Τα παραδείγματα που ακολουθούν αφορούν σε μέσους όρους και αποκαλύπτουν το δίκαιο των αγροτικών κινητοποιήσεων. Δείχνουν ότι οι επιδοτήσεις, ακόμα και εξολοκλήρου αν καταβληθούν, δεν μπορούν πάντα να εξασφαλίσουν την επιβίωση του αγρότη, ούτε σταθερό εισόδημα κάθε χρόνο, το οποίο είναι απαραίτητο για να ζήσει την οικογένειά του με αξιοπρέπεια, να ξανακαλλιεργήσει και να συνεχίσει την παραγωγική του δραστηριότητα.
Γιατί οι αγροτικές ενισχύσεις (Βασική, Συνδεδεμένες κ.λπ.) δεν αντιμετωπίζουν τη ρίζα του προβλήματος, την ακρίβεια των εισροών του αγρότη και τις χαμηλές τιμές στα προϊόντα του, που επιβάλλουν τα βιομηχανικά και εμπορικά - εξαγωγικά μονοπώλια. Αντίθετα, λειτουργούν ως «τεχνητό οξυγόνο» για να κρατήσουν τους αγρότες στην παραγωγή. Αυτή η στήριξη μετατρέπεται σε έμμεση επιδότηση της βιομηχανίας και των καρτέλ, καθώς εξασφαλίζει σε αυτούς την πρώτη ύλη (π.χ. βαμβάκι, σιτάρι κ.ο.κ.) σε εξευτελιστική τιμή (π.χ. 0,37 ευρώ / κιλό για το βαμβάκι, 0,20 ευρώ / κιλό για το σιτάρι κ.ο.κ.).
Ακολουθούν παραδείγματα για βασικές καλλιέργειες με στοιχεία για το κόστος παραγωγής, τις αποδόσεις ανά στρέμμα και τις τιμές των αγροτικών προϊόντων για το έτος 2025. Στους υπολογισμούς του κόστους δεν λαμβάνεται υπόψη η εργασία του αγρότη, ούτε η απόσβεση του εξοπλισμού.
Οι βαμβακοπαραγωγοί στην Ελλάδα βιώνουν μια τραγική χρονιά. Ενώ έριξαν κόπο και χρήμα - δίνοντας τη μάχη με την άρδευση, τη φυτοπροστασία και την ακριβή λίπανση - για να επιτύχουν καλές αποδόσεις, η «αγορά» τούς έβαλε μέσα. Η μέση τιμή που τους δόθηκε για το σύσπορο βαμβάκι κυμάνθηκε στα 0,37 ευρώ ανά κιλό. Την ίδια στιγμή, το υψηλότατο κόστος παραγωγής ανά στρέμμα, λόγω της ακρίβειας στις εισροές, ξεπέρασε τα 240 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι ο παραγωγός, αφού έκανε έξοδα και μόχθησε, διαπίστωσε ότι το πραγματικό κόστος για να βγάλει κάθε κιλό βαμβακιού ανέρχεται στα 0,60 ευρώ, και αυτό όταν η συγκομιδή είναι σχετικά καλή (π.χ. 400 κιλά / στρέμμα).
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στους σιτοπαραγωγούς (σκληρό σιτάρι). Το κόστος παραγωγής ανά στρέμμα εκτιμάται στα 150 ευρώ. Η μέση τιμή πώλησης κυμαίνεται στα 0,20 ευρώ / κιλό (με απόδοση περίπου 450 κιλά / στρέμμα), αποδίδοντας έσοδα περίπου 90 ευρώ / στρέμμα. Ο παραγωγός μπαίνει μέσα περίπου 60 ευρώ / στρέμμα μόνο από τα βασικά έξοδα. Ακόμα και με την ενιαία ενίσχυση (Βασική συν Συνδεδεμένη κυμαίνεται στα 35-38 ευρώ / στρέμμα) η ζημιά παραμένει.
