και νέων αναγνωστών) στους χώρους δουλειάς, άθλησης, πολιτισμού, στους τόπους κατοικίας και καθημερινής διασκέδασης, για τη μαζική διαφώτιση του λαού βάζοντάς τον μπροστά στο δίλημμα και την ευθύνη του για τη ζωή και το μέλλον των παιδιών του, ενισχύοντας συνάμα το ταξικό του κριτήριο. Βάζουμε πρόγραμμα για τη διοργάνωση από το Κόμμα, τα σωματεία, τους πολιτιστικούς συλλόγους ανοικτών διαγωνισμών σύγχρονης εργατικής λογοτεχνίας και ποίησης, την έκδοση και τη διακίνηση αυτών των έργων, την ανάδειξη νέων στιχουργών, ποιητών, λογοτεχνών, θεατρικών συγγραφέων και καλλιτεχνών από τα δικά μας σπλάχνα, τη χρέωση και την ενθάρρυνση νέων μουσικών από κάθε είδος για σύνθεση σύγχρονων έργων με ταξικό - επαναστατικό περιεχόμενο, κάλεσμα της εργατικής τάξης, μέσα από κάθε πολιτιστικό - καλλιτεχνικό έργο, κάθε πολιτιστική μας παρέμβαση για την εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής, προβολή μέσα από κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα της κοινωνίας που θέλουμε να οικοδομήσουμε.
Επιπλέον, κάθε κομματικό μέλος έχει να αντιπαλέψει το νεφελώδες αφήγημα της αστικής τάξης για την ιερότητα μιας εντέχνως και ανέντιμα απροσδιόριστης, χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς, έννοιας αυτή της «δημοκρατίας», η οποία την ταυτίζει με τη λειτουργία τού κοινοβουλευτισμού, αποκομμένης από το ταξικό της περιεχόμενο, αλλά άγνωστης ως εφαρμογή στους χώρους εργασίας ακόμη κι όταν οι εργάτες ή οι υπάλληλοι μιας επιχείρησης έχουν συγκροτήσει ταξικό σωματείο ακόμη κι αν υπάρχει και λειτουργεί κομματική οργάνωση.
Κι εδώ τα κ.μ, ως λαϊκοί ηγέτες του κάθε χώρου έχουν την ευθύνη να πάνε τη δράση τους ένα βήμα πιο μπροστά, είτε δρουν σε χώρους δουλειάς είτε σε τοπικό επίπεδο, χωριό ή πόλη, κόντρα και σε πείσμα των αρνητικών συσχετισμών. Οι λαογέννητοι θεσμοί μπορεί να δημιουργούνται και να μαζικοποιούνται στην άψη της επαναστατικής κατάστασης αλλά δεν ξεφυτρώνουν αυθόρμητα όταν δημιουργηθεί αναβρασμός των μαζών. Οι πρωτοπόροι επαναστάτες έχουν δουλέψει νωρίτερα για την οργάνωση των μαζών και την προετοιμασία τους για τη δική τους αυτοτελή πολιτική εκπροσώπηση και παρέμβαση πέρα και έξω από τους παρωχημένους ιστορικά αστικούς θεσμούς, δημιουργώντας εντελώς καινούριους ακόμα και σε μη επαναστατικές συνθήκες. Απαιτούνται, λοιπόν, πριν φτάσουμε στην επαναστατική κατάσταση προπλάσματα επαναστατικής εργατικής εξουσίας, μικρές καθημερινές πολιτικές κατακτήσεις τακτικής, δεμένες διαρκώς με την στρατηγική για την επίτευξη και του στρατηγικού στόχου.
Και εδώ δεν πρέπει να συγχέεται ο ρόλος και η δράση του συνδικάτου, με τον ρόλο πολιτικών οργάνων εξουσίας (όπως κι αν τα ονομάσουμε: εργατικά συμβούλια, τοπικά λαϊκά συμβούλια...) και χειραφέτησης της εργατικής τάξης από την αστική εθιμική θεσμικότητα. Μέχρι το 23ο Συνέδριο είναι αναγκαίο να μας απασχολήσει, μέσα από μια εσωκομματική διαδικασία, μια πιο επεξεργασμένη εξειδίκευση του Προγράμματος μιας τέτοιας πορείας για τη δημιουργία τέτοιων οργάνων. Οι αποφάσεις της θα έχουν να κάνουν με μια συνεχή, πολιτική πανεξόρμηση καθοδήγησης για τους άμεσους στόχους δράσης του Κόμματος, της κάθε ΚΟΒ στον χώρο της, για τα καθήκοντα της ίδιας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, στην προοπτική ίδρυσης, επαναστατικών πολιτικών οργάνων πιο συγκεκριμένα και «χειροπιαστά», αποδυναμώνοντας αφενός στην πράξη αστικά μυθεύματα ότι: «Το ΚΚΕ δεν θέλει να κυβερνήσει», κοινοβουλευτικές αυταπάτες για κυβερνητικές συνεργασίες, δίνοντας αφετέρου ώθηση και στην κομματική οικοδόμηση και σιγουριά στον λαό ότι η σοσιαλιστική κοινωνία όσο μακρινή φαντάζει τόσο κοντά μπορεί να βρίσκεται.
Σήμερα όσοι πουλούν την εργατική τους δύναμη, σωματική ή πνευματική, επιστημονική ή τεχνική, χειρωνακτική ή διανοητική, στην ιδιωτική ή την κρατική εργοδοσία, στην πόλη ή στο χωράφι, οι πατριωτικές δυνάμεις του στρατού, πρέπει να μάθουν τον ρόλο τους στην κοινωνία και θα έχουν κάθε λόγο να επαναστατήσουν αν ξέρουν ότι μπορούν και πώς να το κάνουν.
«Μαζική επαναστατική δουλειά» ή λαϊκή αντιπολίτευση; Τι είναι πρωτεύον;
Το αποκούμπι για να γίνει ΚΚΕ ΕΞΟΥΣΙΑΣ είναι η απάντηση στις αιτίες που γεννούν το παρακάτω «πρόβλημα», κατά την εκτίμηση των Θέσεων.
«Παραμένει το πρόβλημα... λίγο ως πολύ τυπική δουλειά με το Πρόγραμμα και το Καταστατικό του Κόμματος. Εκφράζεται στο γεγονός ότι στην πράξη από αρκετές ΚΟΒ δύσκολα έρχεται εικόνα από την ιδεολογικοπολιτική διαπάλη στο χώρο ευθύνης τους με βάση το Πρόγραμμα του Κόμματος (περιεχόμενο σοσιαλισμού, δρόμος κατάκτησης)». Θέσεις, σελ. 42.
Ο «χώρος ευθύνης» των μελών και στελεχών είναι το εργατικό λαϊκό κίνημα. Αντιμετωπίζουν καθημερινά τον προβληματισμό των εργαζόμενων πώς να βγουν από την μιζέρια. Τον προβληματισμό του πολιτικοποιημένου εργάτη, που ξέρει το συμφέρον του, πώς να αντιμετωπίσει τον «πάνοπλο» εχθρό. Είναι προβληματισμός πολιτικής εξουσίας.
Στον προβληματισμό των εργατών και των κομμουνιστών απαντάει ο Λένιν: «Ποιος είναι ο σκοπός της μαζικής επαναστατικής πάλης; ... τον θεωρούν αυτονόητο ή αναγνωρίζουν ανοιχτά ότι ο σκοπός αυτός είναι ο "σοσιαλισμός". Στον καπιταλισμό (ή ιμπεριαλισμό) αντιπαραθέτουν το σοσιαλισμό. Μα αυτό ακριβώς είναι σε ανώτατο βαθμό (θεωρητικά) μη λογικό και πρακτικά χωρίς περιεχόμενο. Δεν είναι λογικό επειδή είναι πάρα πολύ γενικό, πάρα πολύ αόριστο. Ο "σοσιαλισμός" γενικά, σαν σκοπός, σε αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό (ή ιμπεριαλισμό), αναγνωρίζεται σήμερα... και από πολλούς αστούς κοινωνικούς πολιτικούς. ΤΩΡΑ όμως δεν πρόκειται για την γενική αντιπαράθεση δύο κοινωνικών συστημάτων, αλλά για τον ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ σκοπό της ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗΣ "επαναστατικής μαζικής πάλης" ενάντια σε ένα ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ κακό, δηλαδή ενάντια στη ΣΗΜΕΡΙΝΗ ακρίβεια, στο ΣΗΜΕΡΙΝΟ κίνδυνο πολέμου, ή στον ΤΩΡΙΝΟ πόλεμο».
