ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Δεκέμβρη 1998
Σελ. /49
ΚΕΝΗ
Και πάλι για την Ευρώπη

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

"...Kείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη", λέει ένα ελαφρό τραγουδάκι. Με τη διαφορά, που το δικό μου όνειρο δε με σώζει, μόνο με τρώει. Ετσι, νιώθω όλο και κάτι να λείπει από τον εαυτό μου. Και το όνειρό μου, όσο περνάει ο χρόνος, τόσο πιο πολύ παίρνει τη μορφή του εφιάλτη. Και με ξυπνάει κάθε νύχτα, με πάει μακριά, με αναστατώνει και, τέλος πάντων, με τρώει σιγά - σιγά, έτσι που έρχονται στιγμές και είμαι σχεδόν βέβαιος πια πως σε λίγο θα χαθώ και εγώ μέσα στα συντρίμμια ενός ονείρου, που ποτέ δεν κατάλαβα, πότε, ποιος και γιατί μου σφήνωσε στο μυαλό αυτό το ετοιμόρροπο και εφιαλτικό όνειρο. Ευτυχώς, που, μόλις συνειδητοποιήσω αυτή την ονειρική περιπέτεια, παίρνω την απόφαση να αντισταθώ. Να ξεπεράσω τα όνειρα και να δω την αλήθεια. Να σηκωθώ και να περπατήσω. Να πάρω τους δρόμους και ν' ανέβω. Ν' ανέβω κι από κει να παρατηρήσω. Να παρατηρήσω προσεκτικά, σωστά και ψύχραιμα. Και δεν μπορεί, όλο και θα βρω αυτούς που με παγιδεύουν μέσα στα τέλματα των εφιαλτικών ονείρων. Θα βρω αυτούς που με "τρώνε", αυτούς που με ακυρώνουν, που με αφανίζουν.

Γι' αυτό το όνειρο θέλω να σας μιλήσω σήμερα. Γι' αυτήν την αντίσταση. Να σας μιλήσω για τον εφιάλτη που με τρώει και που δε μ' αφήνει ούτε την τύχη του Καραγκιόζη να έχω κι έτσι κρυμμένος στη φτωχική μου καλύβα ν' αφήσω τον εαυτό μου να ξεχαστεί στο απατηλό του όνειρο. Για το "όνειρο" της Ευρώπης θέλω να σας μιλήσω και για όλους αυτούς, που πελαγοδρομούν ανάμεσα σε τρωκτικά, σε νερά άπατα, σε χρώματα ψεύτικα και μουσικές παράφωνες.

Το όνειρο της Ευρώπης! Από πού να το πιάσω, καλέ μου φίλε, που ξέρω πως την ώρα που θα διαβάζεις αυτό το σημείωμα θα διαφωνείς, γιατί φοβούμαι πως και σένα σ' έχει αποκοιμίσει το ευρωπαϊκό όνειρο. Και όχι μόνο εσένα. Φοβούμαι πως κι αυτά τα άπλυτα και κακοκουρεμένα παιδιά των φαναριών μέσα στο ίδιο τέλμα κολυμπούν, για να ξεχάσουν τη μιζέρια τους. Φοβούμαι, ακόμα, πως και τα κορίτσια που παίρνουν αξημέρωτα το λεωφορείο για το εργοστάσιο κι αυτά ονειρεύονται με το νανούρισμα του ίδιου εφιάλτη. Για σένα, λοιπόν, για τα παιδιά των φαναριών, και τα κορίτσια των πρωινών εργοστασίων, γράφω σήμερα. Και θέλω ν' αρχίσω από αυτό που έμαθες μέσες - άκρες από τα μίζερα σχολικά σου βιβλία και που το λένε πολιτισμό. Και άλλοι το λένε κουλτούρα, το λένε παράδοση. Τι σου λέει, λοιπόν, αυτό το εφιαλτικό σου όνειρο για τον πολιτισμό; Σε ποια γωνιά του χωρούνε όλ' αυτά τα πλουμιστά και τα μυρωδάτα; Πώς ταιριάζουν οι βαυαρικές μπάντες, οι γαλλικές φυσαρμόνικες και οι σκοτσέζικες γκάιντες με τα παιδικά σου χρόνια που ήτανε γεμάτα με τις κλαψιάρικες λατέρνες; Πού θα χωρέσουν τα ανατολίτικα αναστενάγματά σου μαζί με τα παραγγέλματα των επαγγελματιών του πολέμου και τα χορευτικά σου "όπα" και "άιντε" με τα ξυλόφωνα των Αλπεων και τα "όμποε" του Βιβάλντι; Με λίγα λόγια, αυτά που φόρεσες, αυτά που άκουσες, αυτά που τραγούδησες πώς θα τα βολέψεις; Μπορεί η οικονομία να γίνεται παγκόσμια και τους πολέμους να μην τους σταματούνε τα σύνορα. Μπορεί οι άρχοντές σου να πίνουν αμέριμνοι σε ψηλά ποτήρια τη σαμπάνια τους και οι στρατιώτες οι δικοί σου να φορούν τα ίδια πηλήκια με τους άλλους Ευρωπαίους φαντάρους, αυτό που έχουμε βαθιά μέσα στην πονεμένη μας καρδιά δεν μπορεί ν' αλλάξει. Εχει μάθει να χτυπάει με τον ίδιο ρυθμό. Να πηγαίνει πέρα - δώθε με τον ίδιο αέρα, πώς να "ξεμάθει" τώρα, έτσι, στα καλά καθούμενα; Να "ξεμάθει" με διαταγές και με αποφάσεις, με ύποπτες καντρίλιες και αλλόφωνους "νταγερέδες";

