Οι εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», ο «Ριζοσπάστης», η «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», με την ευχή να είναι «ειρηνικό και δημιουργικό» το 2005, εξέδωσαν μια πανέμορφη ευχητήρια κάρτα, η εικόνα της οποίας παραχωρήθηκε από τον ζωγράφο - χαράκτη Γιώργη Βαρλάμο. Η εικόνα της κάρτας σχετίζεται με ένα σπουδαίας σημασίας εικαστικό και εκδοτικό γεγονός, που συνέβη πριν εξήντα, περίπου, χρόνια, με θεματικό αντικείμενο δέκα, παγκοσμίως φημισμένα αρχαία αγγεία, τα οποία μεταξύ άλλων φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μας. Συγκεκριμένα η κάρτα της «Σύγχρονης Εποχής» εικονίζει τη ζωγραφική παράσταση μιας λευκής ληκύθου (ενός αρχαίου μυροδόχου ή ελαιοδόχου αγγείου).
Το γεγονός αφορά στη μέγιστης εικαστικής αξίας, πιστή χαρακτική αποτύπωση δέκα αριστουργηματικών λευκών ληκύθων του 5ου π.Χ. αιώνα, από την Αττική και την έκδοσή τους σε ένα μοναδικής ομορφιάς συλλεκτικό λεύκωμα. Δημιουργός αυτού του ιστορικής σημασίας εικαστικού και εκδοτικού γεγονότος ήταν ο κορυφαίος δάσκαλος, ο πρωτοπόρος θεμελιωτής της ελληνικής χαρακτικής τέχνης, διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, Γιάννης Κεφαλληνός, με επιλεγμένους από τον ίδιο ως συνεργάτες, τους «μαθητές» του στο Εργαστήρι Χαρακτικής της Σχολής, Λουίζα Μοντεσάντου, Γιώργη Βαρλάμο και Νίκο Δαμιανάκη.
Ο χώρος δεν επιτρέπει αναφορά στη μεγάλη εικαστική δημιουργία του μαρξιστή Γιάννη Κεφαλληνού (εκείνος μύησε τον Βάρναλη στο μαρξισμό) και στη σπουδαία προσφορά του για την προπαγάνδιση του ΕΑΜικού αγώνα (στο εργαστήρι του στη Σχολή και με την καθοδήγησή του σχεδιάστηκαν από ΕΑΜίτες μαθητές του χαρακτικά για αφίσες, αφισέτες και εκδόσεις του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ).
Περιοριζόμαστε, λοιπόν, στο χαρακτικό και εκδοτικό έργο του «Δέκα Λευκαί Αττικοί Λήκυθοι». Είχε προηγηθεί το λεύκωμα «Παγώνι», που απέσπασε το γενικό θαυμασμό και το 1952 το μνημειώδες «Θύρσις ή Ωδή» από τα «Βουκολικά Επη» του Θεόκριτου, σε μετάφραση Π. Πρεβελάκη, η έκδοση του οποίου δεν ολοκληρώθηκε, δυστυχώς. Το 1953, ξεκινά, με τους τρεις προαναφερόμενους μαθητές του, την τρίχρονου μόχθου αποτύπωση και χάραξη σε ξυλογραφίες και χαλκογραφίες και έκδοση των «Δέκα Λευκών Αττικών Ληκύθων». Ενα μοναδικού κάλλους εικαστικό και εκδοτικό «θαύμα», του οποίου αντίτυπο είχε τη μεγάλη τύχη να δει, πριν αρκετά χρόνια, η υπογράφουσα, χάρη στον Γιώργη Βαρλάμο.
Η έκδοση «Δέκα Λευκαί Αττικαί Λήκυθοι», που τυπώθηκε σε 400 αριθμημένα αντίτυπα, περιλάμβανε εισαγωγικό πρόλογο της Σέμνης Καρούζου και 10 εικόνες. Η κάθε εικόνα, σε χωριστό κύκλο χαρτιού, παρίστανε τη ζωγραφική σύνθεση που διασώζουν στο μεσαίο μέρος τους (στον κορμό τους) τα αρχαία αγγεία, εκτός από την κορυφή και τη βάση τους.
Ο πρόλογος τυπώθηκε με πρωτότυπα στοιχεία, σχεδιασμένα από τον Κεφαλληνό και διακοσμήθηκε με σχέδια από ληκύθους (detailles), δοσμένα με έγχρωμες ξυλογραφίες. Οι εικόνες των 10 επομένων φύλλων (το κυρίως βιβλίο) φιλοτεχνήθηκαν με μεικτή μέθοδο: της ξυλογραφίας και χαλκογραφίας. Το «σώμα» του βιβλίου «ντύθηκε» με δύο εξώφυλλα. Το ένα, το εσωτερικό, από γιαπωνέζικο χειροποίητο χαρτί, και το άλλο - το σκληρό εξώφυλλο - ήταν πανόδετο και πάνω του τυπώθηκαν, με τη μέθοδο της μεταξοτυπίας, οι τίτλοι και τα σχέδια. Το πανόδετο βιβλίο, για να φυλάσσεται από φθορές, ήταν τοποθετημένο, σε εξαιρετικά καλαίσθητο και πολυτελέστατο κουτί.
Η παρουσίαση της συλλεκτικής έκδοσης έγινε στην ΑΣΚΤ στις 26/4/1956. Αντί να υμνηθεί το μέγα αυτό εικαστικό επίτευγμα του δασκάλου και των μαθητών του, οι σκοταδιστές έδρασαν και πάλι. Κατήγγειλαν τον Κεφαλληνό στο υπουργείο Παιδείας, όπως είχαν κάνει και το 1942, εν μέσω της γερμανικής κατοχής, με το επιχείρημα ότι χρησιμοποίησε το Εργαστήριο Χαρακτικής της Σχολής για ένα δικό του λεύκωμα. Ευτυχώς στο πλευρό του Κεφαλληνού στάθηκε σύσσωμος (πλην ενός) ο Σύλλογος Καθηγητών της ΑΣΚΤ. Η πίκρα, όμως, από τις νέες ζηλόφθονες επιθέσεις των σκοταδιστών, «σημάδεψε» τον Κεφαλληνό, ο οποίος πέθανε μερικούς μήνες μετά (27/2/1957).
Για την ιστορία... δημοσιεύουμε και το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του Γιώργη Βαρλάμου, για το πώς επιτεύχθηκε αυτό το μοναδικού μεγέθους καλλιτεχνικό και εκδοτικό «θαύμα».
Αρ. ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ
Μαρτυρία του Γιώργη Βαρλάμου
Η μαρτυρία, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας παραθέτουμε, δημοσιεύτηκε σε αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» για τον Γ. Κεφαλληνό (Ιούνιος 1958, τεύχος 742)
«
Πολλές φορές είχαμε σταθεί με ενθουσιασμό και ευλάβεια μπροστά στις λευκές αττικές ληκύθους του Αρχαιολογικού Μουσείου. Τα συναισθήματά μας δεν τα ενέπνεε μονάχα η ιερή προέλευση των ληκύθων από αρχαίους τάφους. Μας εμψύχωνε η άκρα ευγένεια και τελειότης του έργου των αλλοτινών αγγειογράφων του τόπου μας. Μας εκέντριζε η φιλοδοξία ν' αποτυπώσουμε στο χαρτί, με τα μέσα της τέχνης μας, τις αβρότατες παραστάσεις, για να τις φέρουμε ίσαμε τα σπίτια των συγχρόνων μας.
***
Αρχίσαμε την άνοιξη του 1953 ν' αντιγράφουμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο τις ληκύθους. Από τις πολυάριθμες - άλλες εκτεθειμένες κι άλλες θαμμένες στα κιβώτια, όπου είχαν συσκευαστεί για να φυλαχτούν από τον πόλεμο - διαλέξαμε ό,τι ήταν ωραιότερο.
Η αντιγραφή ήταν κοπιαστική. Επρεπε να σχεδιαστεί στο χαρτί ό,τι η λήκυθος είχε τριγύρω της ζωγραφισμένο. Το ανάπτυγμα του ζωγραφισμένου μέρους στο επίπεδο χαρτί ενός κυλίνδρου, που ο κύκλος της βάσεώς του είναι στενότερος από τον κύκλο της κορυφής του έδινε ένα σχήμα "βεντάλιας". Ας υποθέσουμε τρεις φιγούρες όρθιες σχεδιασμένες πάνω σε μια λήκυθο. Αν τυλίξουμε τη λήκυθο με ένα διαφανές ή με τζελατίνα και "ξεσηκώσουμε" τα περιγράμματα του σχεδίου της σ' ένα χαρτί, τότε η μεσαία φιγούρα θα "στέκεται", οι δε ακρινές θα γέρνουν δεξιά και αριστερά, σα να 'ταν ζωγραφισμένες πάνω σε βεντάλια.
