Στην επιστολή αποτυπώνονται ζητήματα τα οποία χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης και δεν υπάρχει περιθώριο αναμονής μέχρις ότου αναλάβει καθήκοντα η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές. Συγκεκριμένα, αφορούν απολαβές που δεν έχουν καταβληθεί σε εκπαιδευτικούς και την έγκαιρη προετοιμασία από την άποψη στελέχωσης και υποδομών για τη λειτουργία των σχολείων το επόμενο σχολικό έτος, καθώς ήδη καταγράφονται σημαντικά προβλήματα.
Πρόκειται για θέματα που έχουν αναδείξει με παρεμβάσεις τους συλλογικοί φορείς των Ελλήνων μεταναστών, των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στα σχολεία της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό και των γονέων των παιδιών που φοιτούν σε αυτά. Τα συγκεκριμένα ζητήματα, όπως και πλήθος άλλων, βρίσκονται σταθερά στο επίκεντρο της προσοχής και της παρέμβασης των δυνάμεων του ΚΚΕ στις χώρες που ζουν κι εργάζονται οι Ελληνες μετανάστες, αλλά και των κοινοβουλευτικών παρεμβάσεων του Κόμματος.
Αναλυτικά, στην επιστολή του ο Γ. Δελής στέκεται στα εξής θέματα:
«Σημειώνεται ότι όλα τα παραπάνω ζητήματα έχουν τεθεί και με Ερωτήσεις που έχει απευθύνει κοινοβουλευτικά το ΚΚΕ προς το υπουργείο τους προηγούμενους μήνες, χωρίς να υπάρξει απάντηση.
Δεδομένου ότι πρόκειται για ζητήματα που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης, δεν υπάρχει περιθώριο αναμονής μέχρις ότου αναλάβει καθήκοντα η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές», σημειώνει ο Γ. Δελής στην επιστολή του.
Ακόμα και όταν έρθει η σειρά του εκάστοτε μαθητή να αξιολογηθεί, η αξιολόγησή του πραγματοποιείται σε χώρους ακατάλληλων προδιαγραφών που διατίθενται επειδή περισσεύουν (αίθουσες ή χώροι σε πολύβουα σχολικά κτίρια), δυσχεραίνοντας έτσι την αξιολογική διαδικασία, αφού, ως γνωστόν, η συγκέντρωση των παιδιών δεν αποδίδει σε περιβάλλοντα με έντονα οπτικοακουστικά ερεθίσματα. Παρόμοια, δυσχεραίνεται και το αξιολογικό έργο κάθε εκπαιδευτικού που καλείται να αξιολογήσει σε συνθήκες ανεπίτρεπτες ως προς τον ίδιο αλλά και ως προς τον μαθητή του.
Αυτήν τη στιγμή, πολλά ΚΕΔΑΣΥ στεγάζονται σε χώρους που δεν επαρκούν για να εξυπηρετήσουν όλους τους εκπαιδευτικούς, που ως προς την πλειοψηφία τους είναι αναπληρωτές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υποβιβάζεται ο ρόλος του εκπαιδευτικού σε ρόλο «νομά», αφού πρέπει ο ίδιος να περιπλανηθεί σε σχολεία για να εξασφαλίσει κάποιο χώρο που θα εξυπηρετήσει τόσο τους μαθητές όσο και τους γονείς τους.
Ως προς το καθεαυτό αξιολογητικό έργο του εκπαιδευτικού, το υλικό αξιολόγησης που χρησιμοποιείται εξαρτάται από την ευχέρεια του καθενός, αφού δεν δίνονται χρηματικά κονδύλια έτσι ώστε το κάθε ΚΕΔΑΣΥ να εξοπλίζεται με σύγχρονα σταθμισμένα εργαλεία, τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν καθολικά από όλους τους εκπαιδευτικούς. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η κάθε διεπιστημονική ομάδα (εκπαιδευτικός, ψυχολόγος και κοινωνικός λειτουργός) καταλήγει σε ένα πόρισμα που βασίζεται στη δική της λειτουργία, με βάση το διαγνωστικό υλικό που χρησιμοποίησε κατά την κρίση της. Με άλλα λόγια, η λειτουργία της κάθε διεπιστημονικής ομάδας δεν είναι ενοποιημένη από έναν ειδικό σχεδιασμό. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι, αφού ακόμα και για τα βασικά που χρειάζεται μια γνωμάτευση που λαμβάνει στα χέρια του ο γονέας, από τα αναλώσιμα γραφικά υλικά μέχρι και τα τεχνολογικά μέσα που θα χρησιμοποιηθούν, άπτονται αποκλειστικά της οικονομικής ευχέρειας και της ικανότητας του εκπαιδευτικού, που βγαίνει στη «ζητιανιά» για την εύρεσή τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο εκπαιδευτικός φτάνει να υποχρεώνεται να «ζητιανέψει» από κάποιο από τα σχολεία ευθύνης του, ακόμα και για περισσευούμενους φακέλους και φωτοτυπικό χαρτί.
Το έργο του εκπαιδευτικού στα ΚΕΔΑΣΥ έχει διευρυνθεί με το άρθρο 11 του Ν. 4823/2021, αφού είναι υποχρεωμένος πλέον να παρέχει και συμβουλευτικό έργο στα σχολεία ευθύνης που υποστηρίζει. Χωρίς, λοιπόν, να έχει λάβει την κατάλληλη επιμόρφωση και καθοδήγηση γι' αυτό, καλείται να επιμορφώσει το ίδιο το εκπαιδευτικό προσωπικό των σχολείων, ειδικό και μη, βγάζοντας ακόμα μια φορά από το κάδρο της Εκπαίδευσης τον θεσμικό ρόλο των συντονιστών Εκπαίδευσης, των συμβούλων Αγωγής και των εποπτών Ποιότητας της Εκπαίδευσης. Ο εκπαιδευτικός ενώ είναι ανυποστήρικτος, καλείται να δώσει λύση στα προβλήματα - ζητήματα που έχει να διαχειριστεί, φτάνοντας πολλές φορές στην απόγνωση και το τέλμα νιώθοντας αναποτελεσματικός. Να μην ξεχνάμε ότι στην παρούσα χρονική στιγμή, το εκπαιδευτικό προσωπικό των σχολικών μονάδων αντιπαλεύει με μια πληθώρα προβλημάτων κυρίως ψυχοκοινωνικής και συμπεριφοριστικής φύσεως που άφησε πίσω της η τηλεκπαίδευση.
Σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, 4823/2021, ο ρόλος του περιφερειακού επόπτη Ποιότητας της Εκπαίδευσης είναι η άσκηση της παιδαγωγικής εποπτείας του έργου των ΚΕΔΑΣΥ. Είναι γεγονός ότι όχι μόνο η εποπτεία δεν έχει εφαρμοστεί, αλλά δεν έχει γίνει καν λόγος για ουσιώδη συνεργασία των ΚΕΔΑΣΥ με φορείς Εκπαίδευσης και Ψυχικής Υγείας με σκοπό να υποστηριχτεί το έργο τους. Αντ' αυτού ο εκπαιδευτικός καλείται «να βγάλει ακόμα μία φορά το φίδι από την τρύπα», ξεπερνώντας πολλές φορές το εργασιακό του ωράριο και δουλεύοντας περισσότερο χωρίς αμοιβή για να οργανώσει επιμορφωτικά σεμινάρια με σκοπό την επίλυση συγκρουσιακών σχέσεων και την ενημέρωση παιδαγωγικών πρακτικών διδασκαλίας.
Οι αντιξοότητες στον χώρο της αξιολόγησης δεν τελειώνουν εδώ. Ιδίως ο τομέας της αξιολόγησης αντικατοπτρίζει τις ελλείψεις του εκπαιδευτικού συστήματος, τη συνεχή ανεπάρκειά του αλλά και την έμφυτη τάση του να γεννά μαθητές διαφόρων κατηγοριών και ταχυτήτων. Πιο συγκεκριμένα, πολλοί μαθητές πλέον με μια ήπια δυσκολία στον γραπτό λόγο και την ορθογραφία, εμπίπτουν στην κατηγορία μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, χωρίς να έχει αποκλειστεί ενδεχόμενη κακή διδασκαλία από το σχολείο αλλά και το χρονικό διάστημα της τηλεκπαίδευσης που ήταν ουσιαστικά νεκρό ως προς τη διδασκαλία τέτοιων δεξιοτήτων. Αυτό συνεπάγεται την εισήγηση της παρακολούθησης ενός ειδικού μαθησιακού προγράμματος αποκατάστασης αυτών των δυσκολιών στους μαθητές. Πρακτικά, ο γονέας καλείται «να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη» για να προσφέρει ιδιωτικά υπηρεσίες Εκπαίδευσης στο παιδί του. Ακόμα και η απαλλαγή γραπτών εξετάσεων που δικαιούνται μαθητές με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, όπως δυσλεξία και δυσορθογραφία, φαίνεται εμπειρικά και μέσα από την πράξη ότι εντέλει δεν διευκολύνει τους μαθητές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αφού δεν υπάρχει καμία ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο που οι μαθητές αυτοί λαμβάνουν τη γνώση, πλην των προβλεπόμενων απαλλαγών βάσει νόμου που θα λέγαμε ότι αποτελούν «σταγόνα στον ωκεανό».
Συμπερασματικά, όχι μόνο καταστρατηγείται άρδην ο δημόσιος χαρακτήρας της Παιδείας, αυτή τελικά εμπορευματοποιείται με αφορμή ήπια μαθησιακά προβλήματα έως και σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες. Κοντολογίς, αυτό το οργανωμένο σύστημα αξιολόγησης διαμορφώνει μαθητές στερώντας τους το δικαίωμα σε μια ουσιαστική, ισότιμη Εκπαίδευση για όλους, σύμφωνα με τις δυνατότητες αλλά και τις αδυναμίες τους. Η αξιολόγηση δε αυτών διαχωρίζεται από τα χαρακτηριστικά του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος και της διάρθρωσής του. Η θέση λοιπόν των εκπαιδευτικών είναι και θα έπρεπε να είναι απέναντι στην εφαρμογή τέτοιων πολιτικών αξιολόγησης και δίπλα στη διεκδίκηση συστηματικής Εκπαίδευσης με ευρεία διάδοση εντός του σχολείου, τόσο των μαθητών που αξιολογούνται όσο και των εκπαιδευτικών που αξιολογούν.