ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 24 Μάρτη 2023 - Κυριακή 26 Μάρτη 2023
Σελ. /48
Τα ρυπαρά γλυπτά (του Παρθενώνα) και ο συνεχής «καθαρισμός» τους: Το Βρετανικό Μουσείο σε νέες επιχειρηματικές περιπέτειες

Οι «Times» σε μία απρόσμενη κίνηση που πανηγυρίστηκε έξαλλα στην Ελλάδα, άλλαξαν, τον Γενάρη του 2022, τη στάση τους πάνω στο θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα. Σε ένα βαρετό κείμενο, η εφημερίδα ξαναπροβάρισε επιχειρηματολογίες που επαναλαμβάνονται εδώ (πια) και αιώνες, χωρίς να στηρίζεται σε καμιά νέα πληροφορία ή θεωρητική προσέγγιση που να δικαιολογεί την αλλαγή στάσης - απλώς «άλλαξαν οι καιροί και οι περιστάσεις», όπως υποστηρίζεται.

Σιγά σιγά έγινε φανερό ότι η αλλαγή στάσης των «Times» ήταν μέρος μίας ευρύτερης ενορχήστρωσης που είχε ήδη ξεκινήσει με τις γνωστές διακρατικές συναντήσεις τον Νοέμβρη του 2021 στο Λονδίνο και τις πολλές μιντιακές τους αντηχήσεις από κει και μετά. Στις συνεχιζόμενες συζητήσεις συμμετέχει και ο κ. Γεραπετρίτης στον ρόλο του uber-manager. Οπως ο ίδιος μας ενημέρωσε, έφερε μαζί του το πολυδιαφημισμένο του βαλιτσάκι της «δημιουργικής λογικής» γεμάτο από «νομικά ενδύματα» και μαζί με τον πρωθυπουργό διεξάγουν μυστικές συνομιλίες με τη βρετανική αντιπροσωπεία πίσω από κλειστές πόρτες «ιδιωτικών αρχοντικών» και «πολυτελών ξενοδοχείων». Το σκηνικό είναι το κατάλληλο εταιρικό περιβάλλον γι' αυτό το business deal που λανσάρουν ως λύση στο προαιώνιο πρόβλημα της επιστροφής των Γλυπτών. Μετά από το πρώτο διάστημα εκμάγευσης, το κουβάρι άρχισε από τον περασμένο Γενάρη να ξετυλίγεται. Η αγγλική πλευρά άρχισε να διαρρέει την πάγια θέση για «δανεισμό» και «κυριότητα» των Γλυπτών και η φανερά ξαφνιασμένη (ή προδομένη;) ελληνική κυβέρνηση θυμήθηκε ξαφνικά τις αγαπημένες ιαχές για «προϊόντα κλοπής» και προσήλωση στον «εθνικό στόχο» του οριστικού επαναπατρισμού των Γλυπτών, τον οποίο η ίδια, όπως φαίνεται, έθεσε - και συνεχίζει να θέτει - σε κίνδυνο με αυτές τις περίεργες συνομιλίες.

***

Τι ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει λοιπόν και τι πρέπει να περιμένουμε; Κάτι που δεν διαφέρει και πολύ από άλλες πολυδιαφημισμένες περιπτώσεις επιστροφής αποικιοκρατικών λαφύρων, οι οποίες δεν είναι ποτέ ακριβώς αυτό που διατείνονται. Οι νυν υπερδυνάμεις επιδίδονται τελευταία σε έναν «ηθικό αγώνα» για επιστροφές, όπως χαρακτηριστικά δείχνει η εξελισσόμενη φαντασμαγορία της εικονικής μεταφοράς ιδιοκτησίας και επιστροφής των «μπρούντζινων του Benin» στη Νιγηρία από Γερμανία και Αγγλία. Το παράδοξο θα ήταν ξεκαρδιστικό, αν δεν ήταν τόσο διαστροφικό: Οι πρώην (και οι νυν) «αυτοκρατορίες» συνωστίζονται για να καθορίσουν νέους πολιτισμικούς ανταγωνισμούς. Συγκρούονται έτσι μεταξύ τους όχι πια για να πάρουν πράγματα από τις πρώην αποικίες τους, όπως άλλοτε, ούτε ακριβώς για να τους δώσουν πίσω αυτά που τους πήραν, αλλά μάλλον για να κάνουν ότι δίνουν κάτι.Και πάλι, προσοχή, δίνουν κάτι πίσω όχι στις δικές τους αλλά στις πρώην αποικίες των άλλων! Το αποικιοκρατικό παρελθόν και η σύγχρονη ιστορική, πολιτισμική και νομική του χειραγώγηση είναι πράγματι στο κέντρο όλων αυτών των εγχειρημάτων επιθετικής επανόρθωσης/επιστροφής, όπως θα τα ονόμαζα. Και όσο ο ιμπεριαλισμός (πια με τη λενινιστική του έννοια ως το τελευταίο και υψηλότερο στάδιο του καπιταλισμού) καλά κρατεί, παρόμοιες «κρίσεις» διεκδίκησης και επιστροφής θα μασκαρεύονται και θα αξιοποιούνται σε ευκαιρίες γεωπολιτισμικής διείσδυσης και κυριαρχίας.

Και εδώ ξαναμπαίνουν στη σκηνή τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Αυτό είναι το χνάρι πάνω στο οποίο προβλέπω ότι θα κινηθεί και η υπόθεση αυτή και περιλαμβάνει το σύνηθες μενού από ατελείς χειρονομίες και δειγματοληπτικές κινήσεις - όχι πάντως επαναπατρισμό. Παρά τα συνεχόμενα γλυκόλογα περί της «ηθικής υπευθυνότητας» των μουσείων ή της «ευθύνης» που έχουν να αντιμετωπίσουν «τις ρίζες τους στις ιστορίες του ιμπεριαλισμού» και «να γίνουν τόποι συμφιλίωσης και εξιλασμού» (Charlotte Higgins), αυτές οι κινήσεις μοιάζουν περισσότερο με ασκήσεις δημοσίων σχέσεων στο διεθνές στερέωμα. Αντί να «διεισδύουν και να επεξεργάζονται σε βάθος το (σκοτεινό) παρελθόν» (Susan Neiman), τέτοιες τεχνικές εντάσσονται καλά στο πλαίσιο αυτού που ο διάσημος Αμερικανός ιστορικός Thomas Laqueur περιέγραψε ως «προστασία της εμπορικής ονομασίας» (brand) συγκεκριμένων μουσείων και χωρών κατά τη διαχείριση «δηλητηριασμένων» ειδών πολιτισμικής κληρονομιάς όπως τα Γλυπτά. Αυτός είναι ο τύπος διαχείρισης ιστορικής και πολιτισμικής μνήμης που ταιριάζει τέλεια στις «ασκήσεις ήπιας ισχύος» στις οποίες επιδίδονται προς το παρόν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ωραίας μας εποχής και αυτός επιφυλάσσεται, όπως όλα δείχνουν, και για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.

***

Τα σύγχρονα μουσεία για να βγάζουν νόημα ως ανώτεροι χώροι ευγένειας και λείανσης του προφίλ των χρηματοδοτών τους, πρέπει να μπορούν να υποστηρίξουν όχι απλώς ότι είναι ιδρύματα αισθητικής υπεροχής αλλά και οργανισμοί ηθικής ανωτερότητας και ευθύνης. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι για να πουλάνε τέτοιες υπηρεσίες διάκρισης και πολιτισμικού κεφαλαίου σε αυτούς που το χρειάζονται απελπισμένα, πρέπει να έχουν κάτι διακεκριμένο να πουλήσουν. Αυτή είναι η εταιρική λογική του νέου corporate museum. Εδώ τα Γλυπτά του Παρθενώνα, ως η κορυφαία συλλογή έργων από την κορυφαία καλλιτεχνική περίοδο της κλασικής τέχνης, παίζουν έναν σχεδόν αναπαλλοτρίωτο ρόλο. Υπό προϋποθέσεις, όμως: Το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί να κάνει χωρίς τα Γλυπτά του Παρθενώνα, αλλά κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες φαίνεται να το βρίσκει όλο και δυσκολότερο να κάνει και μαζί με αυτά ως έχουν. Σπιλωμένα από μια άβολη ιστορική συσχέτιση με κλοπές, η οποία δεν λέει να φύγει, τα Γλυπτά δημιουργούν, για πολλούς από τους εταιρικούς χρηματοδότες του Βρετανικού Μουσείου, ανεπιθύμητες παρενέργειες. Τους φέρνουν, πράγματι, υπερβολικά κοντά σε εκείνους τους σκοτεινούς συσχετισμούς με την αρπακτικότητα και την οικονομική κατάχρηση, από τους οποίους, εύλογα, προσπαθούν να ξεφύγουν όταν έρχονται να χτυπήσουν τις πολιτισμένες πόρτες των μουσείων...

Αυτό καθιστά τη διατήρηση του status quo κάτι το κοστοβόρο για το Βρετανικό Μουσείο και φαίνεται, σε μια πρώτη ματιά, να ενισχύει τις ελπίδες για την επιστροφή τους... Αλλά ξεχνάμε ότι αυτή η φιλελεύθερη λογική για την επίλυση ηθικών και πολιτικών κόμπων οδηγεί πάντα σε αδιέξοδα. Ξεχνάμε, επίσης, και το σημαντικότερο, ότι, δηλαδή, ποτέ στην πραγματικότητα η σχέση του Βρετανικού Μουσείου με τα Γλυπτά δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε βολική, και όμως κράτησε γερά στον χρόνο. Το πέρασμα από την προ-ιδρυματική ιστορία των Γλυπτών στη Βρετανία (από το 1806) στην ιδρυματική φάση της επίσημης ενσωμάτωσής τους στο Βρετανικό Μουσείο (μετά το 1816) σημαδεύτηκε από πολλές ενταξιακές κακοτεχνίες και μπαλώματα. Αυτή η αντιφατική σχέση συνεχίζεται μέχρι σήμερα, και ενισχύεται μέσα στην παρούσα αστική κουλτούρα μεταποικιακών ενοχών και τελετουργικών εξιλασμών πάσης φύσεως. Το περιβάλλον αυτό φαίνεται ότι δυσχεραίνει την επιχειρηματική αξιοποίηση των Γλυπτών, και αυτό ακριβώς, όπως ισχυρίζομαι, μπορεί να εξηγήσει εν μέρει την πρεμούρα του μουσείου να φανεί ότι συμμετέχει σε έναν δίκαιο και ηθικό διάλογο (με τους «ανήσυχους ιθαγενείς»). Δηλαδή, έχουμε μία ακόμη επιχείρηση «καθαρισμού» των Γλυπτών, από τις πολλές κυριολεκτικές και μεταφορικές «πλύσεις» που έχουν κατά καιρούς υποστεί στη Βρετανία.

***

Πράγματι, το θέμα της ρυπαρότητας των Γλυπτών - της ιδιοκτησιακής, της υλικής και αισθητικής τους ρυπαρότητας - απασχόλησε από την αρχή τους Βρετανούς. Κυριάρχησε μάλιστα κατά τις βαρυσήμαντες αλλά αδικαιολόγητα παραμελημένες διεργασίες της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής των Κοινοτήτων του 1816, η οποία συστάθηκε ακριβώς για να δώσει το ΟΚ στην αγορά της συλλογής Ελγιν από το βρετανικό Δημόσιο αφού πρώτα εξετάσει το φλέγον ζήτημα της νομιμότητας και της αξίας της. Οταν τελικά η επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της και «καθάρισε» το θέμα της ιδιοκτησιακής ρυπαρότητας της συλλογής, τότε οι άλλες δύο - η αισθητική και η υλική - παρέμειναν: Τα Γλυπτά ήταν «υπερβολικά βρώμικα, διαβρωμένα και λεκιασμένα» για να έχουν οποιαδήποτε καλλωπιστική «αξία επίπλωσης», ή άλλη αισθητική και καλλιτεχνική αξία για τα «σαλόνια» των φιλότεχνων της εποχής. Γι' αυτό εξάλλου θεωρήθηκε εν μέρει και το μουσείο ως το καταλληλότερο «άσυλο» για μια δεύτερη ευκαιρία ζωής σε αυτήν την παραπληγική και κατακομματιασμένη συλλογή...

Αλλά και κει οι επίμονοι «καθαριστές» δεν τα άφησαν ήσυχα. Το 1937-'38, ένας άλλος επίδοξος και αμφιλεγόμενος χρηματοδότης, ο συλλέκτης Lord Duveen, βρήκε και αυτός τα Γλυπτά υπερβολικά βρώμικα και πολύ λίγο λευκά για τα νεοκλασικά του γούστα. Πολύ λίγο θα μας ενδιέφερε σήμερα τι πίστευε ο κύριος αυτός, αν δεν εξανάγκαζε τελικά το Βρετανικό Μουσείο να προβεί σε ένα καταστροφικό καθάρισμα των Γλυπτών με την υπόσχεση μιας πλουσιοπάροχης χρηματοδότησης μιας ειδικής αίθουσας για αυτά. Σε αυτήν ακριβώς εκτίθενται σήμερα και φυσικά φέρει το όνομά του (Duveen Gallery)... Πρόκειται για μία επίκαιρη υπενθύμιση από τις πολλές άλλες που λαμβάνουμε καθημερινά για το τι θα πει εταιρική χρηματοδότηση μουσείων ή ιδιωτικές δωρεές και πόσο καταχρηστικά οι πρακτικές αυτές συχνά εργαλειοποιούνται από τους εμπλεκόμενους παράγοντες, ή, πάλι, για το τι θα πει επιχειρηματικότητα των μουσείων και πώς αυτή οδηγεί φυσικά σε πάσης φύσεως corporate γλέντια, «γαστρονομικές βιωματικές εμπειρίες» και τσικνίσματα αρχαιοτήτων, όπως αυτά πρόσφατα στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης ή το πεντακάθαρο (και πεντανόστιμο) Μουσείο - Εστιατόριο Κυκλαδικής Τέχνης. Αυτό το μουσείο - επιχειρηματικό πεδίο, υποστηρίζω, θα είναι η επόμενη πίστα της «συζήτησης» για την επιστροφή των Γλυπτών και τα win-win deals που υπόσχονται οι υπεύθυνοι διαχειριστές...

***

Οπως και τα γεωπολιτικά έτσι και τα γεωπολιτισμικά και οικονομικά συμφέροντα είναι στείρα, στεγνά και συχνά τελείως απολίτιστα, αλλά κυρίαρχα. Σε αυτήν τη φάση καπιταλιστικής κατίσχυσης, δεν υπήρχε και συνεχίζει να μην υπάρχει καμιά πιθανότητα επαναπατρισμού των Γλυπτών με οποιαδήποτε, ας το τονίσω, μη σουρεαλιστική σημασία της λέξης. Ομως, αυτό δεν πρέπει να αδυνατίζει αλλά αντιθέτως να ενισχύει τη σφοδρότητα της επιχειρηματολογίας και των πρακτικών μας για τη διεκδίκησή τους. Και αυτό με όρους πια που δεν θα κρύβονται ούτε από τις ιστορικές ούτε και από τις σημερινές επιχειρήσεις κεφαλαιοποίησης, ή, καλύτερα, κεφαλαιοκρατικής κακοποίησης της συλλογής.

  • Το παρόν αποτελεί απόσπασμα ενός εκτενέστερου άρθρου. Μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο στο portal «902.gr».

Αρης ΣΑΡΑΦΙΑΝΟΣ
Αναπληρωτής Καθηγητής στην Ιστορία της Ευρωπαϊκής Τέχνης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