Ξανά στο προσκήνιο η συλλογή και αξιοποίησή τους από μονοπώλια μέσω της τηλεκπαίδευσης
Στο προσκήνιο επαναφένει το ζήτημα της συλλογής και αξιοποίησης προσωπικών δεδομένων των μαθητών η πρόσφατη απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων σχετικά με τη «Διαδικασία σύγχρονης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης από το Υπουργείο Παιδείας».
Αυτό που ξεκάθαρα αναδεικνύεται για μια ακόμα φορά είναι ότι στο έδαφος της πλήρους εμπορευματοποίησης, την οποία στήριξαν και η σημερινή και η προηγούμενη κυβέρνηση, της πανδημίας με κλειστά σχολεία και τηλεκπαίδευση, της «ανάθεσης» της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην πλατφόρμα μιας πολυεθνικής, μόνο κεραυνό εν αιθρία δεν αποτελούν τα όσα επισημαίνει η απόφαση.
Ειδικότερα, η Αρχή αρχικά είχε δώσει την έγκρισή της για την τηλεκπαίδευση, κάνοντας παράλληλα συστάσεις. Τώρα επανέρχεται και κάνει μια σειρά επισημάνσεις, προχωρά σε επιπλήξεις προς το υπουργείο και δίνει εντολή να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις, σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR) της ΕΕ.
Μεταξύ αυτών σημειώνει ότι πρέπει να συμπληρωθούν τα μέτρα ασφαλείας, ότι δεν έχει γίνει αναλυτική διερεύνηση της νομιμότητας των σκοπών επεξεργασίας δεδομένων που συλλέγονται, ενώ επισημαίνει πως δεν έχει γίνει ορθή αξιολόγηση της διαβίβασης δεδομένων σε χώρες εκτός ΕΕ. Ως προς το τελευταίο, διαπιστώνει πως «η εταιρεία Cisco (εν προκειμένω ο όμιλος και οι εταιρείες του) υπόκειται στο δίκαιο των ΗΠΑ, συνεπώς, κατ' αρχήν, δεν εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας προσωπικών δεδομένων».
Σε ευθεία αμφισβήτηση της εν λόγω απόφασης προχώρησε ανοιχτά χτες το υπουργείο Παιδείας, σημειώνοντας πως αυτή «εκπλήσσει λόγω των εσφαλμένων της παραδοχών, αλλά και λόγω της ξαφνικής αλλαγής πλεύσης εκ μέρους της Αρχής και παράκαμψης του διαρκούς διαλόγου της με το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων». Το υπουργείο σημειώνει ότι «ασφαλώς σέβεται τις αποφάσεις των Ανεξάρτητων Αρχών. Οι αποφάσεις, όμως, αυτές υπόκεινται σε δικαστική κρίση». Η απόφαση έγινε αφορμή για έντονη αντιπαράθεση μεταξύ υπουργείου Παιδείας και ΣΥΡΙΖΑ, με την ΕΠΕΚΕ Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ να ζητά την παραίτηση της υπουργού και το υπουργείο να κάνει λόγο για «λαϊκισμό».
Στην ανακοίνωση του υπουργείου παρέπεμψε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, που άδραξε την ευκαιρία να εξάρει την τηλεκπαίδευση σαν «μία σπουδαία κατάκτηση», καθώς επίσης να κάνει λόγο για «εξασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης στη σύγχρονη τηλεκπαίδευση» και για κίνηση «στην κατεύθυνση μείωσης των ανισοτήτων», τη στιγμή που κάθε άλλο παρά δεδομένη ήταν η πρόσβαση στα μέσα για όλα τα παιδιά, αλλά και ο τρόπος που τελικά κατάφεραν να παρακολουθήσουν τα τηλεμαθήματα.
Η απόφαση έρχεται να υπενθυμίσει πως τα εργαλεία της τεχνολογίας βρίσκονται στα χέρια επιχειρηματικών κολοσσών, οι οποίοι στο κυνήγι της μεγιστοποίησης της κερδοφορίας τους αντιμετωπίζουν ως εμπορεύσιμο προϊόν και τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών τους, διατηρώντας κάθε δικαίωμα στη χρήση και επεξεργασία τους για δικούς τους επιχειρηματικούς σκοπούς, έχοντας τα εργαλεία να το κάνουν και με αποπροσωποιημένα στοιχεία. Ο δε περίφημος Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων της ΕΕ, που στην πραγματικότητα άνοιξε τον δρόμο στη μαζική συλλογή, επεξεργασία και διαβίβαση προσωπικών δεδομένων, στηρίχθηκε και από τον ΣΥΡΙΖΑ και από τη ΝΔ.
Τα παραπάνω βρήκαν εφαρμογή και στη μαζική χρήση τους κατά την τηλεκπαίδευση, από την αρχή της οποίας εκφράστηκε ανησυχία από όλη την εκπαιδευτική κοινότητα σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα χιλιάδων παιδιών. Τόσο η ίδια η σύμβαση εκατομμυρίων που υπογράφτηκε για εξ αποστάσεως μαθήματα, αντί για κάλυψη αναγκών των σχολείων, όσο και η πρόσφατη εξέλιξη έρχονται να επιβεβαιώσουν την ανησυχία αυτή.
Από κινητοποίηση φοιτητικών συλλόγων για τη στέγαση στην αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς |
Στην κινητοποίηση καλούν οι Σύλλογοι Νέας Φοιτητικής Εστίας ΕΜΠ, Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, Τοπογράφων, ΣΕΤ και ΣΕΤΠ του ΠΑΔΑ, Οικοτρόφων ΑΣΠΑΙΤΕ, Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών, Φιλοσοφικής, Ιστορικού - Αρχαιολογικού, Ιατρικής και Νοσηλευτικής, Παντείου, ο Σύλλογος Οικοτρόφων Φοιτητικής Εστίας Αθηνών και η Επιτροπή Αγώνα φοιτητών που διεκδικούν δωμάτια στην εστία ΦΕΠΑ.
Κατευθύνσεις για περαιτέρω βήματα προς ένα πανεπιστήμιο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της αγοράς δίνει το «Σχέδιο δράσης για το πανεπιστήμιο του 2030», που συντάχθηκε από Επιστημονική Επιτροπή με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Μποδοσάκη. Το «Σχέδιο δράσης» θα παρουσιαστεί την ερχόμενη βδομάδα και θα τεθεί «στη διάθεση των αρμόδιων υπηρεσιών της πολιτείας προς αξιοποίηση».
Με πολλά κοινά στοιχεία με την έκθεση Πισσαρίδη, πατάει πάνω στην ήδη νομοθετημένη (από ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ) επιχειρηματική δράση των πανεπιστημίων, αποσύνδεση πτυχίου - επαγγέλματος, αξιολόγηση με κριτήρια της αγοράς, κατηγοριοποίηση κ.λπ. Σε αυτήν τη βάση, προτείνει περαιτέρω βήματα για αναμόρφωση του πανεπιστημιακού χάρτη με στόχο τη μεγαλύτερη προσαρμογή σε σπουδές και πτυχία πολλών ταχυτήτων, περιεχόμενο δεμένο με τις απαιτήσεις της αγοράς, βάθεμα της επιχειρηματικής λειτουργίας των ίδιων των πανεπιστημίων.
Για την «αναμόρφωση του πανεπιστημιακού χάρτη», θέτει ως προτεραιότητα τη «διαφοροποίηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων» σημειώνοντας ότι «δεν έχουν όλα τα ιδρύματα τις ίδιες στοχεύσεις, τους ίδιους πόρους ή τις ίδιες φιλοδοξίες». Οριοθετεί την «αξιολόγηση» ως τον «κεντρικό πυλώνα της αναδιοργάνωσης και της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων», σημειώνοντας ότι «η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων πρέπει να συνδέεται άμεσα με την αξιολόγησή τους και να υλοποιείται με βάση τους στρατηγικούς στόχους και την αποτελεσματικότητά τους».
Βεβαίως, για τη χρηματοδότηση το σχέδιο προβλέπει συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα με διάφορες μορφές, ακόμα και «θεσμοθέτηση θέσεων καθηγητών/ερευνητών της βιομηχανίας/οικονομίας που μισθοδοτούνται από τον ιδιωτικό ή και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και καλύπτουν κοινά ερευνητικά προγράμματα ή προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης αναγκών της οικονομίας». Συγκεκριμένα, ως κατεύθυνση τίθεται «η στήριξη της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων και από τον ιδιωτικό τομέα και ο συντονισμός τους με τις ανάγκες της οικονομίας (παραγωγική βάση) και της κοινωνίας (κοινωνικά δίκτυα στήριξης μετά την πανδημία)», καθώς και «η συνεργασία στην οργάνωση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, καθώς και των προγραμμάτων κατάρτισης με τις επιχειρήσεις, η χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα θέσεων καθηγητών και ερευνητών, καθώς και υποτροφιών φοιτητών». Εξάλλου, ως προς τη διδασκαλία προβλέπει ότι «πρέπει να μπορεί να γίνεται και από διδάσκοντες εκτός ιδρύματος (π.χ. από επιστήμονες ερευνητικών κέντρων, από στελέχη της αγοράς ή υπουργείων και ΔΕΚΟ)».
Υπογραμμίζει ότι «τα πτυχία δεν πρέπει να συνδέονται με λεπτομερή επαγγελματικά δικαιώματα. Τα προγράμματα σπουδών πρέπει να είναι ευέλικτα, να μπορούν εύκολα να ανανεώνονται, να συμπληρώνονται και να ευνοούν την προσαρμοστικότητα στις αλλαγές», δηλαδή οι σπουδές να γίνονται λάστιχο ανάλογα με τις εκάστοτε απαιτήσεις της αγοράς για συγκεκριμένες δεξιότητες.
Τέλος, προτείνει την «αισθητική και λειτουργική αναμόρφωση των πανεπιστημιουπόλεων και των πανεπιστημιακών κτιρίων», «ώστε να μετατραπούν σε κυψέλες δραστηριοτήτων, προτάσσοντας την εμπλοκή των φοιτητών», με «συμφωνίες συνεργασίας με ιδρύματα πολιτισμού», «ενεργοποίηση και δικτύωση των αποφοίτων» των πανεπιστημίων και ρόλο «ενδιαφερομένων μερών (stakeholders) για να συμβάλουν στην περαιτέρω αξιοποίηση του ανθρώπινου και υλικού δυναμικού κάθε τμήματος». Για να το πετύχουν αυτό, τα προτρέπει να στραφούν στην «αξιοποίηση δωρεών, με χορηγίες από εταιρείες, δημόσιες επιχειρήσεις ή κοινωφελή ιδρύματα», φέρνοντας ως παράδειγμα τη χορηγία της «Rolex» στο Πολυτεχνείο της Λοζάνης... Μια πρόταση που δεν είναι μακριά από εκείνη που είχε κάνει ο πρόεδρος της Επιτροπής Διαλόγου του ΣΥΡΙΖΑ, Αντ. Λιάκος, για αξιοποίηση των πανεπιστημιουπόλεων «με μια ζώνη καταστημάτων, κινηματογράφων, εστιατορίων, χώρων άθλησης και αναψυχής»... κάτι σαν Εμπορικό Κέντρο δηλαδή.
Ολα αυτά βέβαια τα «καινοτόμα» έρχονται να εντείνουν την επιχειρηματική λειτουργία των πανεπιστημίων, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα των αλλαγών που ήδη υλοποιούνται, έχουν οδηγήσει σε υποβάθμιση των σπουδών και των πτυχίων, νέους φραγμούς στη μόρφωση, κυνήγι δεξιοτήτων και μονάδων, τα έχουν δει και τα έχουν καταδικάσει οι φοιτητές μέσα από τους αγώνες τους για μόρφωση με βάση τις σύγχρονες ανάγκες.
Ερωτήματα προκαλεί η στάση της πλειοψηφίας της ΟΛΜΕ (ΔΑΚΕ - ΣΥΝΕΚ) που λίγες μέρες πριν από τον νέο κύκλο Γενικών Συνελεύσεων των ΕΛΜΕ, ζήτησε και διοχέτευσε προς τα σωματεία και τον Τύπο αρνητική γνωμοδότηση για την επαναπροκήρυξη της απεργίας - αποχής ενάντια στην «αξιολόγηση». Η γνωμοδότηση ζητήθηκε από τη νομική σύμβουλο της Ομοσπονδίας με συγκεκριμένα ερωτήματα που στην ουσία καθοδηγούσαν τις απαντήσεις και μοιράστηκε κατευθείαν στις ΕΛΜΕ πριν από τις Γενικές τους Συνελεύσεις, ενώ αναπαράχθηκε και σε δημοσιεύματα, που φτιάχνουν κλίμα τρομοκράτησης, απέναντι στη μαζικά εκφρασμένη διάθεση του κλάδου για συνέχιση του αγώνα ενάντια στην αντιεκπαιδευτική αξιολόγηση. Θυμίζουμε ότι για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Ομοσπονδίας, 36 ΕΛΜΕ σε όλη τη χώρα ανάγκασαν το ΔΣ, με βάση το καταστατικό, να καλέσει Γενική Συνέλευση Προέδρων για να συζητηθεί και να αποφασιστεί η συνέχιση του αγώνα τους.
Τους συντελεστές βαρύτητας των πανελλαδικά εξεταζόμενων μαθημάτων ΓΕΛ και ΕΠΑΛ, των ειδικών μαθημάτων και πρακτικών δοκιμασιών για εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση περιλαμβάνουν Υπουργικές Αποφάσεις. Οι συντελεστές θα ισχύσουν στις εξετάσεις για το ακαδημαϊκό έτος 2022 - 2023 και εφεξής και ορίστηκαν από κάθε πανεπιστημιακό ίδρυμα για κάθε τμήμα, σχολή και εισαγωγική κατεύθυνσή του. Ο συντελεστής βαρύτητας που αποδίδεται σε καθένα από τα τέσσερα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα εκφράζεται σε ποσοστό επί τοις εκατό, όχι μικρότερο από 20%. Το άθροισμα των συντελεστών αποδίδει το 100%.
Σε ό,τι αφορά τα ειδικά μαθήματα και τις πρακτικές δοκιμασίες, ο συντελεστής βαρύτητας που τους αποδίδεται είναι είτε 10% είτε 20%.