Είναι το τελευταίο κεφάλαιο του έργου του Μαρξ, «Μισθός, τιμή και κέρδος». Εδώ αναφέρεται στην αξία του εμπορεύματος εργατική δύναμη, (την αναφέρει και ως αξία της εργασίας), τους όρους διαμόρφωσής της, τα όριά της, τη σχέση της με τα κέρδη και την εργάσιμη μέρα, και ότι η πάλη της εργατικής τάξης για την αύξηση των μισθών και τη μείωση του εργάσιμου χρόνου πρέπει να συνδέεται με τον αγώνα για την κατάργηση του καπιταλισμού, ως εξής: «Αντί το συντηρητικό σύνθημα: "Ενα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα", θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: "Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας"».
Θα μπορούσα να απαντήσω με μια γενίκευση και να πω ότι, όπως και σ' όλα τ' άλλα εμπορεύματα, έτσι και στην εργασία, η τιμή της αγοράς της θα προσαρμοστεί με τον καιρό στην αξία της, ότι επομένως ο εργάτης, ό,τι κι αν κάνει και παρ' όλες τις διακυμάνσεις προς τα πάνω και προς τα κάτω, θα πάρει κατά μέσον όρο μονάχα την αξία της εργασίας του, που αναλύεται στην αξία της εργατικής του δύναμης, που με τη σειρά της καθορίζεται από την αξία των μέσων συντήρησης που χρειάζονται για τη διατήρηση κι αναπαραγωγή της και που η αξία τους ρυθμίζεται τελικά από την ποσότητα της εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή τους.
Εκτός απ' αυτό το καθαρά φυσικό στοιχείο, η αξία της εργασίας καθορίζεται σε κάθε χώρα από ένα πατροπαράδοτο βιοτικό επίπεδο. Δεν πρόκειται για την καθαρά φυσική ζωή, αλλά για την ικανοποίηση ορισμένων αναγκών που πηγάζουν από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες είναι τοποθετημένοι και αναπτύσσονται οι άνθρωποι. Το βιοτικό επίπεδο του Αγγλου μπορεί να κατεβεί ως το επίπεδο του Ιρλανδού, το βιοτικό επίπεδο ενός Γερμανού αγρότη ως το επίπεδο ενός Λιθουανού αγρότη. Πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξουν, απ' αυτή την άποψη, η ιστορική παράδοση και η κοινωνική συνήθεια, μπορείτε να το δείτε από το έργο του κ. Θόρντον για τον «Υπερπληθυσμό», όπου ο συγγραφέας αποδείχνει ότι ο μέσος μισθός στις διάφορες αγροτικές περιοχές της Αγγλίας, ακόμα και σήμερα διαφέρει λίγο - πολύ ανάλογα με τις περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκές περιστάσεις από τις οποίες οι περιοχές αυτές βγήκαν από την κατάσταση της δουλοπαροικίας.
Αυτό το ιστορικό ή κοινωνικό στοιχείο που μπαίνει στην αξία της εργασίας, μπορεί να δυναμώσει ή ν' αδυνατίσει ή και να σβήσει ολότελα, έτσι που να μη μείνει τίποτα άλλο εκτός από το φυσικό όριο. Τον καιρό του αντιγιακομπίνικου πολέμου που έγινε - όπως συνήθιζε να λέει ο αδιόρθωτος καρπωτής των φόρων και των αργομίσθων, ο γερο-Τζορτζ Ροζ - για να προστατευτούν τα αγαθά της αγίας ημών θρησκείας από τις επιδρομές των Γάλλων απίστων, οι έντιμοι Αγγλοι ενοικιαστές γης, που τόσο τρυφερά τους μεταχειριστήκαμε σε μια από τις προηγούμενες συνεδριάσεις μας, κατέβασαν τους μισθούς των εργατών γης χαμηλότερα ακόμα κι από κείνο το καθαρά φυσικό ελάχιστο όριο, αλλά συμπλήρωσαν το υπόλοιπο που ήταν απαραίτητο για τη φυσική διαιώνιση του γένους με το νόμο για τους φτωχούς. Αυτό ήταν ένας ένδοξος τρόπος για τη μετατροπή του μισθωτού εργάτη σε σκλάβο και του περήφανου ελεύθερου γαιοκάτοχου του Σαίξπηρ σε εξαθλιωμένο άνθρωπο.
Συγκρίνετε το επίπεδο των μισθών ή των αξιών της εργασίας στις διάφορες χώρες, και συγκρίνετέ τους σε διάφορες ιστορικές εποχές της ίδιας χώρας, και θα βρείτε ότι η ίδια η αξία της εργασίας δεν είναι ένα σταθερό, αλλά ένα μεταβλητό μέγεθος, ακόμα κι αν υποθέσετε ότι οι αξίες όλων των άλλων εμπορευμάτων παρέμειναν σταθερές.
Μια παρόμοια σύγκριση θ' απέδειχνε ότι αλλάζουν όχι μόνο τα τρέχοντα ποσοστά του κέρδους, αλλά και τα μέσα ποσοστά του.
Η υπόθεση αναλύεται στο ζήτημα του συσχετισμού των δυνάμεων των αντιμαχομένων.
Οσο για τα όρια της αξίας της εργασίας, ο πραγματικός καθορισμός της εξαρτάται πάντα από την προσφορά και τη ζήτηση. Εννοώ τη ζήτηση για εργασία από τη μεριά του κεφαλαίου και την προσφορά της εργασίας από τους εργάτες...
Με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας επιταχύνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου, ακόμα και παρά το σχετικά υψηλό επίπεδο των μισθών. Απ' αυτό θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει, όπως πραγματικά είχε συμπεράνει ο Ανταμ Σμιθ που στον καιρό του η σύγχρονη βιομηχανία βρισκόταν ακόμα στην παιδική της ηλικία, ότι η επιταχυνόμενη συσσώρευση του κεφαλαίου κάνει τη ζυγαριά να κλίνει υπέρ του εργάτη, εξασφαλίζοντας μιαν όλο και μεγαλύτερη ζήτηση της δουλιάς του. Ξεκινώντας από την ίδια αυτή άποψη πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς απορούσαν γιατί ενώ το αγγλικό κεφάλαιο αυξήθηκε, στην τελευταία εικοσαετία, πολύ πιο γρήγορα από ό,τι αυξήθηκε ο αγγλικός πληθυσμός, οι μισθοί δεν υψώθηκαν σημαντικά. Ταυτόχρονα όμως με την πρόοδο της συσσώρευσης συντελείται μια προοδευτική αλλαγή στη σύνθεση του κεφαλαίου. Το μέρος εκείνο του συνολικού κεφαλαίου που αποτελείται από σταθερό κεφάλαιο, από μηχανές, πρώτες ύλες, μέσα παραγωγής σε κάθε δυνατή μορφή, αυξάνεται πιο γρήγορα σε σύγκριση με το άλλο μέρος του κεφαλαίου που ξοδεύεται σε μισθούς ή στην αγορά εργασίας...
Υστερα απ' αυτή τη μεγάλη και, όπως φοβούμαι, κουραστική έκθεση που υποχρεώθηκα να κάνω για να ανταποκριθώ κάπως στο θέμα που συζητιέται, θα ήθελα να κλείσω με την πρόταση να παρθούν οι ακόλουθες αποφάσεις:
Πρώτο. Μια γενική άνοδος του επιπέδου των μισθών θα είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση του γενικού ποσοστού του κέρδους, χωρίς όμως, για να μιλήσουμε γενικά, να επηρεάσει τις τιμές των εμπορευμάτων.
Δεύτερο. Η γενική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι ν' ανεβάζει αλλά να κατεβάζει το μέσο επίπεδο των μισθών.
Τρίτο. Οι εργατικές ενώσεις προσφέρουν καλή υπηρεσία σαν κέντρα αντίστασης ενάντια στους σφετερισμούς του κεφαλαίου. Αποτυχαίνουν μερικά στο σκοπό τους, όταν δεν κάνουν σωστή χρήση της δύναμής τους. Αποτυχαίνουν ολοκληρωτικά στο σκοπό τους όταν περιορίζονται σ' ένα μικροπόλεμο ενάντια στα αποτελέσματα του σημερινού συστήματος, αντί να προσπαθούν ταυτόχρονα να το αλλάξουν, αντί να χρησιμοποιούν τις οργανωμένες δυνάμεις τους σαν ένα μοχλό για την τελική απελευθέρωση της εργατικής τάξης, δηλαδή για την οριστική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας.