ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Δεκέμβρη 2001
Σελ. /32
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΑΓΡΟΤΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ
Οξύνθηκαν τα προβλήματα, φούντωσαν οι αγώνες

Αντιμέτωποι με μια όλο κι εντεινόμενη αντιαγροτική πολιτική, από την κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ενωση, βρέθηκαν οι αγροτοκτηνοτρόφοι της χώρας το 2001. Βαμβάκι, καπνός, λάδι και μια σειρά ακόμα προϊόντα βρέθηκαν στο «μάτι του κυκλώνα», δηλαδή στη δίνη μια σειράς αντιαγροτικών αποφάσεων και προτάσεων, που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν στη φτώχεια και το ξεκλήρισμα τη μικρομεσαία αγροτιά. Απέναντι σε αυτή την ολέθρια πολιτική, αγρότες και κτηνοτρόφοι από όλες σχεδόν τις περιοχές της χώρας, αντέταξαν μέσα στο 2001 το αγωνιστικό σθένος τους, πραγματοποιώντας πάμπολλες και πολύμορφες αγωνιστικές κινητοποιήσεις.

Το πρώτο συλλαλητήριο του 2001 έγινε στις 15 Γενάρη από τους μηλοπαραγωγούς της Αγιάς Λάρισας και μέχρι το τέλος του Μάρτη ακολούθησε ομοβροντία συλλαλητηρίων από τον Εβρο μέχρι την Κρήτη και από την Κέρκυρα μέχρι τη Λέσβο. Μεγάλες αγροτικές κινητοποιήσεις έγιναν και σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπως για παράδειγμα στις 26/2 στις Βρυξέλλες. Οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν και μετά το πέρας της άνοιξης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους ροδακινοπαραγωγούς της Πέλλας - Ημαθίας στις αρχές του Ιούνη. Ο Σεπτέμβρης βρίσκει επί ποδός αγώνα τους βαμβακοπαραγωγούς της Θεσσαλίας και τους σταφιδοπαραγωγούς της Ηλείας. Στις 24/9 γίνονται συλλαλητήρια βαμβακοπαραγωγών σε Καρδίτσα, Λάρισα, Τρίκαλα, καθώς και στη Λαμία της Φθιώτιδας. Ο αγώνας των αγροτών συνεχίζεται και ακολουθούν σειρά συλλαλητηρίων σε πολλές αγροτικές περιοχές της χώρας, που εκτός από το βαμβάκι, στο αγωνιστικό προσκήνιο έφεραν τον καπνό και το λάδι και τα συνολικότερα προβλήματα που υπάρχουν. Χαρακτηριστικά συλλαλητήρια ήταν των καπνοπαραγωγών στο Αγρίνιο και των ελαιοπαραγωγών στη Μυτιλήνη. Στις 14/11 πραγματοποιείται ένα μεγαλειώδες συλλαλητήριο στην Καρδίτσα και ακολουθούν άλλα δύο πολύ μεγάλα συλλαλητήρια, στις 16/11 στα Φάρσαλα και στις 19/11 στα Τρίκαλα. Στις 19/11 ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΕΣΑΣΕ και ΣΥΔΑΣΕ διοργάνωσαν στη Θεσσαλονίκη ένα «κυβερνητικό» συλλαλητήριο εξαπάτησης των καπνοπαραγωγών. Ο αγώνας των αγροτοκτηνοτρόφων πήρε πανελλαδική διάσταση στις 10 Δεκέμβρη και μέχρι τις 14 Δεκέμβρη αγρότες και κτηνοτρόφοι προχώρησαν σε συλλαλητήρια με τα τρακτέρ στους δρόμους και τις πλατείες σε περισσότερους από 30 νομούς της χώρας. Με τη λήξη αυτών των προγραμματισμένων αγωνιστικών εκδηλώσεων το νέο αγωνιστικό ραντεβού δόθηκε για το 2002.

Μέσα στο 2001 συντελέστηκε το πιο σημαντικό γεγονός για τη στήριξη του αγώνα και την οργάνωση του αγωνιστικού συντονισμού των αγροτών. Είναι η ίδρυση της Παναγροτικής Αγωνιστικής Συσπείρωσης (ΠΑΣΥ). Στις 27 του Μάη στη Λάρισα σε μια μαζικότατη πανελλαδική σύσκεψη εκπροσώπων αγροτικών οργανώσεων και συντονιστικών επιτροπών, συγκροτείται η ΠΑΣΥ και μπαίνει στο στίβο του αγώνα. Από τη σύσκεψη αναδείχτηκε 54μελής πανελλαδική επιτροπή και 9μελής γραμματεία. Ο αγώνας των αγροτών βρήκε ένα στέρεο στήριγμα και ένα πειστικό εργαλείο ενημέρωσης, όπως φάνηκε και από τις τρεις πανελλαδικές συσκέψεις που διοργάνωσε η ΠΑΣΥ για βαμβάκι, κτηνοτροφία, λάδι και καπνό και τις πάμπολλες τοπικές συσκέψεις και περιοδείες που έγιναν σε όλες σχεδόν τις αγροτικές περιοχές της χώρας.

«Εσκαψαν το λάκκο» στο βαμβάκι

Στις 24 του Απρίλη του 2001 ο τότε υπουργός Γεωργίας, Γ. Ανωμερίτης, εισηγήθηκε και ψήφισε στο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας της ΕΕ στο Λουξεμβούργο, ένα ακόμα πιο καταστροφικό κανονισμό για το βαμβάκι. Πιο καταστροφικό και από τη σχετική πρόταση της Κομισιόν. Συγκεκριμένα ψηφίστηκε ένας κανονισμός όπου εκτός των άλλων ορίζει πως μέχρι τους 1.137.750 τόνους ο συντελεστής συνυπευθυνότητας παραμένει στο 0,5% και από εκεί και πάνω θα ανεβαίνει για κάθε αύξηση της ελληνικής παραγωγής κατά 15.170 τόνους, κατά 0,02%. Αυτό σημαίνει για τα ελληνικά δεδομένα παραγωγής ότι το πρόστιμο συνυπευθυνότητας γίνεται ακόμα μεγαλύτερο. Αξίζει να σημειωθεί ότι Γ. Ανωμερίτης δεν έλαβε υπόψη του έστω την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που στις 15/2 ψήφισε για αύξηση του πλαφόν στην Ελλάδα στους 1.200.000 τόνους.

Το τι κανονισμό τελικά ψήφισε η κυβέρνηση για το βαμβάκι το γεύτηκαν για τα καλά οι βαμβακοπαραγωγοί μετά την έναρξη της τρέχουσας εκκοκκιστικής περιόδου. Η κυβέρνηση, όμως, και το υπουργείο Γεωργίας σε μια προσπάθεια να «κουκουλώσουν» όσο γίνεται τις ολέθριες συνέπειες του νέου κανονισμού για το βαμβάκι ξεκίνησαν αμέσως μετά μια αλλοπρόσαλλη πολιτική με αυθαίρετα μέτρα και απεριόριστη κοροϊδία σε βάρος των βαμβακοπαραγωγών.

