Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
Το όνειρο της Ευρώπης! Από πού να το πιάσω, καλέ μου φίλε, που ξέρω πως την ώρα που θα διαβάζεις αυτό το σημείωμα θα διαφωνείς, γιατί φοβούμαι πως και σένα σ' έχει αποκοιμίσει το ευρωπαϊκό όνειρο. Και όχι μόνο εσένα. Φοβούμαι πως κι αυτά τα άπλυτα και κακοκουρεμένα παιδιά των φαναριών μέσα στο ίδιο τέλμα κολυμπούν, για να ξεχάσουν τη μιζέρια τους. Φοβούμαι, ακόμα, πως και τα κορίτσια που παίρνουν αξημέρωτα το λεωφορείο για το εργοστάσιο κι αυτά ονειρεύονται με το νανούρισμα του ίδιου εφιάλτη. Για σένα, λοιπόν, για τα παιδιά των φαναριών, και τα κορίτσια των πρωινών εργοστασίων, γράφω σήμερα. Και θέλω ν' αρχίσω από αυτό που έμαθες μέσες - άκρες από τα μίζερα σχολικά σου βιβλία και που το λένε πολιτισμό. Και άλλοι το λένε κουλτούρα, το λένε παράδοση. Τι σου λέει, λοιπόν, αυτό το εφιαλτικό σου όνειρο για τον πολιτισμό; Σε ποια γωνιά του χωρούνε όλ' αυτά τα πλουμιστά και τα μυρωδάτα; Πώς ταιριάζουν οι βαυαρικές μπάντες, οι γαλλικές φυσαρμόνικες και οι σκοτσέζικες γκάιντες με τα παιδικά σου χρόνια που ήτανε γεμάτα με τις κλαψιάρικες λατέρνες; Πού θα χωρέσουν τα ανατολίτικα αναστενάγματά σου μαζί με τα παραγγέλματα των επαγγελματιών του πολέμου και τα χορευτικά σου "όπα" και "άιντε" με τα ξυλόφωνα των Αλπεων και τα "όμποε" του Βιβάλντι; Με λίγα λόγια, αυτά που φόρεσες, αυτά που άκουσες, αυτά που τραγούδησες πώς θα τα βολέψεις; Μπορεί η οικονομία να γίνεται παγκόσμια και τους πολέμους να μην τους σταματούνε τα σύνορα. Μπορεί οι άρχοντές σου να πίνουν αμέριμνοι σε ψηλά ποτήρια τη σαμπάνια τους και οι στρατιώτες οι δικοί σου να φορούν τα ίδια πηλήκια με τους άλλους Ευρωπαίους φαντάρους, αυτό που έχουμε βαθιά μέσα στην πονεμένη μας καρδιά δεν μπορεί ν' αλλάξει. Εχει μάθει να χτυπάει με τον ίδιο ρυθμό. Να πηγαίνει πέρα - δώθε με τον ίδιο αέρα, πώς να "ξεμάθει" τώρα, έτσι, στα καλά καθούμενα; Να "ξεμάθει" με διαταγές και με αποφάσεις, με ύποπτες καντρίλιες και αλλόφωνους "νταγερέδες";
Να ξυπνήσουμε όλοι και να πετάξουμε από μέσα μας αυτό το εφιαλτικό όνειρο, που μας ψιθυρίζει στ' αυτί για το ευρωπαϊκό μέλλον, όπου όλα θα είναι ρόδινα και τα πρόσωπα θα γελούν, τα χέρια θα δουλεύουν και τα πρωινά θα προαναγγέλλουν μια πλούσια μέρα. Οπου όλα θα είναι αισιόδοξα και ο καπιταλισμός θα ανοίξει την αγκαθωτή αγκαλιά του να μας περιπτυχθεί όλους πράος και καλοπροαίρετος. Να ξυπνήσουμε και ν' αντισταθούμε σ' αυτό, που δεν είναι αλήθεια, σ' αυτό που άλλα σκέφτεται και άλλα μας λέει
Το πλήρες δόσιμο στον αγώνα για τη ζωοφόρο ένωσή της με τον πεισιθάνατο ποιητή, θα χαρίσει στην Πολυδούρη μεταθανάτια είσοδο στον κύκλο των χαμένων ποιητών, στην άχρηστη ίσως δόξα της μη επίσημης "ερωμένης" του Καρυωτάκη, που επιλέγει τελικώς το θάνατο.
Ολα συμβαίνουν πολύ γρήγορα. Ο, τι πρόλαβαν να ζήσουν δεν ήταν παρά το σύντομο ανοιγόκλειμα στις γρίλιες του χρόνου:
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια...
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Η ποίησή της που λικνίζεται στους ρυθμούς της Ζωής, εμβολιάζεται βαθμιαία από υλικό θανάτου.
Το 1925 η Πολυδούρη προσπαθεί να βρει στο Παρίσι καινούριο φως, μια νέα ίσως υπόσταση για την ποίησή της. Ομως, το τραγούδι της "κολλάει" απελπιστικά και αμετάκλητα στην παραφορά που γνώρισε κοντά στον Καρυωτάκη: Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες...
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα...
Η Πολυδούρη βυθίζεται στο Χρόνο, τον ουδετεροποιεί και τον εξουδετερώνει ανάγοντας το παρελθόν σε σήμερα, ένα σήμερα που τη βρίσκει στη "Σωτηρία" άρρωστη από φυματίωση και φτωχή... Τώρα θα συναντήσει επιτέλους τον μεγάλο απόντα. Η ύπαρξή της εκπληρώθηκε πλέρια στην Αγάπη:
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη...
Στην ύστατη ώρα η Πολυδούρη, υπερήφανη και πάντα μόνη, μοιάζει να ευγνωμονεί την τρομερή αρρώστια που την αποδεσμεύει λυτρωτικά από τις γήινες μορφές, που της ανοίγει την πόρτα του απόλυτου. Στην τελευταία "επωδό" του τραγουδιού της, ο αναγνώστης κοινωνεί το πάθος μιας άρτια βιωθείσας αγάπης:
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω...
Ισως πρέπει μόνο να επανατοποθετήσουμε τη θεματική στα καθ' ημάς. Στο τραγούδι της Πολυδούρη ίσως να ταιριάζει σήμερα (γιατί όχι; ) μια "απάντηση" σαν αυτή που δίνει η λαϊκή φωνή του Μητροπάνου:
"Μη μ' αγαπάς, χαλάς την πιάτσα".
Γιατί, ίσως πράγματι στις μέρες μας,
"στην Αθήνα η αγάπη δεν πουλά... ".
Mαρίκα ΘΩΜΑΔΑΚΗ
Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών