Σχετικά με το ζήτημα αυτό αξίζει να δούμε την αντίληψη για το λεγόμενο "πληθωρισμό ζήτησης". Στην ουσία, ο ισχυρισμός, που προβάλλεται εδώ δε διαφέρει πολύ από τις απόψεις και θεωρίες, τις οποίες αναφέραμε παραπάνω. Παρόλο που οι ρίζες της αντίληψης αυτής προέρχονται από την κλασική και ιδιαίτερα από τη χυδαία πολιτική οικονομία του καπιταλισμού, ωστόσο, όμως, είναι συμπληρωμένη, μεταμφιεσμένη και προσαρμοσμένη προς τις νεότερες απαιτήσεις του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού.
Αφετηρία της αντίληψης αυτής αποτελεί ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, που σύμφωνα με τις απόψεις των αστών οικονομολόγων, είναι ακριβώς αυτός ο νόμος, που αποκλειστικά καθορίζει την αξία και τις τιμές των εμπορευμάτων. Το περιβόητο δόγμα του Σαίη ότι"η αξία κάθε εμπορεύματος αυξάνει πάντα ευθέως ανάλογα προς τη ζήτηση και αντίστροφα ανάλογα προς την προσφορά", το οποίο είχε αποδεχτεί και ο Ντ. Ρικάρντο, μετατράπηκε σε καθολικό δόγμα της αστικής πολιτικής οικονομίας και σήμερα ρεκλαμάρεται στη διαπασών.
Για τους νεοκεϋνσιανιστές, αφετηρία της αντίληψής τους για τον πληθωρισμό είναι οι εργατοϋπαλληλικές αποδοχές. Υποστηρίζουν, πως η αύξηση των μισθών και ημερομισθίων προκαλεί τάχα αύξηση της ζήτησης καταναλωτικών αγαθών, η πίεση αυτή στην αγορά οδηγεί στην άνοδο των τιμών και σε συνέχεια, η άνοδος των τιμών δημιουργεί την ανάγκη έκδοσης πρόσθετου χαρτονομίσματος στην κυκλοφορία.
Εκτός αυτού, η αστική οικονομική σκέψη προβάλλει το αίτημα για επαναφορά της ισορροπίας, εξυγίανση και εξουδετέρωση του "πλεονάσματος" της ζήτησης με το "πάγωμα" των μεροκάματων και μισθών.
Είναι φανερό, ότι οι παραπάνω ισχυρισμοί στηρίζονται στη χυδαία άποψη του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης.
Ενας άλλος εκπρόσωπος της αστικής πολιτικής οικονομίας, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, υποστήριζε πως η αξία του χρήματος καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση και ότι από αυτόν το νόμο εξαρτάται η αγοραστική δύναμη του χρήματος. Σχετικά με το χαρτονόμισμα, θεωρούσε πως δεν υπάρχει εμπόδιο για την ποσοτική του αύξηση, και ότι τα νομισματοκοπεία "μπορούν να το προσθέτουν απείρως, ελαττώνοντας σχετικά την αξία του και αυξάνοντας τις τιμές. Δηλαδή, με άλλα λόγια, μπορούν να υποτιμούν την αξία του χρήματος χωρίς περιορισμούς".
Ο Μαρξ στο "Κεφάλαιο" και στην εργασία του "Μισθός, τιμή και κέρδος", έκανε διεξοδική κριτική στις αστικές θεωρίες και δόγματα, στήριξε επιστημονικά τους νόμους και τους μηχανισμούς που διαμορφώνουν την αξία των εμπορευμάτων και της εργατικής δύναμης. Υπογράμμιζε πως "δεν υπάρχει πιο ηλίθιο πράγμα από το δόγμα που λέει ότι η κυκλοφορία των εμπορευμάτων προϋποθέτει την αναγκαία ισορροπία των πωλήσεων και των αγορών, επειδή κάθε πώληση είναι και αγορά. (Κ. Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τ. 1, σ. 125).
Υπογράμμιζε πως η τιμή της εργατικής δύναμης κρατιέται μέσα σε πλαίσια που όχι μόνο αφήνουν άθικτη τη βάση του καπιταλισμού, μα και εξασφαλίζουν και την αναπαραγωγή του σε αναπτυσσόμενη κλίμακα. Ο ίδιος έγραφε πως η "προσφορά και η ζήτηση δε ρυθμίζουν τίποτα άλλο, παρά τις παροδικές διακυμάνσεις των τιμών της αγοράς. Μπορούν να σας εξηγήσουν γιατί η τιμή της αγοράς ενός εμπορεύματος ανεβαίνει πάνω από την αξία του ή πέφτει κάτω από αυτήν, μα ποτέ δεν μπορούν να σας εξηγήσουν αυτή την ίδια την αξία". (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς, "Διαλεκτά Εργα", τ. 1., σ. 486 - 487).
Ο Μαρξ έκανε δριμύτατη κριτική στο δόγμα ότι ο "μισθός της εργασίας καθορίζει τις τιμές του εμπορεύματος" και στην οπορτουνιστική αντίληψη, ότι αφού οι μισθοί ρυθμίζουν τις τιμές και ακριβαίνουν τα εμπορεύματα, δεν πρέπει δήθεν οι εργαζόμενοι να απαιτούν αύξηση των ημερομισθίων γιατί δε θα ωφελούσε σε τίποτα αυτό. Την αξία των εμπορευμάτων την καθορίζει η αντικειμενικοποιημένη εργασία και την αξία της εργατικής δύναμης την καθορίζει η ποσότητα της αξίας των αναγκαίων μέσων για τη συντήρηση του εργάτη και των μελών της οικογένειάς του.
Η μαρξιστική οικονομική αντίληψη δεν παραγνωρίζει το ρόλο του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης, κάτι παραπάνω, τοποθετεί σε σωστά πλαίσια το πρόβλημα της επίδρασης τόσο της προσφοράς, όσο και της ζήτησης. Απορρίπτει, όμως, κατηγορηματικά τις αστικές ψευτοθεωρίες και δόγματα που αποδίδουν στην προσφορά και τη ζήτηση το ρόλο του δημιουργού της αξίας και του καθορισμού των τιμών. Ο μηχανισμός της προσφοράς και της ζήτησης επιδρά στις αποκλίσεις των τιμών από την αξία τους, δεν επεξηγεί όμως τους εσωτερικούς μηχανισμούς στη διαδικασία της αναπαραγωγής, που διαμορφώνουν και καθορίζουν την αξία των εμπορευμάτων και των τιμών.
Νίκος ΚΥΡΙΤΣΗΣ - Γιώργος ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗΣ