«Ανακάλυψα», φέτος, το πατρικό του σπίτι στη μικρασιατική Βιθυνία Προύσα. Είδα το σκίτσο, που χρησιμοποίησε ο γλύπτης Χρήστος Καπράλος προκειμένου να φιλοτεχνήσει τη χάλκινη προτομή του Κουν (βρίσκεται στην είσοδο του θεάτρου «Υπόγειο»), το οποίο μου έδειξε η σύζυγος του γλύπτη, Σούλη Καπράλου. Είδα την πινακίδα της Δραματικής Σχολής που ίδρυσε το «Θέατρο Τέχνης», το 1942, (σώζεται στην οδό Ζωοδ. Πηγής 9α), το οποίο ίδρυσε την ίδια χρονιά ο Κουν, με συνεργάτες τους Δ. Δεβάρη και Γιάννη Τσαρούχη. Τέλος, αναφέρω και την επίσης χάλκινη προτομή που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Μιχ. Κ. Σουγιουτζόγλου (βρίσκεται στην είσοδο του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Αθηναίων).
Η αρχαία Προύσα ιδρύθηκε στη νότια πλαγιά του βουνού Ολυμπος, από τον βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσία Α΄ (236 - 180 π.Χ.). Σήμερα έχει, περίπου, 838.323 κατοίκους. Στους βυζαντινούς χρόνους, η πόλη διατήρησε πολλά στοιχεία της ακμής της. Το τοπίο της μοιάζει με το Πήλιο. Υπάρχουν χιλιόμετρα με πλατάνια και μνημεία των ιδρυτών της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Οι Ελληνες, μετά την κατάληψή της από τους Τούρκους (1326), αποτελούσαν αξιόλογη κοινότητα και στο τέλος του 16ου αιώνα υπολογίζονταν, σύμφωνα με έγγραφα, γύρω στις δυο χιλιάδες. Η Προύσα αποτελούσε ξεχωριστό εμπορικό κέντρο μεταξιού και μπαχαρικών. Μ' αυτό ασχολιόταν κι ο πατέρας του Κουν.
Το 1576 η ορθόδοξη ελληνική κοινότητα αναφέρεται από το Γερμανό πάστορα Γκέρλαχ, που πέρασε από την Προύσσα, και το 1701, κατά τον περιηγητή Τουρνεφόρ, υπήρχαν στην πόλη τριακόσιες ελληνικές οικογένειες. Ως το 1642 σωζόταν μόνο μια ορθόδοξη εκκλησία, οι Αγιοι Απόστολοι. Δέκα χρόνια αργότερα αναφέρονται τρεις ακόμα, της Παναγιάς Προυσιώτισσας, του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και των Ταξιαρχών. Η μητρόπολη της Προύσας αποτελούσε τη φωλιά της ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας.
Ξεχωριστή ακμή είχε η Προύσα στον 18ο και 19ο αιώνα. Σημαντικό μέρος του εμπορίου βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Εβραίων (οι Ελληνες ήταν 5.500, οι Αρμένιοι 7.500 και οι Εβραίοι 3.000). Αξιόλογη ήταν και η ελληνική παιδεία. Το 1804 λειτουργούσε η Σχολή της Προύσας, απ' όπου αποφοίτησαν οι λόγιοι Νικόλας Κριτίας και Χρύσανθος Καμαράσης. Το 1874 η «Γενική Φιλανθρωπική Εταιρεία Βιθυνίας» ίδρυσε την «Κεντρική Σχολή» (μέσης εκπαίδευσης) κι από το 1903 ως τη Μικρασιατική Καταστροφή λειτούργησαν τα «Ευγενίδεια Εκπαιδευτήρια», πνευματικό φάρο της περιοχής. Το 1912 στο βιλαέτι (διοικητική περιφέρεια) της Προύσας ζούσαν 280.000 Ελληνες. Μετά την Καταστροφή, οι Ελληνες της Προύσας κατέφυγαν στα Μουδανιά και στην Κίο, κι από κει στην Ελλάδα.
Σε κάποια γειτονιά της Προύσας υπάρχουνε ακόμα μερικά σπίτια Ελλήνων (όπως και στ' Αϊβαλί, στη Σμύρνη, στη Φωκαία, στην Κωνσταντινούπολη, που ρημάζουνε) και «μαυσωλείο» του Καραγκιόζη.
Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στην Προύσα το 1908. Η μητέρα του ήταν ορθόδοξη κι ο πατέρας του, επίσης χριστιανός, αν και Γερμανο-Πολωνο-Εβραίος. Ηταν επιμειξία Ηπείρου, Φαναριού και Ανδρου. Οι γονείς του μετακομίσανε στην Κωνσταντινούπολη, όταν ο Κουν ήταν μωρό. Ο ίδιος διηγιόταν: «Αν και γεννήθηκα στην Προύσα, δεν τη γνώρισα. Από μικρός βρέθηκα στην Πόλη κι εκεί μεγάλωσα. Από κει αρχίζουν οι αναμνήσεις, εκεί δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ερεθισμοί, τα πρώτα συναισθήματα, η πρώτη επαφή με την έξω για μένα πραγματικότητα. Μεγάλωσα σαν Ρωμηός, μέσα σ' ένα ρωμαίικο αστικό σπίτι. Πολλοί συγγενείς, πολλές θειάδες, πολλά ξαδέλφια, από της μάνας μου το σόι. Παραδοσιακά έθιμα, κίτρινα κεριά της εκκλησιάς φτιαγμένα στο σπίτι, σάκοι με τριαντάφυλλα για το γλυκό της χρονιάς, το πρόσφορο για την καθημερινή λειτουργία, η πιστή σιδερώτρα που έριχνε και τα χαρτιά και ο Αρμένης μάγερας που έφτιαχνε ντολμαδάκια, μ' ερίκι από πάνω. Και μέσα σ' όλα αυτά μια Πρωσογερμανίδα γκουβερνάντα, που μου μάθαινε παραμύθια των αδελφών Γκριμ, με τάιζε, με έλουζε, με κοίμιζε, φρόντιζε τα δυο μου καναρίνια και με έβαζε για τιμωρία, στη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, να γράφω εκατό φορές "Ο Θεός να τιμωρήσει την Αγγλία" στα γερμανικά».
2. Αν μπορούν οι Παπανδρέου και Βενιζέλος, έστω για μια στιγμή, να ανακτήσουν την όρασή τους, θα τα έχαναν με την απωθητική εικόνα τους, που φροντίζουν ακαταπαύστως να μεταδίδουν. Αλλά μακάριοι οι πτωχοί στην όραση, γιατί αυτοί πρώτοι θα κληρονομήσουν αρχηγία και ηλιθιότητα, που πάνε χέρι χέρι μέσα στο ΠΑΣΟΚ.
3. Ολοι ανεξαιρέτως βρισκόμαστε μέσα στην αίθουσα χορού, την οποία χρόνια τώρα έχει αποτυπώσει ο ιδιοφυής Βοβενάγκρ: «Είμαστε υπερβολικά απρόσεκτοι ή υπερβολικά απασχολημένοι με τον εαυτό μας για να εμβαθύνουμε αλλήλους. Οποιοσδήποτε έχει δει μάσκες σ' ένα χορό να χορεύουν φιλικά μαζί και να κρατιούνται χέρι χέρι, χωρίς να γνωρίζονται, για να αποχωριστούν το επόμενο λεπτό και να μην ξαναϊδωθούν ούτε και να νοσταλγήσει η μια την άλλη, μπορεί να σχηματίσει μια ιδέα για τον κόσμο».
4. Η αθλιότητα στο χώρο της Παιδείας είναι αυτή που γεννά τις καταλήψεις. Μάταια προσπαθούν οι γνωστοί κράχτες δημοσιογράφοι να αναλύσουν το φαινόμενο, για να λύσουν μετά τα χέρια των μπάτσων κατά των σπουδαστών. Κανείς από αυτούς τους δημοσιογράφους, που εκπροσωπούν τις γενιές των παραχωρήσεων, δεν καταλαβαίνει κι ούτε έχει καμία σχέση με την περηφάνια των παιδιών. Τους αξίζει όλη μας η περιφρόνηση.
5. Δεν υπάρχει καμία αυθόρμητη πράξη πολίτη που να μη συνοδεύεται από τον ίσκιο του νόμου. Δεν είναι μακριά ο καιρός που θα κυκλοφορούμε με τον Ποινικό Κώδικα υπό μάλης και θα πρέπει ακόμα και σε μιαν απλή συνάντηση στο δρόμο να διαβάζουμε πώς θα πρέπει να χαιρετάμε τον άλλο. Ας θυμηθούμε τι έγραφε ο Μαρξ το Μάη του 1843 στον Ρούγκε: «Μην μου πείτε ότι τρέφω υπερβολική εκτίμηση για τη σημερινή εποχή. Κι αν παρ' όλα αυτά δεν απελπίζομαι, είναι επειδή η απελπιστική της κατάσταση με γεμίζει ελπίδα».
6. Η εμφάνιση ακροδεξιών στο κέντρο του θεάματος παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά μιας φαιδρής επιδημίας. Δεν υπάρχει εκπομπή που να μη φιλοξενεί κάποιον ψυχωσικό έτοιμο να υπερασπιστεί τον Ιωάννη Μεταξά και όλους τους πρώην βασιλείς, αρχής γενομένης από εκείνον που τον δάγκωσε ο πίθηκος και τα τίναξε (παραδόξως όχι ο πίθηκος, αλλά το... μεγαλείο του!). Οσο το εθνικιστικό παραλήρημα ανεβαίνει, τόσο γίνονται εμφανείς οι διαταραχές του ομιλητή στην έκφρασή του (στιγμές αφασίας, λεκτικής κώφωσης με κατάληξη στη μετατρεπτική υστερία). Ο παραληρών έχει ακουστικές ψευδαισθήσεις, με αποτέλεσμα να λέει ασυναρτησίες και να ασχετολογεί. Κι αυτό είναι το μυστικό κάθε εθνικιστή: Η επίμονη υπερεκτίμηση που έχει για τον εαυτό του τού δίνει τον απαραίτητο χρόνο να επικοινωνεί (εκτός από τους εξωγήινους) και με απλούς ανθρώπους (π.χ. σε μια εκπομπή, και να διαστρεβλώνει τα λεγόμενα μέσω δήθεν διαφωνιών, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για νέες ταραχές.