ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 23 Αυγούστου 2001
Σελ. /24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1936
Οι ξένες δυνάμεις και ο ρόλος τους

ΜΕΡΟΣ 3ο

(τελευταίο)

Απόκρουση κάθε ιταλικής ενέργειας. Ενα από τα μεγάλα θέματα του κεφαλαίου «4η Αυγούστου» είναι οι σχέσεις με την Ιταλία και, όταν λέμε «σχέσεις με την Ιταλία» εννοούμε σχέσεις της Βρετανίας με την Ιταλία.

Οι σχέσεις αυτές ανάμεσα σε μια τεράστια δύναμη (Βρετανία) και σε μια δύναμη ασθενή και περιορισμένων δυνατοτήτων αλλά δυσαναλόγως εκτεταμένων φιλοδοξιών (Ιταλία) βρίσκονται, στην περίοδο αυτή, σε πολύπλοκη κατάσταση.

Σήμερα, δεν μπορεί να υπάρχει σοβαρή και έντιμη αμφιβολία για το ότι το μουσολινικό καθεστώς υπήρξε, σε αποφασιστικό βαθμό, βρετανικό δημιούργημα, καρπός μιας παρέμβασης με προφανή στόχο τη δημιουργία ενός αντεπαναστατικού προμαχώνα. Η εκ διαμέτρου αντίθετη στάση του Ουίνστον Τσόρτσιλ απέναντι στον Μπενίτο Μουσολίνι και τον Αδόλφο Χίτλερ είναι εντελώς χαρακτηριστική. Αλλωστε, χωρίς τη μεγάλη βρετανική και αμερικανική βοήθεια, το μουσολινικό καθεστώς δε θα μπορούσε να κρατήσει ως το 1930.

Μετά το 1930, με τις αναδιατάξεις που επέρχονται, η Βρετανία, χωρίς να εγκαταλείπει κάθε ρόλο στην Ιταλία, δε βλέπει λόγους για συστηματικές παραχωρήσεις προς αυτή - αφού υπάρχει η Γερμανία. Πολύ περισσότερο που υπάρχει και η Γαλλία, όπου εμφανίζεται ένα ρεύμα ενδοτικό προς τη Γερμανία, αλλά αδιάλλακτο προς την Ιταλία. Η προσπάθεια άσκησης διαφορετικής πολιτικής προς το Βερολίνο και διαφορετικής προς τη Ρώμη δε στηρίζεται μόνο στη νηφάλια εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των δύο δυνάμεων - έχει στόχο και την αποφυγή συμμαχίας των δύο μέσα στα πλαίσια ενός αναθεωρητικού συνασπισμού. Το τελευταίο δε θα αποφευχθεί, τελικά, η πολιτική αυτή, όμως, θα δημιουργήσει όχι λίγες γερμανοϊταλικές αντιθέσεις και προστριβές, των οποίων η έκταση και το βάθος δεν πρέπει να υποτιμώνται και, πιθανότατα, οι οποίες εξηγούν και φαινόμενα όπως η καθυστέρηση της Ιταλίας να βγει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οσον αφορά την Ελλάδα, αυτή η κατάσταση έχει σοβαρές συνέπειες, καθώς η Βρετανία έχει κάνει εντελώς ξεκάθαρο στην Ιταλία ότι η Ελλάδα είναι αδιαπραγμάτευτη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κατάσταση στην Ελλάδα περιπλέκεται και οξύνεται απότομα το 1935, έτος της συνάντησης της Στρέζα, όπου η Βρετανία και η Γαλλία παραδίδουν την Αιθιοπία στον «Ντούτσε», αλλά όπου, όπως όλα δείχνουν, του ξεκόβουν επίσης ότι την Ελλάδα καλό (για τον ίδιο) θα ήταν να την ξεχάσει οριστικά.

Οι βρετανικοί φόβοι δεν ήταν αβάσιμοι ούτε αδικαιολόγητοι. Το 1935, εμφανίζεται ένα φαινόμενο ιδιαίτερα ανησυχητικό - η εμφάνιση ιταλικών πολεμικών στα ελληνικά λιμάνια χωρίς προηγούμενη άδεια. Μέχρι σήμερα, το γεγονός παραμένει ανεξήγητο - αλλά γιατί αποκλείεται η Ιταλία, που δείχνει απροκάλυπτο ενδιαφέρον για την Αλβανία, να σκέπτεται την κατάληψη της Ελλάδας;

Η σκιά του «ιταλικού παράγοντος» στις ελληνικές εξελίξεις της εποχής είναι πασιφανής. Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο με τον Γ. Κονδύλη. Ο τελευταίος, νικητής και τροπαιούχος μετά την καταστολή του κινήματος της 1.3.1935, επισκέπτεται, τον Ιούλη του 1935, επίσημα την Ιταλία. Εκεί, με λόγους γεμάτους πάθος, εξυμνεί το μουσολινικό καθεστώς, λέει ανοιχτά ότι το καθεστώς αυτό είναι η απάντηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην Οχτωβριανή Επανάσταση και εκφράζει τη χαρά του γιατί το καθεστώς αυτό έχει πρόσφατα βρει μιμητές και στη Γερμανία. Ωστόσο, αυτός ο ίδιος, ο Κονδύλης, στις μυστικές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για το Βαλκανικό Σύμφωνο, υπογραμμίζει τις ανησυχίες των Τούρκων για τις ιταλικές ενέργειες και εισηγείται «αποφασιστικήν προσχώρησιν εις τον γαλλικόν συνασπισμόν».

Η στάση του Κονδύλη, που, πάντως, δεν παύει να προωθεί βρετανικές κατευθύνσεις, δεν ξεφεύγει από τα γενικά πλαίσια της αντεπαναστατικής τακτικής της εποχής: Στήριξη του ιταλικού καθεστώτος, ώστε να συμβάλει τον όβολόν του στους κοινούς αντεπαναστατικούς στόχους, αλλά περιορισμός των «υπερβολικών» απαιτήσεών του.

Εκείνο που πρέπει να θεωρείται βέβαιο είναι ότι το μεταξικό καθεστώς σηματοδοτεί την πλήρη και οριστική ήττα των ιταλιζουσών δυνάμεων της κυρίαρχης τάξης, των μόνων που βρίσκονται αντιμέτωπες με στεγανό αποκλεισμό. Θα θέλαμε να τονίσουμε ακριβώς τον όρο «μεταξικό καθεστώς» και όχι «4η Αυγούστου» ακριβώς γιατί ο προσανατολισμός αυτός του Μεταξά φάνηκε πεντακάθαρα και πριν γίνει δικτάτορας. Και φάνηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο: Το Βαλκανικό Σύμφωνο.

Τον Μάη του 1936, ετοιμάζεται η σύνοδος στο Βελιγράδι των χωρών-μελών του Βαλκανικού Συμφώνου. Την Ελλάδα θα εκπροσωπήσει ο πρωθυπουργός (αλλά όχι ακόμη δικτάτορας) Ιωάννης Μεταξάς. Και λόγω της φύσης του θέματος, αλλά και λόγω του ότι η κυβέρνησή του δε διαθέτει καμιά κοινοβουλευτική δύναμη ή στήριξη εκτός αυτής που της παρέχουν τα άλλα κόμματα, ο πρωθυπουργός καλεί σε συνεννόηση τα τελευταία. Οι εκπρόσωποί τους καταλήγουν στην εξής σαφή εντολή, που συνεχίζει την ως τώρα τακτική: Η Ελλάδα υπογράφει τα ντοκουμέντα του Συμφώνου υπό τον όρο ότι δεν επιβάλλουν εξωβαλκανικές υποχρεώσεις.

Το πρόβλημα είναι ότι ο Μεταξάς έκανε, στο Βελιγράδι, ακριβώς το αντίθετο αυτού που είχε συμφωνήσει στην Αθήνα: Οχι μόνο υπέγραψε τα επίσημα ντοκουμέντα χωρίς καμιά επιφύλαξη, αλλά υπέγραψε και το μυστικό πρωτόκολλο, με το οποίο η Ελλάδα δεσμευόταν σε συμμετοχή «εις βρετανογαλλικήν πρωτοβουλίαν». Η αντιιταλική αιχμή ήταν πολύ σαφής και η απότομη στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής την έκανε ακόμη σαφέστερη.

Το γεγονός ότι ο Μεταξάς έκανε τέτοιου είδους ενέργεια χωρίς να συμβεί, ουσιαστικά, τίποτε δείχνει ότι οι διεργασίες μέσα στην κυρίαρχη τάξη έχουν ολοκληρωθεί. Οι ιταλίζουσες δυνάμεις έχουν ολοκληρωτικά χάσει το παιγνίδι. Ισως και να το έχουν εγκαταλείψει μπροστά στην ολοφάνερη βρετανική υπεροχή, αλλά και μπροστά στην άκαμπτη βρετανική επιμονή. Ισως αυτό έδειχνε και η στάση του Ελ. Βενιζέλου κατά τις τελευταίες ημέρες της ζωής του.

Το σύνθετο αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων θα είναι ένα ιστορικό παράδοξο: Ενα καθεστώς το οποίο τοποθετείται προφανώς και, οπωσδήποτε, επιδεικτικά στη χορεία των καθεστώτων της «προληπτικής αντεπανάστασης» που έχει δημιουργήσει ο ιμπεριαλισμός σε όλη την Ευρώπη με επίκεντρο τη Γερμανία και την Ιταλία και το οποίο μιμείται την Ιταλία εν παντί, αισθάνεται σαν άμεσο και κύριο εχθρό του την Ιταλία. Δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε άγνωστο το ότι, σε όλη αυτή την περίοδο, οι ελληνοϊταλικές σχέσεις θα παραμείνουν σε εντυπωσιακά ψυχρά επίπεδα και οι αναφορές στον «ιταλικό κίνδυνο» θα είναι, στους επισήμους επιτελικούς κύκλους, συχνές. Αλλωστε, υπάρχει και το αδήριτο ιστορικό γεγονός της εισόδου της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσω της ιταλικής επίθεσης (Οκτώβρης 1940).

Φυσικά αυτό, με τη σειρά του, δημιούργησε και ένα ερώτημα, που μένει αναπάντητο ως σήμερα και το οποίο θέτουν όχι μόνο αντίπαλοι αλλά και φίλοι, ακόμη και επιτελείς, της 4ης Αυγούστου: Πώς εξηγείται η πλήρης στρατιωτική εγκατάλειψη των συνόρων με την Αλβανία, από όπου μια ιταλική εισβολή θα πρέπει να φαίνεται πολύ πιθανή, σε τόσο εξόφθαλμη αντίθεση με τη συστηματική οχύρωση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων; Ενα ερώτημα ανάμεσα στα πολλά που άφησε η 4η Αυγούστου και του οποίου η απάντηση ενδέχεται να αποδειχθεί όχι λιγότερο εντυπωσιακή από των υπολοίπων.


Του
Θανάση ΠΑΠΑΡΗΓΑ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