Τμήμα του ΕΛΑΣ σε μάχη |
Η Ιταλία συμμετείχε στον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ, διεκδικώντας μερίδιο της ιμπεριαλιστικής λείας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Θεώρησε, ωστόσο, ότι οι διεκδικήσεις της δεν ικανοποιήθηκαν από τους λοιπούς συμμάχους. Το κίνημα του «Fascio» αναπτύσσεται μέσα σε συνθήκες γενικευμένης εθνικής και οικονομικής δυσαρέσκειας και κατορθώνει να επικρατήσει με χαρακτηριστική ευκολία και χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις από την πλευρά του ιταλικού λαού και του εργατικού κινήματος (το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας έχει ιδρυθεί από το 1921). Το φασιστικό κόμμα εκπροσωπεί, στο πολιτικό επίπεδο, την αστική τάξη και τους μεγαλογαιοκτήμονες.1 Στην προπαγάνδα του, χρησιμοποιεί τα πάγια μοτίβα των ομόλογων καθεστώτων: Κολακεία προς το «λαό» (όπου ο λαός δεν ορίζεται ταξικά, αλλά συμπεριλαμβάνει όλες τις τάξεις που απαρτίζουν το έθνος), ιδιαίτερη έμφαση στους αγρότες (ως «ρίζα του έθνους»), προαγωγή της «συνεργασίας των τάξεων». Το καθεστώς χαρακτηρίζεται ακόμη από οξύ αυταρχισμό και αντικομμουνισμό. Ασκεί ιμπεριαλιστική πολιτική, που αποβλέπει στη διείσδυση στα δυτικά Βαλκάνια (κυρίως την Αλβανία), στην ανατολική Μεσόγειο και την Αφρική, όπου η Ιταλία είχε παραδοσιακά τη μεγαλύτερη επιρροή (Λιβύη, Σομαλία, Αιθιοπία).
Ιταλία - Νεαρός Ιταλός παρτιζάνος αιχμάλωτος των Γερμανών |
Εκτοτε, η φασιστική Ιταλία γνώρισε σημαντικές ήττες, σε όλα τα μέτωπα του πολέμου όπου συμμετείχε. Οι αλλεπάλληλες αυτές αποτυχίες, μαζί με την προϊούσα οικονομική κατάρρευση της χώρας, είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο ίδιο το φασιστικό καθεστώς. Στις αρχές του 1943, η 8η Ιταλική Στρατιά, που πολεμούσε ενάντια στη Σοβιετική Ενωση, είχε ήδη καταρρεύσει. Ακόμη, η ήττα των ιταλικών στρατευμάτων στην Αφρική οδήγησε στην απώλεια των αποικιών της Ιταλίας. Με τον τρόπο αυτό, η Ιταλία αποκόπηκε από τις παραδοσιακές πηγές ανεφοδιασμού της, από όπου αντλούσε, πριν τον πόλεμο, όλο το καουτσούκ, το 80% του πετρελαίου, το 70% των σιτηρών, το 40% της ξυλείας της.
Η αποστέρηση των πρώτων υλών και ενέργειας οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην επιδείνωση των συνθηκών ζωής της ιταλικής εργατικής τάξης και της αγροτιάς. Το λαϊκό κίνημα αναπτύσσεται, από το Μάη του 1942, με πρωτοπορία το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, που κατορθώνει να αποκαταστήσει τις επαφές του με τις μάζες.
ΜΕΛΕΤΖΗΣ ΣΠΥΡΟΣ |
Αντάρτικη ομάδα του ΕΛΑΣ |
Το τελικό χτύπημα στο καθεστώς Μουσολίνι δόθηκε με την εισβολή των Βρετανών και Αμερικανών στη Σικελία, που ξεκίνησε στις 10 Ιούλη του 1943 και ολοκληρώθηκε στις 17 Αυγούστου. Στις 24 Ιούλη, στη συνεδρίαση του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου, αποφασίστηκε η αποπομπή του Μουσολίνι. Την επόμενη μέρα, ο Μουσολίνι συνελήφθη και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο, διοικητής των ιταλικών στρατευμάτων, στον εξευτελιστικό για την Ιταλία πόλεμο της Αιθιοπίας (1935 - 1936).
