ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Ιούλη 1997
Σελ. /40
ΚΕΝΗ
{{ Φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό; }

Φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό;

Η αστική πολιτική οικονομία προβάλλει μια σειρά δόγματα και επιχειρήματα.

Ενα πρώτο επιχείρημα είναι ότι την αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και τον πληθωρισμό, την προκαλούν οι διεκδικήσεις των εργαζομένων και συνταξιούχων για αύξηση των μεροκαμάτων, μισθών και συντάξεων. Βέβαια, το επιχείρημα αυτό είναι τόσο νέο, όσο "νέος" είναι και ο καπιταλισμός. Αρα όσοι το υποστηρίζουν δεν πρωτοτυπούν.

Οι αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να βρουν επιχειρήματα, "μοντέλα" και "συνταγές", όχι για να αιτιολογήσουν τον πληθωρισμό, αλλά αντίθετα, να συγκαλύψουν τις πραγματικές αιτίες του.

Αποσιωπούν το γεγονός ότι, ο πληθωρισμός αποτελεί ένα μηχανισμό πρόσθετης εκμετάλλευσης των εργαζομένων μέσω της ανακατανομής του εθνικού εισοδήματος. Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο δεν περιορίζεται μόνο στη σφαίρα της παραγωγής, αλλά και στην κυκλοφορία, στην αγορά μέσω του μηχανισμού των τιμών και του φορολογικού συστήματος, π. χ. αυξάνονται συνεχώς οι τιμές στα είδη πρώτης ανάγκης, στις υπηρεσίες: υγεία, παιδεία, πολιτισμός. Πρόσφατα αυξήθηκαν τα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών κατά 33,3% από 75 δρχ. σε 100 δρχ. Ερχονται οι αυξήσεις και σε άλλες υπηρεσίες όπως ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ, ΟΤΕ, δημοτικά τέλη κλπ. Οι σύγχρονες αστικές αντιλήψεις για τον πληθωρισμό έχουν τις ρίζες τους βαθιά στην κλασική πολιτική οικονομία.

Ανάμεσα στους δημιουργούς και οπαδούς της θεωρίας μισθοί - τιμές - πληθωρισμός ήταν ο Πιγκού και ο Χάροντ. Κατά την αντίληψη αυτή, η αύξηση των ημερομισθίων προκαλεί άνοδο στο κόστος της παραγωγής των προϊόντων, πράγμα που οδηγεί και στην άνοδο των τιμών τους. Αφού, λοιπόν, οι τιμές ανεβαίνουν, οι εργαζόμενοι προβάλλουν το αίτημα για την αύξηση του μισθού εργασίας, η οποία, τάχα, οδηγεί ξανά στην αύξηση των τιμών. Η σπειροειδής θεωρία "μισθών - τιμών" του πληθωρισμού, δείχνει ότι η αύξηση των μισθών μειώνει τα κέρδη των καπιταλιστών, περιορίζοντας τα κίνητρα για επενδύσεις και ότι δήθεν έτσι αυξάνεται η ανεργία. Ετσι, κλείνει ο φαύλος κύκλος αυτής της θεωρίας, που θεωρεί κύριους υπεύθυνους του πληθωρισμού τις αξιώσεις των εργαζομένων.

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι, στις συνθήκες της καπιταλιστικής αγοράς πρώτα αυξάνονται οι τιμές και μετά από σκληρούς ταξικούς αγώνες οι εργαζόμενοι πετυχαίνουν μια σχετική αύξηση των ονομαστικών ημερομισθίων που συνήθως είναι κατώτερη από την αύξηση των τιμών.

Δεύτερο επιχείρημα, που προβάλλεται με έμφαση, είναι ότι ο μισθός εργασίας αποτελεί το κύριο στοιχείο του κόστους παραγωγής των προϊόντων συνεπώς και της αύξησης των τιμών τους. Είναι γεγονός ότι, με τη χρησιμοποίηση των επιτευγμάτων της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, η ποσοστιαία συμμετοχή του κόστους της εργατικής δύναμης στο συνολικό κόστος της παραγωγής μειώνεται. Στην ελληνική βιομηχανία π. χ. η συμμετοχή του μισθού εργασίας στο κόστος παραγωγής είναι περίπου 15% και σε ορισμένους σύγχρονους κλάδους της βιομηχανίας είναι κάτω από το 10%. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι πρόκειται για προσπάθεια συγκάλυψης των βασικών αιτιών που προκαλούν την άνοδο των τιμών και την αύξηση των κερδών. Εκτός τούτου, οι τιμές των εμπορευμάτων δεν αποτελούνται μόνο από τους μισθούς. Είναι γνωστό, πως η αξία των εμπορευμάτων, που πουλιούνται στην αγορά, αποτελείται από τα παρακάτω στοιχεία:

α) Από το μέρος του κεφαλαίου που επενδύεται για την αγορά των μέσων παραγωγής, πρώτων υλών, κλπ., δηλαδή από το σταθερό κεφάλαιο.

β) Από το μέρος του κεφαλαίου, που προορίζεται για την αγορά της εργατικής δύναμης, δηλαδή το μεταβλητό κεφάλαιο.

γ) Από την αξία που δημιουργεί ο εργάτης στη διαδικασία της παραγωγής και την παίρνει δωρεάν ο κεφαλαιοκράτης, δηλαδή από την υπεραξία.

Ο εργάτης και ο κεφαλαιοκράτης μοιράζονται μεταξύ τους μόνο τη νεοδημιουργημένη αξία, παίρνοντας ο ένας το μισθό και ο άλλος το κέρδος.

Στην περίπτωση αυτή "ο ένας από αυτούς - γράφει ο Μαρξ - θα παίρνει τόσο περισσότερα, όσο λιγότερα θα πέφτουν στον άλλο, και αντίστροφα. Οταν ένα ποσό είναι δοσμένο, τότε το ένα μέρος από αυτό θα αυξάνει στο βαθμό που αντίστροφα θα ελαττώνεται το άλλο. Αν αλλάζει ο μισθός της εργασίας τότε το κέρδος θα αλλάζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αν ο μισθός της εργασίας πέφτει, τότε θα ανεβαίνει το κέρδος και όταν ο μισθός της εργασίας ανεβαίνει, τότε πέφτει το κέρδος" (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς, Διαλεκτά Εργα, τ. 1, σ. 514).

Αν, σύμφωνα με τα παραπάνω, υποθέσουμε ότι ένας εργάτης σήμερα στην Ελλάδα παίρνει μέσο ημερομίσθιο 8.000 δρχ. και ο καπιταλιστής παίρνει υπεραξία 8.000, τότε ο βαθμός εκμετάλλευσης του εργάτη είναι 100%. Αν η εργατική τάξη με την πάλη της πετύχει αύξηση του μεροκάματου από 8.000 σε 10.000 δρχ. τότε ο κεφαλαιοκράτης θα πάρει 6.000 δρχ. υπεραξία από τον εργάτη. Και αντίστροφα, αν ο καπιταλιστής καταφέρει και αυξήσει την υπεραξία του από 8.000 σε 10.000 δρχ., τότε ο εργάτης θα πάρει μόνο 6.000 δρχ. ημερομίσθιο. Συνεπώς "μια γενική άνοδος του επιπέδου των μισθών θα είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση του γενικού ποσοστού του κέρδους, χωρίς όμως, για να μιλήσουμε γενικά, να επηρεάσει τις τιμές των εμπορευμάτων" (Το ίδιο, σελ. 530 - 531).

Ο Ανταμ Σμιθ στο δόγμα του ισχυρίζεται ότι: "Ο μισθός εργασίας, το κέρδος και η γαιοπρόσοδος είναι οι τρεις πρωταρχικές πηγές κάθε εισοδήματος, καθώς και κάθε ανταλλακτικής αξίας" (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 2, σ. 371).

Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει ότι δήθεν η αξία του εμπορεύματος αποτελείται μόνο από τους μισθούς και τα κέρδη.

Από τη μεριά του, ο Ντ. Ρικάρντο θεωρεί, πως "την τιμή των εμπορευμάτων τελικά, την καθορίζει το κόστος παραγωγής". Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Ρικάρντο αφαιρεί το κέρδος ως συστατικό μέρος της αξίας του εμπορεύματος.

Σύμφωνα με τον Ζ. Μπ. Σέι την αξία του εμπορεύματος τη δημιουργούν τρεις παράγοντες: η εργασία, η γη και το κεφάλαιο. Πρόκειται για μια αντιεπιστημονική άποψη. Ο μοναδικός δημιουργός της αξίας του εμπορεύματος είναι η εργασία του ανθρώπου και μάλιστα, με την αφηρημένη της μορφή.

Ο Μάρσαλ υπεράσπισε με τον τρόπο του την ουσία της αστικής θεωρίας του κόστους της παραγωγής. Κατά την άποψή του, το πραγματικό κόστος της παραγωγής αποτελείται από τα βάσανα των εργαζομένων και τις θυσίες των καπιταλιστών. Δηλαδή, κι αυτός, με άλλα λόγια, εξίσωσε τις τιμές των προϊόντων με το κεφαλαιοκρατικό κόστος της παραγωγής. Συμπλήρωσε δε, ότι στο κόστος παραγωγής των προϊόντων συμβάλλει και η λεγόμενη οριακή ωφελιμότητά τους.

Η δε μαθηματική σχολή προσπάθησε με μαθηματικά μοντέλα να υπερασπίσει το ασύστατο της αστικής θεωρίας του κόστους της παραγωγής.

Ο Κ. Μαρξ έκανε διεξοδική ανάλυση του κόστους παραγωγής, της αξίας των εμπορευμάτων και της αλληλοσχέσης τους. Απέδειξε ότι, η υπεραξία δεν αποτελεί συστατικό μέρος του καπιταλιστικού κόστους παραγωγής, αλλά είναι η κλεμμένη εργασία του εργάτη. "Το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στον κεφαλαιοκράτη - γράφει ο Κ. Μαρξ - μετριέται με τη δαπάνη σε κεφάλαιο, ενώ το πόσο κοστίζει πραγματικά το εμπόρευμα μετριέται με τη δαπάνη σε εργασία" (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 3, σ. 43).

Μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του καπιταλισμού 1929 - 1933, ο Κέυνς πρόβαλλε μια σειρά μέτρα, που διευκόλυναν την ενεργητική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Μεταξύ αυτών των μέτρων προβλεπόταν η αύξηση του ποσού του χαρτονομίσματος στην κυκλοφορία, με τη λεγόμενη μέθοδο "του ρυθμιζόμενου πληθωρισμού", όπως και η σχετική αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος με σκοπό τη μείωση των μισθών εργασίας. Η θεωρία αυτή του Κέυνς επέδρασε και συνεχίζει να επηρεάζει την αστική οικονομική σκέψη και σήμερα.

