ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Οχτώβρη 2007
Σελ. /32
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ
Με ποια πολιτική ωφελούνται οι μικροπαραγωγοί

Αποτέλεσμα της αντικτηνοτροφικής πολιτικής της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ήταν η συρρίκνωση της κτηνοτροφίας και η συγκέντρωσή της σε λιγότερα χέρια

Eurokinissi

Αποτέλεσμα της αντικτηνοτροφικής πολιτικής της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ήταν η συρρίκνωση της κτηνοτροφίας και η συγκέντρωσή της σε λιγότερα χέρια

Η κατακόρυφη αύξηση των τιμών των ζωοτροφών μαζί με τις εξευτελιστικές τιμές στο γάλα και στο κρέας που έχουν επιβάλλει τα γνωστά καρτέλ, αποτελούν τη χαριστική βολή για τους μικρομεσαίους κτηνοτρόφους και την κορυφή του παγόβουνου μιας αντικτηνοτροφικής πολιτικής που εφαρμόζεται από την ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ μέχρι σήμερα.

Βασικοί και διαχρονικοί στόχοι αυτής της πολιτικής ήταν και παραμένουν η συρρίκνωση της ελληνικής κτηνοτροφίας για να μετατραπεί η χώρα μας σε μια σίγουρη και διευρυμένη αγορά των πλεονασματικών ζωοκομικών προϊόντων των μεγάλων κτηνοτροφικών επιχειρήσεων της ΕΕ. Και η συγκέντρωσή της σε λιγότερα χέρια για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά της.

Αυτούς τους στόχους υπηρέτησαν και υπηρετούν με ιδιαίτερο ζήλο οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ με τους κανονισμούς που ψήφισαν στην ΕΕ αλλά και με τη χρησιμοποίηση εθνικών μέσων, μηχανισμών και πολιτικών.

Τα Νομισματικά Εξισωτικά Ποσά (ΝΕΠ) που εφαρμόστηκαν στη δεκαετία του 1980 επιδοτούσαν με μεγάλα ποσά τις εισαγωγές στη χώρα μας ζωοκομικών προϊόντων από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της ΕΕ με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης της εγχώριας κτηνοτροφίας.

Τον ίδιο ρόλο έπαιξαν και οι ποσοστώσεις που ήταν πολύ χαμηλότερες από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας μας και ακόμα χαμηλότερες από τις διατροφικές ανάγκες του λαού μας.

Το σύστημα τιμών και επιδοτήσεων της ΕΕ στα αγροτικά προϊόντα δεν ενίσχυε την καλλιέργεια των κτηνοτροφικών φυτών για την παραγωγή ζωοτροφών που αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, με αποτέλεσμα το αυξημένο κόστος παραγωγής αλλά και την εξάρτηση της ελληνικής κτηνοτροφίας από εισαγόμενες ζωοτροφές.

Ο εκφυλισμός και η κατάργηση των μηχανισμών παρέμβασης της ΕΕ στα ζωοκομικά προϊόντα όξυνε τον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό με αποτέλεσμα η ελληνική κτηνοτροφία που είχε χαμηλότερη παραγωγικότητα να δεχτεί ισχυρές πιέσεις.

Ο εκφυλισμός των τιμών των δημητριακών, η υποχρεωτική αγρανάπαυση και η χρησιμοποίησή τους για βιοκαύσιμα μείωσε δραστικά την παραγωγή τους και τα αποθέματα ζωοτροφών με αποτέλεσμα συνηθισμένες άσχημες καιρικές συνθήκες να δημιουργούν δυσανάλογα αρνητικά αποτελέσματα στις τιμές των ζωοτροφών που απειλούν με χρεοκοπία τους μικρομεσαίους κτηνοτρόφους.

