Αποκλειστικά υπεύθυνη για τις συνεχείς ανατιμήσεις και την ακρίβεια σε όλα τα είδη λαϊκής κατανάλωσης, είναι η κυβέρνηση και η πολιτική απροκάλυπτης στήριξης των αξιώσεων του μεγάλου κεφαλαίου
Eurokinissi |
Εδώ και καιρό η αγανάκτηση των λαϊκών στρωμάτων έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις των τιμών στον πληθωρισμό, έχει αναγκάσει την κυβέρνηση να ασχοληθεί με το θέμα σε επίπεδο προεκλογικής προπαγάνδας. Σ' αυτό το πλαίσιο περισσεύουν οι κορόνες περί πάταξης των κερδοσκόπων. Βέβαια, όταν οι κυβερνώντες μιλούν για κερδοσκόπους, κάθε άλλο παρά εννοούν αυτούς που καθορίζουν τις τιμές στην αγορά, δηλαδή τους μεγαλοβιομηχάνους και μεγαλεμπόρους. Για την κυβερνητική προπαγάνδα κερδοσκόποι είναι οι πωλητές των λαϊκών αγορών και οι παραγωγοί αγροτικών προϊόντων, οι μικρομπακάληδες και οι ταβερνιάρηδες τουριστικών περιοχών ή μερικοί κάποιοι πρατηριούχοι που φέρονται να αισχροκερδούν διαμορφώνοντας υψηλές τιμές, με βάση τις αντίστοιχες που προμηθεύονται από τις εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών. Χωρίς κανείς να αγνοεί ότι σε όλους τους χώρους υπάρχουν μικρότεροι ή μεγαλύτεροι επιτήδειοι που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις, η κυβερνητική προπαγάνδα απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο που έχει στηθεί στη βάση της επιχείρησης σπίλωσης ολόκληρων κλάδων, που σε τελική ανάλυση αποτελούν τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας της διαμόρφωσης των τιμών στην αγορά.
ICON |
Η αλήθεια είναι ότι η ακρίβεια, ως συνέπεια της κερδοσκοπίας των μεγαλοεπιχειρηματιών στα πλαίσια της μεγιστοποίησης του κέρδους του μεγάλου κεφαλαίου, είναι συνυφασμένη με την «ελεύθερη αγορά». Με τις επιδιώξεις των κεφαλαιοκρατών να αυξάνουν διαρκώς τα κέρδη τους. Χωρίς αυτή δε θα μπορούσε να υπάρχει συγκέντρωση του πλούτου στα μονοπώλια, τα κέρδη που με περισσή περηφάνια ανακοίνωνε τις προηγούμενες μέρες ο υπουργός Ανάπτυξης ότι έχει εξασφαλίσει η κυβέρνηση στους μεγαλοεπιχειρηματίες, υπενθυμίζοντάς τους με πόση συνέπεια τους υπηρετεί. Είναι, δε, φανερό, ότι η κυβέρνηση ασχολούμενη με το θέμα των ανατιμήσεων, το κάνει μόνο έχοντας υπόψη της τις επερχόμενες εκλογές, ενώ, καρφί δεν της καίγεται για τα λαϊκά εισοδήματα. Η ακρίβεια δεν αντιμετωπίζεται με τη «διασφάλιση της απελευθέρωσης των αγορών», όπως επιδιώκει η κυβερνητική πολιτική σύμφωνα με τον Α. Τσοχατζόπουλο. Αντίθετα, τρέφεται απ' αυτή και θεριεύει όσο διευρύνεται η «απελευθέρωση». Δεν «πατάσσεται» με επιβολή τιμολογίων στη διακίνηση των οπωροκηπευτικών σαν κι αυτά που προτίθεται να επιβάλει το σχετικό νομοσχέδιο που απλώς θα επιδεινώσει την άσχημη θέση των παραγωγών απέναντι στους χονδρεμπόρους, ούτε με τις λαϊκίστικες φανφάρες των αρμόδιων κυβερνητικών στελεχών που περιφέρονται από λαϊκή σε λαϊκή, με τη συνοδεία της τηλεοπτικής κάμερας, με φραστικές περικοκλάδες αποπροσανατολισμού περί «παρεμβάσεων στη δομική λειτουργία της αγοράς» ή με κατά καιρούς απειλές για πρόστιμα - ντουφεκιές σε πρατηριούχους. Πολύ περισσότερο, η ακρίβεια δεν αντιμετωπίζεται με «συμφωνίες κυρίων» για τη διαμόρφωση των τιμών. Γιατί απλούστατα το μεγάλο κεφάλαιο εξ ορισμού δεν μπορεί να συμφωνήσει με το να ανακόψει την πορεία αύξησης του κέρδους του. Ακόμα κι αν κάτι τέτοιο επιτευχθεί συγκυριακά στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος κυβερνώντων και επιχειρηματιών, είναι δεδομένο ότι ήδη τα κέρδη της περιόδου «συγκράτησης των ανατιμήσεων» τα έχουν προεισπράξει πολλαπλάσια και θα συνεχίσουν να τα εισπράττουν στον ίδιο βαθμό αμέσως μετά τη λήξη της «συμφωνίας». Εξάλλου, τις περισσότερες φορές οι «συμφωνίες κυρίων» που έχουν πολυδιαφημιστεί αποδείχτηκαν κάλπικες ακόμα και για την περίοδο ισχύος τους, αφού οι μεγαλοεπιχειρηματίες μόνο επέβαλαν κανονικότατα αυξήσεις στις τιμές γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια τα όσα -με βάση τις περισσότερες φορές μόνο με τους ισχυρισμούς της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης- είχαν «συμφωνήσει».
Χαρακτηριστική είναι η περίοδος που προηγήθηκε της εισαγωγής του ευρώ, τις παραμονές, δηλαδή, του 2002, αλλά και τα όσα ακολούθησαν στη διαμόρφωση των τιμών από τότε μέχρι σήμερα, εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, που οι αλλεπάλληλες αδικαιολόγητες και ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις έχουν πάρει μορφή χιονοστιβάδας. Αρκεί να ανατρέξει κανείς σε μερικές μόνο από τις ανατιμήσεις που επιβλήθηκαν από το φθινόπωρο μέχρι το τέλος του 2001 και είχαν να κάνουν από τη μια με τις «παραδοσιακές» αυξήσεις τιμών που κάνουν οι βιομηχανίες τους φθινοπωρινούς μήνες και από την άλλη με τη μετατροπή των τιμών σε ευρώ. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, ήταν τους τελευταίους μήνες του 2001 ανατιμήσεις σε τυποποιημένα τρόφιμα μέχρι και 19,1% (στο λάδι), στο ψωμί που οι 300 δρχ. το κιλό έγιναν 1 ευρώ (ή 340,75 δρχ.), χώρια οι αυξήσεις στις τιμές έτοιμου φαγητού (σουβλάκια, τυρόπιτες κλπ.).
Ακολούθως, με το «καλημέρα» του 2002 και μέχρι τον Ιούλη του ίδιου χρόνου, όταν πια το ευρώ ήταν αποκλειστικό νόμισμα στις συναλλαγές, έγινε «το έλα να δεις» με τις τιμές. Οι καταναλωτές όχι μόνο δεν... προλάβαιναν τις αυξήσεις, αλλά με το ευρώ, δύσκολα τις διαπίστωναν αμέσως και με ακρίβεια. Αυτό που διαπίστωσαν από τον πρώτο καιρό ήταν τελικά ότι το εισόδημα εξανεμιζόταν ακόμα πιο γρήγορα απ' ό,τι οι δραχμές. Ετσι, ενδεικτικά αναφέρουμε, την ανατίμηση στο φρέσκο γάλα κατά 11%, στα τυριά 13%, στα αλκοολούχα ποτά 15%, στα έλαια μέχρι 26%, στο ρύζι 33% στα ζυμαρικά 6%, στα αναψυκτικά 7%. Παράλληλα, οι καταναλωτές είδαν τις τιμές των οπωροκηπευτικών να «σκαρφαλώνουν» σε δυσθεώρητα ύψη, με ανατιμήσεις που έφτασαν το Γενάρη του ίδιου χρόνου μέχρι και 400% πάνω, με αιτία, ως ένα βαθμό πρόσχημα για τους κερδοσκόπους, κατά ένα άλλο μέρος την κακοκαιρία. Από κοντά, συνεχίστηκαν «απρόσκοπτα» και οι ανατιμήσεις στα τιμολόγια των ΔΕΚΟ, καθώς δε θα μπορούσε να ανακοπεί και η εξέλιξη των κερδών των μετόχων από την ιδιωτικοποίηση, ενώ ταυτόχρονα οι μισθοσυντήρητες οικογένειες έχουν να αντιμετωπίσουν και τις ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις στα ασφάλιστρα, στα καύσιμα, στη στέγη και σε είδη και υπηρεσίες καθημερινής αναγκαστικής κατανάλωσης. Στο μεταξύ, σύμφωνα μόνο με τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ, που σύμφωνα με την αίσθηση που έχει ο κάθε επισκέπτης καταστημάτων υπολείπονται από λίγο έως πολύ της πραγματικότητας. Τον Ιούνη του 2003, σε σύγκριση με τον Ιούνη του 2002, καταγράφτηκαν ανατιμήσεις:
Από τη σύγκριση, δε, των τιμών που διαθέτουν οι υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης, για τις μέσες τιμές που είχαν διάφορα είδη ευρείας κατανάλωσης το Γενάρη του 2002, με εκείνες που καταγράφτηκαν τον Απρίλη του 2003, προκύπτουν αυξήσεις σε συγκεκριμένες μάρκες προϊόντων που φτάνουν μέχρι και 14,55%. Η συγκεκριμένη αύξηση καταγράφεται στο φρέσκο γάλα του μισού λίτρου, ενώ η συσκευασία του ενός λίτρου ακρίβυνε κατά 8,91%. Ανατιμήσεις ακόμα σημειώθηκαν:
Η εξέλιξη των τιμών πιστοποιείται από τα στοιχεία που κατά καιρούς δημοσιεύουν οργανισμοί, που αναγνωρίζουν και οι ίδιοι οι κυβερνώντες. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του «Economist», η Αθήνα σκαρφάλωσε από την 85η στη 59η θέση των ακριβότερων πόλεων του κόσμου, με πόλη αναφοράς τη Ν. Υόρκη. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της «Eurostat» το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ανέρχεται μόλις στο 67,8% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αυτά είναι μόνο δύο ενδεικτικά στοιχεία που αποκαλύπτουν την κυβερνητική κοροϊδία ότι δήθεν κόπτεται για τον έλεγχο των τιμών, για ανάκαμψη του βιοτικού επιπέδου και για προστασία των λαϊκών εισοδημάτων.
Εάν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά να ελέγξει τις τιμές, θα μπορούσε. Αυτή η κυβέρνηση όμως, και κάθε άλλη κυβέρνηση από το νεοφιλελεύθερο αντιλαϊκό μπλοκ του γαλαζοπράσινου δικομματισμού, δε θέλει κάτι τέτοιο και εδώ που τα λέμε ούτε το κρύβουν... «Βεβαίως δεν έχω απαγορευτικά μέτρα, ούτε μπορώ να πάρω, ούτε μπορώ να κάνω διατίμηση», επανέλαβε απερίφραστα για πολλοστή φορά την προηγούμενη εβδομάδα ο Α. Τσοχατζόπουλος. «Δεν μπορούμε να πούμε σε κανέναν γιατί πουλάς τόσο, αλλά θα βρούμε μια τρίχα στο μαγαζί του και θα του ασκήσουμε δίωξη για υγειονομική παράβαση», είπε από την άλλη ο υφυπουργός Ανάπτυξης, Κ. Κουλούρης, (είναι φανερό ότι αν κάποιος πουλάει φθηνά η κυβέρνηση θα προσπεράσει την υγειονομική παράβαση...). Η κυβέρνηση έχει απεμπολήσει τους μηχανισμούς ελέγχου των τιμών και πάταξης της κερδοσκοπίας γιατί αυτή είναι η πολιτική της: η σύμπλευση με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και η ευθυγράμμισή της με τις επιταγές του μεγάλου κεφαλαίου. Εάν αποφάσιζε να ελέγξει πραγματικά τις τιμές στην πηγή της διαμόρφωσής τους και να προστατεύσει τα λαϊκά εισοδήματα από την καταλήστευση που υφίστανται καθημερινά αυτό αυτομάτως θα σήμαινε ότι θα ερχόταν σε ρήξη και σε ευθεία αντιπαράθεση με το μεγάλο κεφάλαιο. Κάτι τέτοιο όμως έρχεται σε αντίθεση με την πολιτική που έχει αναλάβει να εφαρμόσει και με τα συμφέροντα που έχει ταχθεί να υπηρετεί...