Τα κείμενα έγραψαν ο Νίκος ΚΥΡΙΤΣΗΣ και ο Γιώργος ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗΣ

Ζητείται... όνειρο;

Της Αννας ΙΩΑΝΝΑΤΟΥ

Οι υποψήφιοι για εισαγωγή στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ είναι 169.753. Θα εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι 54.303.

Θέματα έκθεσης για τους υποψήφιους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν περιληπτικά: "η υπέρβαση της σημερινής κοινωνίας, των μηχανικών ανθρώπινων όντων με "μια κοινωνία ελευθερίας και ελεύθερης επικοινωνίας", καθώς και η επιβολή του συντηρητισμού από την κοινωνία με αντίπαλο δέος το όνειρο".

Στις 26 του Ιούνη, την Παγκόσμια Μέρα Κατά των Ναρκωτικών, επίσημο κυβερνητικό στέλεχος επανέλαβε τη, σε όλους γνωστή πλέον, θέση, για την ελεύθερη καλλιέργεια του "μαλακού" ναρκωτικού, που ονομάζεται χασίς.

Δε βάλαμε τυχαία σε μια σειρά αυτά τα τρία παραπάνω στοιχεία - στίγματα. Η τοποθέτηση ορισμένων γεγονότων, το ένα δίπλα στο άλλο, βοηθάει στη συνειδητοποίηση της μεταξύ τους σχέσης, μια σχέση που δε θα φαινόταν τόσο εύκολα, αν έμεναν σκόρπια τα γεγονότα.

Το πρώτο στοιχείο αντανακλά και συμβολίζει την ανελεύθερη πραγματικότητα.

Το δεύτερο αντανακλά και συμβολίζει το πώς ωθούνται οι νέοι υποψήφιοι στην ανάπτυξη ανώδυνων απαντήσεων, καθώς και σε μια στοχαστική, η οποία δεν τους απελευθερώνει καθόλου από την ασφυκτικά ανελεύθερη πραγματικότητα, αλλά αντίθετα τους χώνει βαθιά μέσα σ' αυτή.

Το τρίτο αντανακλά και συμβολίζει, έστω δειλά ακόμα, αλλά γι' αυτό όχι λιγότερο προκλητικά, μια επίσημη πρόταση "λύσης" εκ μέρους της ένοχης πολιτείας, χωρίς περιστροφές και φιλοσοφίες κι ας εξέφρασε η Βουλή των εφήβων μια αντίθετη άποψη.

Οι ερωτήσεις, στις οποίες κλήθηκαν οι υποψήφιοι να απαντήσουν υπό τη μορφή έκθεσης, περιέκλειαν ήδη τις θελημένες απαντήσεις. Επίσημα βεβαίως, η κάθε άποψη είναι δεκτή, αρκεί να είναι τεκμηριωμένη.

Ετσι για κατατόπιση του αναγνώστη, έχουμε την εξής ερώτηση, από το ίδιο το θέμα της έκθεσης, στη μια περίπτωση:

"Γιατί νομίζετε ότι ο Τσόμσκι (προηγήθηκε απόσπασμα από συζήτηση του Νόαμ Τσόμσκι με τον Μισέλ Φουκό) προβάλλει με ιδιαίτερη έμφαση την αξία της ανθρώπινης δημιουργικότητας σε κοινωνία ελευθερίας;".

Και η άλλη: "Ποιος είναι ο ρόλος σας σε μια τέτοια κοινωνία; (εννοείται η κοινωνία του συντηρητισμού). Νομίζετε ότι τα όνειρά σας μπορούν να δράσουν επαναστατικά απέναντι σ' αυτή την επιβολή;".

Οποιος έχει διαβάσει ποτέ τα βιβλία που καθοδηγούν τους μαθητές της Β' και Γ' Λυκείου στη συγγραφή εκθέσεων, θα καταλάβει τι εννοούμε.

Οι μαθητές μέσα από μια δήθεν πλουραλιστική επιλογή κειμένων ξένων και Ελλήνων (αρχαίων και νέων) στοχαστών και επιστημόνων ωθούνται, ή μάλλον μαθαίνουν να σκέφτονται και να γράφουν σε μια λογική ενσωμάτωσης στο υπαρκτό σύστημα, η οποία εξισώνει όλα τα μέλη της κοινωνίας στην έννοια "ο άνθρωπος στην κοινωνία". Ναι, έτσι απλοϊκά, μονομερώς, αδιαφοροποίητα, σα να μην υπάρχουν καθόλου διαφορές ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα και στις κοινωνικές τάξεις από τις οποίες κατάγονται οι υποψήφιοι. Το σύνδρομο του "μεσαίου στρώματος" - η εξισωτική, ισοπεδωτική πρόφαση της πολιτείας - τους ρούφηξε όλους;

Η αντιπαράθεση συντηρητισμός - (επαναστατικό) όνειρο γίνεται παραπλανητική για νέους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν ήδη προετοιμαστεί, από το εκπαιδευτικό σύστημα σε τέτοιες ανώδυνες αντιπαραθέσεις, και οδηγούνται στο αδιέξοδο. Ετσι, καθόλου σπάνια πια, το όνειρο χάνει γρήγορα τη νεανική επαναστατικά του και σβήνει οδυνηρά και αμήχανα στη ναρκωμένη απάθεια ή στη βουβή απόγνωση.

Η λύτρωση αναζητείται στο ναρκωτικό, σε οποιοδήποτε ναρκωτικό. Η πολιτεία τους προετοιμάζει και τους ενθαρρύνει σ' αυτή την κατεύθυνση και μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα. Σε τέτοιες ελευθερίες οδηγεί η κοινωνία του "συντηρητισμού". Διότι για να είναι συντηρητική κάτι συντηρεί.

Συντηρεί και διαφυλάσσει σαν τα μάτια της ένα ταξικό σύστημα, μέσα στο οποίο ο ένας στους τρεις υποψήφιους θα βρει θέση σε ανώτατο ή ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα - δε μιλάμε καν για μια θέση στον ήλιο - χωρίς ουσιαστική, μαζική εναλλακτική λύση για τους υπόλοιπους.

Γι' αυτό το λόγο συντηρεί το προνόμιο του να εκπαιδεύει τους μαθητές αποκλειστικά σε μια κατεύθυνση μονοδιάστατη: Μέσα σε μια όλο και ασφυκτικότερη ανελευθερία για τους πολλούς, διδάσκει τους μαθητές να φλυαρούν περί ελευθερίας και υπερβάσεων. Μέσα σε μια πραγματικότητα, η οποία τους φυλάει την ανώμαλη προσγείωση, τους διδάσκει να μιλούν για ένα όνειρο γενικό και αόριστο, προετοιμάζοντας το ψυχολογικό έδαφος για (οποιαδήποτε) νάρκωση. Αυτό θεωρείται από την Πανελλήνια Ενωση Φιλολόγων, ότι "ανταποκρίνεται (σαν θέμα) στις ανησυχίες, στις αγωνίες, στα προβλήματα και στα οράματα των νέων.

Γνωρίζουμε και σεβόμαστε τις ανησυχίες και τις αγωνίες των νέων και διαπιστώνουμε, ότι πηγάζουν από το βασικότερο των αισθημάτων που η ίδια αυτή κοινωνία δημιουργεί: Θα βρω μια θέση στον ήλιο ή μήπως περισσεύω κι εγώ;

Η κοινωνία του συντηρητισμού δεν είναι μια έννοια αόριστη, αλλά πρόκειται για μια κοινωνία πολύ συγκεκριμένη. Μια μια κοινωνία, στην οποία επικρατούν οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης κι αυτές ζητείται από τους υποψήφιους να εκφράσουν σε διάφορες εκδοχές. Εχουν, σε μια σχολική πορεία, εκπαιδευτεί σ' αυτό.

Πρόκειται για μια κοινωνία στην οποία περισσεύουν όλο και πιο πολλοί άνθρωποι και πετιούνται στο περιθώριο όλο και περισσότεροι νέοι, αρχικά πηγαίνοντας από εξέταση σε εξέταση (αλήθεια, τι εξετάζεται;) χωρίς στόχο για να καταλήξουν "απασχολήσιμοι".

Μια κοινωνία που συντρίβει βήμα με βήμα τ' όνειρο, για το οποίο καλείται να γράψει ο εξεταζόμενος υποψήφιος. Φυσικά, στη Βουλή των Εφήβων, αυτή η κουβέντα για το όνειρο ειπώθηκε αγνά. Δεν άργησαν να το εκμεταλλευτούν.

Το όνειρο, που παραμένει όνειρο, είναι ακίνδυνο.

Το όνειρο, που συγκεκριμενοποιείται, που εξοπλίζεται με την ιδεολογία της ανατροπής του συστήματος της κοροϊδίας των νέων, το όνειρο που ενσαρκώνεται σε δράση πραγματικά επαναστατική, αυτό το όνειρο μονάχα θα το φοβάται το συντηρητικό κατεστημένο.

Και ρωτάμε τους υπεύθυνους για τα θέματα έκθεσης: Γιατί Τσόμσκι και Φουκό με τα θολά τους κοινωνικά μηνύματα; Παρορμώμενοι, όχι από εθνικιστική στενότητα, αλλά από βαθιά ανησυχία για την επιλογή σας (για λόγους ιδεολογικούς), θα προτείναμε ένα άλλο θέμα - ερέθισμα για να γράψουν οι υποψήφιοι, ένα ερέθισμα επαναστατικό και γι' αυτό βαθύτατα πολιτιστικό, ένα ερέθισμα ντόπιας "παραγωγής", που προτείνει το όνειρο να γίνει πραγματικότητα, αλλά όχι έτσι, χωρίς κόπο:

"Παιδί το περιβόλι που θα κληρονομήσεις, όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις. Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του, κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις, και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας, κι αν αγαπάς τ' ανθρωπινά κι όσα άρρωστα δεν είναι, ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν, και τη ζωντάνια σπείρε του μ' όσα γερά, δροσάτα. Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.

Κι αν είναι κ' έρθουνε δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι, κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα για τίποτ' άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια, μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα, ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ' το, και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα, για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια γέννα π' όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθει, κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων. Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει, κορόνα ιδέα, σπαθί, που θα είν' απάνου απ' όλα". (Κωστή Παλαμά: "Οι Πατέρες")

Και επειδή "η κάθε άποψη είναι δεκτή, αρκεί να είναι τεκμηριωμένη", πώς, αλήθεια, θα βαθμολογούνταν η παραπάνω έκθεση;

Η αντιπαράθεση συντηρητισμός - (επαναστατικό) όνειρο γίνεται παραπλανητική για νέους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν ήδη προετοιμαστεί, από το εκπαιδευτικό σύστημα σε τέτοιες ανώδυνες αντιπαραθέσεις, και οδηγούνται στο αδιέξοδο. Ετσι, καθόλου σπάνια πια, το όνειρο χάνει γρήγορα τη νεανική επαναστατικά του και σβήνει οδυνηρά και αμήχανα στη ναρκωμένη απάθεια ή στη βουβή απόγνωση

Το ψευτοδίλημμα: "πληθωρισμός ή ανεργία"

Το δόγμα πληθωρισμός ή ανεργία, επινοήθηκε για να εξωραϊσει το σύγχρονο καπιταλισμό, να τον απαλλάξει από τις ευθύνες και να μετατοπίσει τις πραγματικές αιτίες του πληθωρισμού αλλού. Η αντίληψη αυτή περικλείνει τον παρακάτω συλλογισμό: για τον πληθωρισμό δεν ευθύνονται τα μονοπώλια και το σύγχρονο κράτος, μα οι εργαζόμενοι, οι οποίοι απαιτούν μεγάλες αποδοχές, και αφού οι αποδοχές αυξάνουν, μεγαλώνει η αγοραστική δύναμη, η οποία προκαλεί μεγάλη ζήτηση στην αγορά: η προσφορά των εμπορευμάτων και υπηρεσιών δεν επαρκεί για να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση και έτσι ανεβαίνουν οι τιμές, αυξάνει η κυκλοφορία του χαρτονομίσματος, δηλαδή, εντείνεται ο πληθωρισμός. Σε συνέχεια, ισχυρίζονται οι εκπρόσωποι των μονοπωλίων, για να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός, πρέπει να περιοριστεί η αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων, δηλαδή η ζήτηση στα αγαθά πλατιάς κατανάλωσης, και για να γίνει αυτό πρέπει να αυξηθεί η ανεργία, που συντελεί στην πτώση της ζήτησης.

Μια άλλη θεωρία του τύπου "πληθωρισμός ή ανεργία" είναι η λεγόμενη "Καμπύλη του Φίλιπς". Ο βασικός συλλογισμός του Αγγλου οικονομολόγου Φίλιπς περιστρεφόταν γύρω από το επίπεδο της ανεργίας και την αύξηση των μισθών. Η αύξηση των μισθών, προκαλεί δήθεν πίεση στις τιμές, πράγμα που οδηγεί στον πληθωρισμό και για να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός, πρέπει να αυξάνεται η ανεργία. Δηλαδή, όταν η ανεργία αυξάνεται, τα ημερομίσθια τείνουν να μειωθούν, όταν όμως οι εργατικές αποδοχές αυξάνονται, η ανεργία μειώνεται. Στην προκειμένη περίπτωση η αστική οικονομική σκέψη προσπαθεί να πετύχει με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια: να αποσείσει τις ευθύνες για τον πληθωρισμό και για την ανεργία από την κυρίαρχη αστική τάξη και να τις φορτώσει στους εργαζόμενους. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη από την αντίληψη, η οποία μετατοπίζει τις ευθύνες από τα μονοπώλια, από το σύγχρονο κράτος, και τις επιρρίπτει στους εργαζόμενους.

Η τοποθέτηση και μόνο του διλήμματος: "πληθωρισμός ή ανεργία" υποδηλώνει την ανικανότητα του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος να δώσει λύσει στα καίρια προβλήματα της εποχής μας.

Στο τέλος του 20ού αιώνα, η μαζική ανεργία και η υποαπασχόληση του εργατικού δυναμικού πήραν πρωτοφανείς διαστάσεις, άγνωστες μέχρι τώρα σε όλη την ιστορία του καπιταλισμού.

Η μόνιμη και μερική ανεργία ξεπερνά στον καπιταλιστικό κόσμο το 1 δισ. άτομα.

Ολες οι παραπάνω αστικές θεωρίες έχουν την έκφρασή τους και στην Ελλάδα. Αξίζει ν' αναφέρουμε μερικά παραδείγματα.

Ο Ξεν. Ζολώτας, στην έκθεσή του για τη δραστηριότητα της Τράπεζας της Ελλάδας, γράφει: "Η μέση αύξηση της αμοιβής εργασίας οδήγησε σε σχετικά ταχεία αύξηση του κόστους εργασίας... η αύξηση των μισθών και ημερομισθίων εξακολουθεί να είναι σοβαρή πηγή πληθωριστικών πιέσεων και να συμβάλλει στη διατήρηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα" ("Οικονομικός Ταχυδρόμος" 4/5/78, σελ. 8).

Ο ίδιος στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για το 1978 λέει: "η διατήρηση του πληθωρισμού οφείλεται επίσης σε σημαντικό ρυθμό αύξησης των χρηματικών εισοδημάτων" και προσθέτει ότι η αύξηση των εργατικών αποδοχών "αυξάνει το κόστος εργασίας κατά μονάδα και τροφοδοτεί τον πληθωρισμό" ("Οικονομικός Ταχυδρόμος" 10/3/79, σελ. 9 και 10).

Σχετικά με την αντιμετώπιση του πληθωρισμού έγραφε τότε ότι: "για την καταπολέμηση του πληθωρισμού είναι αναγκαία η εφαρμογή της πολιτικής εισοδημάτων και τιμών που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση" ("Οικονομικός Ταχυδρόμος" 4/5/78, σελ. 31).

Τι ακολούθησε μετά από μια τέτοια πολιτική; Καλπασμός των τιμών, πτώση των πραγματικών ημερομισθίων ή, όπως συνηθίζεται να λέγεται, απώλεια της αγοραστικής ικανότητας των εργαζομένων μαζών.

Ο Γεράκης - Ευταξίας αναφέρει σε μια εργασία του, πως υπάρχουν δυο λογιών πληθωρισμοί, ο ένας προέρχεται από την ένταση της ζήτησης και ο "δεύτερος είναι αποτέλεσμα αυξήσεων του κόστους των πουλημένων προϊόντων" ("Οικονομικός Ταχυδρόμος" 25/5/79, σελ. 19).

Ο Χρ. Παπαλεξάνδρου αναφέρει ότι: "Πληθωρισμός σε τελευταία ανάλυση σημαίνει διατάραξη... της ισορροπίας μεταξύ της προσφοράς και της ζητήσεως αγαθών και υπηρεσιών", και συμπληρώνει: "στο κέντρο κάθε πληθωριστικής κατάστασης πρέπει να αναζητείται η μεταβολή της νομισματικής μάζας και η αδικαιολόγητη αύξηση των μέσων πληρωμής" ("Οικονομικός Ταχυδρόμος" 24/8/75, σελ. 20)

Ο Δημήτρης Τσαλαπάτης, γράφει: "Η σύνθεση της τιμής των καταναλωτικών αγαθών είναι πρώτο το κόστος εργασίας - 45% και δεύτερο τα κέρδη κεφαλαίου - 16% ("Οικονομικός Ταχυδρόμος" 12/7/79, σελ. 3).

Βλέπουμε εδώ πως η τιμή των προϊόντων αποτελείται δήθεν από το μεγάλο "κόστος εργασίας" και φυσικά αναφέρονται και τα κέρδη του κεφαλαίου. Ο αναγνώστης παρατηρεί από τα προαναφερθέντα δύο δεδομένα, τη δυσαναλογία ανάμεσα στο κόστος της εργατικής δύναμης, και όχι της "εργασίας", όπως ισχυρίζεται ο αρθρογράφος, και τα κέρδη του κεφαλαίου.

Ακριβώς σ' αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα μας ξαναπαρουσιάζεται η στρεβλωμένη αντίληψη των συντελεστών, που αποτελούν την αξία του εμπορεύματος ή τη χρηματική του έκφραση, την τιμή. Λείπει το μέρος εκείνο, που λέγεται σταθερό κεφάλαιο, που μαζί με το κόστος της εργατικής δύναμης συν το κεφαλαιοκρατικό κέρδος αποτελούν την τιμή των εμπορευμάτων.

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Παπαντωνίου, ισχυρίζονται ότι: "Ο πληθωρισμός δεν πέφτει με την επιβαλλόμενη ταχύτητα διότι οι μισθωτοί παίρνουν μεγάλες αυξήσεις" (ΤΟ ΒΗΜΑ, 22/6/97).

Ο Ν. Νικολάου θεωρεί, πως "για να πέσει ο πληθωρισμός πρέπει όλες οι κοινωνικές τάξεις και όλες οι ομάδες του πληθυσμού να υποστούν θυσίες ή μάλλον να μην τους διανεμηθεί όλη η αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Συνεπώς και οι εργαζόμενοι πρέπει να συγκρατήσουν τις ονομαστικές διεκδικήσεις τους" (ΤΟ ΒΗΜΑ, 22/6/97).

Η σύντομη αναφορά που έγινε δείχνει ότι, οι αστοί προσπαθούν να συγκαλύψουν τη μεγάλη εκμετάλλευση των εργατών από την τάξη των καπιταλιστών, παρουσιάζοντας το κέρδος σαν παράγοντα του κεφαλαιοκρατικού κόστους του προϊόντος, που τάχα πηγάζει από τις υπηρεσίες ή - κατά τον Κέυνς- από τις θυσίες των κεφαλαιοκρατών, ενώ στην πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα της νεοδημιουργημένης απλήρωτης αξίας των μισθωτών εργατών. Από την άλλη μεριά, προσπαθούν να εμφανίζουν με κάθε τρόπο μειωμένα τα ποσοστά του κέρδους και τεχνητά να παρουσιάζουν αυξημένα τα ημερομίσθια, με κύριο στόχο να καταλογίσουν τις ευθύνες για τον πληθωρισμό στους εργαζόμενους.

Θέλουν να κρύψουν από τους εργαζόμενους τη μεγάλη αδικία και ανισότητα που γίνεται σε βάρος της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και των μεσαίων στρωμάτων. Προσπαθούν να συγκαλύψουν το μηχανισμό της επιπρόσθετης εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τα μονοπώλια και το κράτος, με τη ραφιναρισμένη μέθοδο της ανακατανομής του εθνικού εισοδήματος.

Με τέτοια τεχνάσματα, όμως, δεν μπορούν να παραπλανήσουν τους εργαζόμενους, γιατί ακριβώς αυτοί δοκιμάζουν καθημερινά στην πλάτη τους όλα τα βάρη και τις συνέπειες της κρίσης, της ανεργίας και του πληθωρισμού.

Οι αστοί οικονομολόγοι και γενικά η κυρίαρχη ιδεολογία του ιμπεριαλισμού, αντιμετωπίζουν τον πληθωρισμό από τη σκοπιά των ταξικών συμφερόντων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και κύρια των μονοπωλίων.

