ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Ο Μαχμούντ Νταρουίς, τιμημένος με το Βραβείο «Λένιν» Ειρήνης, ποτέ δεν νερώνει το κρασί του, γιατί δεν διαπραγματεύεται συμφωνίες με το Ισραήλ εις βάρος του Παλαιστινιακού λαού |
Δεν αντιμετωπίζεται ως ένα θυσιαστήριο γεωπολιτικών ισορροπιών, το οποίο άγεται και φέρεται ως εργαλείο για την επίτευξη πρόσκαιρης ειρήνης.
Γιατί η ειρήνη, χωρίς πατρίδα, χωρίς το δικό σου σπίτι, παραμένει γράμμα κενό, ενός ευχολογίου που ποτέ δεν ξεφεύγει από τα καθωσπρέπει όρια της διπλωματικής γλώσσας.
Το να κατοικείς στα προγονικά χώματα δεν σημαίνει να κατέχεις ατομική ιδιοκτησία, αλλά ισότιμα να τη μοιράζεσαι με τους ομοεθνείς σου.
Ωστε από κοινού όλες και όλοι, μαζί με τα παιδιά τους, να μπορούν να αρθρώσουν και να διαμορφώσουν τη δική τους Παλαιστίνη, όταν έχουν την επικράτειά τους ο αλληλοσεβασμός και η αλληλεγγύη.
Σ' αυτό το τρίτο αφιέρωμα στην ανεξάρτητη παλαιστινιακή ποιητική φωνή θα σταθούμε στα βιογραφικά αποτυπώματά της που προαναγγέλλουν το μείζον σπονδυλωτό ποίημά του, «Κατάσταση πολιορκίας», το οποίο γράφεται στη Ραμάλα το 2002, ενώ η πόλη έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης.
Εν συντομία, ας ανατρέξουμε στις διαδρομές που ακολουθεί αυτός ο ανέστιος, ο άπατρις, ο εσαεί καταδιωκόμενος. Το 1970 βρίσκουμε τον Μαχμούντ Νταρουίς στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας, όπου σπουδάζει Πολιτική Οικονομία. Εναν χρόνο αργότερα μετοικεί στο Κάιρο, όπου δημοσιογραφεί στην αιγυπτιακή εφημερίδα «Αλ Αχράμ».
Γκράφιτι με τη μορφή της εθνικής παλαιστινιακής ποιητικής φωνής γεμίζουν τους τοίχους των κάποτε ελεύθερων παλαιστινιακών εδαφών, λίγο προτού η σορός της κατέβει στα γενέθλια χώματα |
Για πάνω από μια δεκαετία (1971 - 1982) αυτοεξορίζεται στον Λίβανο, όπου γίνεται θύμα και μάρτυρας των ισραηλινών βομβαρδιστικών επιθέσεων. Γράφει εν θερμώ την «Ωδή στη Βηρυτό», που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Μνήμη για τη Λήθη» (1987):
Από χρυσάφι κι από κούραση είναι καμωμένη η Βηρυτός / απ' την Ανδαλουσία και τη Δαμασκό / Ασήμι, αφρός, οι εντολές της γης πάνω στα φτερά των περιστεριών, θάνατος του σταχυού...
Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Παλαιστινιακού Λαού.
Ως μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της PLO από το 1987, συντάσσει τη Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Παλαιστινιακού Λαού και αναλαμβάνει την προεδρία της Ενωσης Παλαιστίνιων Συγγραφέων.
Στο γραφείο του Γιασέρ Αραφάτ το 2002 (από αριστερά): Ο Μαχμούντ Νταρουίς, ο Αμερικανός συγγραφέας Ράσελ Μπανκς, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Ολιβερ Στόουν, ο Παλαιστίνιος ηγέτης και ο Νιγηριανός νομπελίστας Ουόλε Σογίνκα |
Για το πώς αντιλαμβάνεται την αδιαπραγμάτευτη θέση του υπέρ της ίδρυσης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, με την πολύτιμη ταξική προίκα του Βραβείου «Λένιν» Ειρήνης (1983), δηλώνει:
«Πρέπει να κατανοήσουμε - και όχι να δικαιολογήσουμε - ποια είναι η αφορμή τούτης της τραγωδίας. Δεν είναι γιατί αναζητούν ωραίες παρθένες στον παράδεισο, όπως οι ανατολιστές το απεικονίζουν. Ο Παλαιστινιακός λαός είναι ερωτευμένος με τη ζωή. Αν τους δώσουμε ελπίδα - μια λύση πολιτική - τότε θα πάψουν να σκοτώνονται».
Πάνω απ' όλα βάζει τον εργαζόμενο, τον πρωτογενή παραγωγό, που του τρώνε το μυαλό και το σώμα τα κάθε πολιτικού χρωματισμού αστικά παράσιτα:
«Θα συνεχίσω», προκρίνει την ανθρώπινη μικροκλίμακα μπροστά στα παιχνίδια της μεγάλης πολιτικής εικόνας, «να εξανθρωπίζω ακόμα και τον εχθρό... Ο πρώτος δάσκαλος που μου δίδαξε τα Εβραϊκά ήταν Εβραίος. Ο πρώτος ερωτικός δεσμός στη ζωή μου ήταν με μια Εβραία. Ο πρώτος δικαστής που με έστειλε στη φυλακή ήταν μια Εβραία. Ετσι, από την αρχή δεν είδα τους Εβραίους ως διαβόλους ή αγγέλους, αλλά ως ανθρώπινα όντα».
Σκηνές από την κηδεία του Μαχμούντ Νταρουίς στη Ραμάλα. Στην πρώτη, ένα γιγάντιο πανό ξεδιπλώνεται για να σκεπάσει τα ματωμένα τσιμεντένια σύνορα της Παλαιστίνης. Στη δεύτερη, σύσσωμος ο λαός συνοδεύει τον βγαλμένο από τα δικά του σπλάχνα ποιητή στην τελευταία του κατοικία |
Με την ακροτελεύτια ποιητική συλλογή του, «Το Ιχνος της Πεταλούδας», ολοκληρώνει τη δημιουργική παρουσία του. Το προαίσθημα του τέλους δεν απουσιάζει από καμία σελίδα της:
«Αν κάποιος με ξαναρωτήσει "ας υποθέσουμε πως θα πεθάνεις αύριο, τι θα κάνεις;", δεν θα χρειαζόμουν καθόλου χρόνο για να του απαντήσω. Αν νύσταζα θα κοιμόμουν, αν διψούσα θα έπινα, αν έγραφα ίσως να μου άρεσε αυτό που έγραφα και να αγνοούσα την ερώτηση.
Αν έτρωγα, θα πρόσθετα λίγη μουστάρδα και πιπέρι στο ψητό κρέας. Αν ξυριζόμουν, ίσως να έκοβα τον λοβό του αυτιού μου. Αν φιλούσα το κορίτσι μου, θα καταβρόχθιζα τα χείλη σαν να 'ταν σύκα. Αν διάβαζα, θα πηδούσα μερικές σελίδες. Αν ξεφλούδιζα ένα κρεμμύδι, θα άφηνα να κυλήσουν λίγα δάκρυα.
Αν περπατούσα, θα συνέχιζα να περπατώ με πιο αργό βήμα. Αν υπήρχα, όπως υπάρχω τώρα, τότε δεν θα σκεφτόμουν το να μην υπάρχω. Αν δεν υπήρχα, τότε η ερώτηση δεν θα με προβλημάτιζε.
Σκηνές από την κηδεία του Μαχμούντ Νταρουίς στη Ραμάλα. Στην πρώτη, ένα γιγάντιο πανό ξεδιπλώνεται για να σκεπάσει τα ματωμένα τσιμεντένια σύνορα της Παλαιστίνης. Στη δεύτερη, πάνδημος ο λαός συνοδεύει τον βγαλμένο από τα δικά του σπλάχνα ποιητή στην τελευταία του κατοικία |
Θα ολοκληρώσουμε το αφιέρωμα στον Μαχμούντ Νταρουίς το άλλο Σαββατοκύριακο, με το συγκλονιστικό ποιητικό έργο του «Κατάσταση Πολιορκίας», αυτόν τον ανθώνα συναισθημάτων μέσα στη μαυρίλα της μάχης, που ανακαλεί τους αποσπασματικούς «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του δικού μας Διονυσίου Σολωμού.
(συνεχίζεται)
ΥΓ. Ακόμη ο λόφος κι ήμουν σάλπιγγα / Γι' αυτό φυσούσα τον θρήνο μου / Τόσο που άρχισαν να χτυπούν / Την κοιλιά - τύμπανο κι ακουγόταν / Εως εδώ δεν ήταν ψηλά αξύπνητα / Τα βλέφαρα κλειστά δεν έβλεπαν / Μα κατακρημνίζεται στα ισοπεδωμένα