Το τρίτο και τελευταίο μέρος του φακέλου «Αξιολόγηση Ανώτατης Εκπαίδευσης» παρουσιάζει σήμερα ο «Ρ», παραθέτοντας την πρόταση του υπουργείου Παιδείας, τις σχετικές απαντήσεις - προτάσεις αρκετών πανεπιστημίων και την απάντηση του Τμήματος Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ. Γίνεται από όλα αυτά κατανοητό ότι τελικός στόχος είναι η πλήρης υποταγή των πανεπιστημίων στις ανάγκες των επιχειρήσεων, σε αντίθεση με τις πραγματικές ανάγκες του λαού, που υπαγορεύουν γενναία χρηματοδότηση των ιδρυμάτων από τον κρατικό προϋπολογισμό, πλήρη επιστημονική και οικονομική στήριξη του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και, προπαντός, έναν άλλο προσανατολισμό της ανώτατης εκπαίδευσης.
...την πρόταση του υπουργείου Παιδείας και τις προτάσεις των Πανεπιστημίων για την αξιολόγηση
Οι φοιτητές, απαιτώντας Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση, κινητοποιούνταν ενάντια στα σχέδια υποταγής των Πανεπιστημίων στις επιχειρήσεις |
Αναφέρει ότι για την αρχική φάση της διαδικασίας αξιολόγησης θα διασφαλιστεί η αναγκαία χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά κονδύλια (ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ). Αντικείμενο αξιολόγησης θα είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων και σχεδίων των ιδρυμάτων, ενώ για τα κριτήρια δε γίνεται λόγος πουθενά στην πρόταση, απλά αφήνεται να εννοηθεί ότι θα ακολουθηθεί η εμπειρία από αξιολογήσεις της Οργάνωσης Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων (CRE). Σημειώνεται ότι η πρώτη φάση αξιολόγησης θα διαρκέσει πέντε χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων θα αξιολογηθούν όλα τα ιδρύματα, εξαιρουμένων αυτών που έχουν ήδη αξιολογηθεί από την CRE.
Ενδεικτική του πλήρους ελέγχου από την κυρίαρχη πολιτική κυβέρνησης, ΕΕ, εργοδοτών είναι και η σύνθεση του ΕΣΑΠ - πέντε διορισμένα από το υπουργείο, δυο διορισμένα από τους πρυτάνεις των ΑΕΙ, δυο διορισμένα από τους προέδρους των ΤΕΙ και δυο μέλη «από το χώρο της παραγωγής και της απασχόλησης» - όπως επίσης και το γεγονός ότι οι περίοδοι και τα θέματα σύγκλησής τους καθορίζονται αποκλειστικά από την κυβέρνηση. Πρόκειται για ένα θεσμό νομιμοποιητικό της προαποφασισμένης από την κυβέρνηση και την ΕΕ πολιτικής, στο οποίο προσπαθούν να προσδώσουν επίφαση επιστημονικότητας και κοινωνικής συναίνεσης.
Γίνεται κατανοητό ότι το όλο εγχείρημα εντάσσεται στους γενικότερους σχεδιασμούς της ΕΕ και τις αναδιαρθρώσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει στην ανώτατη εκπαίδευση και της χώρας μας. Τα κριτήρια και ένα μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης θα προέρχονται από την ΕΕ, ενώ σημαντικό έλεγχο στις εξελίξεις θα έχουν απευθείας οι επιχειρήσεις (που θα εκπροσωπούνται στο σχετικό όργανο), υπαγορεύοντας τι είδους πανεπιστήμια και επιστήμονες θέλουν.
Απέναντι σ' αυτά, οι απαντήσεις και προτάσεις των πανεπιστημίων αντανακλούν αυταπάτες των ιδρυμάτων ότι «οι καλύτεροι θ' αντέξουν» ή ότι «μπορεί κάτι να μερεμετίσουν», ενώ άλλες προτάσεις είναι πλήρως προσαρμοσμένες στη λογική της κυβέρνησης.