Η κυβέρνηση Μπαντόλιο επιχείρησε να συνεχίσει την ίδια ισχυρά κατασταλτική πολιτική του καθεστώτος Μουσολίνι, κάτι που όξυνε και ενέτεινε την ταξική πάλη στο εσωτερικό της Ιταλίας: Τις πρώτες μέρες κιόλας από τη συγκρότησή της, ένα ισχυρό απεργιακό ρεύμα παραλύει ολόκληρη τη βόρεια Ιταλία. Ταυτόχρονα, ο Μπαντόλιο προσπαθεί να προσεγγίσει τους Δυτικούς συμμάχους και κρατά αναβλητική στάση απέναντι στη Γερμανία, ζητώντας της να απαλλάξει την Ιταλία από τις συμμαχικές της υποχρεώσεις. Η απάντηση ήταν η κατάληψη της χώρας από τις 17 γερμανικές μεραρχίες που βρίσκονταν ήδη εκεί.
Η παλλαϊκή απαίτηση για την απεμπλοκή της χώρας από τον πόλεμο εξαναγκάζει τελικά την κυβέρνηση Μπαντόλιο σε συνομιλίες ειρήνευσης με τους συμμάχους. Η ανακωχή υπογράφτηκε στις 8 Σεπτέμβρη του 1943 και σήμανε την απόσυρση της Ιταλίας από το συνασπισμό του Αξονα. Ως άμεσο αποτέλεσμα της ανακωχής, αγγλοαμερικανικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Ιταλία, που κατέστη θέατρο συγκρούσεων ανάμεσα στους παλιούς και νέους συμμάχους της. Ο Μουσολίνι ελευθερώθηκε από Γερμανούς αλεξιπτωτιστές και μεταφέρθηκε στην πόλη Σαλό, της βόρειας Ιταλίας, όπου και ίδρυσε μια μικρογραφία φασιστικού κράτους, την επιλεγόμενη «Κοινωνική Δημοκρατία». Στις 11 Οκτώβρη του 1943, η κυβέρνηση Μπαντόλιο κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας και ο αντιφασιστικός συνασπισμός αναγνώρισε την Ιταλία ως σύμμαχη χώρα.
Ο ιταλικός λαός υπέφερε τα πάνδεινα από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Λέγεται ότι οι ωμότητες των ναζί στην Ιταλία συναγωνίζονται εκείνες που διέπραξαν στη Σοβιετική Ενωση: Στη δεύτερη περίπτωση αντιμετώπιζαν τον ταξικό εχθρό. Στην περίπτωση της Ιταλίας, τιμωρούσαν τον «αφερέγγυο σύμμαχο», τον «προδότη». Ωστόσο, το κίνημα αντίστασης στην Ιταλία πέρασε σε νέα φάση ανάπτυξης και οδήγησε, σε συνδυασμό με τη γενικότερη εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων, στην οριστική απελευθέρωση της Ιταλίας από τους Γερμανούς (25 Απρίλη του 1945). Τέλος, οι Ιταλοί παρτιζάνοι, με την επιμονή των μελών και στελεχών του ΚΚ Ιταλίας, που έπαιζε καθοδηγητικό ρόλο στο κίνημα, πέτυχαν στο Μιλάνο την εκτέλεση του Μουσολίνι, παρά την αντίθετη βούληση των Αμερικανών και των Βρετανών.
