Ο Πέτερ Στάιν έχει, αναμφίβολα, σπουδαίο, προοδευτικό και πρωτοπόρο σκηνοθετικό παρελθόν και τρεις σημαντικές σκηνοθεσίες αρχαίου δράματος («Αγαμέμνων», «Πενθεσίλια», «Μήδεια», τις οποίες επαίνεσε η στήλη), εξ ου και η ανάθεση από το Εθνικό Θέατρο (από τον αλησμόνητο Νίκο Κούρκουλο) να σκηνοθετήσει φέτος τη σοφόκλεια «Ηλέκτρα». Ομως, η φήμη δεν του εξασφαλίζει και το...«αλάθητο του πάπα». Σύμφωνη, λοιπόν, με τις αστόχαστες αρνητικές κρίσεις του για τη σοφόκλεια τραγωδία και για την «υστερική» Ηλέκτρα (σε συνεντεύξεις του στον ελληνικό Τύπο), ήταν και η βαθύτερη ερμηνευτική του «ανάγνωση». Στην όψη η παράστασή του ήταν μαστορική, ρεαλιστική, αλλά και κατά βάθος εντυπωσιοθηρική. Τόσο δεν άρεσε στον σκηνοθέτη το σοφόκλειο έργο και όλες οι μεταφράσεις του (τις απέρριψε όλες παρότι δεν ξέρει ελληνικά), ώστε με τις έως και αφελείς λεκτικές παρεμβάσεις του ίδιου (και των ηθοποιών) αλλοίωσε το γράμμα και το πνεύμα, την ποίηση και το ήθος του Σοφοκλή. Δεν τον ενδιέφερε τι γράφει ο Σοφοκλής. Λ.χ. έβαλε νεαρές κοπελίτσες στο Χορό, κι ας αποκαλούνε «κόρη μου» και «παιδί μου» την Ηλέκτρα. Αλλά αυτό είναι το μικρότερο λάθος. Η διαστρέβλωση του έργου έγινε, κυρίως, με το κείμενο και την κατεύθυνσή του για το ρόλο της Ηλέκτρας. Ο Στάιν θεωρεί τη σοφόκλεια ηρωίδα ψυχωσικό νευρόσπαστο σε διαρκή κρίση, αγρίμι, κακόψυχο («είμαι κακιά σαν τη μάνα μου», την έβαλε να λέει) και διψασμένο για το αίμα της μάνας του πλάσμα, που διαστροφικά αποζητά εκδίκηση για την εκδίκηση, κι όχι σαν ένα πονεμένο από την πατρική ορφάνια, τη στέρηση της μητρικής και αδελφικής αγάπης, την εξορία του αδελφού της Ορέστη, πλάσμα. Μάλλον αυτά τα θεωρεί μελοδραματικά «περιττώματα», ο Στάιν. Γι' αυτό άφησε συναισθηματικά «ψυχρή» την αναγνώριση Ηλέκτρας-Ορέστη. Γι' αυτό μετέτρεψε τον Ορέστη σε σύγχρονο, τύπου Σβαρτσενέγκερ, σαμουράι, χωρίς κανένα ηθικό ή ψυχολογικό δίλημμα εκδικητή-μητροκτόνο και όλο το έργο σαν σκληρό ψυχοανατομείο κι όχι σαν ποιητικό μέγεθος και τη σφαγμένη Κλυταιμνήστρα σαν πεδίο, όχι ενός ακόμα πόνου της Ηλέκτρας, αλλά βρικολακικού, παροξυσμικού, βακχικού χορού της πάνω στη νεκρή μάνα της. Τον Στάιν δεν τον ενδιέφεραν οι δύο κεντρικοί ήρωες του Σοφοκλή και τους άλλαξε κατά βούληση, με πειθαρχικά όργανα δύο νέους ηθοποιούς. Τον Αποστόλη Τότσικα και την εντυπωσιακά ασκημένων, δυνατών εκφραστικών μέσων, πολλά υποσχόμενη Στεφανία Γουλιώτη. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και ο Γιάννης Φέρτης, λόγω ρόλων και εμπειρίας γλίτωσαν τις σκηνοθετικές υπερβολές, όπως και η μετρημένη Κόρα Καρβούνη. Ενδιαφέρουσα, αλλά ποζάτη (στο λόγο, στη χειρονομία και στην κίνηση), η ερμηνεία του Λάζαρου Γεωργακόπουλου. Αρμόζουσα η βουβή παρουσία του Μιλτιάδη Σωτηριάδη.
Ρακίνα «Ανδρομάχη» από το Εθνικό Θέατρο
«Ηλέκτρα» με το Εθνικό Θέατρο
Το Εθνικό Θέατρο εισήγαγε φέτος στα Επιδαύρια ένα μη αρχαίο δράμα, την «Ανδρομάχη» του Ρακίνα, χαρακτηριστική τραγωδία του γαλλικού κλασικισμού, εμπνευσμένη από τον τρωικό κύκλο. Ο Ρακίνας, άριστος γνώστης της αρχαίας γραμματείας, επηρεασμένος από τον ιανσενισμό που θεωρούσε αλύτρωτο τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά και από τον ρεαλιστή Ευριπίδη, αποτύπωσε στις τραγωδίες του καταστροφικά ερωτικά πάθη. Καινοτόμος του καιρού του, εισηγήθηκε μια τραγωδία με λιτό, αντιηρωικό ποιητικό λόγο, σε αλεξανδρινό δωδεκασύλλαβο. Ενα δραματουργικό ήθος ψυχογραφικής ανατόμησης, με γλωσσική απλότητα όμως, των συναισθημάτων, του χαρακτήρα, της συμπεριφοράς, των ασυγκράτητων ερωτικών παθών των ανθρώπων. Ο έρωτας γίνεται «μοίρα» των τεσσάρων πρωταγωνιστικών προσώπων στην «Ανδρομάχη». Η Ερμιόνη, ερωτευμένη με τον Πύρρο, ζητά από τον ερωτευμένο μαζί της Ορέστη, να σκοτώσει τον Πύρρο, αν η Ανδρομάχη δεχτεί να τον παντρευτεί. Ερωτες, με τέσσερις νεκρούς: Ανδρομάχη, Αστυάνακτας, Πύρρος, Ερμιόνη.
Η επιλογή της «Ανδρομάχης» ουδόλως έβλαψε το θεσμό. Και γιατί είναι αρχαιόμυθη τραγωδία και γιατί ο Δημήτρης Μαυρίκιος (μετάφραση, διασκευή, σκηνοθεσία) με τη διασκευαστική πρόσθεση Χορού Ελλήνων που πολέμησαν στην Τροία - παραπέμποντας έτσι στο αντιπολεμικό πνεύμα του Ευριπίδη - προσομοίωσε κάπως το έργο του Ρακίνα με το αρχαίο δράμα. «Βλάβη» υπήρξε μόνο για το λεπτομερές ψυχοανατομικό ήθος του Ρακίνα, που αναλογεί σε κλειστό θέατρο, σχεδόν δωματίου. Εχοντας δημιουργικούς συνεργάτες - Ελένη Μανωλοπούλου (σκηνικά-κοστούμια), Νίκο Κυπουργό (μουσική), Αποστολία Παπαδαμάκη (κινησιολογία), Χρήστο Δήμα - Φίλιππο Κουταφτή (βίντεο), Βασίλη Παπακωνσταντίνου (φωτισμοί)- ο Δ. Μαυρίκιος έστησε μια καλαίσθητης όψης, δραστική παράσταση, προσδοκώντας να προσαρμόσει το έργο στα μεγέθη του αρχαίου δράματος αλλά και να διατηρηθεί ο ψυχοανατομικός του στόχος μέσω των ερμηνειών. Γι' αυτό επέλεξε ταλαντούχους, υπεραισθαντικούς ηθοποιούς. Αφησε, όμως, ακαθοδήγητη την υπερευαισθησία τους, με αποτέλεσμα να υπάρξουν και ερμηνευτικές υπερβολές. Η λιτότερη, πιο μετρημένη και ισόρροπη ερμηνεία ήταν της Λυδίας Φωτοπούλου. Στέρεες ήταν των Χρήστου Λούλη, Δημήτρη Ντάσκα. Εμφαντική ψυχολογικά και φωνητικά του Νίκου Καραθάνου. Υπερβολικά, υπερφορτωμένα «ψυχαναλυτική» (στο λόγο, κινησιολογικά, χειρονομιακά) ήταν της Μαρίας Κεχαγιόγλου. Αχρωμες των Τατιάνας Παπαμόσχου, Ευγενίας Αποστόλου.