Στο ρύζι: Το κόστος παραγωγής του ρυζιού είναι ιδιαίτερα υψηλό, εκτιμώμενο περίπου στα 350 ευρώ ανά στρέμμα. Αυτό οφείλεται κυρίως στις αυξημένες ανάγκες σε νερό, Ενέργεια για την άντλησή του, καθώς και στα απαραίτητα λιπάσματα και φυτοπροστατευτικά. Παρότι οι αποδόσεις είναι σημαντικές, φτάνοντας κατά μέσο όρο τα 800 κιλά ανά στρέμμα, και η τιμή πώλησης κυμαίνεται στα 0,35 ευρώ το κιλό, τα συνολικά έσοδα από την πώληση (περίπου 280 ευρώ ανά στρέμμα) δεν επαρκούν για να καλύψουν τα έξοδα. Πριν την καταβολή οποιασδήποτε ενίσχυσης, ο παραγωγός βρίσκεται ήδη σε ζημιά, η οποία αγγίζει τα 70 ευρώ ανά στρέμμα. Ακόμα και με τη λήψη της ενιαίας ενίσχυσης (Βασική και Συνδεδεμένη), η οποία εκτιμάται ότι επιστρέφει περίπου 60-70 ευρώ ανά στρέμμα, το τελικό οικονομικό αποτέλεσμα είναι οριακό, αφήνοντας τον παραγωγό με μηδενικά ή ελάχιστα έσοδα. Ουσιαστικά, η ενίσχυση απλώς «εξισορροπεί» την αρχική ζημία, καθιστώντας την καλλιέργεια βιώσιμη μόνο στα χαρτιά.
Η παραγωγή ζωοτροφών βρίσκεται επίσης σε αδιέξοδο. Το μέσο κόστος παραγωγής ανά στρέμμα εκτιμάται στα 130 ευρώ (λαμβάνοντας υπόψιν τη μηδική και το κριθάρι). Η μέση τιμή πώλησης κινείται σε επίπεδα που αποδίδουν έσοδα περίπου 90 ευρώ/ στρέμμα. Ο παραγωγός μπαίνει μέσα περίπου 40 ευρώ/ στρέμμα μόνο από τα βασικά έξοδα. Ακόμα και αν λάβει την Ενιαία Ενίσχυση (Βασική συν Συνδεδεμένη - μόνο για μηδική - κυμαίνονται περίπου 25-35 ευρώ/ στρέμμα), η ζημιά παραμένει.
Στην πατάτα: Η συνολική δαπάνη καλλιέργειας ανά στρέμμα φτάνει τα 1.200 ευρώ. Η τιμή διάθεσης κυμαίνεται στα 0,30 ευρώ/κιλό (30 λεπτά), με την παραγωγή να φτάνει κ.μ.ο στους 3,5 τόνους (περίπου 3.500 κιλά/στρέμμα), με αποτέλεσμα τα έσοδα να διαμορφώνονται στα 1.050 ευρώ/ στρέμμα (3.500 x 0,30 ευρώ). Ο παραγωγός καταγράφει ένα έλλειμμα ύψους 150 ευρώ ανά στρέμμα μόνο από τα βασικά λειτουργικά έξοδα. Ακόμη και με τη Βασική Ενίσχυση (μόλις 22-27 ευρώ/ στρέμμα), μπαίνει βαθιά μέσα και αδυνατεί να καλύψει ακόμα και το κόστος παραγωγής. Την ίδια ώρα η πατάτα στα σούπερ μάρκετ πωλείται 3-4 φορές πάνω από την τιμή που παίρνει ο αγρότης.
Παραγωγή μελιού: Οι μελισσοκόμοι που διοχετεύουν το μέλι τους στη μεταποίηση αντιμετωπίζουν αντίστοιχη κατάσταση. Το ετήσιο κόστος συντήρησης μιας κυψέλης ανέρχεται περίπου στα 80 ευρώ με 90 ευρώ, για κάλυψη φαρμάκων, μεταφορών, τροφών, άλλων εξόδων. Παρότι μια μέση κυψέλη αποδίδει 15-20 κιλά μελιού, η χαμηλή τιμή χονδρικής (συνήθως 3,50 ευρώ - 4,00 ευρώ ανά κιλό) οδηγεί σε έσοδα μόλις 70 ευρώ - 80 ευρώ ανά κυψέλη.
