Πρωτοβουλία των κομμουνιστών και συγκεκριμένες προτάσεις για τη σωτηρία της βαμβακοκαλλιέργειας στη χώρα μας
Σε μια κρίσιμη για τη βαμβακοκαλλιέργεια και τους βαμβακοπαραγωγούς περίοδο, το ΚΚΕ πήρε την πρωτοβουλία να φέρει στο Ευρωκοινοβούλιο, διά μέσω του ευρωβουλευτή του Κόμματος Στρατή Κόρακα, την πρότασή του για τη σωτηρία του βαμβακιού κόντρα στις καταστροφικές προτάσεις της Κομισιόν και τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις της κυβέρνησης. Παράλληλα ο βουλευτής του ΚΚΕ Βαγγέλης Μπούτας κατέθεσε την ίδια πρόταση την περασμένη Παρασκευή, στα πρακτικά της Βουλής, φέρνοντας όλα τα κόμματα της Βουλής προ των ευθυνών τους και καλώντας τα να τη στηρίξουν στο Ευρωκοινοβούλιο.
Η Κομισιόν, στη νέα πρόταση κανονισμού για την αναθεώρηση της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς βαμβακιού, επιδιώκει να αυξήσει το πρόστιμο συνυπευθυνότητας κατά 20%, να διατηρήσει την ποσόστωση στα ίδια χαμηλά επίπεδα, να παγώσει τις θεσμικές τιμές και να περιορίσει την κοινοτική χρηματοδότηση. Παράλληλα δίνεται η δυνατότητα λήψης περιβαλλοντικών μέτρων, πράγμα που εκμεταλλεύτηκε προκαταβολικά η κυβέρνηση, ανακοινώνοντας την επαίσχυντη απόφαση για περιορισμό της βαμβακοκαλλιέργειας κατά 700.000 στρέμματα από τη φετινή κιόλας χρονιά.
Σε αντιδιαστολή με αυτά τα καταστροφικά μέτρα, το ΚΚΕ προτείνει να αρθούν οι περιορισμοί της ΕΕ στη βαμβακοκαλλιέργεια (ποσοστώσεις, πρόστιμα συνυπευθυνότητας, περιβαλλοντικές επιπτώσεις), έτσι ώστε να καταβάλλεται ολόκληρη η ελάχιστη τιμή στους βαμβακοπαραγωγούς. Επίσης, ανάμεσα σε άλλα, προτείνει να διατηρηθεί το σύστημα των ενισχύσεων και να αναπροσαρμοστούν οι θεσμικές τιμές σύμφωνα με τον μέσο κοινοτικό πληθωρισμό, καθώς και να καταβάλλεται η επιδότηση απευθείας στους βαμβακοπαραγωγούς.
Ο «Ρ» παρουσιάζει σήμερα ολόκληρο το κείμενο της πρότασης του ΚΚΕ για το βαμβάκι.
Απροκάλυπτες για την ελληνική βαμβακοκαλλιέργεια αποδεικνύονται οι προτάσεις της Κομισιόν
Η πρόταση του ΚΚΕ στο Ευρωκοινοβούλιο ξεκινάει με την καταγραφή του υπάρχοντος κοινοτικού καθεστώτος για το βαμβάκι και στη συνέχεια περιγράφει τις νέες καταστροφικές προτάσεις της Κομισιόν.
Το πρώτο απόσπασμα έχει ως εξής: «Η πρόταση της Επιτροπής αφορά την τροποποίηση του καθεστώτος του βαμβακιού, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το υπ' αριθμ. 4 πρωτόκολλο περί βάμβακος και τους σχετικούς κανονισμούς που ψηφίστηκαν μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα μέχρι σήμερα για το βαμβάκι, υπάρχει ένα καθεστώς ενισχύσεων, που υπολογίζονται με βάση τη διεθνή τιμή του βαμβακιού και τις θεσμικές τιμές της Κοινότητας (τιμή στόχου και ελάχιστη τιμή). Οι ενισχύσεις αυτές ισχύουν για ορισμένες ποσότητες (ποσοστώσεις), που έχουν κατανεμηθεί ανάμεσα στις δύο βαμβακοπαραγωγικές χώρες, 782.000 τόνοι για την Ελλάδα και 249.000 τόνοι για την Ισπανία, ήτοι συνολικά 1.031.000 τόνοι, με δυνατότητα μεταφοράς της ποσόστωσης από μια χώρα στην άλλη, όταν η παραγωγή μιας χώρας μια χρονιά δεν καλύπτει την ποσόστωση, και με δυνατότητα αύξησης της συνολικής ποσόστωσης στο 1.120.000 τόνους (850.000 τόνοι για την Ελλάδα και 270.000 τόνοι για την Ισπανία), αν η διεθνής τιμή του βαμβακιού είναι υψηλή (ανώτερη από 30.2 ΕΥΡΩ /100 χγρ.) και οι συνολικές δαπάνες του κοινοτικού προϋπολογισμού δεν ξεπερνούν τα 770 εκατ. ΕΥΡΩ.
