Η κυρία Παναγιωταρέα, ας πούμε, μετά την επίθεση που έγινε στο σπίτι της, εκφωνεί λόγους ηρωικούς και πολιτικούς στο κανάλι όπου εργάζεται, γνωρίζοντας πως ο γκαζάκιας Αριστεριστής κάθεται στον καναπέ του πίνοντας καφέ και απολαμβάνοντας το σόου της. Ουδείς μπορεί να καταλάβει πόσο ο ένας κακόμοιρος έχει ανάγκη τον άλλον. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει Παναγιωταρέα χωρίς Αριστεριστή, και το ανάποδο. Είναι ένας αρραβώνας ιδιότυπος, που δεν εξελίσσεται σε γάμο, γιατί οι εγωισμοί εκατέρωθεν δεν επιτρέπουν τα στέφανα. Αν ζούσε όμως η Παναγιωταρέα με τον γκαζάκια της, έστω για ένα εικοσιτετράωρο, όλες οι σχολές της ψυχιατρικής και τα ντουβάρια που τις συγκρατούν θα είχαν καταρρεύσει. Αν ο Αριστεριστής γνώριζε τις στιγμές του καθημερινού βίου του δύσμοιρου Βέλτσου, δάκρυα θα κυλούσαν ακατάπαυστα από το μέτωπό του. Αν τον έβλεπε να κάθεται ήσυχος σ' ένα εστιατόριο μαζί με τον πρωθυπουργό συμμαθητή του και ξαφνικά να τινάζεται πάνω (όσο πάνω μπορεί να τιναχτεί ένας Βέλτσος) φωνάζοντας πως ο σολομός του πρωθυπουργού δεν είναι φρέσκος, θα μαλάκωνε η υπερτροφική καρδιά του και θα έδινε προσωπικά κουράγιο στον ατάλαντο. Αν έβλεπε ο Αριστεριστής την Αννα, την Αννούλα του Βοριά στο γραφείο της, στο κανάλι όπου υποτίθεται πως εργάζεται, πώς υφαίνει τις ίντριγκες για να κρατήσει την καρέκλα της, πόσους δημοσιογράφους έχει ταλαιπωρήσει - η «τρελή κι αδέσποτη» Αννα - ε, τότε θα της έστελνε καθημερινά λουκούμια για να γλυκάνει την πίκρα της. Η Αννούλα του Βοριά, η Παναγιωταρέα, για να αναπνέει οφείλει να είναι στόχος για το καλό της τηλεθέασης. Τα νούμερα όμως της AGB αφορούν, εκτός από την Αννα, και τους Αριστεριστές, που τα παρακολουθούν επίσης με μανία.
Εκεί στο λιβάδι θα ξύπναγε μέσα της κάτι το επαναστατικόν και το μεγαλειώδες - που δε θέλει και πολύ κόπο άλλωστε, αλλά να κρατάμε και τα προσχήματα - που θα ταίριαζε με τους στυλοβάτες της γκαζάκηδες. Ισως εκεί ο Γιώργος Βέλτσος, μαζεύοντας χορταράκια, μακριά από τη βάσανο της ποιήσεως, να ανακάλυπτε εκστατικός την πραγματική του μούσα, αυτήν που τον εξέθρεψε και που δεν είναι άλλη από τη Χάιντι, και να λησμονούσε τα μίση και τα πάθη.
Κι εμείς, στην άκρη του ποταμού, να μιλάμε γι' αυτούς τους ανθρώπους όπως σε παραμύθι, που, όπως πάντα, κλείνει με το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Ενας δίσκος με τραγούδια του Μ. Θεοδωράκη ερμηνευμένα από τον Χρ. Σταμπόγλη
«Η επιθυμία μου να κάνω ένα δίσκο με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη συμβαδίζει με την αγάπη μου γι' αυτή τη μουσική, που έχει βέβαια πολύ μεγαλύτερη ιστορία από αυτήν που έχω εγώ σαν επαγγελματίας τραγουδιστής», λέει ο Χρ. Σταμπόγλης. «Την τραγουδώ από παιδί, από έφηβος, βέβαια στο επίπεδο της παρέας, όχι επαγγελματικά. Οταν, πλέον, πήρα αυτό το συγκεκριμένο δρόμο είχα ανέκαθεν την επιθυμία να κάνω ένα δίσκο με τραγούδια του Μίκη, αλλά δεν παρουσιαζόταν η ευκαιρία».
Η περσινή ήταν χρονιά Μίκη Θεοδωράκη για τον λυρικό τραγουδιστή: με μεγάλη επιτυχία συμμετείχε στις παραστάσεις της «Λυσιστράτης», ενώ ταυτόχρονα μοιράστηκε με τη Δάφνη Ευαγγελάτου ένα κοντσέρτο με έργα του συνθέτη, όπου τραγούδησε τις «Μπαλάντες» και τον «Επιζώντα». «Ηταν μια δοκιμή για μένα για το πώς θα αντιδράσει το κοινό, ακούγοντας τραγούδια του Μίκη από τη φωνή μου», αναφέρει. «Ομολογώ ότι η αποδοχή από το κοινό ήταν παραπάνω από θερμή και συγκινητική». Κι όταν, πλέον, δόθηκε η δυνατότητα για τη δημιουργία ενός δίσκου, μαζί με τον Τάσο Καρακατσάνη, με φωνή και πιάνο, «συνταξίδεψαν» με ενθουσιασμό, μεράκι, αγάπη, στη θάλασσα της ηχογράφησης.
Αναφερόμενος στις δυσκολίες παρουσίασης των τραγουδιών ο Χρ. Σταμπόγλης λέει: «Το μεγάλο στοίχημα αυτής της δουλιάς ήταν όχι μόνο να μην ξενίσεις τον κόσμο που θ' άκουγε τραγούδια, αλλά και να του προσφέρεις μια καινούρια διάσταση. Το θέμα δεν ήταν πώς δε θα κάνεις "κακό" σε κάποια τραγούδια, αλλά πώς θα τους κάνεις και καλό. Με σκέψη, με καρδιά και με μυαλό και από τους δυο μας νομίζω ότι το πετύχαμε. Η ερμηνεία έχει να κάνει πιο πολύ με το πώς σκέφτομαι όχι τόσο τον ήχο, αλλά τη μουσικότητα. Τον τρόπο, δηλαδή, που έκανα τις μουσικές φράσεις πάνω στα έργα, όπου ενυπάρχει βέβαια και η κλασική μου παιδεία και η κλασική εκπαίδευση της φωνής, αλλά ταυτόχρονα και όλο το μουσικό μου παρελθόν, που ξεκινάει πολύ πριν γίνω επαγγελματίας τραγουδιστής. Το λαϊκό δεν το ταυτίζω αποκλειστικά με το μπουζούκι ή με κάποιες συγκεκριμένες φωνές. Θεωρώ ότι η λαϊκότητα υπάρχει μέσα στον ψυχισμό του καλλιτέχνη και αν της επιτρέψει να βγει προς τα έξω γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της ερμηνείας του. Μέσα στο δίσκο υπάρχουν τρία τραγούδια, το "Μέρα Μαγιού", το "Ροδόσταμο" και "Ο καημός", που από τη φύση τους, έχουν έναν πιο λαϊκό χαρακτήρα και υπήρξαν τα πιο ακραία σημεία του στοιχήματος. Και είναι πολύ σημαντικά για μένα τα λόγια του Μίκη, όταν άκουσε τραγούδια, ο οποίος είπε ότι δεν έχασαν τη λαϊκότητά τους. Ο Μίκης μού στάθηκε πάρα πολύ στη δημιουργία του δίσκου. Παρακολούθησε την ηχογράφηση, ενώ άκουσε όλο το ηχογραφημένο υλικό από το οποίο κάναμε την επιλογή των τραγουδιών. Εσκυψε πάνω από το δίσκο με στοργή και μεγάλο ενδιαφέρον και είμαι πολύ χαρούμενος που το τελικό αποτέλεσμα τον ευχαρίστησε».
Αξίζει να σημειωθούν τα λόγια του Μ. Θεοδωράκη για το CD: «Από το βάθος και την ουσία της ερμηνείας αποκόμισα την ίδια αυθεντικότητα και - γιατί όχι; - "λαϊκότητα", στην οποία η φωνητική ιδιαιτερότητα του λυρικού ερμηνευτή προσέδιδε ένα νέο χρώμα, διάσταση, ρίγος, συγκίνηση, που όχι μόνο δεν την αναιρούσε αλλά θα έλεγα, χωρίς δισταγμό, ότι την αναγεννούσε με το δικό της τρόπο».
Μόνιμο μέλος της Οπερας του Ντίσελντορφ (όπου αυτή τη σεζόν ετοιμάζει «Ριγγολέτο», «Ιταλιάνα στο Αλγέρι» και στη συνέχεια «Μάκβεθ») και με σημαντική παρουσία σε λυρικές παραστάσεις και ρεσιτάλ στη χώρα μας, ο Χρ. Σταμπόγλης λέει πως «η όπερα είναι μια κατεξοχήν λαϊκή τέχνη. Από είδος λαϊκό κατέληξε - από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα - να περιβληθεί από έναν ελιτισμό, που είναι άκρως καταδικαστέος». Ο καλλιτέχνης, πάντως θεωρεί πως «σήμερα οι άνθρωποι μπορούν να την προσεγγίσουν με μεγαλύτερη ευκολία, απ' ό,τι στα μέσα και μετά του προηγούμενου αιώνα». Οσον αφορά στις δραστηριότητές του στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα θα συμμετάσχει στην παρουσίαση της «Ενάτης» του Μπετόβεν στο Μέγαρο, ενώ το Φλεβάρη θα εμφανιστεί στη Λυρική, στη «Νόρμα». Ακολουθεί η εμφάνισή του, μετά από πρόσκληση, στο Φεστιβάλ του Στρασβούργου, στον «Ντον Τζιοβάνι». Οσον αφορά στις ζωντανές παρουσιάσεις του δίσκου, δηλώνει «απόλυτα διαθέσιμος να γυρίσω οποιαδήποτε γωνιά της Ελλάδας, παρουσιάζοντας αυτό το πρόγραμμα, αν υπάρξει κάποιος που θα ήθελε να οργανώσει κάτι τέτοιο».