Συγκεκριμένα, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης απάντησε στο υπουργείο ότι με αυτό το σύστημα «θα επιδιώξει να ελέγξει κεντρικά τα πάντα σε σχέση με το Πανεπιστήμιο. Αυτό δεν είναι ούτε σωστό ούτε αποτελεσματικό». Ως αντιστάθμισμα, το ΑΠΘ προτείνει την αυτοαξιολόγηση των ιδρυμάτων σύμφωνα με την πρακτική της CRE, ένα πρώτο βήμα δηλαδή αποδοχής της ιδέας της αξιολόγησης, με τελικό σκοπό την επιβολή όχι μόνο εθνικού, αλλά και κοινοτικού ελέγχου.
Το Πανεπιστήμιο Αιγαίου προτείνει το συνδυασμό αυτοαξιολόγησης και εθνικού συστήματος: Δημιουργία Επιτροπής Αξιολόγησης των Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης, που θα αποτελείται κατά πλειοψηφία από πανεπιστημιακούς και θα ορίζεται από τους πρυτάνεις, θα ορίζει τα κριτήρια και δε θα έχει στόχο την κατάταξη των ιδρυμάτων, πράγμα που στη συνέχεια αναιρείται, καθώς η επιτροπή θα ενημερώνει την κοινωνία για το επίπεδο των ιδρυμάτων, δηλαδή για το ποια είναι καλά και ποια όχι.
Αντίστοιχη είναι και η πρόταση του Πανεπιστημίου Κρήτης, που στο πλαίσιο εφαρμογής των ευρωκατευθύνσεων (αποφάσεις Μπολόνια, Πράγας) μιλάει για αξιολόγηση με «ακαδημαϊκά κριτήρια». Ποια είναι όμως τα «ακαδημαϊκά κριτήρια»; Σε τελική ανάλυση ορίζονται από την κυρίαρχη ιδεολογία που διαπνέει συνολικά την κοινωνία (άρα και το πανεπιστήμιο) και... υπηρετεί την «αγορά».
Ο αντιπρύτανης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Φ. Τσαλίδης, μιλάει επίσης για συνδυασμό αξιολογήσεων από πανεπιστήμια και εθνική επιτροπή και στέκεται ιδιαίτερα στα κριτήρια, σημειώνοντας ότι η επιτροπή θα πρέπει να παίρνει «υπόψη της τις απαιτήσεις της αγοράς». Προτείνει να κρίνονται οι εκπαιδευτικοί, εκτός των άλλων, και για τις «επαφές» που έχουν «με τη βιομηχανία»(!), ενώ η «διασύνδεση με τη βιομηχανία» να είναι κριτήριο γενικά για το ίδρυμα, μέσω της συνεργασίας του με τις επιχειρήσεις να αναπτύσσει τα προγράμματα σπουδών του και την έρευνα!! Ετσι η σύσταση αυτής της επιτροπής προτείνει να είναι 15μελής, με πέντε εκπροσώπους των ΑΕΙ, τέσσερις από δημόσιους χρηματοδότες των ιδρυμάτων και έξι «από ανεξάρτητους φορείς όπως ΣΕΒ, Επιμελητήρια...».
Τέλος, το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας αντιτίθεται στην αυτοαξιολόγηση και προτείνει αξιολόγηση που να οδηγεί άμεσα στην κατηγοριοποίηση (κατάταξη) των ιδρυμάτων και σε πιστοποίηση των καλύτερων (κέντρων αριστείας)!
Η απάντηση του Τμήματος Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ στην πρόταση του υπουργείου
Πού θα οδηγήσουν τελικά όλα αυτά; Τι πραγματικά υποκρύπτει ο όρος «ποιότητα» που κλίνει σε όλες τις πτώσεις η κυβέρνηση;
Οπως σημειώνει το Τμήμα Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ απαντώντας στην «πρόταση» του υπουργείου, η βελτίωση της εκπαίδευσης δεν είναι θέμα οργανογραμμάτων, όπως αυτό του ΕΣΑΠ, «είναι θέμα γενναίας χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό, είναι θέμα εξασφάλισης πλήρους επιστημονικής και οικονομικής στήριξης του εκπαιδευτικού προσωπικού, είναι, προπαντός, θέμα περιεχομένου και προσανατολισμού της εκπαίδευσης, που συνδέεται με τη γενικότερη πολιτική κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης».
Και το Τμήμα Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ τονίζει ότι «όπως προκύπτει από την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, της "ελαστικοποίησης" των εργασιακών σχέσεων, της κατάργησης της κοινωνικής ασφάλισης κλπ., η κυβέρνηση έχει αναθέσει στον αυτόματο πιλότο της "αγοράς" την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη της χώρας. Στην "αγορά", προτίθεστε, στην ουσία, να αναθέσετε και την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αλλωστε το ΕΣΑΠ, όργανο κατά πλειοψηφία ελεγχόμενο από την κυβέρνηση, προβλέπει ενισχυμένη παρουσία των εργοδοτικών φορέων. Και ενώ είστε αναλυτικότατοι στην περιγραφή των θεσμικών οργάνων που θα αναλάβουν την αξιολόγηση, αποφεύγετε τη συζήτηση πάνω στον πυρήνα του θέματος, δηλαδή στα κριτήρια. Ταυτόχρονα βεβαίως, μέσα από μια σειρά διαδικασίες που εξελίσσονται, προωθούνται στην πράξη τα βασικά κριτήρια που θέτει η ΕΕ μέσω της CRE και των κοινοτικών προγραμμάτων για την ανώτατη εκπαίδευση. Κριτήρια που εισάγονται σταδιακά, σαν αδιαμφισβήτητα πορίσματα, περιβεβλημένα με το κύρος κάποιων ειδικών και υπαγορεύουν την ολοσχερή συμμόρφωσή της στις ανάγκες της "αγοράς" σύμφωνα με τις υποδείξεις των εργοδοτικών φορέων καθώς και την "επιχειρηματική", "ανταγωνιστική" λειτουργία των ανώτατων ιδρυμάτων, αναιρώντας ολοσχερώς την όποια κοινωνική αποστολή τους.
Εργαλείο για την επιβολή αυτής της συμμόρφωσης, αποτελεί ο οικονομικός στραγγαλισμός των ΑΕΙ και ΤΕΙ, προκειμένου να εξαρτώνται από τους κάθε λογής χρηματοδότες τους (επιχειρήσεις, προγράμματα της ΕΕ κλπ.) Σε μια πορεία, όλα δείχνουν, ότι θα υπάρξει σύνδεση της αξιολόγησης ακόμη και με την κρατική επιχορήγηση. Αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης θα είναι η ενίσχυση των ανισοτήτων ανάμεσα στα ανώτατα ιδρύματα, στα τμήματα, το διδακτικό τους προσωπικό και τους αποφοίτους τους. Τα ανώτατα ιδρύματα που δε θα συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον της "αγοράς", θα περιθωριοποιηθούν και ορισμένα θα κλείσουν, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους αναγκαιότητα».
Είναι εύγλωττα τα παραδείγματα τμημάτων όπως αυτό των ναυπηγών, που αποτελεί ερώτημα για πόσο θα είναι διατεθειμένη η κυβέρνηση να το χρηματοδοτεί, τη στιγμή που κλείνει τα ναυπηγεία.
«Η αξιολόγηση - υπογραμμίζει το Τμήμα Παιδείας του ΚΚΕ - σαν σχεδιασμός και έλεγχος, δεν μπορεί να είναι μηχανισμός αυταρχικής επιβολής, αλλά υπόθεση της δημοκρατικής λειτουργίας των πανεπιστημίων - η οποία διαρκώς συρρικνώνεται - σε σύνδεση με την παρέμβαση του λαϊκού κινήματος».