Στις 14 Μαΐου, κι ενώ το βαμβάκι είχε ήδη σπαρθεί ο υφυπουργός Γεωργίας Βαγ. Αργύρης ανακοίνωσε διοικητικά μέτρα περιορισμού. Ανακοίνωσε πως η βαμβακοκαλλιέργεια θα περιοριστεί στα 3.937.000 στρέμματα και ότι μέση στρεμματική απόδοση ορίζεται στα 285 κιλά. Στις 3 του Σεπτέμβρη η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας αναιρεί τα δικά της διοικητικά μέτρα περιορισμού της βαμβακοκαλλιέργειας και ανακοινώνει μετά από απίστευτα «μαγειρέματα» ότι καλλιεργήθηκαν 3.805.049 στρέμματα και πως η παραγωγή με μέση στρεμματική απόδοση 288 κιλά, θα είναι 1.095.840 τόνοι. Αυτό έγινε για να εμφανιστεί μια προσωρινή ελάχιστη τιμή 193,5 δραχμές, δηλαδή τρεις δραχμές πάνω από την αντίστοιχη του 2000. Βέβαια, αποσιωπήθηκε το γεγονός πως αν ίσχυε ο προηγούμενος κανονισμός η προσωρινή ελάχιστη τιμή θα ήταν 233,37 δραχμές το κιλό.

Με την έναρξη της εκκοκκιστικής περιόδου οι βαμβακοπαραγωγοί αρχίζουν να πουλάνε το βαμβάκι με 200 - 210 δραχμές το κιλό, ενώ μεγάλες ποσότητες της παραγωγής χαρακτηρίστηκαν μη επιλέξιμες, ή αλλιώς μη επιδοτούμενες. Στους μήνες που ακολούθησαν οι βαμβακοπαραγωγοί υπέστησαν τα πάνδεινα, εξαιτίας μιας σειράς αλληλοαναιρούμενων αποφάσεων του υπουργείου Γεωργίας, που στην πλειοψηφία τους ήταν αυθαίρετες μέχρι παραλογισμού...

Στις 23/11 ο υπουργός Γεωργίας Γ. Δρυς και ο υφυπουργός Βαγ. Αργύρης, προσχεδιασμένα επιχείρησαν να πλαγιοκοπήσουν τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις των βαμβακοπαραγωγών ανακοινώνοντας -υποεκτιμώντας πάλι τα πραγματικά δεδομένα- ότι η παραγωγή θα είναι 1.146.787 τόνους, με μέση στρεμματική απόδοση 301 κιλά. Προεξόφλησαν πως η προσωρινή ελάχιστη τιμή θα είναι 210,5 δραχμές το κιλό και ότι η τελική ελάχιστη τιμή 241 δραχμές, ενώ από κοντά διέδωσαν πως η τιμή παραγωγού στα βαμβάκι θα φτάσει τις 300 - 310 δραχμές το κιλό. Τα «όνειρά» τους στραπατσαρίστηκαν στις 28/11, όπου η αρμόδια διαχειριστική επιτροπή της ΕΕ όρισε πως η δεύτερη προσωρινή ελάχιστη τιμή θα είναι 189,5 δραχμές το κιλό, δηλαδή 4 δραχμές μικρότερη από την αρχική προσωρινή ελάχιστη τιμή.

Αλλά οι κυβερνώντες σα να μην τρέχει τίποτα συνέχιζαν να διαλαλούν ψευδώς πως η τιμή στο βαμβάκι θα είναι 300 με 310 δραχμές το κιλό, ενώ παράλληλα έθεταν σε εφαρμογή νέα σχέδια περιορισμού της βαμβακοκαλλιέργειας για το 2002 με «άλλοθι» την αμειψισπορά και τη νιτρορύπανση, αυτή τη φορά. Σε αυτή την περίπτωση το εκσυγχρονιστικό τρικ ήταν πως για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες η αμειψισπορά θα είναι προαιρετική, αλλά πουθενά δεν αναφέρεται ότι θα μπορούν από του χρόνου να καλλιεργήσουν περισσότερα στρέμματα βαμβάκι απ' ό,τι φέτος. Το τέλος του 2001 βρήκε περισσότερους από 120.000 τόνους βαμβακιού που παραδόθηκαν στα εκκοκκιστήρια, να παραμένουν μη επιλέξιμοι.

Βγάλε... λάδι

«Εκσυγχρονιστικά» αντιαγροτικά τερτίπια και όχι μόνο, επιφύλαξε η κυβέρνηση φέτος στους ελαιοπαραγωγούς, σε μια προσπάθεια να συγκαλύψει τις αρνητικές συνέπειες του κανονισμού που ψήφισε για το λάδι πριν τρία χρόνια και την πολιτική εξυπηρέτησης των κερδοσκοπικών συμφερόντων των εμπόρων - βιομηχάνων και πολυεθνικών.

Το 2001 βρήκε τις τιμές του λαδιού να βρίσκονται στα πιο χαμηλά επίπεδα των τελευταίων χρόνων. Το Φλεβάρη το έξτρα παρθένο λάδι πουλιόταν με 560 - 580 δραχμές το κιλό, όταν το Νοέμβρη του 1997 είχε 1.200 - 1.250 δραχμές το κιλό. Στα μέσα του Ιούνη ψηφίστηκε στις Βρυξέλλες η παράταση του ισχύοντος κανονισμού για το λάδι, αλλά η κυβέρνηση απέκρυψε το γεγονός πως συμφωνήθηκε μετά το 2004 η επιδότηση να μειωθεί και να δίνεται ανά δέντρο. Επίσης, εμφανίστηκε ως επιτυχία το ότι οι πολυεθνικές θα μπορούν να νοθεύουν, με τον... κανονισμό πλέον, το λάδι με σπορέλαιο και να το εμφανίζουν ως ελαιόλαδο. Ως θετικό εμφανίστηκε επίσης το γεγονός ότι οι παραγωγοί δε θα μπορούν στο εξής να πωλούν την παραγωγή σε 16κιλους ντενεκέδες, αλλά θα εξαναγκάζονται να την παραδίδουν κοψοχρονιάς στους εμπόρους - βιομηχάνους.

Το Φθινόπωρο, τα «εκσυγχρονιστικά» τερτίπια για το λάδι άρχισαν να λαμβάνουν νέα μορφή. Το υπουργείο Γεωργίας ανακοίνωσε «πανηγυρικά» πως η προκαταβολή της επιδότησης στο λάδι για την περίοδο 2000/2001 θα είναι 356,5 δραχμές το κιλό, χωρίς να αναφέρει βέβαια ότι είναι γύρω στις 100 δραχμές «πετσοκομμένη», λόγω της συνυπευθυνότητας. Της κυβέρνησης βέβαια της «άρεσε» να εμφανίσει την προκαταβολή της επιδότησης κατά μερικά δίφραγκα μεγαλύτερη από το 2000, μόνο και μόνο για να δημιουργήσει φτηνές εντυπώσεις...

Μόνο που η κυβέρνηση και το υπουργείο Γεωργίας για να εμφανίσουν 356,5 δραχμές προκαταβολή, έστειλαν στην ΕΕ εκτίμηση παραγωγής ελαιολάδου 430.000 τόνους (το πλαφόν είναι 419.000 τόνοι) όταν οι δηλώσεις των παραγωγών έβγαζαν ένα νούμερο παραγωγής γύρω στους 460.000 τόνους. Η εύκολη κυβερνητική λύση, ήταν η επιβολή ατομικού και νομαρχιακού πλαφόν παραγωγής, με σκοπό να κοπεί η πραγματική επιδοτούμενη παραγωγή πάνω από τους 430.000 τόνους.

Στην κατεύθυνση αυτή τα υπουργεία Γεωργίας και Οικονομίας έβγαλαν το Νοέμβρη μια κοινή υπουργική απόφαση, με βάση την οποία 25.851 τόνοι λαδιού, σε 17 ελαιοπαραγωγικούς νομούς της χώρας, χαρακτηρίστηκαν αυθαίρετα μη επιδοτούμενοι. Το σκηνικό εκβιασμού που στήθηκε σε βάρος των ελαιοπαραγωγών, ήταν: `Η υπογράφουν υπεύθυνες δηλώσεις με τις οποίες αποδέχονται τις ποσότητες λαδιού που επιδοτεί αυθαίρετα η κυβέρνηση, ή υποβάλουν ενστάσεις και θα λάβουν την προκαταβολή της επιδότησης, όταν αυτές εξεταστούν και στην περίπτωση που δικαιωθούν. Η εξέλιξη αυτή εξόργισε δικαιολογημένα δεκάδες χιλιάδες ελαιοπαραγωγούς, αλλά η κυβέρνηση το μόνο που έκανε ήταν να βγάλει, μια νέα διυπουργική απόφαση, με βάση την οποία εξαιρέθηκαν από την περικοπή επιδοτήσεων κάποιοι νομοί (π.χ. Λασιθίου και Αιτωλοακαρνανίας). Αλλά το πρόβλημα παρέμεινε.

Εκτός αυτών κυβέρνηση, υπουργείο Γεωργίας και διάφοροι παρατρεχάμενοι, επιχείρησαν να δημιουργήσουν κλίμα αισιοδοξίας... στους ελαιοπαραγωγούς εκμεταλλευόμενοι το ότι οι εμπορικές τιμές στο λάδι, για την τρέχουσα παραγωγή, άρχισαν να ανεβαίνουν κάπως και έφτασαν για το έξτρα παρθένο λάδι μέχρι τις 800 δραχμές το κιλό. Απέκρυψαν όμως το γεγονός ότι η παραγωγή λαδιού είναι μειωμένη λόγω της λειψυδρίας και πως η ψευτοαύξηση αυτή - σημειώθηκε λόγω έλλειψης πρώτης ύλης - δεν προσθέτει τίποτα παραπάνω στο εισόδημα των ελαιοπαραγωγών.

Σειρά αντιαγροτικών μέτρων

Στα αξιοσημείωτα του 2001 είναι ακόμα μια σειρά αντιαγροτικών γεγονότων. Τεύτλα, σταφίδα, σιτάρι, βιομηχανική ντομάτα και ροδάκινο, βρέθηκαν ανάμεσα σε άλλα στο στόχαστρο της ακολουθούμενης αντιαγροτικής πολιτικής, ενώ και μια σειρά ακόμα κυβερνητικές αποφάσεις ήρθαν να επιδεινώσουν το αντιαγροτικό κλίμα.

Το Γενάρη, η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης κόβει 80.000 στρέμματα από την τευτλοκαλλιέργεια, ενώ το Μάη η ΕΕ αποφασίζει τη μείωση της κοινοτικής στήριξης στη ζάχαρη και τη μείωση του εθνικού πλαφόν κατά 2.500 τόνους.

Οι σταφιδοπαραγωγοί, λόγω του κανονισμού που ψηφίστηκε στις Βρυξέλλες πριν δύο χρόνια, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους κερδοσκοπικούς εκβιασμούς των εμπόρων μεταποιητών και εξαναγκάστηκαν να πουλήσουν την παραγωγή τους σε ακόμα πιο εξευτελιστικές τιμές.

Οι παραγωγοί βιομηχανικής ντομάτας και συμπύρηνου ραδακίνου, βρέθηκαν και αυτοί αντιμέτωποι με τις κερδοσκοπικές μεθοδεύσεις των βιομηχάνων - μεταποιητών, οι οποίοι με αβάντα τον κανονισμό που ψηφίστηκε το Νοέμβρη του 2000 στην ΕΕ, πέτυχαν να δώσουν ακόμα χαμηλότερες τιμές και να αυξήσουν τα κέρδη τους.

Οι παραγωγοί σκληρού σταριού, ως αποτέλεσμα του κανονισμού που ψηφίστηκε το 1998, κλήθηκαν να πληρώσουν ακόμα μεγαλύτερα ευρωπρόστιμα και να πάρουν πετσοκομμένες στρεμματικές ενισχύσεις.

Οι αιγοπροβατοτρόφοι, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια νέα απόφαση πρόταση κανονισμού της ΕΕ για το αιγοπρόβειο κρέας στις 19/12. Με βάση την απόφαση αυτή, επιδιώκεται η συρρίκνωση του εγχώριου ζωικού κεφαλαίου και των επιδοτήσεων και παράλληλα, με την κατάργηση της τιμής βάσης ανοίγεται ο δρόμος στους εμποροβιομηχάνους να αγοράσουν ακόμα πιο φτηνά και να πουλήσουν ακόμα πιο ακριβά.

Οσον αφορά τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, κυβέρνηση και διοίκηση της ΑΤΕ προχώρησαν σε μια ακόμα σειρά αντιαγροτικών μεθοδεύσεων. Η πρώτη φάση του σχεδίου, όπως αυτό έγινε φανερό, ξεκίνησε με την απόπειρα από τη διοίκηση της ΑΤΕ με το που μπήκε το 2001 να εξαγοραστούν τα ποσοστά των μετοχών έναντι χρεών από Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών της Ηπείρου, προκειμένου να ξεπουληθεί η γαλακτοβιομηχανία ΔΩΔΩΝΗ. Στις 12 του Δεκέμβρη, οι μάσκες έπεσαν και ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών εξήγγειλε την πλήρη ιδιωτικοποίηση της ΑΤΕ και των θυγατρικών της («Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης», ΑΓΝΟ, ΡΟΔΟΠΗ, ΕΛΒΙΖ, ΔΩΔΩΝΗ και ΣΕΚΑΠ). Κι αυτό έγινε πριν καλά καλά η μετοχοποιημένη ΑΤΕ κλείσει ένα χρόνο, από την είσοδό της στο Χρηματιστήριο.

Εκτός αυτών, μέσα στο 2001 συνέβησαν και τα εξής: Η ίδρυση της Τράπεζας Γης, στις 12/6, πράγμα που σημαίνει ότι μπαίνει μπρος άλλο ένα «εργαλείο» αρπαγής της γης των μικρομεσαίων αγροτών. Μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη ψηφίστηκε από τους κυβερνητικούς βουλευτές στη Βουλή το νομοσχέδιο για το Εθνικό Σύστημα Προστασίας Αγροτικής Δραστηριότητας (ΕΣΠΑ). Πρόκειται για την ψήφιση ενός νόμου που ιδιωτικοποιεί τις γεωργικές ασφαλίσεις, μειώνει την ασφαλιστική κάλυψη και αυξάνει τα ασφάλιστρα. Στις 24 του Οκτώβρη υπουργός Γεωργίας αναλαμβάνει ο Γ. Δρυς αντί του Γ. Ανωμερίτη, αλλά η κυβερνητική αντιαγροτική πολιτική συνεχίζεται. Τούτο φαίνεται εκτός των άλλων από το ότι με την ανακοίνωση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2002, προβλέπεται μεγαλύτερη φτώχεια για τους αγρότες, αφού εκτός των άλλων, το κονδύλι για τις αγροτικές επιδοτήσεις μειώνεται κατά 85 δισ. δραχμές σε σύγκριση με το 2001.


Κείμενα
Κώστας ΔΕΤΣΙΚΑΣ

Αρχή του τέλους για τον καπνό

Αρχή του τέλους για τους καπνοπαραγωγούς μπορεί να χαρακτηριστεί το 2001. Τα σχέδια της ΕΕ και της κυβέρνησης που έγιναν γνωστά αυτή τη χρονιά προδικάζουν το σύντομο και βίαιο ξεκλήρισμα των δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων καπνοπαραγωγών.

Το 2001 ξεκίνησε με τους καπνοπαραγωγούς να εισπράττουν εξευτελιστικές εμπορικές τιμές για την παραγωγή τους, με αποκορύφωμα τους παραγωγούς «Τσεμπελιών» που έφτασαν να πωλούν ένα κιλό καπνό με 40 δραχμές. Οσο στοιχίζει δηλαδή ένα τσιγάρο! Τα άσχημα μαντάτα για τους καπνοπαραγωγούς έγιναν γνωστά τον περασμένο Μάη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε μια πρόταση για το Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ, που θα γινόταν στα μέσα Ιούνη στο Γκέτεμποργκ και στο όνομα της αειφόρου ανάπτυξης και της προστασίας της δημόσιας υγείας, πρότεινε τη σταδιακή κατάργηση των ενισχύσεων στον καπνό, αρχής γενομένης από το 2002. Με το που έγινε γνωστό αυτό, η κυβέρνηση ξεκίνησε ένα μαραθώνιο εμπαιγμού και εξαπάτησης των καπνοπαραγωγών.

Την πρόταση αυτή ψηφίζει κατά πλειοψηφία το Ευρωκοινοβούλιο τον Ιούνη, λίγο πριν τη Σύνοδο Κορυφής στο Γκέτεμποργκ. Στο Γκέτεμποργκ υποτίθεται ότι απαλείφτηκε η σχετική διατύπωση και η κυβέρνηση άρχισε τα «πανηγύρια» εξαπάτησης των καπνοπαραγωγών. Ομως, όπως αποκαλύφτηκε, στα συνοδευτικά κείμενα του Συμβουλίου Κορυφής αναφερόταν ρητώς ότι οι επιδοτήσεις στα καπνά θα κοπούν. Παρ' όλα αυτά όμως, η κυβέρνηση και ο τότε υπουργός Γεωργίας, με διάφορα τερτίπια (συσκέψεις, επιστολές στον Επίτροπο Γεωργίας και αναφορές για μεσογειακό μέτωπο) επιχειρούσαν να εμπαίξουν ασύστολα τους καπνοπαραγωγούς.

Στις 25/10 έρχεται η δεύτερη ψυχρολουσία για τους καπνοπαραγωγούς, αφού με τροπολογία που ψηφίστηκε στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου, προτείνεται στην ΕΕ η σταδιακή κατάργηση της επιδότησης στην καπνοκαλλιέργεια από το 2002 μέχρι το 2004. Κυβέρνηση, υπουργείο Γεωργίας υπό τον Γ. Δρυ, καθώς και διάφοροι παρατρεχάμενοι, άρχισαν μια νέα επιχείρηση κοροϊδίας των καπνοπαραγωγών, κάνοντας μια πρόταση για τριετή παράταση του ισχύοντος καθεστώτος. Στις 19/11 γίνεται γνωστό από το γραφείο του Επιτρόπου Γεωργίας της ΕΕ ότι στη νέα πρόταση κανονισμού για τα καπνά, προτείνεται η τριετής παράταση του ισχύοντος καθεστώτος.

Τούτο επιχειρήθηκε στη συνέχεια να εμφανιστεί ως μέγιστη κυβερνητική επιτυχία... Ομως στην ίδια την πρόταση κανονισμού που ανακοινώθηκε στις 20/11, από την πρώτη κιόλας παράγραφο αναφέρεται ρητώς ότι μετά το 2004 οι επιδοτήσεις στα καπνά καταργούνται και μάλιστα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, μέσα στα επόμενα τρία χρόνια προτείνεται η μείωση της εθνικής ποσόστωσης καπνού κατά 5.000 τόνους, η μείωση της επιδότησης σε «Τσεμπέλια» και «Μαύρα» κατά 10% και η αύξηση της παρακράτησης υπέρ του Ταμείου Υγείας της ΕΕ από 2% σε 5%. Ολα αυτά βέβαια «βαφτίστηκαν» από την κυβέρνηση ως μια ακόμα επιτυχία διασφάλισης των συμφερόντων των καπνοπαραγωγών... Πρόκειται δηλαδή, για μια ακόμα «εκσυγχρονιστική» αποθέωση της κοροϊδίας!



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