Σε περίπτωση υπέρβασης της ποσόστωσης το πρόστιμο συνυπευθυνότητας, που μειώνει την επιδότηση, είναι ίσο με το 50% της υπέρβασης. Ενώ οι ενισχύσεις στους παραγωγούς δίνονται διά μέσου των μεταποιητικών εκκοκκιστών. Οι ενισχύσεις δίνονται σε τρεις δόσεις. Στην πρώτη δόση καταβάλλεται το 85%, με βάση τις εκτιμήσεις της χώρας-μέλους πριν την έναρξη της συγκομιδής για το ύψος της αναμενόμενης παραγωγής. Στη δεύτερη δόση το 7,5%, με βάση τις εκτιμήσεις της χώρας-μέλους, μεσούσης της συγκομιδής για την αναμενόμενη παραγωγή, και στην τρίτη δόση, στο τέλος της εκκοκκιστικής περιόδου γίνεται η εκκαθάριση. Η τμηματική καταβολή της ενίσχυσης γίνεται επειδή υπάρχει υπέρβαση της ποσόστωσης και δεν είναι γνωστό, στην έναρξη της συγκομιδής, σε ποια επίπεδα θα διαμορφωθεί η τελική ενίσχυση, που εξαρτάται από την υπέρβαση και το πρόστιμο συνυπευθυνότητας, και επειδή η μέση σταθμική διεθνής τιμή υπολογίζεται στο τέλος της εκκοκκιστικής περιόδου».
Το δεύτερο απόσπασμα για τις νέες προτάσεις της Κομισιόν αναφέρει τα παρακάτω: «Η Επιτροπή προτείνει: Τη διατήρηση του σημερινού καθεστώτος των ενισχύσεων, αλλά αυξάνει το πρόστιμο συνυπευθυνότητας κατά 20% (από 50% σε 60% της υπέρβασης), με συνέπεια να μειώνεται αντίστοιχα η ελάχιστη τιμή του παραγωγού.
Τη διατήρηση των ποσοστώσεων στα ίδια ύψη και με τις ίδιες προϋποθέσεις. Τη διατήρηση στα ίδια επίπεδα των θεσμικών τιμών (ελάχιστης και στόχου). Τη διατήρηση των ίδιων προδιαγραφών για τον αντιπροσωπευτικό τύπο του βαμβακιού και των ίδιων διαδικασιών για τις διάφορες αναπροσαρμογές βάρους. Τη δυνατότητα επεξεργασίας, από τα κράτη-μέλη, αντικειμενικών περιβαλλοντικών κριτηρίων και περιορισμού ανάλογα με την περίπτωση της επιλεξιμότητας της ενίσχυσης σε ορισμένες περιοχές. Δηλαδή περιορισμός της βαμβακοκαλλιέργειας σε ορισμένες περιοχές, όπου η περιβαλλοντική επιβάρυνση από τη βαμβακοκαλλιέργεια κρίνεται σημαντική.
Τη διαμόρφωση του πίνακα των προσαυξήσεων και μειώσεων της ελάχιστης τιμής συναρτήσει της ποιότητας, με τη διμερή συμφωνία ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη και όχι με το ειδικό παράρτημα Β του κανονισμού 1201/89, το οποίο καταργήθηκε το 1995 με το νέο τότε κανονισμό για το βαμβάκι, στα πλαίσια της λογικής της επικουρικότητας.
Η διατήρηση των ποσοστώσεων σε πολύ χαμηλά επίπεδα και η αύξηση του προστίμου συνυπευθυνότητας κατά 20% (από 50% σε 60% της υπέρβασης) δικαιολογούνται από την Επιτροπή με το επιχείρημα ότι οι δαπάνες του κοινοτικού προϋπολογισμού για το βαμβάκι τα τελευταία χρόνια ξεπέρασαν τα 900 εκατ. ΕΥΡΩ και στα πλαίσια μιας πολιτικής δημοσιονομικής λιτότητας θα πρέπει να περιοριστούν στο ύψος των 770 εκατ. ΕΥΡΩ, όσες, δηλαδή, ήταν και το 1992».
Η βασική κριτική του ΚΚΕ για την επικείμενη αναθεώρηση της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς Βάμβακος περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο της πρότασης που φέρει τον τίτλο: «Αξιολόγηση των προτάσεων της Επιτροπής».
Εδώ σημειώνονται επί λέξει τα παρακάτω: «Οι προτάσεις της Επιτροπής έχουν ένα και μοναδικό στόχο να περιορίσουν δραστικά τη βαμβακοκαλλιέργεια, ειδικά στην Ελλάδα, όπου παράγεται περίπου το 80% της κοινοτικής βαμβακοπαραγωγής. Αυτόν τον στόχο υπηρετεί η αύξηση κατά 20% του προστίμου συνυπευθυνότητας. Αυτόν το στόχο υπηρετεί το πάγωμα των θεσμικών τιμών στα επίπεδα του 1995, όπου τότε με την αλλαγή του κανονισμού είχαν μειωθεί κατά 13,2%. Αυτό το στόχο υπηρετεί και το ενδιαφέρον τάχα της Επιτροπής για το περιβάλλον, που χρησιμοποιείται σαν άλλοθι για να συγκαλυφτεί ο πραγματικός στόχος.
Ο στόχος της Επιτροπής, για δραστικό περιορισμό της βαμβακοκαλλιέργειας, είναι πέρα για πέρα αδικαιολόγητος, γιατί αναφέρεται σε ένα προϊόν όπου η αυτάρκεια της ΕΕ ανέρχεται στο 25-30%, με αποτέλεσμα στην πράξη να καταργείται η αρχή της κοινοτικής προτίμησης.
Ο στόχος αυτός είναι και κοινωνικά άδικος, επειδή αφορά 100.000 μικροαγρότες της φτωχότερης χώρας της ΕΕ, της Ελλάδας, με μέση έκταση καλλιέργειας 42 στρέμματα ανά αγρότη, όταν τις μεγαλύτερες ανάγκες της σε βαμβάκι η ΕΕ τις καλύπτει από τις ΗΠΑ, των οποίων οι βαμβακοπαραγωγοί είναι μεγαλοπαραγωγοί με μέση καλλιεργούμενη έκταση πάνω από 2.000 στρέμματα ανά αγρότη.»
«Το επιχείρημα του περιορισμού των δαπανών του κοινοτικού προϋπολογισμού στα 770 εκατ. ΕΥΡΩ τιμωρεί με εντελώς άδικο τρόπο τους βαμβακοπαραγωγούς της ΕΕ, επειδή οι ίδιοι δεν έχουν καμιά ευθύνη στη διαμόρφωση των διεθνών τιμών του βαμβακιού σε πολύ χαμηλά επίπεδα, που είναι αποτέλεσμα υψηλών έμμεσων και άμεσων επιδοτήσεων που καταβάλλουν όλες οι βαμβακοπαραγωγές χώρες. Η κατάσταση αυτή, που είναι αποτέλεσμα αδυσώπητου ανταγωνισμού ανάμεσα στις κύριες βαμβακοπαραγωγικές χώρες του κόσμου (ΗΠΑ - Αυστραλία - Κίνα), αποδείχνεται από την απότομη μείωση κατά 40% της διεθνούς τιμής του βαμβακιού μέσα σε μια εβδομάδα το φθινόπωρο του 1998 και τη διαμόρφωσή της σε επίπεδα που δεν έχει καμία σχέση με το κόστος παραγωγής στις χώρες αυτές, αλλά και στις χώρες της ΕΕ. Αποδείχνεται επίσης από την πρόσφατη έγκριση από το Κογκρέσο των ΗΠΑ πρόσθετου προγράμματος εμπορικής στήριξης των αγροτικών της προϊόντων, ύψους 7,5 δισ. δολαρίων, εκ των οποίων τα περισσότερα διατέθηκαν σαν εξαγωγικές επιδοτήσεις στο βαμβάκι.
Την πτώση των διεθνών τιμών του βαμβακιού την αποδέχεται αδιαμαρτύρητα η ΕΕ, επειδή κάνει μεγάλες εισαγωγές βαμβακιού και επειδή υπηρετεί τα συμφέροντα των βιομηχανιών κλωστοϋφαντουργίας, των μεγαλοεισαγωγέων και των μεγαλεμπόρων βαμβακιού και βαμβακερών προϊόντων, οι οποίοι από τη δραστική μείωση των διεθνών τιμών αποκομίζουν επιπλέον κέρδη πολύ μεγαλύτερα από τα 770 εκατ. ΕΥΡΩ, που προβλέπει ο κοινοτικός προϋπολογισμός για τη στήριξη της βαμβακοκαλλιέργειας.
Η μέση σταθμική διεθνής τιμή του σύσπορου βαμβακιού από 35,851 ΕΥΡΩ/100 Kgr κατρακύλησε στα 22,100 ΕΥΡΩ/100 Kgr το 1998-1999 και για το 1999-2000 με τις μέχρι σήμερα ενδεικτικές τιμές αναμένεται να διαμορφωθεί λίγο πιο πάνω από 20 ΕΥΡΩ/100 Kgr., με αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργίας, οι μεγαλοεισαγωγείς και οι μεγαλέμποροι βαμβακιού και βαμβακερών προϊόντων να κερδίζουν ολόκληρη τη μείωση της διεθνούς τιμής, μια και δεν τη μετακυλίουν στους καταναλωτές.
Αυτές οι μειώσεις για ποσότητα 6 εκατ. τόνων σύσπορου βαμβακιού, που είναι οι συνολικές ανάγκες της ΕΕ, προσδίδουν επιπλέον κέρδη 825 εκατ. ΕΥΡΩ το 1998-1999 και 918 εκατ. ΕΥΡΩ περίπου το 1999-2000.
Η μείωση όμως των διεθνών τιμών αυξάνει το ύψος της κοινοτικής επιδότησης, χωρίς όμως να αυξάνεται η τελική τιμή του παραγωγού.
Ετσι τα τελευταία δύο χρόνια, σαν αποτέλεσμα της μείωσης της διεθνούς τιμής, οι δαπάνες του κοινοτικού προϋπολογισμού από 770 εκατ. ΕΥΡΩ ξεπέρασαν τα 900 εκατ. ΕΥΡΩ, ενώ οι βαμβακοπαραγωγοί, λόγω και της αυξημένης παραγωγής, πήραν μικρότερες τιμές».
«Την αύξηση αυτή των δαπανών, που σκόπιμα η επιτροπή δεν εξηγεί από ποιους επιβάλλεται και ποια συμφέροντα εξυπηρετεί, μαζί με τη δημοσιονομική πειθαρχία, την αξιοποιεί και προτείνει αύξηση κατά 20% του προστίμου συνυπευθυνότητας για να περιοριστούν οι κοινοτικές δαπάνες στα 770 εκατ. ΕΥΡΩ και περιορισμό της βαμβακοκαλλιέργειας με περιβαλλοντικά άλλοθι.
Η δημοσιονομική πειθαρχία στο ύψος των 770 εκατ. ΕΥΡΩ που επιβλήθηκε το 1995 στο βαμβάκι, με το επιχείρημα να παγώσουν οι κοινοτικές δαπάνες στα επίπεδα του 1992 και ξαναπροτείνεται με το νέο κανονισμό, είναι εξωπραγματική και άδικη, επειδή δεν παίρνει υπόψη της τα δεδομένα του 1992, του 1995 και πολύ περισσότερο του 1999, με αποτέλεσμα να μην είναι και οικονομικά ουδέτερη, αλλά συμφέρουσα για τον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Και αυτό γιατί από το 1992 μέχρι το 1999 οι καλλιεργούμενες εκτάσεις με βαμβάκι στην Κοινότητα (δηλαδή σε Ελλάδα και Ισπανία) αυξήθηκαν κατά 142.3000 στρέμματα, (από 3.972.000 στρέμματα το 1992, σε 5.395.000 στρέμματα το 1999) και η παραγωγή σύσπορου βαμβακιού κατά 622.600 τόν. (από 1.067.400 τόν. το 1992 σε 1.690.000 τόν. το 1999). Ειδικότερα για το 1999 στην Ελλάδα καλλιεργήθηκαν 4.295.000 στρέμματα και στην Ισπανία 1.100.000 στρέμματα, ενώ η παραγωγή υπολογίζεται αντίστοιχα σε 1.300.000 τόνους και 390.000 τόνους.