Αντίθετα η μαρξιστική θεωρία, δίνει αντικειμενική, επιστημονική, ολοκληρωμένη ερμηνεία και εκτίμηση του φαινομένου του πληθωρισμού, ξεσκεπάζει το ρόλο του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και προσδιορίζει τις βασικές πηγές του μονοπωλιακού υπερκέρδους, που αποτελούν και τη βασική παράμετρο του πληθωρισμού και της ανεργίας. Η μαρξιστικολενινιστική θεωρία επισημαίνει τις ολέθριες, καταστρεπτικές συνέπειες για τους εργαζόμενους, υποδείχνει το δρόμο της πάλης όλων των εργαζόμενων μαζών για την υπεράσπιση των πραγματικών αποδοχών τους, ενάντια στην πολιτική λιτότητας, που απορρέει από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Ο Μαρξ, κάνοντας κριτική στις αντιλήψεις της αστικής πολιτικής οικονομίας, επιστημονικά απέδειξε ότι: "Δεν επρόκειτο πια για μεμονωμένα οικονομικά φαινόμενα... αλλά για τις μεγάλες θύελλες της παγκόσμιας αγοράς, στις οποίες ξεσπάει η αντίφαση όλων των στοιχείων του αστικού προτσές παραγωγής, η προέλευση και η απόκρουση των οποίων αναζητούνταν μέσα στην πιο επιφανειακή και πιο αφηρημένη σφαίρα αυτού του προτσές, στη σφαίρα της χρηματικής κυκλοφορίας" (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τ. 3, σελ. 687).

Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης

Σχετικά με το ζήτημα αυτό αξίζει να δούμε την αντίληψη για το λεγόμενο "πληθωρισμό ζήτησης". Στην ουσία, ο ισχυρισμός, που προβάλλεται εδώ δε διαφέρει πολύ από τις απόψεις και θεωρίες, τις οποίες αναφέραμε παραπάνω. Παρόλο που οι ρίζες της αντίληψης αυτής προέρχονται από την κλασική και ιδιαίτερα από τη χυδαία πολιτική οικονομία του καπιταλισμού, ωστόσο, όμως, είναι συμπληρωμένη, μεταμφιεσμένη και προσαρμοσμένη προς τις νεότερες απαιτήσεις του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού.

Αφετηρία της αντίληψης αυτής αποτελεί ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, που σύμφωνα με τις απόψεις των αστών οικονομολόγων, είναι ακριβώς αυτός ο νόμος, που αποκλειστικά καθορίζει την αξία και τις τιμές των εμπορευμάτων. Το περιβόητο δόγμα του Σαίη ότι"η αξία κάθε εμπορεύματος αυξάνει πάντα ευθέως ανάλογα προς τη ζήτηση και αντίστροφα ανάλογα προς την προσφορά", το οποίο είχε αποδεχτεί και ο Ντ. Ρικάρντο, μετατράπηκε σε καθολικό δόγμα της αστικής πολιτικής οικονομίας και σήμερα ρεκλαμάρεται στη διαπασών.

Για τους νεοκεϋνσιανιστές, αφετηρία της αντίληψής τους για τον πληθωρισμό είναι οι εργατοϋπαλληλικές αποδοχές. Υποστηρίζουν, πως η αύξηση των μισθών και ημερομισθίων προκαλεί τάχα αύξηση της ζήτησης καταναλωτικών αγαθών, η πίεση αυτή στην αγορά οδηγεί στην άνοδο των τιμών και σε συνέχεια, η άνοδος των τιμών δημιουργεί την ανάγκη έκδοσης πρόσθετου χαρτονομίσματος στην κυκλοφορία.

Εκτός αυτού, η αστική οικονομική σκέψη προβάλλει το αίτημα για επαναφορά της ισορροπίας, εξυγίανση και εξουδετέρωση του "πλεονάσματος" της ζήτησης με το "πάγωμα" των μεροκάματων και μισθών.

Είναι φανερό, ότι οι παραπάνω ισχυρισμοί στηρίζονται στη χυδαία άποψη του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης.

Ενας άλλος εκπρόσωπος της αστικής πολιτικής οικονομίας, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, υποστήριζε πως η αξία του χρήματος καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση και ότι από αυτόν το νόμο εξαρτάται η αγοραστική δύναμη του χρήματος. Σχετικά με το χαρτονόμισμα, θεωρούσε πως δεν υπάρχει εμπόδιο για την ποσοτική του αύξηση, και ότι τα νομισματοκοπεία "μπορούν να το προσθέτουν απείρως, ελαττώνοντας σχετικά την αξία του και αυξάνοντας τις τιμές. Δηλαδή, με άλλα λόγια, μπορούν να υποτιμούν την αξία του χρήματος χωρίς περιορισμούς".

Ο Μαρξ στο "Κεφάλαιο" και στην εργασία του "Μισθός, τιμή και κέρδος", έκανε διεξοδική κριτική στις αστικές θεωρίες και δόγματα, στήριξε επιστημονικά τους νόμους και τους μηχανισμούς που διαμορφώνουν την αξία των εμπορευμάτων και της εργατικής δύναμης. Υπογράμμιζε πως "δεν υπάρχει πιο ηλίθιο πράγμα από το δόγμα που λέει ότι η κυκλοφορία των εμπορευμάτων προϋποθέτει την αναγκαία ισορροπία των πωλήσεων και των αγορών, επειδή κάθε πώληση είναι και αγορά. (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τ. 1, σ. 125).

Υπογράμμιζε πως η τιμή της εργατικής δύναμης κρατιέται μέσα σε πλαίσια που όχι μόνο αφήνουν άθικτη τη βάση του καπιταλισμού, μα και εξασφαλίζουν και την αναπαραγωγή του σε αναπτυσσόμενη κλίμακα. Ο ίδιος έγραφε πως η "προσφορά και η ζήτηση δε ρυθμίζουν τίποτα άλλο, παρά τις παροδικές διακυμάνσεις των τιμών της αγοράς. Μπορούν να σας εξηγήσουν γιατί η τιμή της αγοράς ενός εμπορεύματος ανεβαίνει πάνω από την αξία του ή πέφτει κάτω από αυτήν, μα ποτέ δεν μπορούν να σας εξηγήσουν αυτή την ίδια την αξία". (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς, "Διαλεκτά Εργα", τ. 1., σ. 486 - 487).

Ο Μαρξ έκανε δριμύτατη κριτική στο δόγμα ότι ο "μισθός της εργασίας καθορίζει τις τιμές του εμπορεύματος" και στην οπορτουνιστική αντίληψη, ότι αφού οι μισθοί ρυθμίζουν τις τιμές και ακριβαίνουν τα εμπορεύματα, δεν πρέπει δήθεν οι εργαζόμενοι να απαιτούν αύξηση των ημερομισθίων γιατί δε θα ωφελούσε σε τίποτα αυτό. Την αξία των εμπορευμάτων την καθορίζει η αντικειμενικοποιημένη εργασία και την αξία της εργατικής δύναμης την καθορίζει η ποσότητα της αξίας των αναγκαίων μέσων για τη συντήρηση του εργάτη και των μελών της οικογένειάς του.

Η μαρξιστική οικονομική αντίληψη δεν παραγνωρίζει το ρόλο του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης, κάτι παραπάνω, τοποθετεί σε σωστά πλαίσια το πρόβλημα της επίδρασης τόσο της προσφοράς, όσο και της ζήτησης. Απορρίπτει, όμως, κατηγορηματικά τις αστικές ψευτοθεωρίες και δόγματα που αποδίδουν στην προσφορά και τη ζήτηση το ρόλο του δημιουργού της αξίας και του καθορισμού των τιμών. Ο μηχανισμός της προσφοράς και της ζήτησης επιδρά στις αποκλίσεις των τιμών από την αξία τους, δεν επεξηγεί όμως τους εσωτερικούς μηχανισμούς στη διαδικασία της αναπαραγωγής, που διαμορφώνουν και καθορίζουν την αξία των εμπορευμάτων και των τιμών.

Νίκος ΚΥΡΙΤΣΗΣ - Γιώργος ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗΣ

Η μααστριχτική επίθεση στα λαϊκά εισοδήματα

Μετά τη σύνοδο του Συμβουλίου στο Αμστερνταμ και τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, η πολυδιαφημιζόμενη αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ παίρνει την πορεία της πιο αντιδραστικής επίθεσης κατά των εισοδημάτων της εργατικής τάξης, των συνταξιούχων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Εκτός τούτου, στο στόχαστρο αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής βρίσκεται η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς της εργατικής δύναμης, η εντατικότητα της εργασίας, η απορύθμιση του χρόνου εργασίας, η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η αποδιάρθρωση του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης, η εμπορευματοποίηση της παιδείας, της υγείας, του πολιτισμού κλπ.

Στη σύνοδο της Διακυβερνητικής του Αμστερνταμ υιοθετήθηκε η προσήλωση των κυβερνήσεων των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) στην απαρέγκλιτη τήρηση του "Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης", το οποίο όχι μόνο "δε μεταβάλλει τις απαιτήσεις συμμετοχής στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ)", αλλά τις κάνει ακόμα πιο αυστηρές, προβλέποντας, μάλιστα και επιβολή κυρώσεων "εάν ένα συμμετέχον κράτος - μέλος δε λάβει τα αναγκαία μέτρα" για την ακριβή εκπλήρωση των στόχων του προγράμματος "σύγκλισης" και της αναθεωρημένης Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Η δέσμευση των 15 κυβερνήσεων της ΕΕ για την εφαρμογή του "Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης" δεν αφήνει καθόλου περιθώρια για δημαγωγικές ερμηνείες περί "δεξιού", "αριστερού", "κεντροαριστερού", "νεοφιλελεύθερου" και "σοσιαλιστικού" Μάαστριχτ. Αλλωστε αυτό το παραδέχονται "δεξιοί", "κεντροαριστεροί", "σοσιαλιστές" τύπου Γ. Παπαντωνίου, ο οποίος σε ομιλία του σε ημερίδα της ΟΤΟΕ δήλωσε πως, "οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές αντιλαμβάνονται πλέον ότι, η φιλελεύθερη, η δεξιά πολιτική, είναι η μόνη που δημιουργεί δυνατότητες απασχολήσεως" (Καθημερινή, 22 Ιούνη 1997).

Η κυβέρνηση του Σημίτη με το ψευτοδίλημμα: "ή προσαρμόζεται πλήρως η χώρα μας με τις εντολές της ΕΕ, ή καταστρέφεται", προσπαθεί να περάσει την πολιτική σταθερότητας του Αμστερνταμ, ρίχνοντας νέα βάρη στις λαϊκές μάζες.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