Αυτή είναι η "πραγματική" εικόνα μιας ληκύθου. Ομως κοιτάζοντας μια λήκυθο δεν έχουμε την εντύπωση πως σχεδιάστηκε σαν βεντάλια. Στο χαρτί, βέβαια, δώσαμε την οπτική της πραγματικότητα, δηλαδή το ανάπτυγμα σε παραλληλεπίπεδο, την εντύπωση που έχουμε όταν κοιτάζουμε μια λήκυθο. Οσο απλό κι αν φαίνεται αυτό, στην πραγματοποίηση, ειδικά στις λεπτομέρειές του, είχε πολλές δυσκολίες, που στο αποτέλεσμα ο θεατής δεν τις υποψιάζεται. Πιο δύσκολο ήταν το να μπούμε στο πνεύμα, με το οποίο σχεδίαζε καθένας από τους αρχαίους ζωγράφους, στο χαρακτήρα της "γραφής" του, και να μην τον προδώσουμε κατά την αντιγραφή και τη χάραξη.
Ο δάσκαλος φρόντισε με πολλή τέχνη να οργανώσει τη συνεργατική μας δουλειά, έτσι ώστε ο προσωπικός χαρακτήρας του καθενός μας να μην υπάρχει πουθενά. Ηταν μια εγγύηση για την πιστότητα της αντιγραφής. Το μέρος αυτό της εργασίας στο Μουσείο κράτησε αρκετούς μήνες. Αντιγράψαμε κάπου δεκαπέντε σχέδια, για το κυρίως βιβλίο και τη διακόσμηση της εισαγωγής, των τίτλων, του κολοφώνα και των εξωφύλλων.
* * *
Μετά την αντιγραφή, κλειστήκαμε στο εργαστήριο από το οποίο έμελλε να βγούμε ύστερα από τρία χρόνια, με το έργο τελειωμένο. Ο πρώτος χρόνος (περίπου) του εργαστηριακού κλεισίματος πήγε σε δοκιμές, προπαρασκευαστικά χαράγματα κι ό,τι άλλο χρειαζόταν για να σιγουρευτούμε πώς θα χαράζονταν και θα τυπώνονταν σε πολλά αντίτυπα οι ζωγραφιές των αρχαίων.
Σαν θυμάμαι τον καιρόν αυτό ανατριχιάζω. Καιρός γεμάτος από συγκινήσεις, ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις, γιατί ήταν καιρός γεμάτος προβλήματα που ζητούσαν θετικές λύσεις.
Τότε μελετήθηκε συστηματικά η χρησιμοποίηση του άσπρου (blanc d' argent και laque blanche) στα χρωματιστά μελάνια της χαλκογραφίας. Βρίσκεται ολόκληρη σειρά από μελέτες τακτοποιημένες σε ντοσιέ, που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τους ειδικούς.
Προβλήματα παρουσίασε και η χρησιμοποίηση του χαρτιού κατά την εκτύπωση. Γιατί η ξυλογραφία τυπώνεται σε στεγνό χαρτί, ενώ η χαλκογραφία σε βρεγμένο.
Αν ένα μέρος του σχεδίου μας, ένα κεφάλι π.χ. μεγέθους ενός τετραγωνικού εκατοστού, έχει τα μεν μαλλιά χαραγμένα στο ξύλο, το δε πρόσωπο στο χαλκό (έτσι το θέλει ο τρόπος που σχεδίαζε ο αρχαίος συνάδελφος σε συνεργασία με το "ρετουσάρισμα" που 'καναν - τα 2000 χρόνια που πέρασαν από τότε), κατά την εκτύπωση αν δεν έχουμε απόλυτη σύμπτωση του χαρτιού στο πέρασμά του από τις ξυλογραφικές πλάκες (χαρτί στεγνό) στις χαλκογραφικές (χαρτί βρεγμένο) σε κάθε αντίτυπο η φυσιογνωμία του κεφαλιού θα 'ναι τελείως διαφορετική. Καταστροφή πραγματική. Η σύμπτωση στην ξυλογραφία και χαλκογραφία εξαρτιόταν από το πόση διαστολή παθαίνει το χαρτί στην ορισμένη ώρα που μένει στο νερό κι από το πόσο στεγνό φτάνει στο χαλκογραφικό πιεστήριο ύστερα από κατάλληλη διαδικασία για να τυπωθεί. Είχαμε μελέτες για διάφορα είδη χαρτιών που οι συστολές κι οι διαστολές τους ήταν κάτι αφάνταστο. Αλλα πάθαιναν πολύ, άλλα λίγο, άλλα πιότερο στο φάρδος, άλλα στο μάκρος τους, (σύμφωνα με τα "νερά" τους).