Το καθαρό έσοδο είναι επομένως πολύ μικρό και εύκολα εκμηδενίζεται. Αν υπάρξει μείωση της απόδοσης ή αύξηση του κόστους (π.χ. καύσιμα), ο παραγωγός περνάει άμεσα σε ζημιά. Ουσιαστικά, η επιβίωση του μελισσοκόμου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα να διαθέτει ο ίδιος, άμεσα, την παραγωγή του στη λαϊκή κατανάλωση.
Οικονομική επιβάρυνση καραντίνας αιγοπροβάτων (Κόστος σίτισης): Το κόστος καραντίνας για τον κτηνοτρόφο, όσον αφορά τη σίτιση, προκύπτει από την υποχρεωτική αλλαγή του τρόπου διατροφής, δηλαδή από τη βοσκή στον πλήρη εγκλεισμό, στο πλαίσιο των μέτρων για την ευλογιά. Κατά τη διάρκεια του πλήρους εγκλεισμού, το ζώο πρέπει να σιτιστεί εξολοκλήρου με ζωοτροφές (σανός, τριφύλλι, συμπυκνωμένες τροφές). Ενώ το κόστος σίτισης στη βοσκή είναι σχετικά χαμηλό, κινούμενο περίπου 0,30 ευρώ έως 0,50 ευρώ ανά ζώο την ημέρα (καλύπτοντας μόνο συμπληρωματική τροφή), το κόστος σε πλήρη εγκλεισμό ανεβαίνει περίπου 0,80 ευρώ έως 1,20 ευρώ ανά ζώο την ημέρα (καλύπτοντας το 100% των αναγκών με ζωοτροφές).
Αυτό σημαίνει ότι ο κτηνοτρόφος επιβαρύνεται με επιπλέον έξοδα σίτισης περίπου 0,50 ευρώ έως 0,70 ευρώ ανά ζώο την ημέρα μόνο λόγω του αναγκαστικού εγκλεισμού. Για παράδειγμα, σε ένα κοπάδι 300 προβάτων και μια καραντίνα 30 ημερών (ελάχιστη διάρκεια καραντίνας), η συνολική επιβάρυνση από τη σίτιση ανέρχεται ενδεικτικά σε 4.500 ευρώ. Η ενίσχυση de minimis (με ποσά περίπου 4 ευρώ, 6 ευρώ και 14 ευρώ ανά πρόβατο ή αίγα), την οποία χορήγησε η κυβέρνηση με μεγάλη καθυστέρηση και ύστερα από τις κινητοποιήσεις των κτηνοτρόφων, είναι μια πυροσβεστική ένεση που δεν επαρκεί για να καλύψει τα έξοδα.
Το ποσό των 4 ευρώ ή 6 ευρώ καλύπτει λιγότερο από το 30% του (ελάχιστου) πρόσθετου κόστους σίτισης (περίπου 15 ευρώ έως 25 ευρώ ανά ζώο), το οποίο προέκυψε λόγω καραντίνας. Ακόμη και το ανώτερο ποσό των 14 ευρώ, που δόθηκε στις βαρύτερα πληγείσες περιοχές, απλώς ισοσκελίζει οριακά αυτό το επιπλέον κόστος (ελάχιστο).
Τα αριθμητικά δεδομένα αποδεικνύουν αδιαμφισβήτητα ότι, ακόμη κι αν οι αγρότες λάβουν όλες τις επιδοτήσεις που η κυβέρνηση τους χρωστάει, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωση και τη συνέχιση της παραγωγής.