«Ιφιγένεια η εν Ταύροις» από το ΘΟΚ
«Ανδρομάχη» με το Εθνικό Θέατρο
Πρωτοπόρος ρεαλιστής, τρομερός σαρκαστής κάθε πολιτικής απάτης, ο Ευριπίδης, στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» αποκαλύπτει μια ακόμη απάτη της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας κατά της Τροίας και της ευρύτερης περιοχής. Η Ιφιγένεια, που με «θεϊκή» εντολή «σφάχτηκε» στην Αυλίδα από τον πατέρα της Αγαμέμνονα, με «θεϊκή» εντολή βρέθηκε στη «βάρβαρη» Ταυρίδα ζωντανή, με Ελληνίδες σκλάβες θεραπαινίδες, ως ιέρεια στο ανθρωποθυσιαστήριο της Αρτεμης. Ο Ορέστης, που με «εντολή» του Απόλλωνα, σκότωσε τη μάνα του για να εξουσιάσει, πάει μαζί με τον Πυλάδη στην Ταυρίδα, για να κλέψει το είδωλο της θεάς. Ετσι ξεκινά αυτή η αμφιλεγόμενη «τραγωδία», που λύνεται αισίως με μια απάτη. Τα δυο αδέλφια αλληλοαναγνωρίζονται, σχεδιάζουν την κλοπή του ειδώλου και επιστρέφουν στην «πολιτισμένη» Ελλάδα. Ο Ευριπίδης κόσμησε το ειρωνικότατο δράμα του με αριστουργηματικού λυρισμού χορικά για τον πόνο και το νόστο των ξεριζωμένων, σκλάβων γυναικών. Ο Γιάννης Μαργαρίτης, με συνεργάτες τους Αντη Παρτζίλη (σκηνικά), Σταύρο Αντωνόπουλο (κοστούμια), ανεβάζοντας το έργο στο Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, παρότι διέθετε την εξαιρετικά λυρική μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, δεν αφουγκράστηκε τον ευριπίδειο λόγο. Τόσο που μετέτρεψε το Χορό των Ελληνίδων σε χορό «βαρβάρων», σε ένα περίεργο (κινησιολογικά, φωνολογικά, με βαμμένα τα πρόσωπα και το γυμνό κορμό) ασιατο-αιγυπτιο-αφρικανικό κράμα. Μόνο τα μελισμένα από τον Θάνο Μικρούτσικο τραγούδια του Χορού διέσωσαν το λυρισμό. Αστοχο σκηνοθετικό «εύρημα» ήταν και το «βαρβαρικό» κοστούμι των δύο επί σκηνής μουσικών. Πέραν κάθε μέτρου άστοχη, δήθεν «ειρωνική», η μετατροπή της θεάς Αθηνάς, σε ναζιάρα και σκερτσόζα φιγούρα. Οι ηθοποιοί έκαναν ό,τι δύνονταν. Οι Νεοκλής Νεοκλέους και Αχιλλέας Γραμματικόπουλος έτειναν στο μεγαλόσχημο. Οι Ανδρέας Μουαΐμης και Ανδρέας Τσουρής στη λαϊκή γραφικότητα. Ο Αντώνης Κατσαρής επιχείρησε μια πιο σύνθετη ερμηνεία του ντυμένου σαν τοτέμ Θόα. Η εξαιρετική ηθοποιός Στέλλα Φυρογένη διασώθηκε χάρη στη λιτότατη ερμηνεία της.
«Λυσιστράτη» από το ΚΘΒΕ
Το ΚΘΒΕ ανέβασε φέτος την αριστοφανική «Λυσιστράτη», με στόχο την προσέλκυση του πλατιού λαϊκού κοινού, χάρη σε τρεις πολύ γνωστούς, αλλά από τηλεοπτικές κωμικές σειρές, ηθοποιούς. Οι τρεις «τηλεοπτικοί» ηθοποιοί δε στερούνται ταλέντου και το παραστασιακό αποτέλεσμα για τους τηλεθρεφόμενους θεατές ήταν χορταστικά γελαστικό, αφού παρείχε ολίγον από επιθεώρηση και καμπαρέ, επικαιρικά αστειάκια («δομημένα ομόλογα» και «κουμπάρους» κ.ά.) και χοντροκομμένα σόκιν, αν και η λεπτής γλωσσικής ειρωνείας μετάφραση του Γιάννη Βαρβέρη δεν «κόλλαγε» με όλα αυτά. Ο Γιάννης Ιορδανίδης αχρήστευσε ο ίδιος την ενδιαφέρουσα ιδέα του να παρασταθεί το έργο σαν «θέατρο μέσα στο θέατρο» - ένας θίασος που σε καιρό πολέμου, σε μια βομβαρδισμένη σκηνή, παίζει τη «Λυσιστράτη», με όποια μπαρουτοκαπνισμένα κοστούμια βρει. Προτίμησε όμως φαντεζί κοστούμια (Γιάννης Μετζικώφ), ασαφές το σκηνικό (Γιώργος Γαβαλάς), άνοστα, χωρίς δραστική ουσία αστειάκια και χοντροκομμένα σόκιν (και ένα γιγάντιο φαλλό), αλλά λέξη δεν πρόσθεσε για τους σημερινούς ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Δε ζήτησε να αναδυθεί από τις ερμηνείες των ηθοποιών ο φόβος ότι παίζουν σε βομβαρδισμένη σκηνή, κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή. Τους άφησε να αξιοποιήσουν απλώς τις υποκριτικές ευκολίες τους. Ο Δημήτρης Πιατάς την μπουφονερί του. Η Ρένια Λουιζίδου τη σουμπρετίστικη σπιρτάδα της. Ο Αντώνης Λουδάρος την πληθωρική αμεσότητα και κωμικότητά του. Η Μίνα Αδαμάκη την κλουνερί της. Η Δάφνη Λαμπρόγιαννη τη θηλυκάδα της. Αρμόζουσες στον αριστοφανική κωμωδία ήταν οι ερμηνείες των Κώστα Χαλκιά, Γιάννη Σαμσιάρη, Γιώργου Καύκα, Νίκου Μαγδαληνού, Γιώργου Κολοβού.