Η σκυτάλη της άθλιας προπαγάνδας του «σκληρού ροκ» κατά του ομογάλακτου και όμαιμου αδελφού, του κόμματος της ΝΔ, πέρασε χτες στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας
Στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας πέρασε χτες η σκυτάλη του «σκληρού ροκ», της άθλιας δηλαδή προπαγανδιστικής εκστρατείας, που εισηγήθηκε ο προνομιακός συνομιλητής των μεγάλων κατασκευαστικών εταιριών, υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, Κ. Λαλιώτης, και υλοποιεί η ομάδα του Μαξίμου, προκειμένου να βγει από τα σημερινά της αδιέξοδα. Ετσι, στα πλαίσια της τεχνητής όξυνσης, της αντιπαράθεσης με τον ομογάλακτο και όμαιμο «αντίπαλο», το κόμμα της ΝΔ, ο Γ. Παπαντωνίου εξέδωσε χτες μια πολυσέλιδη ανακοίνωση, που συνοδεύεται από πίνακες μακροοικονομικών μεγεθών, με την οποία επιχειρεί να απαντήσει, σε τεχνοκρατικό επίπεδο, στις επικρίσεις της ΝΔ για τα θέματα της οικονομίας. Μάλιστα, δεν πρόκειται για νέο κείμενο, καθώς οι συντάκτες του συνέρραψαν διάφορες υπουργικές ομιλίες από το πρόσφατο παρελθόν και τις παρουσίασαν σε νέα έκδοση.
Το βασικό επιχείρημα, που επικαλείται το κείμενο του υπουργείου, είναι το γνωστό πλέον, ότι οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας κατά το 2001 είναι οι καλύτερες των τελευταίων 25 χρόνων. Παραθέτει στη συνέχεια διάφορους μακροοικονομικούς δείκτες (ΑΕΠ, πληθωρισμός, επενδύσεις, δημόσιο χρέος κλπ.) και την εξέλιξή τους, κατά την περίοδο 1989-2001, προκειμένου να στηρίξει την αντίθεση το «καλό» ΠΑΣΟΚ και η «κακή» ΝΔ.
Φυσικά ο νεοφιλελεύθερος υπουργός επέλεξε να κερδίσει τη μάχη των εντυπώσεων, στα πλαίσια των «επιτευγμάτων» που επιτάσσουν οι πολιτικές της ΟΝΕ. Και από αυτή την άποψη δεν είναι παράλειψή του, που δεν ανέφερε ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές, που ακολούθησε με συνέπεια η κυβέρνησή του και ο «όμαιμος αδελφός», το κόμμα της ΝΔ, είναι οι μεγάλοι υπεύθυνοι που σήμερα 2,5 εκατ. Ελληνες πολίτες ζουν κάτω από τα επίπεδα της φτώχειας. Είναι ακριβώς αυτές οι πολιτικές που ευθύνονται για την εισαγωγή στο νεοελληνικό λεξιλόγιο όρων όπως «νεόπτωχος», «πρόγραμμα κατά της φτώχειας» κλπ., που μέχρι τη δεκαετία του '80 ήταν άγνωστοι στους πολίτες. Από εκεί και πέρα, αν αφαιρεθεί αυτός ο... δευτερεύων παράγοντας, βάσει των στοιχείων προκύπτει ότι το ΠΑΣΟΚ είναι καλύτερος διαχειριστής κεφαλαίου από το αδελφό κόμμα της ΝΔ. Το τελευταίο μάλιστα πλαγιοκοπείται από τα δεξιά, καθώς κατηγορείται πως με το θόρυβο που έχει ξεσηκώσει για την πορεία της οικονομίας «θέλει να εκδιώξει τους επενδυτές, να πέσει το χρηματιστήριο και να αναστραφούν οι θετικές τάσεις της ελληνικής οικονομίας...».
Στο κείμενο παρατίθενται επίσης τα γνωστά ήδη στοιχεία για τη χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό των ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και οι παρεμβάσεις φιλόπτωχου ταμείου (ΕΚΑΣ, συντάξεις ΟΓΑ, πρόγραμμα κατά της φτώχειας κλπ.) που έχει κάνει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Για μια ακόμη φορά απολογείται για τις λεγόμενες μαύρες τρύπες στον κρατικό προϋπολογισμό, ομολογώντας ότι δίπλα στον επίσημο προϋπολογισμό υπήρχε όλα τα προηγούμενα χρόνια και ένας δεύτερος - κεφαλαιακό τον ονομάζει - στον οποίο πήγαιναν έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, πληρωμές δαπανών χρέους κλπ. Αυτός ο δεύτερος προϋπολογισμός είναι σαν τα διπλά βιβλία των επιχειρήσεων, καθώς τεράστια ποσά (τοκοχρεολύσια Ενόπλων Δυνάμεων) δεν εμφανίζονται πουθενά, παρά μόνο στο γενικό λογαριασμό του δημόσιου χρέους.
Τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου δείχνουν τεράστια αύξηση στα έσοδα από τόκους
Ετσι, η Εμπορική Τράπεζα, παρά το γεγονός ότι τα προ φόρων κέρδη της, στο πρώτο τρίμηνο, αυξήθηκαν κατά 20,7% (στα 21,9 δισ. δρχ), «κατόρθωσε» να πληρώσει 3 δισ. δρχ. λιγότερο φόρο. Για το ίδιο διάστημα, εμφανίζει τεράστια αύξηση 26,5% στα «καθαρά έσοδα από τόκους», γεγονός που αποκαλύπτει τους κερδισμένους της «σύγκλισης των επιτοκίων» και της λεγόμενης εντός ΟΝΕ εποχής. Τα έσοδα από τόκους υπερκάλυψαν τη μείωση 13,1% που εμφάνισαν τα «έσοδα από προμήθειες», καθώς και τα λιγότερα κατά 52% κέρδη από «χρηματοοικονομικές πράξεις», που σχετίζονται με το χρηματιστηριακό τζόγο. Την ίδια ώρα, τα λειτουργικά έξοδα της Εμπορικής Τράπεζας, τα οποία, όπως και για το σύνολο των τραπεζών, προέρχονται κυρίως από το μυθολογικό κόστος, κινούνται στο 3,7%, δηλαδή στο επίπεδο του πληθωρισμού. Η μείωση του μισθολογικού κόστους είναι αποτέλεσμα και της περικοπής των θέσεων εργασίας με την εφαρμογή προγραμμάτων «εθελούσιας εξόδου». Τα κέρδη για τον όμιλο της Εμπορικής έφτασαν σε 24,3 δισ. δρχ. Η μικρή αύξηση 0,54% που εμφανίζουν σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2000 είναι αποτέλεσμα της χαμηλής κερδοφορίας των εταιριών του ομίλου που δραστηριοποιούνται στο Χρηματιστήριο.
Μεγάλη αναντιστοιχία εμφανίζουν τα προ και μετά από φόρους κέρδη της Τράπεζας Πειραιώς. Προ φόρων καταγράφουν αύξηση μόλις 1% στα 14,4 δισ. δρχ., ενώ μετά την αφαίρεση του φόρου η αύξηση εκτινάσσεται στο 11,3%. Η Τράπεζα Πειραιώς πλήρωσε στο πρώτο φετινό τρίμηνο φόρο εισοδήματος 1,568 δισ. δρχ., δηλαδή 1,1 δισ. λιγότερα από πέρυσι. Βέβαια, ο κυβερνητικός μποναμάς είναι πολύ μεγαλύτερος, αν συνυπολογιστεί και η αύξηση των κερδών της. Η συγκεκριμένη τράπεζα αύξησε τα «καθαρά έντοκα έσοδα» κατά 17,8% στα 21 δισ. δρχ. Τα κέρδη για τον Ομιλο της Πειραιώς έφτασαν σε 10 δισ. και ήσαν 10% λιγότερα σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2000.
Σε ρόλο συντονιστή των επιμέρους συμφερόντων του τραπεζικού κεφαλαίου, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε την αναδιανομή της πίτας των στεγαστικών δανείων που χορηγούν οι τράπεζες. Με αυτό το γνώμονα, επεκτείνεται το δικαίωμα της χορήγησης των επιδοτούμενων από το κράτος στεγαστικών δανείων σε όλες τις τράπεζες για λόγους που υποτίθεται ότι έχουν να κάνουν με τη δημιουργία συνθηκών ισότιμου ανταγωνισμού. Επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια χορηγούσαν μέχρι σήμερα μόνον η Εθνική Τράπεζα και η Aspis.
Η εξέλιξη, πάντως, ήταν αναμενόμενη, καθώς η κυβέρνηση δεχόταν «αιτήματα» και από τις υπόλοιπες τράπεζες, προκειμένου να προχωρήσει στη συγκεκριμένη ρύθμιση. Σημειωτέον ότι, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο διάστημα, η στεγαστική πίστη προοιωνίζεται μεγάλα κέρδη για το τραπεζικό κεφάλαιο και οι τραπεζίτες διαγκωνίζονται μεταξύ τους για την απόσπαση μεγαλύτερων μεριδίων. Η νέα ρύθμιση, που προβλέπεται σε υπουργική απόφαση, προωθείται για δημοσίευση στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» και θα ισχύει από την ημέρα της δημοσίευσης.