Η κυβέρνηση, από τη μία, καταγγέλλει ότι οι αγρότες ζουν από επιδοτήσεις και, από την άλλη, αυτή επιμένει να μιλάει μόνο για επιδοτήσεις και όχι για το πραγματικό πρόβλημα: Την τεράστια ψαλίδα κόστους - τιμών. Αυτή είναι η ψαλίδα που οι κυβερνήσεις αρνούνται να κλείσουν, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των μεταποιητικών και εμπορικών καρτέλ.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αποκρύψει, με τη ρητορική περί «αυξημένων» φέτος επιδοτήσεων, την ουσία του προβλήματος, έχει έναν σαφή στόχο: Να καλλιεργήσει στην κοινή γνώμη την εντύπωση ότι οι αγρότες «παίρνουν λεφτά» και είναι «αχάριστοι». Αυτή η στάση εξοργίζει και βγάζει όλο και περισσότερα τρακτέρ στους δρόμους και στα μπλόκα!
Το πρόβλημα της καταλήστευσης του μόχθου των αγροτών και κτηνοτρόφων είναι βαθύτερο και δεν μπορεί να λυθεί οριστικά στο πλαίσιο του σημερινού αστικού κράτους και αυτού του οικονομικού συστήματος, όπου όλα κινούνται στον αστερισμό του κέρδους των μονοπωλίων.
Μπροστά σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, ανοίγονται δύο δρόμοι για την αγροτιά:
Ο δρόμος του καπιταλισμού που οδηγεί στη συνέχιση της σημερινής πολιτικής, στην εξάρτηση της οριακής επιβίωσης από τις επιδοτήσεις και στην τελική εξόντωση των ατομικών αγροτοπαραγωγών, ενσωματώνοντάς τους πλήρως στα σχέδια των μονοπωλίων (π.χ. μέσω συμβολαιακής γεωργίας με όρους που θέτουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι).
Ο δρόμος της ανατροπής, η πρόταση του ΚΚΕ η οποία ανοίγει μια διαφορετική προοπτική: Την ανατροπή αυτού του συστήματος που καταληστεύει τον μόχθο των αγροτοπαραγωγών, ώστε ο βιοπαλαιστής της υπαίθρου να πάψει να είναι όμηρος του κεφαλαίου, των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών δεσμεύσεων της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, η αγροτική παραγωγή και η μεταποίησή της να λειτουργεί αποκλειστικά υπέρ των λαϊκών αναγκών.
Αυτός ο δρόμος, που θεμελιώνεται στην εργατική εξουσία και τον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό, προσφέρει στον αγρότη συγκεκριμένα μόνιμα οφέλη:
Είναι σαφές ότι εντός των καπιταλιστικών τειχών και υπό το πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ - η οποία προωθεί τη συγκέντρωση της παραγωγής σε λίγα χέρια - τα ζητήματα του κόστους, των τιμών και του εισοδήματος δεν μπορούν να λυθούν οριστικά. Ωστόσο, μέσα από τον σκληρό αγώνα των αγροτών και με την ουσιαστική συμπαράσταση όλου του λαού που στενάζει από τις υψηλές τιμές στα ράφια, μπορούν να διεκδικηθούν και να επιτευχθούν άμεσες ανάσες επιβίωσης.
Αντί για επικοινωνιακά τρικ, η κυβέρνηση οφείλει εδώ και τώρα να απαντήσει συγκεκριμένα στα δίκαια αιτήματα των αγροτών:
Παρά την κυβερνητική καταστολή και τον καταιγισμό της προπαγάνδας, η κλιμάκωση του αγώνα των αγροτών και η συγκινητική, πλατιά στήριξη που εκφράζεται από όλο τον λαό, αποτελούν το ελπιδοφόρο μήνυμα. Αυτό το μήνυμα δείχνει ότι το δίκιο του αγώνα των αγροτών δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε να θαφτεί.
Ο κοινός αντίπαλος - τα μονοπώλια και οι πολιτικές που τα υπηρετούν - βιώνεται καθημερινά και σκληρά από όλο τον λαό, ο οποίος μέσα από τέτοιους αγώνες αποδεικνύει ότι μπορεί να ξεπερνάει τα εμπόδια του φόβου και του αποπροσανατολισμού, οικοδομώντας την κοινή δράση που είναι ικανή να διεκδικήσει ανάσες επιβίωσης σήμερα και τη ριζική ανατροπή αύριο.