Με την ιταλογερμανική κατάκτηση, η Ελλάδα χωρίστηκε σε τρεις ζώνες κατοχής. Οι Ιταλοί έλαβαν τη μερίδα του λέοντος: Δυτική Μακεδονία, Ηπειρο, Θεσσαλία, Πελοπόννησο, νησιά Αιγαίου (πλην Μήλου, Λήμνου, Λέσβου, Χίου) και την περιοχή Λασηθίου στην Κρήτη. Τα Ιόνια νησιά προσαρτήθηκαν στην Ιταλία, ενώ τα Δωδεκάνησα τελούσαν ήδη υπό ιταλική κατοχή. Επίσης, οι Ιταλοί ασκούσαν από κοινού με τους Γερμανούς τη διοίκηση στην Αθήνα και στον Πειραιά.
Σε επίπεδο άσκησης της κατοχικής διοίκησης, οι Ιταλοί φασίστες αξιωματούχοι και στρατιωτικοί δεν υπολείπονταν σε βαρβαρότητα από τους Γερμανούς συμμάχους τους. Σε επίπεδο όμως στόχων, προπαγάνδας και τακτικής, η ιταλική διοίκηση εμφανίζεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, διαφοροποιημένη: Προβάλλει την ύπαρξη «εθνικών» ερεισμάτων, καθώς και «νόμιμων» ιστορικών διεκδικήσεων σε συγκεκριμένες περιοχές του ελληνικού εδάφους. Η μία τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι των Βλάχων της Πίνδου. Οι Βλάχοι είναι λατινόφωνοι ορεσίβιοι Ελληνες, η καταγωγή των οποίων ανάγεται, κατ' άλλους, στους βετεράνους Ρωμαίους στρατιώτες, στους οποίους η αυτοκρατορία εκχωρούσε γη και οι οποίοι παρέμειναν στην ορεινή Ελλάδα και αφομοιώθηκαν με το ντόπιο στοιχείο και, κατ' άλλους, σε ρουμανικής προέλευσης νομαδικούς πληθυσμούς που αποίκισαν περιοχές των Βαλκανίων το Μεσαίωνα, αναζητώντας βοσκοτόπια. Πριν ακόμη από τον πόλεμο, οι πληθυσμοί αυτοί αποτελούσαν στόχο, τόσο της επίσημης ρουμανικής προπαγάνδας, όσο και της προπαγάνδας του ιταλικού φασιστικού κράτους, που τους ζητούσε να «ενωθούν με τη μεγάλη λατινική πατρίδα». Οι Ιταλοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν ερείσματα ανάμεσα στους βλαχόφωνους πληθυσμούς: Στήριξαν μάλιστα την ίδρυση του λεγόμενου «Βλαχικού Κράτους της Πίνδου», που το ανακήρυξαν σε πριγκιπάτο, με «πρίγκιπα» έναν διεθνή τυχοδιώκτη, τον Αλκιβιάδη Διαμάντη, που είχε από παλιά δεσμούς με το φασιστικό ρουμάνικο καθεστώς. Ακόμη, προσπάθησαν να συγκροτήσουν ένα δοσιλογικό στρατιωτικό σώμα, την επονομαζόμενη «Λεγεώνα των Βλάχων», που παρουσίαζαν ως απογόνους της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας. Οι προσπάθειες αυτές δεν τελεσφόρησαν: Σκόνταψαν στην καθολική σχεδόν άρνηση των βλαχικών πληθυσμών να ενσωματωθούν στην πολιτική και τη διοίκηση των κατακτητών, καθώς είχαν διαμορφωμένη ελληνική εθνική συνείδηση, αλλά και στην επίμονη και σθεναρή αντίσταση και προπαγάνδα του ΕΑΜ, στην ευρύτερη περιοχή.
Η δεύτερη χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη των νησιών: Οι Ιταλοί εμφανίστηκαν εκεί ως κληρονόμοι της μακρόχρονης βενετικής κυριαρχίας. Το γεγονός κατέστη περισσότερο φανερό στα Ιόνια νησιά, που τελούσαν υπό προσάρτηση. Οι Ιταλοί προσπάθησαν να αποκόψουν εντελώς τη διοίκηση των νησιών από την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια. Εξέδωσαν νόμισμα (την «ιονική δραχμή»), ενώ ασκούσαν πολιτιστική προπαγάνδα, εμφανιζόμενοι ως απόγονοι των «Βενετών, που εκπολίτισαν τα νησιά». Οσοι αντιστέκονταν, χαρακτηρίζονταν «φορείς βυζαντινισμού και ανατολίτικης νοοτροπίας».