Παρακάτω ο Λένιν προτείνει με την βεβαιότητα της αλήθειας, βγαλμένης από την «καθημερινή επαναστατική δράση» των μπολσεβίκων: «Συγκεκριμένος σκοπός της "επαναστατικής μαζικής πάλης" μπορεί να είναι μόνο τα ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ μέτρα της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ και ΟΧΙ ο "σοσιαλισμός" γενικά. Οταν όμως προτείνεται να οριστούν με ακρίβεια τα συγκεκριμένα αυτά μέτρα ... ακύρωση των δημόσιων χρεών, απαλλοτρίωση των τραπεζών, απαλλοτρίωση όλων των μεγάλων επιχειρήσεων - αν προτείνεται να μπουν αυτά τα εντελώς συγκεκριμένα μέτρα σε επίσημη απόφαση του κόμματος και να εξηγούνται συστηματικά με την πιο εκλαϊκευτική μορφή μέσω της καθημερινής κομματικής προπαγάνδας και ζύμωσης στις συνελεύσεις, στις αγορεύσεις στο κοινοβούλιο, στις προτάσεις νόμων - τότε έχουμε ξανά την ίδια παρελκυστική ή μασημένη πέρα για πέρα σοφιστική απάντηση, ότι ο λαός είναι ακόμη απροετοίμαστος γι' αυτό κ.τ.λ.! ΜΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΤΙ ΤΩΡΑ ΚΙΟΛΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΑΠΑΡΕΓΚΛΙΤΑ!»1
Οποιαδήποτε μαζική εκδήλωση, από την κοινή γνώμη έως τις μαζικές κινητοποιήσεις, να θιχτεί το κεφάλαιο, από το ελάχιστο, όχι στα μνημόνια ως «την κρίση να πληρώσει η ολιγαρχία», εντείνει την δράση των θεσμών και μηχανισμών της εξουσίας του κεφαλαίου με απειλή και πράξη. Θεσμικοί επενδυτές, ΕΚΤ, ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κυβέρνηση, μηχανισμός καταστολής, συντηρητικά, φασιστικά και ρεφορμιστικά κόμματα δραστηριοποιούνται από την δημαγωγία ενσωμάτωσης του κινήματος στις αστικές δημοκρατικές διεργασίες στην προβοκάτσια, τρομοκρατία, πογκρόμ φασιστοειδών, κυρώσεις, εμπάργκο, «έγχρωμες επαναστάσεις».
Στην οικονομική πολιτική κρίση 2009 - 2013, ο ΣΥΡΙΖΑ με πολιτική πρόταση «Πρώτη φορά Αριστερά», προς τέρψη της ολιγαρχίας, έβγαλε εκτός μάχης τον μόνο επικίνδυνο για το καθεστώς - το ΚΚΕ, που δεν πρόβαλε πολιτική λύση. Την κρίση πληρώνει ακόμη ο Λαός και μέχρι σήμερα πολιτική «κανονικότητα» - «κυβέρνηση - αντιπολίτευση».
Αυτοδύναμη κομμουνιστική πολιτική είναι μόνο η πάλη για επαναστατική κυβέρνηση. Ούτε επιδίωξη συνεργασίας και συμμετοχής σε ρεφορμιστική κυβέρνηση, ούτε η άρνηση, είναι αυτοδύναμη πολιτική.
Πώς ανατρέπεται η ιμπεριαλιστική εξουσία, πώς θα βελτιώνει την ζωή του ο Λαός σε ένα ιμπεριαλιστικό περιβάλλον; Ο προβληματισμός είναι διάχυτος και απουσία απάντησης καθορίζει το κίνημα.
