ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Μάρτη 2007
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η φαγάνα

Εργο του Καρδιτσιώτη ζωγράφου, Γιάννη Τρούκη
Εργο του Καρδιτσιώτη ζωγράφου, Γιάννη Τρούκη
Το δωμάτιο έχει δύο παράθυρα προς το δρόμο, όχι πολύ μεγάλα, αφήνουν, όμως, αρκετό θόρυβο και φως να περάσει μέσα. Τα πρωινά, ο γέρος κάθεται στη γωνία δίπλα απ' το παράθυρο. Εχει καθαρίσει στο σκονισμένο τζάμι μια στρογγυλή τρύπα και κοιτάει έξω. Ο θόρυβος συνδέει τον άνδρα με τη ζωή. Το δρομάκι βγαίνει σε μεγαλύτερους δρόμους κι αυτοί σε λεωφόρους, σε αυτοκινητοδρόμους, που διασχίζουν τις χώρες, συνδέουν και συγκρατούν πόλεις και χωριά, όπως ένα δίχτυ τα ψάρια του.

Ο γέρος κοιτάει κατάματα τη σαύρα μπροστά στο παράθυρο, που με τρεμουλιαστό λαρύγγι και με ανοιχτό στόμα ζεσταίνεται στον ήλιο. Ξαφνικά, του φάνηκε σα να του έγνεψε με το κεφάλι κι ένα χαμόγελο έλαμψε στο χλομό πρόσωπο του άνδρα. Αισθάνεται ένα με το ζώο. Σχεδόν πέντε χρόνια τώρα, από εκείνη τη μαύρη μέρα του ατυχήματός του, η σαύρα έχει τη φωλιά της στη σκεπή του χαγιατιού, κάτω απ' το παράθυρο και του κάνει παρέα. Τίποτε άλλο δεν του έχει μείνει. Η πόλη παραμένει ξένη, δεν τη βλέπει. Με τα χρόνια αποξενώθηκαν οι δυο τους, του έγινε αδιάφορη, όπως ο γιος που ζει σαράντα χρόνια τώρα στην Αμερική κι όλο αυτό το διάστημα δεν έστειλε άλλο σήμα ζωής, εκτός απ' τη μηνιαία επιταγή των εκατόν πενήντα δολαρίων.

Κάτω απ' το παράθυρό του, τα πράγματα είναι διαφορετικά, βλέπει την αυλή με τις νεραντζιές, βλέπει τις γύφτισσες με τις χοντρές κοιλιές να περπατάνε ξυπόλυτες στις λάσπες, να κάνουν χειρονομίες, να φωνάζουν. Μία απ' αυτές, στρίβει το κεφάλι της προς το μέρος του και γελάει. Τα χρυσά της δόντια αστράφτουν στον ήλιο. Του στέλνει ένα φιλί και σηκώνει μπροστά το φόρεμά της, δείχνοντας τα χοντρά καφετιά μπούτια της. Υστερα ξεσπάει σε δυνατά γέλια. Τότε χαμογελάει κι αυτός, τρίζει τα δόντια και σκέφτεται: Τι να σου κάνω καυλιάρα! Επρεπε πριν από τριάντα χρόνια να είχες βρεθεί μπροστά μου. Απ' τα μαλλιά θα σε έπιανα, θα σε έριχνα στο λιβάδι και τότε ένας θεός ξέρει πώς θα ξεμπλέκαμε! Η σαύρα μ' ένα νεύμα επιδοκιμάζει τις σκέψεις του.

Ξαφνικά, εισβάλλει μια φαγάνα στο δρομάκι. Η αρπάγη της κουνιέται πέρα - δώθε σαν προβοσκίδα ελέφαντα. Αργότερα την ακούει να μαίνεται, ο κίνδυνος όλο και ζυγώνει. Πόσο ακόμα θα μείνει αυτό το σπίτι όρθιο; σκέφτεται. Ηδη, το έχουν περικυκλώσει οι γυαλιστερές προσόψεις των πολυκατοικιών. Ο ουρανός μπροστά στο παράθυρο του γέρου έχει μικρύνει. Το γυμνό, γκρίζο τσιμέντο προχωράει σαν επιδημία. Καταπίνει δρόμους, πάρκα και πλατείες. Τη νύχτα, όταν ησυχάζει το βουητό των αυτοκινήτων, ακούει ο γέρος τα βογκητά των νεκρών δέντρων και των χορταριών, που σπρώχνουν από κάτω το τσιμέντο, θέλοντας να βγούνε στο φως και στον αέρα. Ο ατσάλινος ελέφαντας σπάει τον τοίχο με την προβοσκίδα του. Σκόνη μπαίνει απ' τις τρύπες και τις χαραμάδες στα δωμάτια, στις ντουλάπες, στα βιβλία, στα μυαλά. Ο γέρος στηρίζεται στα δύο μπράτσα της αναπηρικής καρέκλας για να φτάσει το πόμολο του παραθυριού. Στέκεται για μια στιγμή να πάρει ανάσα, κοιτάζει γύρω του. Σκόνη, παντού σκόνη.

