Δυστυχώς, παρά το ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα της, η ταινία «Υποπτος» (Accused) του Φιλίπ Μπαραντίνι δεν καταφέρνει να κρατήσει τον θεατή, χάνει την αφηγηματική της δομή, διότι δεν ξέρει εάν θέλει να εστιάσει στο κοινωνικό σινεμά ή στο θρίλερ, με αποτέλεσμα να μην καταφέρνει κανένα από τα δύο. Κρίμα γιατί ο σκηνοθέτης του «Σημείου Βρασμού» είχε κάνει πολύ εντυπωσιακό ξεκίνημα στη φιλμογραφία του.
Επίσης, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης παρουσιάζει τις δύο τελευταίες ταινίες του σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλου στην Αθήνα, σε μια ξεχωριστή εκδήλωση με τίτλο «Τάκης Κανελλόπουλος: Αποκατάσταση». Τη Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου στις 19.00, θα προβληθούν στον κινηματογράφο «ΑΣΤΟΡ» οι ταινίες «Ρομαντικό σημείωμα» (1978) και «Σόνια» (1980), σε μια μοναδική διπλή προβολή.
«Στην Ιαπωνία σήμερα, μπορεί να μην εφαρμόζεται το "Πλάνο 75", αλλά όλα όσα δείχνουμε στην ταινία είναι αληθινά, όπως ας πούμε το ότι τόσοι ηλικιωμένοι είναι υποχρεωμένοι να δουλέψουν λόγω της ανασφάλειας που τους προκαλεί το σύστημα συνταξιοδότησης, το ότι δυσκολεύονται να βρουν ένα σπίτι να ζήσουν και ότι νιώθουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Εξαιτίας ενός αισθήματος ντροπής διστάζουν να απευθυνθούν στην Πρόνοια και όλη αυτή η πίεση τους κάνει να νιώθουν άχρηστοι, ένα βάρος για την οικογένειά τους, τους φίλους τους και την κοινωνία. Στην ταινία θέλησα να δείξω μια κοινωνία που βάζει σε προτεραιότητα την οικονομία και την παραγωγικότητα έναντι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ομως το να εξαλείφεις τους "αντιπαραγωγικούς", είναι μια έννοια πολύ κοντά σε αυτή του φασισμού...», μας λέει η σκηνοθέτιδα Τσι Χαγιακάουα για την πρώτη της ταινία, που είναι πραγματικά ένα κομψοτέχνημα φτιαγμένο με χειρουργικό νυστέρι ακριβείας για τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού.
Σπάνια συναντάμε τόσο ολοκληρωμένες πρώτες ταινίες ενός σκηνοθέτη. Θα έλεγε κανείς ότι η δημιουργός της έχει θητεύσει χρόνια στο κοινωνικό σινεμά. Χωρίς να έχουμε να προσθέσουμε περισσότερα για το περιεχόμενό της, αφού η ίδια το περιγράφει εξαιρετικά, τόσο στον λόγο όσο και στην ταινία της, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι τόσο ο σκληρός ρεαλισμός όσο και το συναίσθημα, που δεν εκβιάζεται σε καμία περίπτωση αν και θα μπορούσε, είναι απόλυτα ισοβαρή στο ζύγι. Η ταινία μάς δημιούργησε ερωτήματα, μας έκανε να ψάξουμε πέρα από τα καθιερωμένα. Είναι άραγε «ατομικό δικαίωμα» και «προσωπική επιλογή» του ηλικιωμένου να μας «αδειάζει τη γωνιά»; Τι σημαίνει «ασημένια οικονομία» και «ενεργός γήρανση»; Τι σημαίνει παράταση του εργάσιμου βίου «μέχρι τον τάφο»; Γιατί να έχει ανάγκη ο ηλικιωμένος να δουλεύει; Μήπως γιατί δεν μπορεί να ζήσει με τις αναξιοπρεπείς συντάξεις που κόβονται ολοένα και περισσότερο; Γιατί αυξάνονται συνεχώς τα όρια συνταξιοδότησης; Γιατί το κράτος αποσύρεται από την ευθύνη φροντίδας των ηλικιωμένων και διαλύει τις κοινωνικές δομές, και μαζί ιδιωτικοποιεί και απαξιώνει τη δημόσια Υγεία, περίθαλψη και Πρόνοια; Ποιος κερδίζει από τη διάλυση των δομών, μήπως οι ιδιώτες που δραστηριοποιούνται κερδοφόρα σε αυτούς τους τομείς; Είναι η φροντίδα των ηλικιωμένων δημοσιονομικό κόστος; Ποιος επωμίζεται περισσότερο από όλους στην οικογένεια τα βάρη της φροντίδας των ηλικιωμένων και των ασθενών;
Αυτά και άλλα τόσα μας ήρθαν στο μυαλό, βλέποντας το «Πλάνο 75». Περισσότερο όλων όμως αναρωτηθήκαμε πώς ήταν τα πράγματα για τους ηλικιωμένους στις σοσιαλιστικές χώρες. Τι σημαίνει Υγεία και Πρόνοια ως κοινωνικό αγαθό. Και αναρωτηθήκαμε, εκ νέου, γιατί να θέλει κάποιος να πεθάνει όταν ολόκληρη η οργάνωση της κοινωνίας είναι προσανατολισμένη με βάση τον άνθρωπο και τις ανάγκες του; Οταν έχει δωρεάν στέγη, Υγεία και ολόπλευρη φροντίδα ακόμα και για την κοινωνικοποίησή του; Ρητορικό το ερώτημα. Εμείς παλεύουμε για την κοινωνία που οι ταινίες σαν το «Πλάνο 75» θα ανήκουν στο βάρβαρο παρελθόν...
Ενα νεαρό αγόρι, ο Μάχιτο, που του λείπει αφόρητα η νεκρή μητέρα του, επιχειρεί να διεισδύσει σε έναν κόσμο όπου ζωντανοί και νεκροί μοιάζει να συνυπάρχουν. Σε εκείνον τον κόσμο ο θάνατος τελειώνει και η ζωή βρίσκει μια νέα αρχή. Οδηγός του Μάχιτο σε αυτό το ταξίδι είναι ένα πλάσμα, μισός ερωδιός και μισός άνθρωπος, το οποίο ισορροπεί οριακά μεταξύ ψέματος και αλήθειας...
Αυτή είναι η πιο προσωπική ταινία του σπουδαίου 83χρονου «έφηβου» Μιγιαζάκι. Εχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και χαρακτήρες που αντιστοιχούν σε υπαρκτές προσωπικότητες και τη σχέση τους με εκείνον. Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για καθέναν ξεχωριστά και τις διακυμάνσεις του, ουσιαστικά όμως όλοι είναι αποσπασματικά δοσμένοι και δεν συνθέτουν ένα ενιαίο αρμονικό σύνολο. Ο θεατής ανά πάσα στιγμή αναθεωρεί τη σχέση του με κάθε χαρακτήρα. Μοιάζει σαν να ακούει κανείς μια ορχήστρα τζαζ που το κάθε όργανο παίζει τα δικά του κομμάτια σε μια αχανή αόρατη παρτιτούρα...
Γενικά αντιλαμβάνεται κανείς ότι ένας έφηβος μπαίνει σε έναν μαγικό σκληρό κόσμο για να ανακαλύψει τον εαυτό του και τους γύρω του, να τους σώσει και να σωθεί και να αποκτήσει την πολυπόθητη ισορροπία και γαλήνη. Είναι όμως μόνο αυτό; Κανείς με μια θέαση, χωρίς να γνωρίζει τη ζωή του δημιουργού, δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Σε αυτήν την ταινία η μορφή υπερέχει του ασαφούς και ανοιχτού σε ερμηνείες περιεχομένου. Στον σχεδιασμό και τον χρωματισμό η φαντασία του δημιουργού είναι οργιαστική, πολυσύνθετη, εκρηκτική, και ο θεατής αποζημιώνεται, αλλά... ακόμα και μέρες μετά όταν σκέφτεται την ταινία, δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τα μηνύματα που έλαβε... Πώς στα αλήθεια να πεις εάν σου αρέσει ή όχι μια ταινία εάν δεν την έχεις πραγματικά καταλάβει; Παρ' όλα αυτά αποτελεί αφορμή για να δούμε το παλιότερο έργο του και να συζητήσουμε εκ νέου για εκείνον.
Με αφορμή την έξοδο της ταινίας διοργανώνονται δυο θεματικές συζητήσεις στους κινηματογράφους «ΑΣΤΟΡ» (Κυριακή 4/2/2024) και «ΔΑΝΑΟΣ» (6/2/2024) σχετικά με την ταινία.
Μια ιστορία για το σινεμά, τα social media και την οικονομία, σε δύο μέρη: Καταπονημένη και κακοπληρωμένη, η Αντζελα διασχίζει όλο το Βουκουρέστι για να κάνει το κάστινγκ για ένα εταιρικό «βίντεο για την ασφάλεια στην εργασία», που της ανατέθηκε από μια πολυεθνική εταιρεία. Οταν ένας από τους συνεντευξιαζόμενους αποκαλύπτει την ευθύνη της εταιρείας για το ατύχημά του, ξεσπά ένα σκάνδαλο, μπροστά σε μια ακίνητη, ασυγκίνητη κάμερα.
Ο Ζούντε δεν είναι συμβατικός σκηνοθέτης, είναι προκλητικός, αυθάδης και είρωνας, αλλά επιλέγει πάντα επίκαιρη θεματολογία. Οι ταινίες του είναι σαφέστατα κοινωνικές, αρκετά μεγαλύτερες από το «αναμενόμενο» γιατί του αρέσει να δίνει πολύ (κενό) κινηματογραφικό χρόνο στις διαδρομές, γεγονός που άλλους κουράζει κι άλλοι το απολαμβάνουν.
Εδώ μιλάει για τα εργατικά «ατυχήματα», την εκμετάλλευση, την εντατικοποίηση και το πώς όλα αυτά κρύβονται τελικά επιμελώς, κάτω από το χαλάκι της εργοδοσίας, που δεν φταίει πουθενά η καημένη... Η πρωταγωνίστριά του είναι ένα κορίτσι της εργατικής τάξης, που είναι ταυτόχρονα και μια αθυρόστομη ινφλουένσερ, η οποία θα ήταν απολαυστικότερη σαν χαρακτήρας εάν δεν ήταν τόσο εκτός ορίων... Στη συγκεκριμένη ταινία κάνει μια αντιπαραβολή με αποσπάσματα μιας ταινίας γυρισμένης επί σοσιαλισμού... Δεν είναι τόσο εύκολο όμως να καταλάβει κανείς εάν με αυτά τα αποσπάσματα συγκρίνει με θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ακόμα και με τις ελλείψεις και τα λάθη της κοινωνίας που οικοδομούνταν στη Ρουμανία, δεν υπάρχει καμία σύγκριση με τη σημερινή καπιταλιστική. Αραγε ο Ζούντε ασπάζεται αυτήν την άποψη ή μας δίνει μια από τα ίδια της γνωστής συνταγής «Ολοι ίδιοι είναι, δεν αλλάζει τίποτα, θα πεθάνουμε όλοι εκμεταλλευόμενοι»; Μάλλον το δεύτερο, δυστυχώς...
RIZOSPASTIS |
Την παράσταση παρακολούθησε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, ο οποίος συνεχάρη θερμά τις δύο ερμηνεύτριες, ενώ η Μαρία Φαραντούρη επισημαίνοντας την παρουσία του από σκηνής τού αφιέρωσε το τραγούδι «Της ξενιτιάς», που το ερμήνευσε εξαιρετικά. Το «παρών» στη συναυλία έδωσαν επίσης ο Νίκος Σοφιανός, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του Κόμματος, και ο Θανάσης Παφίλης, μέλος της ΚΕ και βουλευτής.
Λόγω της μεγάλης επιτυχίας της ξεχωριστής συναυλίας που ετοιμάζουν οι δύο «κυρίες» του ελληνικού τραγουδιού, η συναυλία θα επαναληφθεί και στις 14 Μάρτη, πάλι στο «Παλλάς».
Στην παράσταση που ετοίμασαν με αγάπη και προσοχή οι δύο ερμηνεύτριες, διαλέγοντας μέσα από μια μεγάλη παρακαταθήκη, παρουσιάστηκαν τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, του Μίμη Πλέσσα, του Μάνου Χατζιδάκι, του Τάκη Μωράκη, του Κώστα Γιαννίδη, του Σταύρου Ξαρχάκου, της Ελένης Καραΐνδρου, του Σταμάτη Κραουνάκη, της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και άλλων.
Τις ερμηνεύτριες πλαισίωσε ένα εξαιρετικό σύνολο μουσικών, υπό την ενορχήστρωση του Τάκη Φαραζή.
RIZOSPASTIS |