Οι ενταξιακές συμφωνίες και η διεύρυνση της ΕΕ όξυνε τον ανταγωνισμό και στην αιγοπροβατοτροφία που δεν ήταν οξυμένος, επειδή τα παλαιά κράτη μέλη της ΕΕ δεν είχαν αναπτυγμένο αυτόν τον κλάδο, με αποτέλεσμα οι Ελληνες κτηνοτρόφοι καλούνται να επιβιώσουν με μεροκάματα μικρότερα των 10 ευρώ/ημέρα που παίρνουν οι κτηνοτρόφοι των νέων κρατών - μελών της ΕΕ αλλά και της Τουρκίας που βρίσκεται σε προενταξιακή διαδικασία.

Η χρεοκοπία των συνεταιρισμών και το ξεπούλημά τους στο ιδιωτικό κεφάλαιο που συνειδητά προώθησαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, με τη βοήθεια των ηγεσιών των παρατάξεών τους, μαζί με τα κίνητρα στους εμποροβιομηχάνους, συνέβαλαν στη δημιουργία των γνωστών καρτέλ που μονοπωλούν την παραγωγή και εμπορία των ζωοτροφών αλλά και τη μεταποίηση και εμπορία των ζωοκομικών προϊόντων.

Συρρίκνωση και συγκέντρωση

Αποτέλεσμα της αντικτηνοτροφικής πολιτικής της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ήταν η συρρίκνωση της κτηνοτροφίας και η συγκέντρωσή τους σε λιγότερα χέρια.

Στην περίοδο 1980 - 2005 μειώθηκε η αυτάρκεια της χώρας μας σε όλα τα ζωοκομικά προϊόντα. Στο κρέας πουλερικών από 100% σε 70%, στο βοδινό από 66% σε 25%, στο αιγοπρόβειο από 92% σε 80%, στο χοιρινό από 84% σε 41% κ.ό.κ.

Παράλληλα, με τη συρρίκνωση εντάθηκε και η συγκέντρωση της κτηνοτροφίας σε λιγότερα χέρια, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη βοοτροφία όπου από το 1991 έως το 2004 ξεκληρίστηκαν 25.400 εκμεταλλεύσεις από τις 50.420 που υπήρχαν συνολικά. Παρόμοια συγκέντρωση υπάρχει και στους υπόλοιπους κτηνοτροφικούς κλάδους.

Τις ευθύνες τους για αυτή την αρνητική εξέλιξη η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να τις συγκαλύψουν με το επιχείρημα ότι η χώρα μας δεν έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα, δηλαδή φυσικά λιβάδια, όπως έχουν οι βόρειες χώρες της ΕΕ, γι' αυτό δεν αναπτύχθηκε η κτηνοτροφία.

Ομως η εκτεταμένη χρήση επικίνδυνων για τη δημόσια υγεία, το ζωικό κεφάλαιο και το περιβάλλον, κρεαταλεύρων ορυκτελαίων και μεταλλαγμένων ζωοτροφών από τις μεγάλες κτηνοτροφικές επιχειρήσεις της ΕΕ, αποδείχνει ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της ΕΕ δεν οφείλεται στα φυσικά λιβάδια, αλλά στο φθηνό και επικίνδυνο τρόπο εκτροφής.

Ταυτόχρονα με τη συγκάλυψη των ευθυνών τους, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να καλλιεργήσουν αυταπάτες στους μικρομεσαίους κτηνοτρόφους ότι με τη νέα ΚΑΠ μπορεί να αναπτυχθεί η κτηνοτροφία αν προσανατολιστεί στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων.

Ομως μέχρι σήμερα δεν αποτράπηκε η συρρίκνωση της κτηνοτροφίας και το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων κτηνοτρόφων παρά το γεγονός ότι η ποιότητα των ζωοκομικών προϊόντων ήταν πολύ καλή έως άριστη. Αντίθετα, η νέα ΚΑΠ θα υποβαθμίσει την ποιότητα επειδή έχει βασικό στόχο την ανταγωνιστικότητα της κτηνοτροφίας που επιτυγχάνεται με τη συγκέντρωση της παραγωγής και με τη χρησιμοποίηση φθηνών αλλά επικίνδυνων ζωοτροφών.

Αυταπάτες καλλιεργεί και ο ΣΥΝ ο οποίος θεωρεί σα βασική αιτία της αρνητικής κατάστασης της κτηνοτροφίας τη διαπραγματευτική - διαχειριστική ανικανότητα των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και όχι την ΚΑΠ με την οποία συμφωνούσαν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Για να εξωραΐσει την ΚΑΠ κατηγορεί τους κτηνοτρόφους ότι επαναπαύτηκαν στις επιδοτήσεις, αλλά και τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ότι δε διαχειρίστηκαν αναπτυξιακά τα κοινοτικά κονδύλια. Συνειδητά όμως παραβλέπει ότι τα κονδύλια αυτά δεν είχαν αναπτυξιακό προσανατολισμό αλλά επιδίωκαν να ρυθμίσουν το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων κτηνοτρόφων, να τους χειραγωγήσουν και να εκτονώσουν την αγανάκτησή τους.

Ομως οι μικρομεσαίοι κτηνοτρόφοι έχουν αρκετή πείρα από την ΚΑΠ γι' αυτό δε θα πρέπει να έχουν αυταπάτες για το μέλλον τους.

Στην κατάσταση που έχει φθάσει σήμερα η κτηνοτροφία υπάρχουν δυο δρόμοι για την ανάπτυξή της.

Ο πρώτος δρόμος είναι αυτός που εφαρμόζεται από την ΕΕ και τις ελληνικές κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και έχει δημιουργήσει τα γνωστά αρνητικά αποτελέσματα για τους μικρομεσαίους κτηνοτρόφους, την κτηνοτροφία και τη διατροφική εξάρτηση του λαού μας. Τα αποτελέσματα αυτά θα ενταθούν με τη συνέχιση αυτής της πολιτικής. Και αυτό γιατί η ΕΕ, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ συμφωνούν με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) ο οποίος θα καταργήσει τις εξαγωγικές επιδοτήσεις και θα μειώσει δραστικά τους δασμούς εισαγωγής, με αποτέλεσμα την όξυνση του ανταγωνισμού και την αύξηση των εισαγωγών φθηνών ζωοκομικών προϊόντων στη χώρα μας.

ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΕΕ συμφωνούν με τη στρατηγική της Λισαβόνας για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της κτηνοτροφίας που επιτυγχάνεται με τη συγκέντρωσή της σε λιγότερα χέρια και με τη χρησιμοποίηση φθηνών αλλά επικίνδυνων τρόπων εκτροφής.

ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΕΕ συμφωνούν με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας τροφίμων, γι' αυτό στηρίζουν με κίνητρα τη συγχώνευση και ισχυροποίηση των βιομηχάνων, με αποτέλεσμα την κυριαρχία τους στη μεταποίηση και εμπορία των ζωοκομικών προϊόντων, την περιθωριοποίηση των συνεταιρισμών και την επιβολή εξευτελιστικών τιμών στους κτηνοτρόφους.

Ο δεύτερος δρόμος είναι αυτός που προτείνει το ΚΚΕ και θεωρεί την κτηνοτροφία οργανικό κομμάτι της λαϊκής οικονομίας - λαϊκής εξουσίας.

Βασικός μοχλός ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας είναι ο κρατικός λαϊκός τομέας στον οποίο εντάσσονται όλες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές και τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Συμπληρωματικά στο λαϊκό τομέα θα λειτουργεί και ο συνεταιριστικός παραγωγικός τομέας στους κλάδους που υπάρχει χαμηλή συγκέντρωση της παραγωγής και μικροϊδιοκτησία, όπως στην αγροτική οικονομία. Κρατικός και συνεταιριστικός τομέας θα λειτουργούν στα πλαίσια ενός κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού που θα διαμορφώνεται με βάση τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες και την ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων και όλων των λαϊκών στρωμάτων.

Ποια κριτήρια ανάπτυξης

Βασικά κριτήρια ανάπτυξης της συνεταιριστικοποιημένης αγροτικής οικονομίας θα είναι η κάλυψη των διατροφικών αναγκών του λαού μας, η αξιοποίηση όλων των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, ο σεβασμός στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.

Με βάση αυτά τα κριτήρια η κτηνοτροφία αποκτά πρώτη προτεραιότητα με στόχο την αυτάρκεια στα ζωοκομικά προϊόντα και σε χρονοδιάγραμμα που θα εξαρτάται από τις αντικειμενικές συνθήκες κάθε επιμέρους κλάδου.

Για να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος χρειάζεται ριζική αναδιάρθρωση της φυτικής παραγωγής για να αυξηθούν οι καλλιέργειες που παράγουν κτηνοτροφές, όπως τα κτηνοτροφικά ψυχανθή και τα δημητριακά και αναβάθμιση των βοσκότοπων. Χρειάζεται η συνεταιριστικοποίηση της κτηνοτροφίας σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς και η καθετοποίηση της αγροτικής παραγωγής, δηλαδή η σύνδεση της κτηνοτροφίας με τη γεωργία που στη χώρα μας σε μεγάλο βαθμό είναι αποσυνδεδεμένη.

Ο παραγωγικός συνεταιρισμός της λαϊκής οικονομίας που αποτελεί την εναλλακτική λύση στη μεγάλη κτηνοτροφική επιχείρηση του καπιταλισμού, αντιμετωπίζει με τον καλύτερο τρόπο το βασικό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας που είναι ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος. Δημιουργεί κτηνοτροφικές μονάδες με άριστο μέγεθος που προσδιορίζεται με οικονομικά και βιολογικά κριτήρια. Μειώνει αισθητά το κόστος παραγωγής. Συνδέει την κτηνοτροφία με τη γεωργία. Αποτρέπει το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων κτηνοτρόφων και αναζωογονεί οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά την ύπαιθρο.

Για να ανταποκριθεί στο ρόλο του ο παραγωγικός συνεταιρισμός στηρίζεται πολύπλευρα από το λαϊκό κράτος, το οποίο με κρατικές επιχειρήσεις παραγωγής αγροτικών εφοδίων και μηχανημάτων και μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων, μειώνει το κόστος παραγωγής και εξασφαλίζει φθηνά και υγιεινά τρόφιμα στο λαό.

Η πρόταση του ΚΚΕ για τη λαϊκή οικονομία συγκρούεται με τα συμφέροντα των πολυεθνικών, των εμποροβιομηχάνων και των μεγαλοαγροτών. Συγκρούεται με τις πολιτικές της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της ΕΕ που εξυπηρετούν αυτά τα συμφέροντα.

Γι' αυτό η υλοποίησή της απαιτεί λαϊκή εξουσία η οποία θα αναδειχτεί και θα στηριχτεί από ένα λαϊκό μέτωπο στο οποίο σημαντικός θα είναι και ο ρόλος των μικρομεσαίων αγροτοκτηνοτρόφων.

Αν δε δημιουργηθούν οι πολιτικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της λαϊκής οικονομίας το ξεκλήρισμα και των μικρομεσαίων κτηνοτρόφων είναι αναπόφευκτο.

Γι' αυτό οι αγώνες τους για την προώθηση των άμεσων αιτημάτων τους θα έχουν καλύτερα αποτελέσματα αν συντονίζονται με τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, αν βελτιώνουν άμεσα την κατάστασή τους και αν κυρίως συμβάλλουν στη δημιουργία των πολιτικών προϋποθέσεων για να εφαρμοστεί μια συνολικότερη φιλοαγροτική πολιτική. Διαφορετικά θα αποπροσανατολίζονται, θα απογοητεύονται και θα υποτάσσονται στην πολιτική και στα κόμματα που τους ξεκληρίζουν.


Του
Γιάννη ΣΦΥΡΗ
Ο Γιάννης Σφυρής είναι υπεύθυνος του Αγροτικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