Απάντηση στον προβληματισμό είναι το προλεταριακό KK, που επιδιώκει να κατακτήσει την πλειοψηφία των πολιτικά δραστήριων εργατών, να καθοδηγήσει την σύγχρονη «μικροαστική δημοκρατία». Να κατακτήσει την πρωτοβουλία των πολιτικών εξελίξεων, να επιδιώκει «οι πάνω» να μην μπορούν να κυβερνούν με τον παλιό τρόπο είτε σε ήρεμη, είτε σε επαναστατική κατάσταση.
ΚΚ με επαναστατική κυβέρνηση ικανή να λύσει τα καυτά προβλήματα, να υπερασπιστεί τις κατακτήσεις και με αναγκαίους συμβιβασμούς με το ιμπεριαλιστικό περιβάλλον να εξασφαλίσει την ευημερία του Λαού.
Είναι το Κόμμα σήμερα όσο πρέπει προλεταριακό με κριτήρια του Λένιν;
Στο σημείωμα προς το 11ο Συνέδριο του ΡΚΚ(πμ) (1922) που θα εξέταζε το ζήτημα της ενδυνάμωσης του Κόμματος: «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το Κόμμα μας σήμερα, ως προς την πλειοψηφία των μελών του, δεν είναι όσο πρέπει προλεταριακό. ... Από τον καιρό του πολέμου η σύνθεση των βιομηχανικών εργατών στη Ρωσία έγινε πολύ πιο λίγο προλεταριακή από προηγούμενα, ... είναι επίσης αναμφίβολο πως τώρα το Κόμμα μας γενικά και κατά μέσο όρο (αν πάρουμε το επίπεδο της τεράστιας πλειοψηφίας των μελών του) δεν είναι τόσο διαπαιδαγωγημένο πολιτικά, όσο χρειάζεται για μια πραγματική προλεταριακή καθοδήγηση σε μια τέτοια δύσκολη στιγμή ιδιαίτερα με την τεράστια υπεροχή της αγροτιάς, που γρήγορα αφυπνίζεται για μια ανεξάρτητη ταξική πολιτική.
... αν δεν θέλουμε να εξαπατήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους - να καθορίσουμε την έννοια "εργάτης" έτσι, ώστε η έννοια αυτή να περιλάβει μόνο αυτούς που από τις ίδιες τις συνθήκες της ζωής τους θα πρέπει να αφομοιώσουν πραγματικά την προλεταριακή ψυχολογία. Και αυτό είναι αδύνατο για όποιον δεν δουλεύει πολλά χρόνια στη φάμπρικα, όπου πήγε αναγκασμένος από τις γενικές συνθήκες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής και όχι γιατί ήθελε να πετύχει τον άλφα ή βήτα αλλότριο σκοπό».2
Σήμερα άλλαξε η ταξική διάρθρωση. Στη μεσαία «τάξη» κυριαρχεί η μάζα των μισθωτών της διανοητικής εργασίας στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές υπηρεσίες, με ανεξάρτητη ρεφορμιστική, σοσιαλρεφορμιστική και «αριστερή» πολιτική έκφραση. Στην εργατική τάξη διευρύνθηκε το τμήμα της «αστικής εργατικής τάξης». Κυρίαρχη ιδεολογική πολιτική τάση αυτών των κοινωνικών ομάδων είναι η «μικροαστική δημοκρατία». Από την μια συμβάλλει στην ενσωμάτωση του κομμουνιστικού κινήματος στο αστικοδημοκρατικό καθεστώς, από την άλλη λόγω της αστικής δημοκρατικής φύσης τους είναι πολιτικά ανίκανη να αντιμετωπίσει τους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς.
Για το Πρόγραμμα του 19ου (2013). Από ερμηνεία στελέχους: «Η εξουσία στον σοσιαλισμό είναι στα αποκλειστικά χέρια της εργατικής τάξης, δεν είναι εξουσία του ΚΚ ...». Τι εικόνα να δώσει αυτή η θέση; Μόνο από «ιδεολογικοπολιτική διαπάλη στο χώρο» της περιθωριακής «επαναστατικής» διανόησης.
1. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τ. 30, σελ. 214-215.
2. Β. Ι. Λένιν, άπαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 45, σελ. 19-20.