Κάποιος χτυπάει την πόρτα. Είναι ο ταχυδρόμος. Μπαίνει μέσα, κοντοστέκεται, κοιτάει αριστερά, δεξιά με γουρλωμένα απ' το ξενύχτι και το τσίπουρο μάτια, τα χέρια χωμένα στη βαθιά του τσάντα, γεμάτη με τα νέα του κόσμου. Κάνει δυο βήματα μπροστά, αντιλαμβάνεται τον άλλο στην αναπηρική καρέκλα. Το πρόσωπό του αλλάζει αμέσως έκφραση, παίρνει μια γλυκόξινη φιλοφροσύνη. Τα χείλη του αρχίζουν να σχηματίζουν λέξεις. «Ενα γραμματάκι απ' την Αμέρικα... Δυστυχώς και σήμερα κανένα γραμματάκι...». Ο άντρας τα ξέρει όλα αυτά. Ξέρει τι θα ακολουθήσει, περιμένει με υπομονή την εφημερίδα, περιμένει να φύγει ο ταχυδρόμος, να κατακαθίσουν πάλι τα μόρια σκόνης που ξεσήκωσε και να κυριαρχήσει η ησυχία. Απ' την τρύπα που έφτιαξε στο σκονισμένο τζάμι, τον παρακολουθεί με το βλέμμα μια στιγμούλα ακόμη, καθώς βγαίνει απ' την πόρτα και διασχίζει κουτσαίνοντας την αυλή. Κάτι λέει στις γύφτισσες, εκείνες απαντούν γελώντας. Ο ταχυδρόμος κουνάει το κεφάλι του, σα να μη συμφωνεί με κάτι, ώσπου χάνεται στη στροφή του δρόμου.

Ο γέρος βγάζει απ' τη θήκη τα γυαλιά του, τα καθαρίζει σχολαστικά, τα φοράει και αρχίζει να διαβάζει την εφημερίδα. Τη διαβάζει κάθε μέρα απ' την πρώτη μέχρι την τελευταία σειρά. Ούτε την ημερομηνία δεν ξεχνάει από τότε που αυτό το κάθαρμα ο ταχυδρόμος τον γέλασε και του έφερε μια εφημερίδα της ίδιας μέρας ενός άλλου χρόνου. Κι αυτός διάβαζε και διάβαζε και σκεφτότανε, τρελάθηκε ο κόσμος, επαναλαμβάνεται η ιστορία; Πάλι στρατιωτικό πραξικόπημα; Εκεί το έγραφε, μαύρα γράμματα σε άσπρο χαρτί: γινότανε της κακομοίρας. Ανοιχτά στόματα, σίδερο χτύπαγε πάνω σε σίδερο, σίδερο στην άσφαλτο, ερπύστριες ξεσχίζανε το οδόστρωμα σα να ψάχνανε για τα σωθικά της γης, άλογα αφηνίαζαν, χλιμίντριζαν, μάτωναν. Τα ζώα διπλασίαζαν τις προσπάθειές τους μάταια. Οι ερπύστριες ήταν ερπύστριες, πρόφτασαν τα ζώα, τα ρίξανε κάτω, τα τσαλαπάτησαν. Πίσω έμεινε ένα σκούξιμο στην άσφαλτο, που για κάμποση ώρα μπορούσες να το βλέπεις, αφού είχε πρόσωπο και φωνή.

Ο γέρος στοιβάζει το χρόνο μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, μήνα με το μήνα, στο δωμάτιό του, τον πακετάρει, τον δένει με σπάγκο. Τώρα θα βάλει κι αυτή την εφημερίδα στην προκαθορισμένη θέση της.

Κάτι τον κάνει να κοιτάξει ψηλά, κλείνει τα μάτια, γέρνει το κεφάλι, αφουγκράζεται. Μια δόνηση, ένας χτύπος που πλησιάζει. Η σαύρα πετάχτηκε έξω, το λαρύγγι της τρέμει, η γλώσσα της τρέμει. Και οι δυο κοιτάζουν στην κατεύθυνση απ' όπου έρχεται ο θόρυβος. Είναι τόσο ισχυρός που τρίζουν τα τζάμια. Από τις δεματιασμένες εφημερίδες σηκώνεται η σκόνη και στο τραπέζι αρχίζουν να χοροπηδούν τα γυαλιά. Ο θόρυβος πλησιάζει όλο και πιο πολύ, γίνεται σουβλερός και σουβλερότερος, ώσπου φτάνει στην αυλή και σταματάει. Είναι η φαγάνα. Ζώο και άνθρωπος κοιτάζονται πολλή ώρα στα μάτια.


Του
Θωμά ΝΙΚΟΛΑΟΥ


Του Θωμά ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Ο Θωμάς Νικολάου γεννήθηκε στο Αμπελικό της Καρδίτσας. Στα εννιά του χρόνια, άρχισε η Οδύσσειά του και περιπλανήθηκε στα βουνά με τη γιαγιά του, τη Δέσπω, και στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου κατέληξε στις Πρένες της Αλβανίας. Μετά, πήρε το δρόμο για τη Γιουγκοσλαβία, την Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία και, τελικά, εγκαταστάθηκε στην Ανατολική Γερμανία.

Στη Δρέσδη τέλειωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Το 1957 σπούδασε δημοσιογραφία στη Λιψία και όταν τέλειωσε άρχισε να εργάζεται στο πανεπιστήμιο ως λέκτορας. Τότε άρχισε να γράφει και να μεταφράζει. Υστερα από 43 ολόκληρα χρόνια, επέστρεψε εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στο αγαπημένο του χωριό.

Ανάμεσα στα βιβλία του που έχουν κυκλοφορήσει είναι τα μυθιστορήματα: «Νύχτα ήρθαν οι βάρβαροι, «Ο Νίκος και το φεγγαρόψαρο», «Πέτρος», «Καβαλάρης της νύχτας» και άλλα πολλά. Επίσης, ασχολήθηκε με τη μετάφραση Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