Η αύξηση αυτή έγινε σε βάρος άλλων καλλιεργειών που έπαιρναν και εκείνες επιδοτήσεις, με αποτέλεσμα η πρόταση της επιτροπής για πάγωμα των κοινοτικών επιδοτήσεων στα επίπεδα του 1992 στην πράξη να ωφελεί τον κοινοτικό προϋπολογισμό και να ζημιώνει αντίστοιχα τις χώρες - μέλη με ποσό ίσο με τις επιδοτήσεις που έπαιρναν οι εκτάσεις, που πριν το 1992 ήταν καλλιεργούμενες με άλλες καλλιέργειες, εκτός από βαμβάκι και μετά το 1992 δεν παίρνουν, επειδή καλλιεργήθηκαν με βαμβάκι.
Εκτός αυτού, στην περίοδο 1992-1999 υπάρχει μια αύξηση του μέσου κοινοτικού πληθωρισμού και το προτεινόμενο πάγωμα των ονομαστικών δαπανών στα επίπεδα του 1992, στην ουσία αποτελεί πραγματική μείωση ισοποσοστιαία του πληθωρισμού».
«Η προσπάθεια περιορισμού της βαμβακοκαλλιέργειας με περιβαλλοντικές προφάσεις είναι αστήρικτη και αντιεπιστημονική. Και αυτό γιατί η βαμβακοκαλλιέργεια σε σχέση με τις εναλλακτικές καλλιέργειες (καλαμπόκι, ζαχαρότευτλα, βιομηχανική τομάτα, κηπευτικά) επιστημονικά έχει αποδειχθεί ότι είναι η λιγότερο απαιτητική σε αζωτούχα λιπάσματα που ευθύνονται για τη νιτρορύπανση. Εχει μικρότερες απαιτήσεις σε άζωτο, ακόμα και σε σχέση με τα φθινοπωρινά σιτηρά, τα οποία δεν αποτελούν εναλλακτική καλλιέργεια και το 1/3 περίπου των απαιτήσεων της καλλιέργειας καλαμποκιού και κηπευτικών.
Επίσης έχει και τις λιγότερες απαιτήσεις σε νερό άρδευσης και φυτοφάρμακα σε σχέση με τις εναλλακτικές καλλιέργειες. Γι' αυτό στη χώρα μας το υπουργείο Γεωργίας, που προσπαθεί να προωθήσει τον περιορισμό της βαμβακοκαλλιέργειας με περιβαλλοντικά άλλοθι, αποφεύγει να συστήσει επίσημα και υπεύθυνα στους αγρότες με ποια καλλιέργεια να αντικαταστήσουν τη βαμβακοκαλλιέργεια. Η υπεκφυγή αυτή επιβεβαιώνει ότι με περιβαλλοντικά προσχήματα προωθείται κάποιος ανομολόγητος στόχος αγρανάπαυσης σημαντικών αρδευόμενων εκτάσεων στις χώρες του Νότου, ο οποίος θα αποτελέσει την ταφόπλακα της γεωργίας και θα προξενήσει τεράστια οικονομικά, κοινωνικά αλλά και περιβαλλοντικά προβλήματα.
Η επιμονή της επιτροπής, οι προσαυξήσεις και μειώσεις της ελάχιστης τιμής του παραγωγού με βάση τα ποιοτικά χαρακτηριστικά να καθορίζονται στα πλαίσια της επικουρικότητας, με συμφωνία ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη, μέσα από τις διεπαγγελματικές οργανώσεις, θα έχει σαν αποτέλεσμα τον εκφυλισμό και την κατάργηση των προσαυξήσεων.
Και αυτό γιατί στις διεπαγγελματικές οργανώσεις ο ρόλος των εκκοκκιστών εξ αντικειμένου θα είναι κυρίαρχος σε βάρος των βαμβακοπαραγωγών και στην καλύτερη περίπτωση θα διαμορφώνουν ενιαίο πίνακα προσαυξήσεων και μειώσεων, αλλά με πολύ μικρότερα ποσοστά όσον αφορά τις προσαυξήσεις σε σχέση με αυτά που προέβλεπε το παράρτημα Β. Στη χειρότερη περίπτωση θα παραπέμπουν το θέμα στα ιδιωτικά συμφωνητικά των βαμβακοπαραγωγών με τους εκκοκκιστές, στα οποία το πιο πιθανό είναι ότι δε θα υπάρχει πρόβλεψη προσαυξήσεων.
Το επιχείρημα ότι η αρχή της επικουρικότητας λειτούργησε ομαλά τέσσερα χρόνια μετά την κατάργηση του παραρτήματος Β, είναι αποπροσανατολιστικό, επειδή την περίοδο αυτή τον πίνακα των προσαυξήσεων και μειώσεων διαμόρφωναν Κρατικοί Οργανισμοί, όπως ο Οργανισμός Βάμβακος στην Ελλάδα, που διαλύθηκαν και το συγκεκριμένο αντικείμενό τους θα μεταφερθεί στις διεπαγγελματικές οργανώσεις».
Η εισήγηση του ΚΚΕ στο Ευρωκοινοβούλιο για το βαμβάκι, παραθέτοντας τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την αναθεώρηση του κοινοτικού καθεστώτος στο βαμβάκι, καταθέτει συγκεκριμένες και σωτήριες προτάσεις για το μέλλον της βαμβακοκαλλιέργειας.
Τα συμπεράσματα είναι τα εξής:
Οι συγκεκριμένες προτάσεις που καταθέτει το ΚΚΕ στο Ευρωκοινοβούλιο είναι:
Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες αλλαγές στον νέο κανονισμό της ΕΕ για το βαμβάκι, το ΚΚΕ προτείνει ανάμεσα σε άλλα, να καθοριστεί η τιμή στόχου σε 117 ΕΥΡΩ ανά 100 κιλά μη εκκοκισμένου βαμβακιού και η ελάχιστη τιμή να καθοριστεί σε 111 ΕΥΡΩ ανά 100 κιλά. Επιπλέον, η ελάχιστη τιμή να προσαυξάνεται ή μειώνεται με βάση τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τα αντίστοιχα ποσοστά που καθορίζονται στο Παράρτημα Β' του κανονισμού 1201/1989. Η αιτιολόγηση για να γίνουν τα παραπάνω είναι: «Η προτεινόμενη τροποποίηση των τιμών επιβάλλεται για τη διασφάλιση του εισοδήματος των βαμβακοπαραγωγών, το οποίο στην περίοδο 1995-2000 που ήταν παγωμένες οι τιμές, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του μέσου κοινοτικού πληθωρισμού μειώθηκε κατά 10% περίπου. Η επαναφορά του Παραρτήματος Β' προτείνεται ως ποιοτικό κίνητρο και για ενιαία και αντικειμενική κατοχύρωση των προσαυξήσεων και μειώσεων της ελάχιστης τιμής λόγω των ποιοτικών χαρακτηριστικών».
Επίσης, προτείνεται να καταργηθεί ολόκληρο το κεφάλαιο της πρότασης της Κομισιόν που βάζει περιορισμούς στη βαμβακοκαλλιέργεια, επειδή η ΕΕ είναι έντονα ελλειμματική σε βαμβάκι και τις ανάγκες της η ΕΕ σε βαμβάκι τις καλύπτει με εισαγωγές κύρια από τις ΗΠΑ. Ακόμα, προτείνεται να δεσμευτεί η Επιτροπή ότι μέσα σε ένα χρόνο από την ψήφιση του παρόντος κανονισμού, σε συνεργασία με τους φορείς των βαμβακοπαραγωγών να φέρει για ψήφιση τροπολογία, η οποία θα αναφέρεται στους μηχανισμούς, στις διαδικασίες και τον τρόπο καταβολής της ενίσχυσης απευθείας στους βαμβακοπαραγωγούς, χωρίς τη διαμεσολάβηση των ιδιωτών εμπόρων - εκκοκκιστών.
Αν σ' αυτά προσθέσει κανείς την πρόσφατη δίκη ιερωμένου, κάποιου «Οίκου αγάπης», για την υπερβολική... αγάπη που κατηγορήθηκε ότι έδειχνε σε ανήλικα ορφανά, όπως και τις ενδοεκκλησιαστικές διενέξεις «ποιμεναρχών», πρέπει να καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι η εκκλησιαστική αρχή είναι καιρός να ασχοληθεί με όσα συμβαίνουν στο δικό της «γήπεδο».