Πρόβλημα, επίσης, σημαντικό ήταν το αν η ποσότης του μελανιού στην εκτύπωση της ξυλογραφίας, εν σχέσει με την πίεση του τυπογραφικού πιεστηρίου, θα μας επέτρεπε "ψιλή δουλειά".
Μελετήθηκαν συστηματικά οι συνδυασμοί των χρωμάτων στην ξυλογραφία, ξεκινώντας από την ιδέα να χρησιμοποιηθεί το διαφανές άσπρο στην ανάμειξη των μελανιών, για να πετύχουμε με λιγότερες ξυλογραφικές πλάκες περισσότερες αποχρώσεις, ώστε και η δουλειά μας να απλοποιείται και το αποτέλεσμα να βγει "φρέσκο". Πριν χαράξουμε οτιδήποτε τελειωτικό μελετήσαμε μ' αυτές τις αρχές κάθε γκραβούρα ξεχωριστά. Ετσι σαν φτάσαμε στην ώρα ν' αρχίσουμε την κύρια δουλειά μας, τη χαρακτική εκτέλεση, όλα τα τεχνικά προβλήματα είχαν λυθεί.
Τα συμπεράσματά μας όσον αφορά τη χρησιμοποίηση της ξυλογραφίας και χαλκογραφίας είχαν τελειώσει. Προτιμήθηκε - κι ήταν μοναδικό εύρημα - το ακουαφόρτε και το καλέμι, για να δώσουν το παιχνίδισμα και το ανάγλυφο της γραμμής, η ακουατίντα για την πατίνα που 'δωσε ο χρόνος στην εικόνα, και η ξυλογραφία για τα χρώματα.
* * *
Η χάραξη στάθηκε υπόθεση εξυπνάδας και γούστου όσον αφορά τις χαρακτικές λύσεις που δόθηκαν σε κάθε περίπτωση και δεξιοτεχνίας. Μ' απέραντη υπομονή και επιμονή μέναμε με τους φακούς μας μερόνυχτα δοκιμάζοντας, φτιάχνοντας, χαλώντας. Ο εκνευρισμός, η τεταμένη ατμόσφαιρα μας συντρόφευαν συχνά. Πολλές φορές φροντίδα μας, κύρια, ήταν να μην πικραθούμε μεταξύ μας. Καμιά φορά δεν τα καταφέρναμε. Το ίδιο, όμως, το έργο και ο ενθουσιασμός ανάμεικτος με κούραση μας συνέπαιρναν, τα σκέπαζαν όλα, πίκρες, μικροδυσαρέσκειες και χαρές ακόμα. Ολα αυτά γίνονταν ένας "πυρετός". Οι μέρες κι οι μήνες έπαυαν να 'χουν σημασία. Είχαμε πραγματικά ξεχαστεί σ' ένα υπόγειο τέσσερες άνθρωποι, δοσμένοι ολοκληρωτικά σ' έναν κοινό σκοπό...
Θυμάμαι, με πολλή συγκίνηση, μέρες γιορτής ή μέρες επιτυχίας που αφήναμε για λίγο τη δουλειά και ριχνόμασταν όλοι μαζί σ' ένα καλό κονιάκ, με γλυκά που 'φερνε πάντα ο προνοητικός δάσκαλος, ή τον πρωινό καφέ που κάποιος ετοίμαζε - ο καθένας μας είχε τη σπεσιαλιτέ του - και που σερβιριζόταν στα κίτρινα φλιτζάνια που 'χαν αγοραστεί για την κομπανία μας. Ενα από αυτά σώζεται ακόμα και πίνω τον καφέ μου σ' αυτό μόνο, πεισματικά, αδιόρθωτα πιστός στις αναμνήσεις της όμορφης συντροφιάς του καιρού εκείνου...
Ας είναι αιωνία η μνήμη του δάσκαλου που μας δίδαξε πρώτα απ' όλα να 'μαστε σύντροφοι...
* * *
Η εκτύπωση ήταν ζήτημα χρόνου και μεθόδου προσεκτικής. Εμείς πιο κεφάτοι και περισσότερο κουρασμένοι από κάθε άλλη φορά, φτάναμε στην πραγματοποίηση του έργου που 'χε αρχίσει με τόσες αμφιβολίες. Στο τυπογραφικό πιεστήριο για τις ξυλογραφίες και στο χειροπιεστήριο με τις χαλκογραφίες, οι άνθρωποι μας ανέχθηκαν για πολλούς μήνες υπομονετικά. Τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη για το ότι ποτέ δε διαμαρτυρήθηκαν για τις ιδιοτροπίες και την απέραντη σχολαστικότητά μας, που ίσως να μην πήγε στα χαμένα.
Η έκδοση των "Ληκύθων" αποτέλεσε την έναρξη πραγματοποιήσεως ενός προγράμματος, που περιλαμβάνει και άλλα ανάλογα έργα. Το πρώτο μάς προετοίμασε για το επόμενο, πλούτισε την πείρα μας και κατέστησε πιο απαιτητική τη φιλοδοξία μας. Ο μακρός μόχθος μάς εχάρισε αρκετές ικανοποιήσεις, καθώς δάσκαλος και μαθητές (όσοι δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα) κινήθηκαν από το ίδιο πνεύμα.
Το έργο μας μπορεί να το πουν τολμηρό, ακόμα και χιμαιρικό, μέσα στον αιώνα της βιασύνης και της μηχανής. Οσο για τις χίμαιρες, αυτές είναι ο κλήρος των καλλιτεχνών.
* * *
Φτάσαμε κάποτε στην παρουσίαση του έργου στο κοινό και στους ειδικούς. Ακούσαμε λόγια πολλά, εγκάρδια, τυπικά, υποσχέσεις, κολακείες και πολλές κουταμάρες. Οι κρίσεις αυτές δε μας χαρακτηρίζουν. Χαρακτηρίζουν τους ίδιους τους κριτές. Η ευτυχισμένη στιγμή για μας δεν ήταν η μέρα που παρουσιάσαμε τελειωμένο το έργο μας, φορώντας τα καλά μας και μαζεύοντας χειραψίες συγχαρητήριες. Ηταν όλα τα χρόνια της όμορφης συνεργασίας, που σκυμμένοι πάνω στους ίδιους χαλκούς, στα ίδια ξύλα αναζητούσαμε μια τελειότητα ξεχασμένη στην εποχή μας.
Τ' άλλα, οι κακίες, τα βραβεία της Ακαδημίας... που ποτέ δε μας δόθηκαν, οι κρίσεις από κοντόφθαλμους τεχνοκρίτες, οι κατηγορίες και τα κυνηγητά που μας έκαναν καλοθεληταί συνάδελφοι, ας μένουν ευτυχισμένες στιγμές για τους ίδιους».
Lenin 1905
«
Υπάρχουν Ανθρωποι», έγραφε ο Lenin το 1905, πριν από 100 χρόνια, δηλαδή, στο άρθρο του «Νέα καθήκοντα και νέες δυνάμεις» «Υπάρχει πληθώρα ανθρώπων, μόνο που πρέπει να αφήσουμε το πεδίο ελεύθερο στην αυτενέργεια και την πρωτοβουλία και τότε θα φανούμε αντάξιοι της μεγάλης επαναστατικής τάξης». Και, φυσικά, ο Lenin δεν εννοούσε ο καθένας να δρα, όπως του έρχεται βολικά. Με βάση τις δικές του εκτιμήσεις και τις δικές του προσωπικές επιλογές, πιστεύοντας πως αυτές είναι οι πιο σωστές και πως αυτές θεμελιώνονται στην ορθή λογική, και γι' αυτό είναι οι μόνες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη Νίκη. Το ερώτημα, λοιπόν, που μπαίνει στην κομματική μας ζωή είναι τι ακριβώς εννοούσε ο Lenin, μιλώντας για την «αυτενέργεια» και την «πρωτοβουλία». Ποιο περιεχόμενο έδινε στις λέξεις αυτές και πώς τις αντιλαμβανόταν ως βασικούς τακτικούς βηματισμούς που θα οδηγούσαν στην Επανάσταση; Γιατί, δε φτάνει μόνο να καταφεύγουμε στη θεωρία μας και στα λόγια των μεγάλων θεωρητικών μας. Δε φτάνει μόνο να παραπέμπουμε σε συνθήματα και να χειροκροτούμε, όταν δε χρειάζεται. Πρέπει να την καταλαβαίνουμε κιόλας τη θεωρία μας, ως οδηγό της ζωής μας. Ως καθημερινή πράξη του Αγώνα. Να βρίσκουμε τον τρόπο που θα οργανώνει τη σκέψη μας, θα ενισχύει άρτια την κομματική μας συνείδηση. Θα μεταλλάσσει τον επαναστατικό συναισθηματισμό μας σε ενσυνείδητη αγωνιστικότητα, ώστε οι τακτικοί μας βηματισμοί να μας οδηγούν, έτσι κι αλλιώς, στην επίτευξη του στρατηγικού μας στόχου.
«
Υπάρχει πληθώρα ανθρώπων», έγραψε ο Λένιν, πριν από 100 χρόνια. Μα και σήμερα υπάρχουν, το ίδιο βασανισμένοι, όπως και τότε, καταπιεσμένοι από άλλες, ωστόσο το ίδιο σκληρές, δυνάμεις. Αγρότες στους δρόμους, νέοι άνεργοι, συνταξιούχοι απελπισμένοι, διανοούμενοι παγιδευμένοι στη μοναξιά των επιστημονικών τους γραφείων, εργάτες χαμένοι στην πρόχειρη λογική τους, γυναίκες εγκλωβισμένες στις κουζίνες τους, όπως και τότε, δάσκαλοι που αποπροσανατολίζονται μέσα στις σελίδες ακατάλληλων βιβλίων, γιατροί επίορκοι, δικαστές που χρηματίζονται, αστυνομικοί που παρανομούν. Κι εμείς; Στοιχεία της ίδιας «πληθώρας». Θύματα της ίδιας περιπέτειας. Μέλη, ωστόσο, του κόμματος που κληρονόμησε τους λόγους του μεγάλου Λένιν. Τους μετατρέπουμε όμως σε πράξη; Αντιλαμβανόμαστε σωστά την «αυτενέργεια» και την «πρωτοβουλία», όπως τις εννοούσε εκείνος, ως προϋπόθεση της Επανάστασης; Δουλεύουμε με προσοχή τον προσωπικό μας λόγο; Χειριζόμαστε σωστά την επιχειρηματολογία μας; Αποκαλύπτουμε, με πειστικότητα την κοινωνική σημασία των θέσεών μας και το πολιτικό τους νόημα; Μετατρέπουμε τη συνθηματολογική, κομματική μας γλώσσα σε λόγο ζωντανό της αγοράς και της εκκλησίας, του γηπέδου και του σχολείου; Χωνόμαστε παντού για να μιλήσουμε, να αποδείξουμε, να πείσουμε, να κυριαρχήσουμε;
Εμείς, στοιχεία της ίδιας «πληθώρας», θύματα της ίδιας περιπέτειας, μέλη, ωστόσο, ενός κόμματος που οραματίζεται την ανατροπή ως υπέρτατη ευδαιμονία και αγωνίζεται να την πραγματώσει μέσα στην πραγματικότητα του Σοσιαλισμού. Γι' αυτό και θα ήτανε μεγάλο λάθος αν βιώναμε την τακτική προς το μεγάλο στρατηγικό μας στόχο ως απλό καθοδηγητικό έγγραφο και όχι ως καθημερινή ζωντανή πράξη. Θα ήτανε μεγάλο και ασύγγνωστο λάθος, αν ρυθμίζαμε τα πολιτικά μας βήματα μακριά από τη σοφία των λέξεων της λενινιστικής θεωρίας, εγκλωβισμένοι μέσα σε ενθουσιασμούς εφήμερους, πρόχειρους και συγκυριακούς. Θα ήτανε λάθος, αν περιορίζαμε την οικοδόμηση της μεγάλης Αμφισβήτησης στη μηχανική αποστήθιση συνθημάτων και έτοιμων περιγραφών. Θα ήτανε λάθος, αν περιγράφαμε το Σοσιαλισμό με τις λέξεις των εγγράφων και όχι του νου και της κομμουνιστικής μας καρδιάς.