ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Αυγούστου 2003
Σελ. /28
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πολλαπλό αντιλαϊκό χτύπημα

Μια επίσκεψη στην αγορά βεβαιώνει με τον πλέον απόλυτο τρόπο ότι οι θεατρινισμοί των κυβερνώντων και οι τηλεοπτικές παραστάσεις μέσα από τις οποίες οι αρμόδιοι επιχειρούν να μας πείσουν ότι «αποδίδουν τα μέτρα για τον έλεγχο των τιμών», αποτελούν ευτελή παραμύθια παραποίησης μιας ιδιαίτερα δύσκολης κατάστασης που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι.

Οι ανατιμήσεις σε όλο το φάσμα των ειδών λαϊκής κατανάλωσης δεν έχουν σταματημό. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες εκμεταλλεύονται με τον πιο αισχρό τρόπο τις δυνατότητες που φαίνεται πως υπάρχουν ακόμα σε σχέση με τα διαθέσιμα εισοδήματα, έχουν επιδοθεί σε ένα ασύλληπτο παιχνίδι ανατιμήσεων και σταθεροποίησης των τιμών σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Είδη και εμπορεύματα που στο πολύ πρόσφατο παρελθόν αγοράζονταν με λιγότερο από 100 δραχμές ή με ποσά 150 και 200 δραχμών, παγιώθηκε πλέον να πωλούνται τουλάχιστον με 1 ευρώ. Γίνεται, δηλαδή, πραγματικότητα αυτό που ο «Ρ» είχε καταγγείλει από τον προηγούμενο χρόνο, ότι δηλαδή οι στρογγυλοποιήσεις των τιμών δε γίνονται στην επόμενη δεκάδα των λεπτών, αλλά στα 50 λεπτά ή και στο ευρώ.

Το χτύπημα για τους εργαζόμενους είναι πολλαπλό, αφού τα λαϊκά νοικοκυριά έχουν να αντιμετωπίσουν τις συνεχείς ανατιμήσεις και την ακρίβεια, σε ένα καθεστώς πολυετούς λιτότητας και συνεχούς συρρίκνωσης διαφόρων υπηρεσιών που μέχρι και πριν από λόγια χρόνια αποτελούσαν δωρεάν δημόσια παροχή, έναντι των υπέρογκων φόρων που πληρώνουν οι εργαζόμενοι. Το φαινόμενο που παρατηρείται σήμερα είναι οι εργαζόμενοι να είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν με σχετικά (λόγω του πληθωρισμού) λιγότερα εισοδήματα, περισσότερους φόρους, ανατιμημένα προϊόντα και εμπορεύματα, ακριβότερες υπηρεσίες για Παιδεία, Υγεία και κοινωνική πρόνοια κ.ο.κ. Τέτοιου είδους εξισώσεις βέβαια δε λύνονται! Ετσι τα λαϊκά νοικοκυριά είτε σπρώχνονται στη «λύση» του τραπεζικού δανεισμού μεταθέτοντας το πρόβλημά τους για λίγους μήνες αργότερα, είτε εξαναγκάζονται να κάνουν περικοπές στην κάλυψη των αναγκών τους. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε καθημερινά, ειδικά αυτές τις μέρες που θεωρούνται μέρες διακοπών. Η εσωτερική τουριστική κίνηση έχει πέσει κατακόρυφα, αφού κάποιες οικογένειες ανέβαλαν για την επόμενη χρονιά την προοπτική των διακοπών, ενώ οι περισσότεροι, σύμφωνα με ορισμένα πρώτα στοιχεία, μείωσαν την περίοδο των διακοπών τους...

Ο καθένας καταλαβαίνει ότι οι δυσκολίες που συναντά η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα, στην προσπάθεια να καλύψουν τις βασικές ανάγκες διαβίωσης των οικογενειών τους, δεν αντιμετωπίζονται απλώς με επιφανειακά μέτρα που θα κουκουλώνουν το πρόβλημα της θέσης τους στη συνολική μοιρασιά του παραγόμενου πλούτου της κοινωνίας. Πολύ περισσότερο, δε λύνονται με επικοινωνιακά κόλπα σαν κι αυτά που μετέρχεται ο υφυπουργός του Κ. Σημίτη στο υπουργείο Ανάπτυξης. Οι κινήσεις των κυβερνώντων δεν υπαγορεύονται από το ενδιαφέρον τους για τη συνεχή μείωση της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών που έχουν οι εργάτες, οι συνταξιούχοι, οι αγρότες, οι άλλοι εργαζόμενοι, αλλά από την ανάγκη να αντιμετωπίσουν - στα λόγια - τη γενικευόμενη λαϊκή κατακραυγή για τα αποτελέσματα της πολιτικής τους. Μιας πολιτικής για την οποία όλο και πιο προκλητικά «ομολογείται» πως δεν τίθεται σε καμιά απολύτως διαπραγμάτευση το γενικό δόγμα της, ότι τα πάντα γίνονται στο όνομα, και οι πάντες θα πρέπει να υποτάσσονται, στα συμφέροντα και τις αξιώσεις του μεγάλου κεφαλαίου...