Ωστόσο, αν ήταν αυτή η πολιτική της ιταλικής κατοχικής διοίκησης, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη συμπεριφορά των απλών Ιταλών φαντάρων. Ο ιταλικός λαός, που δέχτηκε παθητικά και επί μακρόν το φασιστικό καθεστώς, δεν ενσωμάτωσε, γενικά, τις «αξίες» του, ιδιαίτερα τις μιλιταριστικές, εκείνες που αναφέρονταν στη στρατιωτική ισχύ της αρχαίας Ρώμης. Το ιταλικό έθνος, που συναπαρτίστηκε από πολλές και διαφορετικές εθνότητες, είναι παιδί της Αναγέννησης: Συγκροτήθηκε μέσα από τις εμπορικές δραστηριότητες, στις οποίες οφείλουν κατά τεκμήριο την ακμή τους οι ιταλικές πόλεις, παρά το γεγονός ότι, κατά την πορεία της δημιουργίας του κράτους του, στράφηκε ιδεολογικά στο «ρωμαϊκό κλέος». Η αστική τάξη της Ιταλίας ήταν (και, βέβαια, είναι) ενσωματωμένη στο σύστημα του ιμπεριαλισμού σε σημαντική θέση και ο ιταλικός στρατός δεν είναι μη υπολογίσιμος. Ωστόσο, ο μιλιταρισμός είναι μάλλον ξένος προς τη νοοτροπία του Ιταλού εργάτη και αγρότη. Οι αλλεπάλληλες στρατιωτικές ήττες, οι αγριότητες του πολέμου και η ντροπή για τις άδικες επιθέσεις απέναντι σε γειτονικούς λαούς, όξυναν τα φιλειρηνικά αισθήματα των Ιταλών στρατιωτών, τους βοήθησαν να αντιληφθούν καλύτερα το χαρακτήρα του φασιστικού καθεστώτος και δημιούργησαν ανάμεσά τους πρόσφορο έδαφος για να ριζώσουν τα απελευθερωτικά και αντιφασιστικά κηρύγματα του ΕΑΜ.
Η συνθηκολόγηση της 8ης Σεπτέμβρη του 1943 βρήκε διχασμένες τις ιταλικές κατοχικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Οι φασίστες αξιωματικοί επεδίωξαν την παράδοσή τους στους παλιούς συμμάχους τους.2 Μεγάλη μερίδα όμως των απλών φαντάρων, αλλά και αρκετοί αξιωματικοί καριέρας που δεν είχαν σχέση με το καθεστώς, όχι μόνο δεν παραδόθηκαν στους Γερμανούς, αλλά και προσχώρησαν στις δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, μαζί με τον - αξιοσημείωτο - οπλισμό τους. Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα είναι αυτό που συνέβη στην Κεφαλονιά. Στο νησί του Ιονίου, σημειώθηκαν οι πιο εκτεταμένες συγκρούσεις ανάμεσα σε Γερμανούς και Ιταλούς. Το αποτέλεσμα ήταν 5.500 Ιταλοί νεκροί, όχι μόνο στις μάχες, αλλά και ανάμεσα σ' αυτούς που παραδόθηκαν στους Γερμανούς, οι οποίοι καθόλου δεν εφείσθησαν των τέως συμμάχων τους. Οι Ιταλοί αντιφασίστες, που βγήκαν στο βουνό με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, σφυρηλάτησαν την αντιφασιστική τους συνείδηση και συντέλεσαν τα μέγιστα στην περαιτέρω ανάπτυξη του αντιφασιστικού κινήματος στην ίδια τη χώρα τους.
