Τα μέτωπα αυτής της επίθεσης που ξεχωρίζουν περισσότερο είναι: Η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, η κατάργηση της κοινωνικής ασφάλισης και η εμπορευματοποίηση βασικών κοινωνικών αγαθών - υγεία, παιδεία, αθλητισμός, πολιτισμός κ.ά.
Παράλληλα, διεξάγεται μια επιχείρηση πλήρους ακύρωσης συνδικαλιστικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και εγκαθίδρυση της αστυνομοκρατίας και της δυνατότητας των εξουσιαστικών μηχανισμών να διεισδύουν ακόμα και στις πιο μικρές πτυχές της ζωής των εργαζομένων (ιδιωτικά και δημόσια συστήματα παρακολούθησης, μοντέλα διοίκησης επιχειρήσεων που μετατρέπουν τον εργαζόμενο σε χαφιέ του εαυτού του κ.ά.). Στόχος αυτής της τακτικής είναι η αύξηση της κατασταλτικής ικανότητας του κράτους για το χτύπημα των λαϊκών κινημάτων.
Επιπλέον, εδώ και χρόνια συντελείται μια προσπάθεια, από τη μεριά των κυβερνήσεων, απομαζικοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος - δηλαδή, απομάκρυνσης των εργαζομένων από τον οργανωμένο συλλογικό αγώνα μέσω της θεωρίας της αναποτελεσματικότητας - αλλά και χειραγώγησης των συνδικάτων σε όλες τις βαθμίδες ώστε αυτά να μετατραπούν από εργαλεία της ταξικής πάλης σε φορείς νομιμοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής και καλλιέργεια της αντίληψης περί ταξικής συνεργασίας και κοινωνικής συναίνεσης. Στόχος αυτής της διαδικασίας είναι να εγκλωβίσει τις ριζοσπαστικές δυνάμεις και στοιχεία της κοινωνίας σε πλαίσια στόχων που δεν απειλούν το σύστημα, με την έννοια ότι δεν αποβλέπουν στην ανατροπή του, αλλά επιδιώκουν στην καλύτερη περίπτωση τη διαχείριση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι.
«Φωτεινά» παραδείγματα εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού αποτελούν σήμερα η πλειοψηφία στην ηγεσία της ΓΣΕΕ, αλλά και της ΑΔΕΔΥ με επιμέρους διαφοροποιήσεις, που με πολύ μεγάλη ευκολία συναίνεσαν στο πέρασμα κάθε είδους αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων όλα αυτά τα χρόνια.
Ολες αυτές οι διαδικασίες αποτελούν, όπως εύστοχα σημειώνουν οι βουλευτές του ΚΚΕ στην Επερώτησή τους που πρόσφατα κατέθεσαν προς τον υπουργό Εργασίας, «βασικό στοιχείο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, της στρατηγικής του κεφαλαίου και αποσκοπεί στην αύξηση των κερδών των μονοπωλίων μέσα από την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και την αποδιοργάνωση της πάλης του εργατικού κινήματος».
Πρώτιστη, λοιπόν, ανάγκη να γίνει κατανοητό ότι η επίλυση των επιμέρους προβλημάτων περνά μέσα από τη συνολική αμφισβήτηση και αντίσταση στην αντεργατική πολιτική και στρατηγική του κεφαλαίου.
Για τις εργασιακές σχέσεις στο «Βίλατζ Παρκ» |
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και μέχρι σήμερα το ένα αντεργατικό μέτρο διαδέχεται το άλλο, ισχυροποιώντας και επεκτείνοντας το καθεστώς των ελαστικών μορφών απασχόλησης, την ανατροπή των εργασιακών, ασφαλιστικών και μισθολογικών δικαιωμάτων. Ενδεικτικά, η εξέλιξη των κατώτατων ημερομισθίων από το 1990 μέχρι το 2001 σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και στη βάση του επίσημου πληθωρισμού, δείχνει μείωση των πραγματικών μισθών και μεροκάματων. Δεδομένου ότι ο πραγματικός πληθωρισμός ήταν μεγαλύτερος αυτό το χρονικό διάστημα, η απώλεια στις αποδοχές των εργαζομένων είναι μεγαλύτερη. (Βλέπε πίνακα 1).
Η ψήφιση αντεργατικών νόμων που χτυπάνε το σταθερό ημερήσιο χρόνο εργασίας, εφαρμόζουν και επεκτείνουν τη μερική απασχόληση, αυξάνουν το όριο των απολύσεων, μειώνουν την ασφαλιστική εισφορά των εργοδοτών, αυξάνουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, μειώνουν τις συντάξεις, είναι μερικά ακόμη από τα αντεργατικά μέτρα που προωθήθηκαν αυτά τα χρόνια.
Στιγμιότυπο από διαδήλωση έξω από το υπουργείο Εργασίας για την υπεράσπιση του 8ωρου |
Ενα άλλο, μεγάλο αντεργατικό κεφάλαιο είναι οι ελαστικές μορφές απασχόλησης. Ενας συνδυασμός μέτρων που επιτρέπει στον εργοδότη να εκμεταλλεύεται στο έπακρο την προσφερόμενη εργατική δύναμη και για όσο καιρό αυτός τη χρειάζεται.
Το 6,5% των εργαζομένων απασχολούνται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, γεγονός που σημαίνει άθλιες αμοιβές και ασφάλιση, αλλά μεγάλη δυσκολία στη συμμετοχή στα συνδικάτα και κατ' επέκταση στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων. Μεγάλες διαστάσεις παίρνει και η «προσωρινή» απασχόληση. Ανάλογα λειτουργεί και η ελαστικοποίηση του ωραρίου που θέλει έναν εργαζόμενο πλήρως υποταγμένο στις ανάγκες του κεφαλαίου.
Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργούν και οι πρόσφατα νομιμοποιημένες εταιρίες ενοικίασης εργαζομένων (που όμως λειτουργούν εδώ και πολύ καιρό). Επιπρόσθετα, η νομιμοποίηση των εταιριών «ενοικίασης» εργαζομένων, που διαθέτουν εργατικό δυναμικό σε άλλες επιχειρήσεις για ορισμένο χρονικό διάστημα με τους πλέον επαχθείς όρους, επισημοποιούν τις εργοδοτικές αυθαιρεσίες στην εφαρμογή των συμβάσεων εργασίας, απαγορεύουν πρακτικά τη συνδικαλιστική δράση, κάνουν κανόνα την πολυειδικότητα. Εν ολίγοις, αφήνουν τον εργαζόμενο έρμαιο των διαθέσεων των εργοδοτών με μια ελάχιστη και πολλές φορές αυστηρά τυπική «προστασία» από ένα καταρρακωμένο νομοθετικό πλαίσιο που και στην καλύτερη στιγμή του δεν κάλυπτε ουσιαστικά την εργατική τάξη.
Το βαθμό εκμετάλλευσης εντείνει ακόμα περισσότερο η διάδοση του συστήματος των υπεργολαβιών και των εργολαβιών (τις οποίες ήδη χρησιμοποιούν το 21,8% των επιχειρήσεων). Δηλαδή, η ανάθεση μέρους της παραγωγικής διαδικασίας από την επιχείρηση που έχει αναλάβει το σύνολο του έργου σε επιμέρους μικρότερες επιχειρήσεις και πολύ συχνά με επαχθείς όρους. Αποτέλεσμα είναι η ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων, η υπερεντατικοποίηση της εργασίας. Συνθήκες που εκτός των άλλων συντελούν στην υπέρμετρη αύξηση του επαγγελματικού κινδύνου, μια μεγάλη απειλή για τη σωματική ακεραιότητα ακόμα και την ίδια τη ζωή του εργαζομένου.
Τάφοι στη σειρά για τους ναυτεργάτες του «Σέιλορ» |
Από την άλλη μεριά, η εργοδοσία, χρησιμοποιώντας αυταρχικές και τρομοκρατικές μεθόδους, έχοντας ως κύριο όπλο το φάσμα της ανεργίας εξαναγκάζει τους εργαζόμενους να δουλεύουν με ακόμα πιο σκληρούς και απάνθρωπους όρους. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι παρά τις όποιες επίμονες κυβερνητικές προσπάθειες να παρουσιάσει στρεβλά την πραγματικότητα, τα ποσοστά ανεργίας αυξάνονται διαρκώς (βλ. πίνακα 3). Ετσι, αν και για τις χρονιές 2000 και 2001 παρατηρείται μείωση των ποσοστών αυτό οφείλεται όχι στην αύξηση της απασχόλησης (η οποία, αντίθετα, έχει μειωθεί) αλλά στη μείωση του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Ολα τα παραπάνω δεν αποτελούν παρά το επίσημο κομμάτι της βάρβαρης πραγματικότητας που βιώνουν οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους. Οι ανασφάλιστες και απλήρωτες υπερωρίες και αργίες, το πετσόκομμα των ενσήμων, οι παράνομες απολύσεις, η μη τήρηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και τα μεροκάματα πείνας βρίσκονται στο πίσω μέρος της σκηνής, κάνοντας ακόμα πιο επώδυνες τις συνθήκες εργασίας και επιβίωσης της εργατικής τάξης. Τρανταχτό παράδειγμα το εργοτάξιο - κάτεργο του Ολυμπιακού Χωριού, του οποίου οι εργασίες άρχισαν τον Αύγουστο του 2001. Οποιος έστω και περιστασιακά ασχολείται με τις συνθήκες εργασίας που επικρατούν εκεί γνωρίζει ότι η δουλιά τα Σαββατοκύριακα, οι απλήρωτες και ανασφάλιστες υπερωρίες «πάνε σύννεφο». Παρ' όλ' αυτά στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας το Γενάρη του 2002 δεν είχε καταγραφεί καμιά υπερωρία και ήταν μετρημένες στα δάχτυλα οι αιτήσεις των επιχειρήσεων για άδεια εργασίας τα Σαββατοκύριακα.
«Με αίμα ποτισμένα τα κέρδη τους». Πικρή - ξεπικρή, αυτή είναι η αλήθεια |
Το πέρασμα αυτών των αντεργατικών μέτρων και η συνολική όξυνση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στους χώρους δουλιάς είναι και αποτέλεσμα της νομιμοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής από τη γραφειοκρατική συνδικαλιστική ελίτ. Τόσο η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ όσο και της ΑΔΕΔΥ πιστοί στην αντίληψη της κοινωνικής συναίνεσης έπαιξαν το ρόλο του κοινωνικού εταίρου, επιδοκιμάζοντας χωρίς καμιά αντίδραση, τις όποιες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις προώθησε με την πολιτική της η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Και, φυσικά, το έργο δε σταματά εδώ. Είναι χαρακτηριστικό τα όσα σημειώνουν στην Επερώτησή τους οι βουλευτές του ΚΚΕ: «Η επικίνδυνη τακτική της κοινωνικής συναίνεσης που αποσκοπεί στη νομιμοποίηση της αντεργατικής πολιτικής και στον αφοπλισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, χρησιμοποιείται για την επιβολή και νέων αντεργατικών μέτρων, τα οποία έχουν προετοιμάσει κυβέρνηση και βιομήχανοι. Μεθοδεύεται η επέκταση της μερικής απασχόλησης στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, η αύξηση των ορίων ακόμα και η απελευθέρωση των απολύσεων. Εξετάζεται η μείωση ακόμα και η κατάργηση της αποζημίωσης σε περίπτωση απολύσεων».