Τις μεγάλες ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, ανάλογα με τα συμφέροντα των μονοπωλίων κάθε πλευράς, αποτυπώνουν τα έντονα και συνεχιζόμενα παζάρια που διεξάγονται στις Βρυξέλλες γύρω από το σχέδιο του G7 και της ΕΕ για επιβολή ανώτατης τιμής πώλησης (πλαφόν) για το ρωσικό πετρέλαιο. Ανάλογες αντιθέσεις άλλωστε καταγράφονται στο σχέδιο για επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου (βλ. σχετικό ρεπορτάζ στη σελ. 5).
Σε αυτήν τη φάση γίνεται λόγος για ένα πλαφόν στα 65 - 70 δολάρια το βαρέλι για το ρωσικό πετρέλαιο που μεταφέρεται διά θαλάσσης, ωστόσο καταγράφονται σημαντικές αποκλίσεις στην ΕΕ και η Μόσχα απειλεί με εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου σε χώρες που θα υιοθετήσουν τη θέσπιση πλαφόν.
Η ΕΕ, σύμφωνα με προσχέδιο εγγράφου που επικαλείται το «Bloomberg», προτείνει ένα μεταβατικό στάδιο περίπου 45 ημερών για τη θέσπιση πλαφόν σε ρωσικό πετρέλαιο που έχει φορτωθεί πριν από τις 5 Δεκεμβρίου (ημερομηνία έναρξης ισχύος των ευρωενωσιακών κυρώσεων για το πετρέλαιο) και θα εκφορτωθεί έως τις 19 Ιανουαρίου, ώστε να ευθυγραμμιστεί με ανάλογη ρήτρα των ΗΠΑ.
Αρχικά το πλαφόν σχεδιαζόταν να κυμανθεί μεταξύ 40 και 60 δολαρίων το βαρέλι, χωρίς να αποκλείεται (σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Bloomberg») να καθοριστεί ένα υψηλότερο επίπεδο, ώστε να πλησιάσει τα σημερινά επίπεδα εκπτωτικής πώλησής του σε ασιατικές αγορές (Κίνα, Ινδία) χωρίς να απειληθεί η μείωση της παραγωγής ρωσικού «μαύρου χρυσού», που θα είχε άλλες αλυσιδωτές συνέπειες...
Στο έγγραφο της ΕΕ που επικαλείται το αμερικανικό δίκτυο προτείνεται το τάνκερ που έχει μεταφέρει «εσκεμμένα» ρωσικό αργό πετρέλαιο, ή προϊόντα πετρελαίου, σε τιμές που ξεπερνούν το ανώτατο όριο, να απαγορεύεται να αναλαμβάνει υπηρεσίες μεταφοράς ρωσικού αργού ή προϊόντων πετρελαίου «για 90 μέρες μετά την ημερομηνία εκφόρτωσης του φορτίου που αγοράστηκε πάνω από το ανώτατο όριο τιμής». Προηγούμενο σχέδιο για πλαφόν από τη μεριά της ΕΕ απέκλειε επ' αόριστον από τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες τα πλοία που μεταφέρουν ρωσικό αργό το οποίο έχει αγοραστεί σε τιμές πάνω από το πλαφόν...
Υψηλότερη τιμή ανά βαρέλι φαίνεται ότι διεκδικεί η ελληνική κυβέρνηση, με βάση τα συμφέροντα των εφοπλιστών, που αποκομίζουν τεράστια κέρδη από τη μεταφορά τόσο αμερικανικού LNG όσο και ρωσικού αργού πετρελαίου.
Αναλυτές σημειώνουν επίσης ότι το όποιο πλαφόν θα αφορά μόνο την πρώτη πώληση του ρωσικού πετρελαίου και όχι τις ενδεχόμενες μεταπωλήσεις του από τον πρώτο αγοραστή, ο οποίος θα μπορεί να καθορίζει ελεύθερα την τιμή.
Το σχέδιο της ΕΕ να προχωρήσει στην επιβολή πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου προκάλεσε χτες την έντονη αντίδραση του Ρώσου Προέδρου Βλ. Πούτιν, ο οποίος δήλωσε ότι αφενός ένα τέτοιο μέτρο θα προκαλέσει σοβαρές συνέπειες στις διεθνείς αγορές Ενέργειας, αφετέρου τέτοιες ενέργειες είναι αντίθετες με τις αρχές των εμπορικών σχέσεων.
Στο μεταξύ η συνεχής «απογείωση» του κόστους «διάσωσης» της «Uniper», της μεγαλύτερης εταιρείας εισαγωγής Ενέργειας στη Γερμανία, επιβεβαιώνει με χαρακτηριστικό τρόπο ότι ο «λογαριασμός» του «ενεργειακού πολέμου» γυρνάει με όλους τους τρόπους στον λαό.
Πρόσφατες πληροφορίες του πρακτορείου «Reuters» ανέφεραν ότι η «Uniper» χρειάζεται επιπλέον 25 δισ. ευρώ για να καλύψει τις απώλειες που προέκυψαν μετά τη διακοπή της προμήθειας φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Η τροποποιημένη συμφωνία «διάσωσης» προβλέπει την ακύρωση της ειδικής εισφοράς φυσικού αερίου, που αρχικά είχε σχεδιαστεί από το Βερολίνο να ενσωματωθεί στους λογαριασμούς κατανάλωσης των λαϊκών νοικοκυριών, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι γερμανικές εταιρείες εισαγωγής φυσικού αερίου.
Πλέον το κόστος «διάσωσης» υπολογίζεται στα 51,5 δισ. ευρώ και ο λαός θα πληρώσει και πάλι, μέσω της φορολογίας από το αστικό κράτος...
Ενας «οικονομικός πόλεμος» έχει ξεσπάσει μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, φέρνοντας στην επιφάνεια αντιθέσεις μέσα στον ευρωατλαντικό άξονα, ακόμα πιο έντονες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο, η ΕΕ βρίσκεται «σε κατάσταση συναγερμού», καθώς η ευρωπαϊκή βιομηχανία δέχεται διπλό χτύπημα στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ.
Εκτός από τις εκτιμήσεις ότι οι τιμές της Ενέργειας στην Ευρώπη θα παραμείνουν για μεγάλο διάστημα υψηλότερες από αυτές των ΗΠΑ, επισημαίνεται ότι η αμερικανική κυβέρνηση πέρασε ένα τεράστιο πρόγραμμα επιδοτήσεων στα μονοπώλια στις ΗΠΑ, ύψους 369 δισ. δολαρίων, για τη στήριξη των «πράσινων» βιομηχανιών, στο πλαίσιο του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού.
«Η ΕΕ σχεδιάζει το δικό της πακέτο, για να αποτρέψει την εξαφάνιση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας από τους Αμερικανούς ανταγωνιστές», δήλωσαν δύο ανώτεροι αξιωματούχοι στο «Politico». Οι ίδιοι φοβούνται ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα βρεθούν ενώπιον «πιέσεων» να στραφούν για νέες επενδύσεις προς τις ΗΠΑ, καθώς αυτό θα εξυπηρετεί περισσότερο την κερδοφορία τους.
Ηδη τέτοιες «ανησυχίες» έχουν εκφράσει δημόσια οι Ενώσεις Βιομηχανιών και Επιχειρήσεων της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Το σχέδιο των Βρυξελλών είναι ένα «Ευρωπαϊκό Ταμείο Κυριαρχίας», που θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις να επενδύσουν στην Ευρώπη και να ανταποκριθούν στα φιλόδοξα «πράσινα» πρότυπα. Σε αυτό έχει ήδη αναφερθεί η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κατά την ομιλία της για την κατάσταση της Ενωσης τον Σεπτέμβρη.
Ανώτεροι αξιωματούχοι τονίζουν ότι η ΕΕ πρέπει να δράσει εξαιρετικά γρήγορα, καθώς οι εταιρείες λαμβάνουν ήδη αποφάσεις σχετικά με το πού θα κατασκευάσουν τα μελλοντικά τους εργοστάσια, για προϊόντα που αφορούν από μπαταρίες και ηλεκτρικά αυτοκίνητα μέχρι ανεμογεννήτριες και μικροτσίπς.
Επισημαίνεται ακόμα ότι «η χαοτική αντίδραση στην κρίση της τιμής του φυσικού αερίου», όπου οι χώρες της ΕΕ λειτούργησαν μεμονωμένα, όπως π.χ. η Γερμανία για το πλαφόν στο φυσικό αέριο, παίρνοντας κάθε είδους εθνικά μέτρα στήριξης των μονοπωλίων τους, απειλεί την ενιαία αγορά.
Ο αμερικανικός νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού υπονομεύει κατά πολύ τα κράτη της ΕΕ που παράγουν αυτοκίνητα - όπως η Γαλλία και η Γερμανία - καθώς ενθαρρύνει τους καταναλωτές να «αγοράζουν αμερικανικά» όταν πρόκειται για ηλεκτρικά οχήματα.
Οι Βρυξέλλες θέλουν να αποφύγουν έναν ολοκληρωτικό «εμπορικό πόλεμο» με τις ΗΠΑ και η ΕΕ θεωρείται πιθανό ότι θα καταφύγει σε επιδοτήσεις ευρωπαϊκών επιχειρηματικών ομίλων.
Ζωτικής σημασίας ζήτημα είναι να εξασφαλιστεί η υποστήριξη της Γερμανίας στα παραπάνω σχέδια. Η Γαλλία ζητά εδώ και καιρό αντίμετρα κατά της Ουάσιγκτον, με τη διοχέτευση κρατικών κονδυλίων στην ευρωπαϊκή βιομηχανία.
Ολα αυτά βρίσκονται στο επίκεντρο του μπαράζ συναντήσεων μεταξύ υπουργών της Γαλλίας και της Γερμανίας αυτήν τη βδομάδα, για την «αναθέρμανση» του γαλλογερμανικού άξονα μπροστά στις «προκλήσεις ανταγωνιστικότητας» που αντιμετωπίζει η Ευρώπη και για «να εμποδιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις των προστατευτικών μέτρων που παίρνουν τρίτες χώρες», δηλαδή οι ΗΠΑ.
Μετά τις συναντήσεις των ΥΠΕΞ και των υπουργών Οικονομίας της Γαλλίας και της Γερμανίας, χθες συναντήθηκαν στο Παρίσι οι υπουργοί Οικονομίας, Μπρ. Λεμέρ και Κρ. Λίντνερ. Σήμερα θα συναντηθούν στο Βερολίνο ο καγκελάριος Ολ. Σολτς και η Γαλλίδα πρωθυπουργός Ελ. Μπορν.
Γαλλία και Γερμανία είναι αποφασισμένες να βελτιώσουν τις σχέσεις και να «προχωρήσουν», τόνισε ο Λεμέρ, προσθέτοντας ότι οι δύο πλευρές εργάζονται καθημερινά «για να προχωρήσουν οι συμφωνίες, γιατί δεν υπάρχει άλλη επιλογή», βρίσκοντας συμβιβασμούς στις διαφορές για την ενεργειακή πολιτική, την άμυνα κ.ο.κ.