Γι' αυτό θέλω να σας μιλήσω σήμερα. Να σας φωνάξω ν' ανεβείτε μαζί μου. Να ξυπνήσουμε όλοι και να πετάξουμε από μέσα μας αυτό το εφιαλτικό όνειρο, που μας ψιθυρίζει στ' αυτί για το ευρωπαϊκό μέλλον, όπου όλα θα είναι ρόδινα και τα πρόσωπα θα γελούν, τα χέρια θα δουλεύουν και τα πρωινά θα προαναγγέλλουν μια πλούσια μέρα. Οπου όλα θα είναι αισιόδοξα και ο καπιταλισμός θα ανοίξει την αγκαθωτή αγκαλιά του να μας περιπτυχθεί όλους πράος και καλοπροαίρετος. Να ξυπνήσουμε και ν' αντισταθούμε σ' αυτό, που δεν είναι αλήθεια, σ' αυτό που άλλα σκέφτεται και άλλα μας λέει. Σε αυτό, που μας περιγράφει ευτυχίες ανείπωτες και προοπτικές απρόσκοπτες. Σε αυτό, που μας περιγράφει και μας υπόσχεται σχολεία χαρούμενα και δασκάλους αμέριμνους, μας περιγράφει και μας υπόσχεται αυτό που κάποτε λέγαμε σαν σύνθημα "ψωμί, παιδεία, ελευθερία", μα τώρα είναι αλήθεια, μόνο που οι λέξεις έχουν άλλο νόημα: "Το ψωμί" δε μας παραπέμπει στην πείνα ούτε "η παιδεία" στο κρυφό σχολειό ούτε "η ελευθερία" στις μέρες της Κατοχής. Τώρα είναι οι λέξεις, που αποκαλύπτουν τη λαχτάρα μας να ονειρευόμαστε, όχι μέσα σε εφιάλτες ούτε σε νυχτερινές παγίδες. Να ονειρευόμαστε ένα άλλο ξημέρωμα και μια μέρα με άλλες προοπτικές.

Να ξυπνήσουμε όλοι και να πετάξουμε από μέσα μας αυτό το εφιαλτικό όνειρο, που μας ψιθυρίζει στ' αυτί για το ευρωπαϊκό μέλλον, όπου όλα θα είναι ρόδινα και τα πρόσωπα θα γελούν, τα χέρια θα δουλεύουν και τα πρωινά θα προαναγγέλλουν μια πλούσια μέρα. Οπου όλα θα είναι αισιόδοξα και ο καπιταλισμός θα ανοίξει την αγκαθωτή αγκαλιά του να μας περιπτυχθεί όλους πράος και καλοπροαίρετος. Να ξυπνήσουμε και ν' αντισταθούμε σ' αυτό, που δεν είναι αλήθεια, σ' αυτό που άλλα σκέφτεται και άλλα μας λέει


"Μόνο γιατί μ' αγάπησες... "

Η συνάντηση της Πολυδούρη με τον Κώστα Καρυωτάκη οδηγεί τα ποιητικά βήματα της νεαρής υπαλλήλου της Νομαρχίας και φοιτήτριας της Νομικής Αθηνών, σε περιοχές όπου διατρίβει το απόλυτο ιδανικό. Η ψυχή της ποιήτριας δίνεται ολοκληρωτικά στο απόλυτο πάθος και στην αναζήτηση διόδων που θα παγίωναν την ένταξη του "ιδανικού αυτόχειρα" στη Ζωή.

Το πλήρες δόσιμο στον αγώνα για τη ζωοφόρο ένωσή της με τον πεισιθάνατο ποιητή, θα χαρίσει στην Πολυδούρη μεταθανάτια είσοδο στον κύκλο των χαμένων ποιητών, στην άχρηστη ίσως δόξα της μη επίσημης "ερωμένης" του Καρυωτάκη, που επιλέγει τελικώς το θάνατο.

Ολα συμβαίνουν πολύ γρήγορα. Ο, τι πρόλαβαν να ζήσουν δεν ήταν παρά το σύντομο ανοιγόκλειμα στις γρίλιες του χρόνου:

Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου

μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια...

Κι ύστερα σκοτάδι. Η Μαρία βιώνει ολομόναχη την τραγική κλιμάκωση της εξόδου από τα εγκόσμια, του αγαπημένου της πρώτα και της δικής της μετά:

Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα

σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.

Η ποίησή της που λικνίζεται στους ρυθμούς της Ζωής, εμβολιάζεται βαθμιαία από υλικό θανάτου.

Το 1925 η Πολυδούρη προσπαθεί να βρει στο Παρίσι καινούριο φως, μια νέα ίσως υπόσταση για την ποίησή της. Ομως, το τραγούδι της "κολλάει" απελπιστικά και αμετάκλητα στην παραφορά που γνώρισε κοντά στον Καρυωτάκη: Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες...

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου

μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα...

Η Πολυδούρη βυθίζεται στο Χρόνο, τον ουδετεροποιεί και τον εξουδετερώνει ανάγοντας το παρελθόν σε σήμερα, ένα σήμερα που τη βρίσκει στη "Σωτηρία" άρρωστη από φυματίωση και φτωχή... Τώρα θα συναντήσει επιτέλους τον μεγάλο απόντα. Η ύπαρξή της εκπληρώθηκε πλέρια στην Αγάπη:

Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη

μένα η ζωή πληρώθη...

Στην ύστατη ώρα η Πολυδούρη, υπερήφανη και πάντα μόνη, μοιάζει να ευγνωμονεί την τρομερή αρρώστια που την αποδεσμεύει λυτρωτικά από τις γήινες μορφές, που της ανοίγει την πόρτα του απόλυτου. Στην τελευταία "επωδό" του τραγουδιού της, ο αναγνώστης κοινωνεί το πάθος μιας άρτια βιωθείσας αγάπης:

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες

έζησα, να πληθαίνω

τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες

κι έτσι γλυκά πεθαίνω...

Η βιωματική ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη αντανακλά, ως ένα βαθμό, τη "νεορομαντική σχολή", που αναπτύσσεται στον αστερισμό του μεσοπολέμου, περιόδου αναζητήσεως πολιτικής ισορροπίας στην Ελλάδα. Μικρασιατική καταστροφή, εθνική κρίση, οικονομικό χάος, κοινωνική ρευστότητα, συνθέτουν μία βασική υπαρξιακή αβεβαιότητα. Η ποίηση και, κυρίως, το βίωμα που την τροφοδοτεί, δέχονται το εξωτερικό ερέθισμα και το μετουσιώνουν σε λογοτέχνημα. Αυτό θα συμβαίνει όσο υπάρχουν άνθρωποι...

Ισως πρέπει μόνο να επανατοποθετήσουμε τη θεματική στα καθ' ημάς. Στο τραγούδι της Πολυδούρη ίσως να ταιριάζει σήμερα (γιατί όχι; ) μια "απάντηση" σαν αυτή που δίνει η λαϊκή φωνή του Μητροπάνου:

"Μη μ' αγαπάς, χαλάς την πιάτσα".

Γιατί, ίσως πράγματι στις μέρες μας,

"στην Αθήνα η αγάπη δεν πουλά... ".

Mαρίκα ΘΩΜΑΔΑΚΗ

Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