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


ΑΓΟΡΑ
Ανατιμήσεις - φωτιά, πολιτική - πρόκληση

Αποκλειστικά υπεύθυνη για τις συνεχείς ανατιμήσεις και την ακρίβεια σε όλα τα είδη λαϊκής κατανάλωσης, είναι η κυβέρνηση και η πολιτική απροκάλυπτης στήριξης των αξιώσεων του μεγάλου κεφαλαίου

Eurokinissi

Η ακρίβεια είναι εδώ. Ταλανίζει τους καταναλωτές και ροκανίζει τα λαϊκά εισοδήματα. «Ζει και βασιλεύει» στο όνομα της «ελεύθερης αγοράς» με τις ευλογίες της κυβέρνησης και της πολιτικής της, που -σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης Α. Τσοχατζόπουλου- έχει ανάγει σε «χρέος» της τη διεύρυνση και την εξασφάλιση της κυριαρχίας της. Την ίδια στιγμή, κάποιοι τρίβουν τα χέρια τους μετρώντας τα κέρδη που τους αποφέρει η επικράτηση όλων των συνεπειών που συνοδεύουν το καθεστώς της «ελεύθερης αγοράς». Την ασυδοσία, τις συνεχείς και εντελώς ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις, τη συστηματική λεηλασία των εργαζομένων - καταναλωτών. Κι αυτοί βέβαια που τρίβουν τα χέρια τους δεν είναι άλλοι από τους βιομηχάνους, τους μεγαλοεισαγωγείς και τους μεγαλέμπορους, όλοι αυτοί στους οποίους η κυβέρνηση έχει δώσει το μαχαίρι και το πεπόνι, ώστε να φέρνουν στα μέτρα των επιδιώξεών τους τις τιμές της αγοράς.

Τεράστια αγανάχτηση

Εδώ και καιρό η αγανάκτηση των λαϊκών στρωμάτων έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις των τιμών στον πληθωρισμό, έχει αναγκάσει την κυβέρνηση να ασχοληθεί με το θέμα σε επίπεδο προεκλογικής προπαγάνδας. Σ' αυτό το πλαίσιο περισσεύουν οι κορόνες περί πάταξης των κερδοσκόπων. Βέβαια, όταν οι κυβερνώντες μιλούν για κερδοσκόπους, κάθε άλλο παρά εννοούν αυτούς που καθορίζουν τις τιμές στην αγορά, δηλαδή τους μεγαλοβιομηχάνους και μεγαλεμπόρους. Για την κυβερνητική προπαγάνδα κερδοσκόποι είναι οι πωλητές των λαϊκών αγορών και οι παραγωγοί αγροτικών προϊόντων, οι μικρομπακάληδες και οι ταβερνιάρηδες τουριστικών περιοχών ή μερικοί κάποιοι πρατηριούχοι που φέρονται να αισχροκερδούν διαμορφώνοντας υψηλές τιμές, με βάση τις αντίστοιχες που προμηθεύονται από τις εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών. Χωρίς κανείς να αγνοεί ότι σε όλους τους χώρους υπάρχουν μικρότεροι ή μεγαλύτεροι επιτήδειοι που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις, η κυβερνητική προπαγάνδα απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο που έχει στηθεί στη βάση της επιχείρησης σπίλωσης ολόκληρων κλάδων, που σε τελική ανάλυση αποτελούν τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας της διαμόρφωσης των τιμών στην αγορά.


ICON

Ομως, μια κυβέρνηση σαν κι αυτή που πίνει νερό στο όνομα του «επιχειρηματικού ανταγωνισμού», που θεσμοθετεί και φροντίζει για την πιστή εφαρμογή και τη διεύρυνση των ανελέητων κανόνων της «ελεύθερης αγοράς», θα ήταν παράδοξο να έρθει σε ρήξη με εκείνους που εκ προοιμίου εξυπηρετεί, με τα μεγάλα κέρδη, με τους κατ' εξοχήν διαμορφωτές των τιμών και της ακρίβειας: με βιομηχάνους, μεγαλοχονδρέμπορους, με μεγαλοεισαγωγείς, με εφοπλιστές, με ασφαλιστικές εταιρίες, με εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών, με ιδιωτικές κλινικές, με τις ίδιες τις διοικήσεις των ΔΕΚΟ που επιβάλουν ανατιμήσεις στα τιμολόγιά τους για να κερδίζουν οι μεγαλομέτοχοι που καρπώνονται τα κέρδη από τις ιδιωτικοποιήσεις. Σ' όλους αυτούς η κυβέρνηση απλώς υπενθυμίζει τις καλές υπηρεσίες που τους έχει προσφέρει τόσα χρόνια και στη βάση της ανταπόδοσης, τους «παρακαλάει» να συγκρατηθούν, σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα των ανατιμήσεων στα είδη της, βάζοντας πλάτες κατά την προεκλογική περίοδο που διανύουμε.

Κερδοσκοπική... φύση

Η αλήθεια είναι ότι η ακρίβεια, ως συνέπεια της κερδοσκοπίας των μεγαλοεπιχειρηματιών στα πλαίσια της μεγιστοποίησης του κέρδους του μεγάλου κεφαλαίου, είναι συνυφασμένη με την «ελεύθερη αγορά». Με τις επιδιώξεις των κεφαλαιοκρατών να αυξάνουν διαρκώς τα κέρδη τους. Χωρίς αυτή δε θα μπορούσε να υπάρχει συγκέντρωση του πλούτου στα μονοπώλια, τα κέρδη που με περισσή περηφάνια ανακοίνωνε τις προηγούμενες μέρες ο υπουργός Ανάπτυξης ότι έχει εξασφαλίσει η κυβέρνηση στους μεγαλοεπιχειρηματίες, υπενθυμίζοντάς τους με πόση συνέπεια τους υπηρετεί. Είναι, δε, φανερό, ότι η κυβέρνηση ασχολούμενη με το θέμα των ανατιμήσεων, το κάνει μόνο έχοντας υπόψη της τις επερχόμενες εκλογές, ενώ, καρφί δεν της καίγεται για τα λαϊκά εισοδήματα. Η ακρίβεια δεν αντιμετωπίζεται με τη «διασφάλιση της απελευθέρωσης των αγορών», όπως επιδιώκει η κυβερνητική πολιτική σύμφωνα με τον Α. Τσοχατζόπουλο. Αντίθετα, τρέφεται απ' αυτή και θεριεύει όσο διευρύνεται η «απελευθέρωση». Δεν «πατάσσεται» με επιβολή τιμολογίων στη διακίνηση των οπωροκηπευτικών σαν κι αυτά που προτίθεται να επιβάλει το σχετικό νομοσχέδιο που απλώς θα επιδεινώσει την άσχημη θέση των παραγωγών απέναντι στους χονδρεμπόρους, ούτε με τις λαϊκίστικες φανφάρες των αρμόδιων κυβερνητικών στελεχών που περιφέρονται από λαϊκή σε λαϊκή, με τη συνοδεία της τηλεοπτικής κάμερας, με φραστικές περικοκλάδες αποπροσανατολισμού περί «παρεμβάσεων στη δομική λειτουργία της αγοράς» ή με κατά καιρούς απειλές για πρόστιμα - ντουφεκιές σε πρατηριούχους. Πολύ περισσότερο, η ακρίβεια δεν αντιμετωπίζεται με «συμφωνίες κυρίων» για τη διαμόρφωση των τιμών. Γιατί απλούστατα το μεγάλο κεφάλαιο εξ ορισμού δεν μπορεί να συμφωνήσει με το να ανακόψει την πορεία αύξησης του κέρδους του. Ακόμα κι αν κάτι τέτοιο επιτευχθεί συγκυριακά στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος κυβερνώντων και επιχειρηματιών, είναι δεδομένο ότι ήδη τα κέρδη της περιόδου «συγκράτησης των ανατιμήσεων» τα έχουν προεισπράξει πολλαπλάσια και θα συνεχίσουν να τα εισπράττουν στον ίδιο βαθμό αμέσως μετά τη λήξη της «συμφωνίας». Εξάλλου, τις περισσότερες φορές οι «συμφωνίες κυρίων» που έχουν πολυδιαφημιστεί αποδείχτηκαν κάλπικες ακόμα και για την περίοδο ισχύος τους, αφού οι μεγαλοεπιχειρηματίες μόνο επέβαλαν κανονικότατα αυξήσεις στις τιμές γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια τα όσα -με βάση τις περισσότερες φορές μόνο με τους ισχυρισμούς της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης- είχαν «συμφωνήσει».

Χαρακτηριστική είναι η περίοδος που προηγήθηκε της εισαγωγής του ευρώ, τις παραμονές, δηλαδή, του 2002, αλλά και τα όσα ακολούθησαν στη διαμόρφωση των τιμών από τότε μέχρι σήμερα, εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, που οι αλλεπάλληλες αδικαιολόγητες και ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις έχουν πάρει μορφή χιονοστιβάδας. Αρκεί να ανατρέξει κανείς σε μερικές μόνο από τις ανατιμήσεις που επιβλήθηκαν από το φθινόπωρο μέχρι το τέλος του 2001 και είχαν να κάνουν από τη μια με τις «παραδοσιακές» αυξήσεις τιμών που κάνουν οι βιομηχανίες τους φθινοπωρινούς μήνες και από την άλλη με τη μετατροπή των τιμών σε ευρώ. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, ήταν τους τελευταίους μήνες του 2001 ανατιμήσεις σε τυποποιημένα τρόφιμα μέχρι και 19,1% (στο λάδι), στο ψωμί που οι 300 δρχ. το κιλό έγιναν 1 ευρώ (ή 340,75 δρχ.), χώρια οι αυξήσεις στις τιμές έτοιμου φαγητού (σουβλάκια, τυρόπιτες κλπ.).

Ανατιμήσεις χωρίς τέλος

Ακολούθως, με το «καλημέρα» του 2002 και μέχρι τον Ιούλη του ίδιου χρόνου, όταν πια το ευρώ ήταν αποκλειστικό νόμισμα στις συναλλαγές, έγινε «το έλα να δεις» με τις τιμές. Οι καταναλωτές όχι μόνο δεν... προλάβαιναν τις αυξήσεις, αλλά με το ευρώ, δύσκολα τις διαπίστωναν αμέσως και με ακρίβεια. Αυτό που διαπίστωσαν από τον πρώτο καιρό ήταν τελικά ότι το εισόδημα εξανεμιζόταν ακόμα πιο γρήγορα απ' ό,τι οι δραχμές. Ετσι, ενδεικτικά αναφέρουμε, την ανατίμηση στο φρέσκο γάλα κατά 11%, στα τυριά 13%, στα αλκοολούχα ποτά 15%, στα έλαια μέχρι 26%, στο ρύζι 33% στα ζυμαρικά 6%, στα αναψυκτικά 7%. Παράλληλα, οι καταναλωτές είδαν τις τιμές των οπωροκηπευτικών να «σκαρφαλώνουν» σε δυσθεώρητα ύψη, με ανατιμήσεις που έφτασαν το Γενάρη του ίδιου χρόνου μέχρι και 400% πάνω, με αιτία, ως ένα βαθμό πρόσχημα για τους κερδοσκόπους, κατά ένα άλλο μέρος την κακοκαιρία. Από κοντά, συνεχίστηκαν «απρόσκοπτα» και οι ανατιμήσεις στα τιμολόγια των ΔΕΚΟ, καθώς δε θα μπορούσε να ανακοπεί και η εξέλιξη των κερδών των μετόχων από την ιδιωτικοποίηση, ενώ ταυτόχρονα οι μισθοσυντήρητες οικογένειες έχουν να αντιμετωπίσουν και τις ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις στα ασφάλιστρα, στα καύσιμα, στη στέγη και σε είδη και υπηρεσίες καθημερινής αναγκαστικής κατανάλωσης. Στο μεταξύ, σύμφωνα μόνο με τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ, που σύμφωνα με την αίσθηση που έχει ο κάθε επισκέπτης καταστημάτων υπολείπονται από λίγο έως πολύ της πραγματικότητας. Τον Ιούνη του 2003, σε σύγκριση με τον Ιούνη του 2002, καταγράφτηκαν ανατιμήσεις:

  • στα νωπά φρούτα κατά 34,6%
  • στα νωπά λαχανικά κατά 26,4%
  • στις νωπές πατάτες κατά 64,9%
  • στα ψάρια κατά 8,3%
  • στα γαλακτοκομικά και αυγά κατά 3,7%
  • στον τομέα συντήρησης και επισκευής αυτοκινήτου κατά 10,4%
  • στις λοιπές δαπάνες αυτοκινήτου αύξηση κατά 9,6%
  • στην ύδρευση - αποχέτευση κατά 7,1%
  • στα ενοίκια κατοικιών κατά 5,4%
  • στα γλυκά και ζαχαρωτά κατά 5,5%
  • στο μεταλλικό νερό - αναψυκτικά - χυμούς φρούτων 5,9%
  • στα δημοτικά τέλη κατά 5,6%
  • στα δίδακτρα 4,5%
  • στο πακέτο των διακοπών 8,7%
  • στα εισιτήρια των πλοίων 12,4%
  • στα σερβιριζόμενα αναψυκτικά - γλυκά - καφέδες - ποτά 5,5%.

Από τη σύγκριση, δε, των τιμών που διαθέτουν οι υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης, για τις μέσες τιμές που είχαν διάφορα είδη ευρείας κατανάλωσης το Γενάρη του 2002, με εκείνες που καταγράφτηκαν τον Απρίλη του 2003, προκύπτουν αυξήσεις σε συγκεκριμένες μάρκες προϊόντων που φτάνουν μέχρι και 14,55%. Η συγκεκριμένη αύξηση καταγράφεται στο φρέσκο γάλα του μισού λίτρου, ενώ η συσκευασία του ενός λίτρου ακρίβυνε κατά 8,91%. Ανατιμήσεις ακόμα σημειώθηκαν:

  • στο ρύζι μέχρι 7,55%
  • στα μπισκότα 11,84%
  • στα ζυμαρικά μέχρι 12,73%
  • στο γιαούρτι 8,70%
  • στη φέτα 8,35%
  • στο ελαιόλαδο 5,66%
  • στις μπίρες 8,77%
  • στα αναψυκτικά 8%.

Η εξέλιξη των τιμών πιστοποιείται από τα στοιχεία που κατά καιρούς δημοσιεύουν οργανισμοί, που αναγνωρίζουν και οι ίδιοι οι κυβερνώντες. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του «Economist», η Αθήνα σκαρφάλωσε από την 85η στη 59η θέση των ακριβότερων πόλεων του κόσμου, με πόλη αναφοράς τη Ν. Υόρκη. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της «Eurostat» το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ανέρχεται μόλις στο 67,8% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αυτά είναι μόνο δύο ενδεικτικά στοιχεία που αποκαλύπτουν την κυβερνητική κοροϊδία ότι δήθεν κόπτεται για τον έλεγχο των τιμών, για ανάκαμψη του βιοτικού επιπέδου και για προστασία των λαϊκών εισοδημάτων.

Σύμπλευση με το κεφάλαιο

Εάν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά να ελέγξει τις τιμές, θα μπορούσε. Αυτή η κυβέρνηση όμως, και κάθε άλλη κυβέρνηση από το νεοφιλελεύθερο αντιλαϊκό μπλοκ του γαλαζοπράσινου δικομματισμού, δε θέλει κάτι τέτοιο και εδώ που τα λέμε ούτε το κρύβουν... «Βεβαίως δεν έχω απαγορευτικά μέτρα, ούτε μπορώ να πάρω, ούτε μπορώ να κάνω διατίμηση», επανέλαβε απερίφραστα για πολλοστή φορά την προηγούμενη εβδομάδα ο Α. Τσοχατζόπουλος. «Δεν μπορούμε να πούμε σε κανέναν γιατί πουλάς τόσο, αλλά θα βρούμε μια τρίχα στο μαγαζί του και θα του ασκήσουμε δίωξη για υγειονομική παράβαση», είπε από την άλλη ο υφυπουργός Ανάπτυξης, Κ. Κουλούρης, (είναι φανερό ότι αν κάποιος πουλάει φθηνά η κυβέρνηση θα προσπεράσει την υγειονομική παράβαση...). Η κυβέρνηση έχει απεμπολήσει τους μηχανισμούς ελέγχου των τιμών και πάταξης της κερδοσκοπίας γιατί αυτή είναι η πολιτική της: η σύμπλευση με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και η ευθυγράμμισή της με τις επιταγές του μεγάλου κεφαλαίου. Εάν αποφάσιζε να ελέγξει πραγματικά τις τιμές στην πηγή της διαμόρφωσής τους και να προστατεύσει τα λαϊκά εισοδήματα από την καταλήστευση που υφίστανται καθημερινά αυτό αυτομάτως θα σήμαινε ότι θα ερχόταν σε ρήξη και σε ευθεία αντιπαράθεση με το μεγάλο κεφάλαιο. Κάτι τέτοιο όμως έρχεται σε αντίθεση με την πολιτική που έχει αναλάβει να εφαρμόσει και με τα συμφέροντα που έχει ταχθεί να υπηρετεί...


Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