Τον Ιούλη του '99, με τη λήξη ακριβώς των βομβαρδισμών του Κοσσυφοπεδίου και της Γιουγκοσλαβίας, γνωστοποιήθηκε στην Ελλάδα η επιστολή των τριών μουσουλμάνων βουλευτών, του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΣΥΝ, που από κοινού με 13 «μειονοτικές» και «μη κυβερνητικές» οργανώσεις ζητούσαν την αναγνώριση από το ελληνικό κράτος της ύπαρξης «τουρκικής» και «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα.
Η «κάτι παραπάνω από περίεργη και καθόλου αθώα κίνηση», όπως τη χαρακτήρισε τότε η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, αποκάλυπτε ότι η Ελλάδα κάθε άλλο παρά «αλώβητη» είναι από ενέργειες που θα μπορούσαν να την εμπλέξουν στο «μειονοτικό κουβάρι» των Βαλκανίων.
*
Εκείνη την περίοδο, υπήρξαν κι άλλα «περίεργα». Σε μια ανύποπτη - φαινομενικά - στιγμή, και μετά την κίνηση των μουσουλμάνων βουλευτών των τριών κομμάτων, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, ο κ.Γ. Παπανδρέου εμφανίστηκε με εκπληκτική άνεση και για ένα θέμα «ταμπού» μέχρι εκείνη τη στιγμή, να δηλώνει ότι δεν τον ενδιέφερε, αν κάποιος θα αυτοπροσδιορίζεται στην ελληνική επικράτεια ως «Τούρκος» ή «Μακεδόνας». Αντίθετα, είχε πει, εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να μην αλλάξουν τα σύνορα...
*
Επειδή αφ' ενός ο υπουργός - δηλαδή το ελληνικό κράτος - «δεν ενδιαφερόταν» και επειδή το διακήρυττε τόσο πομπωδώς, αλλά και επειδή αφ' ετέρου τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Αμερικάνοι (σε αντίθεση με τον υπουργό) ενδιαφέρονταν (και μάλιστα πάρα πολύ), η όλη υπόθεση, δηλαδή η υπόθεση «μειονότητες - Βαλκάνια», πέραν του εξαιρετικού βαλκανικού ενδιαφέροντος, αποκτούσε από τότε (και με τον πλέον επίσημο τρόπο) ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικά για την Ελλάδα.
*
Η κυβέρνηση διά στόματος του τότε πρωθυπουργού, κ. Σημίτη, μετά το σάλο που προκάλεσαν οι δηλώσεις Παπανδρέου, υποστήριξε ότι δεν ετίθετο θέμα αλλαγής της πολιτικής της στο ζήτημα της «συλλογικής αναγνώρισης» εθνικών μειονοτήτων στη χώρα.
Ετσι κι αλλιώς, το «περίεργο» του πράγματος παρέμεινε: Δεν είχαν συναίσθηση οι τότε εκπρόσωποι του κράτους τη χρονική στιγμή, κατά την οποία είχαν επιλέξει να ανασύρουν το θέμα της μειονότητας στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής; Το ερώτημα ήταν, γιατί προέβη τότε σε εκείνες τις δηλώσεις ο υπουργός Εξωτερικών, με τέτοιο στόμφο και σε μια περίοδο που προωθούνταν πυρετωδώς ο αμερικανόπνευστος ελληνοτουρκικός διάλογος, σε μια κίνηση με την οποία η Ελλάδα άνοιγε «οικειοθελώς» - και - το θέμα της μειονότητας; Γιατί προέκυπτε στην εσωτερική πολιτική ζωή τέτοιο θέμα, λίγες μόλις μέρες μετά τις ΝΑΤΟικές σφαγές στο Κοσσυφοπέδιο, που έγιναν στο όνομα της «προστασίας» των δικαιωμάτων μιας μειονότητας; Γιατί η κυβέρνηση έδειχνε τέτοια αδιαφορία σε εξελίξεις, όπως η ανακίνηση θέματος αυτονομίας των - γειτονικών με τη Δ. Θράκη - περιοχών της ΝΑ Βουλγαρίας, από την εκεί «τουρκική» μειονότητα και το εκτός νόμου «κόμμα της τουρκικής μειονότητας»; Και ακόμα: Γιατί, την εποχή που επίσημα ή ανεπίσημα (ξανά)αμφισβητούνταν τα σύνορα στα Βαλκάνια, η κυβέρνηση δήλωνε ότι «δεν ενδιαφέρεται» για θέματα που είναι δεδομένο ότι αξιοποιούνται κατάλληλα από εκείνους που θέλουν την αλλαγή των συνόρων;
*
Η μετέπειτα δήλωση του Γ. Παπανδρέου στην τουρκική εφημερίδα «Μιλιέτ», σύμφωνα με την οποία «για τις χώρες οι οποίες συνεργάζονται σε παγκόσμια κλίματα, τα ζητήματα που δημιουργούν τα μεταξύ τους σύνορα και οι μεταξύ τους θάλασσες, δεν μπορεί να είναι πολύ σημαντικά» (!), ίσως δίνει απάντηση σε αρκετές από τις παραπάνω απορίες...
Η «υψηλή προσωπικότητα» του μετεμφυλιακού κράτους, η Φρειδερίκη, ήταν αυτή που εγκαινίαζε τουρκικά σχολεία στη Θράκη, παρουσία του Τούρκου Προέδρου της Δημοκρατίας...
Την ίδια πάντα εποχή, με τις μορφωτικές συμφωνίες του 1951 - και αργότερα του 1968 - καθιερωνόταν η τουρκική ως η μόνη μειονοτική γλώσσα εκπαίδευσης, παρά το γεγονός ότι η μητρική γλώσσα των Πομάκων και των Αθίγγανων μουσουλμάνων της Δ. Θράκης δεν ήταν τα τουρκικά...
Στα πλαίσια αυτής της τόσο ευφυούς πολιτικής του εκτουρκισμού, τελικά, της μειονότητας, μετά από δεκαετίες, το 1987, ο Αρειος Πάγος απαγόρευε τη χρήση του όρου «τουρκικός», με συνέπεια την παραγωγή άλλων, πλέον, προβλημάτων, του ίδιου, όμως, τύπου.
*
Πρόκειται για μια πολιτική που ξεκινάει ακόμα πιο πριν: Οι διωγμοί που υπέστησαν οι ισλαμιστές ηγέτες της μειονότητας μετά την υπογραφή του «Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας του 1930» από την κυβέρνηση Βενιζέλου ήταν μια υποχρέωση που την ανέλαβε η Ελλάδα απέναντι στην τουρκική άρχουσα τάξη.
Η εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης συντελέστηκε κατά γράμμα. Μόνο που είχε μια συνέπεια. Την ενίσχυση των τάσεων εκτουρκισμού της μειονότητας. Η πολιτική του εκτουρκισμού, σε συνδυασμό με το βασικό και το κύριο, τη βαθιά ταξική πολιτική, πολιτική διωγμών και ανελευθεριών έναντι των μουσουλμάνων της Θράκης, ή των σλαβόφωνων σε περιοχές της Μακεδονίας, η οποία ακολουθήθηκε για δεκαετίες από το ελληνικό κράτος, δημιουργούσε το κατάλληλο έδαφος για τα «παιχνίδια» που παίζουν σήμερα οι ΗΠΑ, η ΕΕ και οι εγχώριοι κατασκευαστές μειονοτικών ζητημάτων.
*
Το αξιοπερίεργο είναι ότι οι πολιτικοί μας ταγοί υποκρίνονταν και ακόμα υποκρίνονται ότι «δεν» αντιλαμβάνονται τη δυνατότητα που παρέχουν στις Μεγάλες Δυνάμεις να αξιοποιούν τα δυσάρεστα αποτελέσματα της πολιτικής του ελληνικού κράτους έναντι της μειονότητας, για ίδιον και ... «συμμαχικό» όφελος.
Αντίθετα, με τα υπόλοιπα κόμματα που «δε διέκριναν» τη διασύνδεση μεταξύ Κοσσυφοπεδίου και έγερσης μειονοτικών ζητημάτων στην Ελλάδα, το ΚΚΕ, με την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ήδη από τις 10/7/99 είχε προβεί στην εξής «προφητική» επισήμανση:
«Το ΚΚΕ - σημειωνόταν - είναι στο πλευρό κάθε λαού ή μειονότητας (εθνικής, γλωσσικής, θρησκευτικής, πολιτιστικής), που διεκδικεί τα δικαιώματά της. Οι μειονότητες μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν γέφυρες φιλίας ανάμεσα στους λαούς. Επισημαίνει, όμως, ότι οι μειονότητες δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μετατρέπονται σε όργανα στα χέρια των ιμπεριαλιστών, πάντα και πολύ περισσότερο σήμερα, που σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης αποτελούν εργαλείο παρέμβασης των ιμπεριαλιστών, για να δικαιολογούν τον πόλεμο και την κάθε μορφής επέμβαση. Οι ιμπεριαλιστές δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τους λαούς και τις μειονότητες, αλλά μόνο για την προώθηση γεωστρατηγικών συμφερόντων, μέσω της πρόκλησης αντιπαράθεσης και, μάλιστα, με τις πιο ακραίες μορφές, όπως είναι ο πόλεμος. Στις συνθήκες της ταξικής κοινωνίας και της διεθνούς δράσης του ιμπεριαλισμού, οι μειονότητες πρέπει να διεκδικούν τα δικαιώματά τους σε συμπαράταξη και κοινή δράση με το λαό της χώρας στην οποία ζουν. Τα κοινά ταξικά συμφέροντα αποτελούν τη βάση για την αντιμετώπιση των διαιρετικών προσπαθειών, είτε αυτές προέρχονται από τις εγχώριες κυβερνήσεις και τον ξένο παράγοντα, είτε από τις ίδιες τις ηγεσίες τους, που πολλές φορές επιδιώκουν τον αποχωρισμό ή την αυτονομία, όχι για να ελευθερώσουν το λαό τους από την καταπίεση, αλλά για να τον καταπιέζουν οι ίδιες ή για να απολαύσουν τα αργύρια της προσχώρησής τους στα στρατηγικά σχέδια των ιμπεριαλιστικών χωρών».
1587 Ο πρώην πειρατής Βρετανός ναύαρχος σερ Φράνσις Ντρέικ βυθίζει την ισπανική αρμάδα στο λιμάνι του Κάδιξ, δίνοντας τέλος στη θαλασσοκρατορία των Ισπανών και εγκαινιάζοντας την εποχή της ελισαβετιανής βρετανικής κυριαρχίας στις θάλασσες.
1943 Οι Γερμανοί πνίγουν στο αίμα την εξέγερση των Εβραίων στο γκέτο της Βαρσοβίας.
1944 Αρχισε τις εργασίες της η Συνδιάσκεψη της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ.
1971 Η Σοβιετική Ενωση εκτοξεύει το πρώτο διαστημικό εργαστήριο «Σαλιούτ». Τέσσερις μέρες αργότερα, το διαστημόπλοιο «Σογιούζ 10» συνδέεται με το «Σαλιούτ» και «αποβιβάζει» τρεις Σοβιετικούς επιστήμονες.
1995 Βόμβα σε παγιδευμένο αυτοκίνητο ανατινάζει πολυώροφο κτίριο στην Οκλαχόμα. Σκοτώθηκαν 168 άτομα.