H ένταξη Ιταλών αντιφασιστών, μαζί με τον οπλισμό τους, στις γραμμές του ΕΛΑΣ συντέλεσε ουσιαστικά στην ενίσχυση του αντιφασιστικού - εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αλλά, από την άλλη, οδήγησε στην ένταση των επιχειρήσεων από την πλευρά των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων. Σε έκθεση του Γερμανού στρατηγού Αεροπορίας, Βίλχελμ Σπάιντελ, στρατιωτικού διοικητή Ελλάδας, με ημερομηνία 5 Οκτώβρη του 1943, αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«(...) Επίσης κι ο συμμοριτισμός δυναμώνει διαρκώς. Τον τελευταίο καιρό με την προσθήκη ιταλικών - εν μέρει βαριών - όπλων πήρε σημαντική ώθηση. Στρατιωτικά εκκαθαριστικά μέτρα εφαρμόζονται και πάλι σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα στην Εύβοια, όπου οι συμμορίες συμμάχησαν εν μέρει με τους Ιταλούς. Στις μεγάλες πόλεις της Αθήνας και του Πειραιά, ο κομμουνισμός θα μπορούσε να καταπολεμηθεί με επιτυχία μόνο αν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ισχυρότερες γερμανικές αστυνομικές δυνάμεις(...)».
Δεν μπορούμε εδώ να μη σκεφτούμε την ορθότητα της πολιτικής του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, που, αντικειμενικά, πάνω στο έδαφος της αντίστασης ενάντια στον κατακτητή και στην καλλιέργεια αντιφασιστικών αισθημάτων στους Ιταλούς φαντάρους, οικοδόμησαν, στο μέτρο του δυνατού, πραγματική αλληλεγγύη και συντροφικότητα με την ιταλική εργατική τάξη.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η συνθηκολόγηση της Ιταλίας, στις 8 Σεπτέμβρη του 1943, είναι μία σημαντική νίκη του αντιφασιστικού συνασπισμού, που οφείλεται τόσο στην εσωτερική αντίσταση του ιταλικού λαού απέναντι στο φασιστικό καθεστώς, όσο και στη συνολική αντίσταση των λαών απέναντι στο ναζισμό και στο φασισμό. Στη διαδικασία αυτή, αδιαμφισβήτητη είναι η συμβολή της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης: Το ΕΑΜ, με την προπαγάνδα και τη δράση του, διαπαιδαγώγησε σε αντιφασιστική κατεύθυνση τους Ιταλούς φαντάρους, μετατρέποντας ένα μεγάλο μέρος τους, από κατακτητές και εχθρούς, σε συντρόφους και συμμάχους στον αντιφασιστικό αγώνα.
Ο θρύλος λέει ότι η πρώτη ιταλική βόμβα, που έπεσε στη Ζάκυνθο, γκρέμισε το σπίτι όπου γεννήθηκε ο μεγάλος Ούγκο Φόσκολο (1778 - 1827) αγωνιστής της ελευθερίας, «φίλος των γιακωβίνων» και εθνικός ποιητής της Ιταλίας. Η συναδέλφωση, στο πεδίο του κοινού αγώνα κατά του φασισμού, της ελληνικής και της ιταλικής εργατικής τάξης, μπορεί να μην ξανάχτισε το σπίτι του Φόσκολο, ζωντάνεψε όμως τις αξίες του, εγγράφοντάς τες σε ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο: Στην πάλη της εργατικής τάξης και όλων των λαϊκών στρωμάτων ενάντια στην αστική τάξη που γεννά το φασισμό και τον πόλεμο.
Σημειώσεις:
1. Πρέπει να σημειώσουμε ότι κατάλοιπα φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής επιβιώνουν στην Ιταλία μέχρι τη δεκαετία του '50.
2. Η παράδοση των Ιταλών στους Γερμανούς δε σημαίνει ότι τους έσωσε τη ζωή. Οι περισσότεροι που παραδόθηκαν εκτελέστηκαν.
Βιβλιογραφία: